Ένας Τσιγγάνος στο Ρινγκ

FYI.

This story is over 5 years old.

Διασκέδαση

Ένας Τσιγγάνος στο Ρινγκ

Η θαρραλέα ζωή του Johann «Rukeli» Trollmann.
CN
Κείμενο Christina Newland

To άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Fightland.

Η Bock Brewery, η ιστορική μπιραρία του Βερολίνου, είχε φιλοξενήσει πολλά φασαριόζικα πλήθη πριν από τη νύχτα της 9ης Ιουνίου του 1933. Στην κεντρική της σάλα καθώς και στον κήπο της λάμβαναν χώρα συναυλίες, πολιτικές συγκεντρώσεις και αγώνες πυγμαχίας από την αρχή του αιώνα. Αλλά εκείνη την ιστορική καλοκαιρινή βραδιά, καταλάβαινες από την ατμόσφαιρα και μόνο τι θα επακολουθούσε. Η ιστορία αφορούσε τη σύγκρουση δυο ανθρώπων με έπαθλο τη ζώνη light heavyweight της Γερμανίας. Από τη μια πλευρά ήταν ο Adolf Witt και από την άλλη ο Johann «Rukeli» Trollmann. Ο Witt ήταν το φαβορί, ειδικά για τα μέλη του νεοσύστατου Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. O Αδόλφος Χίτλερ θαύμαζε το άθλημα της πυγμαχίας, το οποίο θεωρούσε ιδιαίτερα ευγενές, και πίστευε πως με τη νίκη του ο Witt θα αναδείκνυε τη φυλετική του ανωτερότητα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο ξεκάθαρα μη Άριος αντίπαλος του Witt, ο Trollmann, ήταν Τσιγγάνος, γεννημένος στο Ανόβερο το 1907, μέλος εννεαμελούς οικογένειας. Οι δεξιές εφημερίδες της εποχής αναφέρονταν σε αυτόν υποτιμητικά με τον τίτλο «ο Τσιγγάνος στο ρινγκ». Αλλά η εχθρική αυτή αντιμετώπιση δεν είχε επηρεάσει καθόλου τη δημοτικότητά του, ούτε βέβαια και την επιτυχία του. Η γοητευτική του εμφάνιση εξασφάλιζε την υποστήριξη των μαγεμένων γυναικών στο κοινό, ενώ το γρήγορο και «χορευτικό» του στιλ εντός του ρινγκ τού είχε εξασφαλίσει μια σειρά από νίκες από το 1929 και μετά, όταν και έγινε επαγγελματίας πυγμάχος. Καθώς κινούνταν αεράτα και σχεδόν χορεύοντας μέσα στο ρινγκ εκείνη τη βραδιά –αποφεύγοντας πανεύκολα τα χτυπήματα του κατά πολύ κατώτερού του Witt– φαινόταν ότι τίποτα δεν ήταν ικανό να σταματήσει την πορεία του 26χρονου πυγμάχου προς τον τίτλο.

Οι φίλοι της πυγμαχίας που είχαν κατακλείσει την μπιραρία υποστήριζαν στη συντριπτική τους πλειονότητα τον Trollmann με ιαχές και κραυγές, καθώς εκείνος στριφογυρνούσε με μαεστρία μέσα στο ρινγκ. Αλλά τελικά ο αγώνας σταμάτησε έπειτα από έξι γύρους. Οι κριτές αποφάνθηκαν ότι το τελικό αποτέλεσμα ήταν «No Decision» – κοινώς, ότι κανένας δεν έχασε και κανένας δεν κέρδισε. Ο Trollmann είχε μείνει εμβρόντητος. Το 1928, για ξεκάθαρα ρατσιστικούς λόγους, δεν του είχαν επιτρέψει να αγωνιστεί με την εθνική ομάδα της Γερμανίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τώρα, έβρισκε την αδικία ξανά μπροστά του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακολούθησε χάος. Το κοινό, γιουχάροντας έντονα, πλημμύρισε το ρινγκ, εκσφενδονίζοντας καρέκλες και ξεκινώντας συμπλοκές. Οι γερμανικές πυγμαχικές αρχές, υπό την πίεση ναζιστικών εντολών, είχαν αρνηθεί να ανταμείψουν τον ξεκάθαρο νικητή εξαιτίας του χρώματος του δέρματός του. Για τους πιστούς οπαδούς της πυγμαχίας, όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να περάσει. Οι απειλές άρχισαν να γίνονται τόσο έντονες που οι κριτές αναγκάστηκαν να πάρουν πίσω την αρχική τους απόφαση, απονέμοντας τελικά τον τίτλο στον Trollmann.

