Φάγαμε Πιροσκί και Ήπιαμε Βότκα σε Ένα Νεκροταφείο στη Βόρεια Ελλάδα

FYI.

This story is over 5 years old.

Stuff

Φάγαμε Πιροσκί και Ήπιαμε Βότκα σε Ένα Νεκροταφείο στη Βόρεια Ελλάδα

Αυτή είναι η πιο spooky «συνάντηση» ζωντανών και νεκρών στον Βορρά.

Δεν πιστεύω στην μετά θάνατον ζωή, αν και θα πάρω μια αλλαξιά εσώρουχα.

- Γούντι Άλεν

Κείμενο: Κώστας Κουκουμάκας

Στο χωριό Ριζανά, στα όρια των Νομών Κιλκίς και Σερρών, περίπου μια ώρα από τη Θεσσαλονίκη, πραγματοποιείται κάθε χρόνο ανήμερα της Κυριακής του Θωμά η πιο spooky «συνάντηση» ζωντανών και νεκρών στον Βορρά. Κόσμος πολύς συγκεντρώνεται στο νεκροταφείο και στήνει μεγάλο φαγοπότι πάνω στους τάφους, ανάμεσα στα μαρμάρινες επιγραφές και τα λουλούδια! Το έθιμο, οι ρίζες του οποίου φθάνουν ως τα ομηρικά έπη, έφεραν μαζί τους παλιννοστούντες Πόντιοι και Έλληνες από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή τη μέρα δεν θρηνούν, αλλά χαμογελούν και φιλεύουν τους επισκέπτες παραδοσιακό πιροσκί, κεφτέδες, τσουρέκια και καυτή ρώσικη βότκα. Είναι η νίκη της ζωής απέναντι στον θάνατο, η μεγαλύτερη τιμή των ζωντανών προς τους νεκρούς τους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στην είσοδο των Ριζανών υπάρχει από νωρίς κινητικότητα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα και μικροπωλητές λουλουδιών. Μέχρι το 1997 το χωριό είχε το δικό του μικρό νεκροταφείο, όμως εκείνη τη χρονιά άρχισε να λειτουργεί κι ένα δεύτερο, αυτό στο οποίο σήμερα πυκνώνουν οι επισκέπτες. «Ως γνωστόν, χιλιάδες Έλληνες παλιννοστούντες έφυγαν από τον Πόντο και χώρες της πρώην Σοβιετικής στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Εγκατασταθήκαμε στη Δυτική Θεσσαλονίκη και τα επόμενα χρόνια οι νεκροί μας θάβονταν είτε στον Εύοσμο είτε στα γειτονικά δημοτικά κοιμητήρια. Λόγω της έλλειψης χώρων, τρία χρονιά μετά πρέπει να γίνει εκταφή. Έτσι, για να αποφύγουμε αυτή τη διαδικασία, η οποία δεν τιμά τους νεκρούς μας, αρχίσαμε να αναζητούμε χώρο, όπου θα θάβονταν μόνιμα όσοι έφευγαν», λέει στο VICE o Στέφανος Οφλίδης, πρόεδρος του Συλλόγου Παλιννοστούντων «Άγιος Ιωάννης ο Βαφτιστής».

Ο πατέρας του, Αλέξανδρος, ήταν ο άνθρωπος που κίνησε την πρωτοβουλία για εξεύρεση χώρου νέου κοιμητηρίου. Στο μεταξύ, είχε ιδρυθεί ο σύλλογος και μία βασική αποστολή του ήταν αυτή. Έκταση βρέθηκε αρχικά στη Νέα Σάντα Κιλκίς, όμως η λύση δόθηκε στα γειτονικά Ριζανά. Ένας χωριανός, ο Λευτέρης Τεπετίδης, η οικογένεια του οποίου, όπως και πολλών άλλων, είχε έρθει από το Καζακστάν στην Ελλάδα τη δεκαετία του '60, δέχτηκε να δωρίσει 15 στρέμματα, ώστε να χτιστεί το νεκροταφείο στη μνήμη του γιου του, που είχε σκοτωθεί σε νεαρή ηλικία. Έτσι, τα επόμενα χρόνια συγγενείς μετέφεραν λείψανα από τη Θεσσαλονίκη στο χωριουδάκι του Κιλκίς, έχτισαν μία εκκλησία και διαμόρφωσαν τον περιποιημένο χώρο. Το νεκροταφείο παραχωρήθηκε αναγκαστικά στον τοπικό Δήμο, ο οποίος έχει τυπικά μόνο τη διαχείρισή του, καθώς όλα τα έξοδα λειτουργίας καλύπτονται από τις οικονομίες των συγγενών.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Όσο περνά η ώρα, ο κόσμος αυξάνεται. Οι τάφοι έχουν καθαριστεί από μέρες και τώρα στήνονται τραπεζομάντηλα και πιάτα πάνω στις μαρμάρινες πλάκες. Ακούγεται μακάβριο, αλλά στην πράξη δεν είναι καθόλου. Πάνω στα μνήματα δεν κάθονται μαυροφορεμένες γυναίκες, αλλά ολόκληρες οικογένειες με μικρά παιδιά. Οι άνθρωποι δεν θρηνούν, αλλά τιμούν τους δικούς τους που έφυγαν. Δεν επιτρέπεται να κλάψουν, παρά μόνο χαιρετιούνται εγκάρδια, ανταλλάσσουν «Χριστός Ανέστη», ενόσω προσφέρουν με χαμόγελο τους επισκέπτες ρώσικη βότκα και παραδοσιακά εδέσματα.

