Ένας «Άλλος Κόσμος» στον Νέο Κόσμο

FYI.

This story is over 5 years old.

Photo

Ένας «Άλλος Κόσμος» στον Νέο Κόσμο

Τριάντα φωτογραφίες από τη ζωή στις προσφυγικές πολυκατοικίες.

«Ο κόσμος φαίνεται καλύτερος, όταν τον βλέπεις από ψηλά», μου είπε και με έσπρωξε στις βρώμικες σκάλες με τους ξεφτισμένους τοίχους, βαμμένους μπλε, πράσινο και ροζ. Κάθε όροφος και μια πόρτα, ασφαλισμένη άλλοτε με βαριές αλυσίδες και κλειδαριές και άλλοτε με καρφωμένες τάβλες, λες και οι πρώην ένοικοί τους έφυγαν αποφασισμένοι όχι μόνο να μην επιστρέψουν ποτέ ξανά, αλλά και να μην αφήσουν κανέναν άλλο να μπει μέσα. Τρεις ορόφους ψηλότερα περνάμε στον ακάλυπτο και από εκεί στην ταράτσα της πολυκατοικίας. «Αυτό λοιπόν είναι το καταφύγιό μας και αυτή εδώ είναι η γειτονιά μας», μου είπε χαράσσοντας μια νοητή γραμμή ανάμεσα στα δορυφορικά πιάτα και στα φώτα της νυχτερινής Αθήνας. «Αυτή είναι η γειτονιά των μεταναστών».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η γειτονιά αυτή του Νέου Κόσμου ή του Δουργουτίου, όπως ήταν παλιότερα γνωστή, διαμορφώθηκε μέσα από την έλευση των διαφορετικών προσφυγικών πληθυσμών μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Ήδη από το 1921 φτάνουν οι πρώτοι πρόσφυγες ενώ, στην περιοχή εγκαθίστανται χιλιάδες Αρμένιοι. Λίγο αργότερα, το 1936, χτίζονται οι χαρακτηριστικές προσφυγικές πολυκατοικίες, το σήμα κατατεθέν της περιοχής. Την δεκαετία του 1960 γκρεμίζονται και τα τελευταία παραπήγματα μετά το θρυλικό σύνθημα του Γεωργίου Παπανδρέου «Θάνατος στην παράγκα!».

Από τότε έχουν γίνει πολλές προσπάθειες αναβάθμισης της περιοχής με αποκορύφωμα την εποχή καλλωπισμού της Αθήνας με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το κονδύλι για την αναβάθμιση των προσφυγικών κατοικιών του Νέου Κόσμου είχε ανέλθει στις 600.000 ευρώ ενώ, η τότε δήμαρχος Αθηναίων κ. Ντόρα Μπακογιάννη κατά την επίσκεψή της στο Δουργούτι είχε δηλώσει ότι «τα έργα αναβάθμισης της περιοχής θα συνεχιστούν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μεγάλο στοίχημα που είχαμε βάλει για να ξαναδώσουμε χρώμα στην Αθήνα, το κερδίζουμε». Παρόλα αυτά «τα έργα αναβάθμισης» περιορίστηκαν στην βαφή των προσόψεων των προσφυγικών κατοικιών και στην κατασκευή ενός μεταλλικού φράχτη στον περίγυρο, ο οποίος καλύπτεται ως σήμερα με αναρριχητικά φυτά.

Κρυμμένος πίσω από τον τεράστιο σιδερένιο φράχτη και λίγα μόλις μέτρα μακριά από την πολύβουη λεωφόρο Συγγρού ο Αλί καταπιάνεται με τα δικά του σιδερικά. Ο Αλί είναι μετανάστης από το Μπαγκλαντές και όλη μέρα γυρνάει στους δρόμους της Αθήνας με το καροτσάκι του μαζεύοντας παλιοσίδερα και χαρτικά, τα οποία πουλάει αργότερα για λίγα ευρώ. Μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα μαζί με άλλους πέντε ομοεθνείς του σε μία από τις προσφυγικές πολυκατοικίες πληρώνοντας ενοίκιο 250 ευρώ το μήνα. Τα διαμερίσματα στο εσωτερικό τους είναι πανομοιότυπα. Ένα δωμάτιο με ένα ξεχαρβαλωμένο μπαλκονάκι, ένα μικρό μπάνιο και η κουζίνα. Οι κιτρινωποί τοίχοι μουχλιασμένοι και γεμάτοι ρωγμές στο εσωτερικό τους, εξωτερικά κοσμούνται με γκραφίτι και συνθήματα γραμμένα στα ελληνικά και στα αραβικά. Σαν να θέλουν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες που κατοικούν, έστω και προσωρινά εδώ, να διεκδικήσουν τον δικό τους προσωπικό χώρο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Νομίζουν, ότι ο χώρος είναι δικός τους. Κάθε μέρα τους φωνάζω, αλλά μυαλό δεν βάζουν. Εντάξει, είναι ήσυχοι άνθρωποι, δεν μας ενοχλούν, αλλά αυτά τα σκουπίδια που μαζεύουν στην αυλή… τι τα θέλουν;» μου φωνάζει η κυρία Μαρία από το παράθυρό της. Είναι η μόνη Ελληνίδα που έχει απομείνει σε αυτήν την προσφυγική πολυκατοικία.