Το νεκροταφείο στα Ριζανά δεν είναι συνηθισμένο. Υπάρχουν σχεδόν αποκλειστικά οικογενειακοί τάφοι 4 ή 6 μέτρων, χτισμένοι περιμετρικά με χαμηλό τοιχίο. Κι επίσης, στους περισσότερους έχουν τοποθετηθεί μαύρες πλάκες από γρανίτη, πάνω στις οποίες είναι αποτυπωμένες με ειδική τεχνική οι φωτογραφίες των ανθρώπων που αποδήμησαν εις Κύριον – συχνά μαζί με το αγαπημένο τους αντικείμενο, μία μοτοσικλέτα, ένα αυτοκίνητο, μία κάμερα, ή μια φωτογραφία της επαρχίας που γεννήθηκαν, του Σοχούμι, της Τραπεζούντας, του Βατούμι, το Ορντού και της Σάντας. Φωτογραφίες ηλικιωμένων ζευγαριών και νεαρών πάνω στην τρέλα της ηλικίας τους. Υπάρχουν και δύο-τρία αγάλματα νεκρών δίπλα στο μνήμα, όμως δεν είναι όλοι τάφοι πλούσιων ανθρώπων. Πολλοί είναι στρωμένοι με κοινές πλάκες και πλαστικό τάπητα, ψιλό χαλίκι ή απλώς έναν ξύλινο σταυρό κι ένα καντήλι, όλοι όμως είναι περιποιημένοι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Διαβάζουμε ονόματα βασανισμένων ανθρώπων, που ονειρεύονταν πάντα την Ελλάδα, όμως όταν έφθασαν, άκουσαν να τους αποκαλούν «Ρωσοπόντιους». Και που το 2013 κόπηκε η σύνταξη των 345 ευρώ σε όσους από αυτούς είχαν διπλή υπηκοότητα και δεν είχαν συμπληρώσει 20 χρόνια στην Ελλάδα.

«Οι περισσότεροι είμαστε απλοί άνθρωποι του μεροκάματου, που όμως θέλουμε να τιμήσουμε όσο περισσότερο γίνεται τους νεκρούς μας. Οι Πόντιοι τιμούμε πολύ τους προγόνους μας και θα δώσουμε από το υστέρημά μας. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι συγγενείς που έρχονται στη Μέρα των Γονιών, όπως λέμε τη σημερινή, λιγοστεύουν. Πολλοί έχουν φύγει για δουλειά στη Γερμανία, κι επίσης είναι έξοδο να έρθεις από τη Θεσσαλονίκη, αν και ο σύλλογος βάζει λεωφορείο γι' αυτή τη μέρα», μου λέει ο Στέφανος Οφλίδης.

Ο ίδιος, οδοντοτεχνίτης στο επάγγελμα, ήρθε από το Σοχούμι το 1991, πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος μεταξύ Αμπχάζιων και Γεωργιανών και σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη. «Πάντα θέλαμε να έρθουμε στην Ελλάδα, το ακούγαμε από τις διηγήσεις των παππούδων μας, που είχαν το μυαλό τους στην πατρίδα. Ο παππούς μου ήταν ανάμεσα στους Έλληνες που εκτοπίστηκαν το 1949 από τη Μαύρη Θάλασσα στις στέπες του Καζακστάν. Τους έβαλαν στο τρένο και νόμισε ότι θα τους φέρουν στην Ελλάδα. Μετά από μέρες, πρόσεξε την ανατολή του ήλιου και κατάλαβε ότι το τρένο ταξίδευε ανατολικά».