«Θυμάμαι παλιά, πόσο όμορφη ήταν η γειτονιά μας. Εδώ απέναντι γυρίζονταν όλες οι ταινίες, έρχονταν όλοι οι σταρ του κινηματογράφου κι εμείς, μικρά παιδάκια τότε τρέχαμε να τους θαυμάσουμε», μου λέει δείχνοντάς μου ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Ο προσφυγικός συνοικισμός έχει γίνει το σκηνικό της ταινίας του Νίκου Κούνδουρου «η Μαγική Πόλη» ενώ, εδώ έχει γυριστεί και η ταινία του Κώστα Φέρρη «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν». «Παλιά μέναμε στην περιοχή μόνο Έλληνες, τώρα όλοι έχουν παρατήσει τα σπίτια τους. Ποιος να έρθει να νοικιάσει πια αυτά τα εγκαταλελειμμένα διαμερίσματα; Κανείς. Μετά τις γραμμές του τραμ όλο Άραβες μένουν».

Πράγματι, η γειτονιά αυτή οριοθετείται από τις γραμμές του τραμ της οδού Κασομούλη από την μια και από το επιβλητικό κτίριο του ξενοδοχείου Ιντερκοντινένταλ από την άλλη. Και ανάμεσα σε αυτά τα δυο φυσικά σύνορα ζουν μετανάστες και πρόσφυγες ξαναζωντανεύοντας την περιοχή και προσπαθώντας να επιβιώσουν στον δικό τους μικρόκοσμο, σε διαμερίσματα χωρίς θέρμανση και με μοναδική παρέα πολλές φορές κατσαρίδες και ποντίκια. Για αυτό και πολλοί ένοικοι καταφεύγουν στις ταράτσες για να περάσουν λίγο πιο ευχάριστα τα βράδια τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Κοίτα εκείνος με την καράφλα, βγάζει κάθε βράδυ το σκυλί του βόλτα. Κοίτα στην απέναντι πολυκατοικία πάλι τσακώνονται, ενώ σε εκείνο το διαμέρισμα έχουν ακόμα κρεμασμένα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Γελάμε μόνο στην ιδέα, ότι παρατηρούμε τους πάντες και κανείς δεν μπορεί να μας υποψιαστεί». Το εικοσάχρονο αγόρι που κάθεται πάνω στο πεζουλάκι της ταράτσας δεν φαίνεται να πτοείται από το κενό πίσω του. Ξαφνικά τινάζεται πάνω, κλείνει τα μάτια και αρχίζει να τραγουδά. Το τραγούδι, όπως μου λέει αργότερα, μιλάει για τον θάνατο ενός έρωτα που το φάντασμά του στοιχειώνει την πόλη. «Και στο δωμάτιο που μένουμε, έχει φαντάσματα. Εμφανίζονται μέσα από τα σπασμένα τζάμια. Το ξέρεις;», μου ψιθυρίζει κρυφογελώντας, «γι' αυτό ανεβαίνουμε στην ταράτσα».

Κοντεύει να ξημερώσει και το μόνο που ακούγεται, είναι οι ένοικοι του πρώτου ορόφου που δεν λένε να κοιμηθούν. Εάν το διαμέρισμα είναι πράγματι στοιχειωμένο, το φάντασμά του δεν φανερώθηκε σε μένα τους τρεις μήνες που έμεινα σε αυτό το δωμάτιο των προσφυγικών του Νέου Κόσμου. Βγαίνω στον σκοτεινό διάδρομο, κάποιες δυσδιάκριτες σκιές εμφανίζονται πίσω από τις μισοσπασμένες πόρτες. Αδύνατο να διακρίνω καθαρά, έτσι στοιβαγμένα που είναι τα διαμερίσματα, ασφυκτιώντας το ένα δίπλα στο άλλο. Κοιτάζω από το ραγισμένο τζάμι και συνειδητοποιώ, ότι το λιπόσαρκο πρόσωπο που με κοιτά, δεν είναι άλλο από αυτό του Μπασίρ που συνεχίζει να τραγουδά. Μόνο που αυτήν τη φορά το τραγούδι του είναι μελαγχολικό. Μιλάει για τον πόνο της καρδιάς του, την πατρίδα που άφησε πίσω του. Την Συρία.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.