Ο αγώνας δεν καταγράφηκε ποτέ από κάποιο κινηματογραφικό μέσο, αλλά από τις λεπτομέρειες που έχουν γραφτεί για εκείνη τη βραδιά μπορείς να ενώσεις τα κομμάτια του παζλ: η βαριά από καπνό ατμόσφαιρα, η μπαγιάτικη μπίρα, ο ιδρώτας. Ο ηλεκτρισμένος αέρας και η αίσθηση ότι η βία δεν θέλει και πολύ για να ξεσπάσει, ο σκουρομάλλης και κουρασμένος «Rukeli» με το κεφάλι χαμηλωμένο καθώς του έδιναν επιτέλους τη ζώνη. Νικημένος από την αγανάκτηση και τη λύπη, ο πυγμάχος στάθηκε στη μέση του ρινγκ και ξέσπασε σε λυγμούς. Λέγεται πως εκείνη τη βραδιά το κοινό φώναζε ρυθμικά το όνομά του.

Οι φίλοι της πυγμαχίας είχαν την απλή και δίκαιη ανάγκη να δουν τον καλύτερο να κερδίζει και αυτό ακριβώς έκανε ο Trollmann εκείνη τη βραδιά. Όχι πως θα κρατούσε τη ζώνη για πολύ. Σε μια νέα ανατροπή των γεγονότων, μερικές ημέρες αργότερα του την αφαίρεσαν ξανά. Αλλά εκείνη τη βραδιά, στις 9 του Ιούνη, έστω και για λίγο, ο Johann «Rukeli» Trollmann και οι θαυμαστές του είχαν κατατροπώσει το πιο ισχυρό ρατσιστικό καθεστώς της εποχής.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Εντούτοις, είναι δύσκολο να μιλάς για εκείνη τη βραδιά, για εκείνον τον αγώνα του 1933, ακόμα και σαν άγνωστος, ένας άγνωστος που τον διαχωρίζουν από τον Rukeli η εθνικότητα, η γλώσσα και τα πολλά χρόνια της ιστορίας. Γιατί από τη στιγμή που εκείνος ο νεαρός Τσιγγάνος παρουσίασε τόσο εντυπωσιακά το αδιαφιλονίκητο ταλέντο του –ένα ταλέντο που ενέπνευσε μια τόσο ειλικρινή έκφραση μαζικής υποστήριξης–, οι πυγμαχικές αρχές του Τρίτου Ράιχ ήξεραν πως δεν μπορούσαν να ανεχτούν την παρουσία του. Ύστερα από εκείνη τη βραδιά, αν και ακόμα δεν είχε συμπληρώσει τα 30 του χρόνια, ο Trollmann άφησε πίσω του τις καλύτερες ημέρες της καριέρας του.

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Το 2010, ένα προσωρινό μνημείο εμφανίστηκε σε ένα ήσυχο κομμάτι του Viktoria Park στο Βερολίνο. Ήταν μια άψογη αντιγραφή ενός ρινγκ, φτιαγμένο από τσιμέντο. Η συμμετρία του διακοπτόταν μόνο από το ότι η μία του γωνία έγερνε προς το έδαφος. Τα βασικά του στοιχεία ήταν η στιβαρότητά του αλλά και το ότι ήταν τόσο εμφανώς στραβό. Ήταν σαν να έλεγε «αν θες να κερδίσεις μέσα σε αυτό το ρινγκ, καλή σου τύχη». Ήταν φυσικά αφιερωμένο στον Trollmann.

Η παρενόχληση άρχισε μόλις μία εβδομάδα μετά τον αγώνα του 1933. Η νεοσυσταθείσα Γερμανική Ομοσπονδία Πυγμαχίας, στην κεφαλή της οποίας καθόταν ο ένθερμος ναζιστής Georg Radamm, αποφάνθηκε πως ο «Rukeli» είχε ένα πυγμαχικό στιλ το οποίο ήταν «μη γερμανικό». Αυτοί ήταν που αποφάσισαν να πάρουν τη ζώνη και τη δόξα του Trollmann για δεύτερη φορά. Δύο μήνες μετά –και δημοφιλής όσο ποτέ– ανέβαινε και πάλι στο ρινγκ. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, όμως, κάτι είχε αλλάξει δραστικά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στις 27 Ιουλίου, ο Rukeli θα αντιμετώπιζε τον γνωστό και σκληρό πυγμάχο Gustav Eder. Θέλοντας να επιβάλουν τη λογική τους πάνω στο άθλημα, οι ιθύνοντες του νέου καθεστώτος επέμεναν ότι ο Trollmann έπρεπε να υιοθετήσει τον «σωστό» γερμανικό τρόπο, την παλαιομοδίτικη προσέγγιση δηλαδή, που ήταν σαφώς πιο «επίπεδη» και «στεγνή»˙ το χαρακτηριστικό χορευτικό στιλ του Johann περιγραφόταν περιφρονητικά από τους ναζί σαν «χορός Τσιγγάνου». Εκείνοι όμως που είχαν δει τον Trollmann μέσα στο ρινγκ συνέκριναν την υπερμοντέρνα τεχνική του με αυτήν του Muhammad Ali, μια τεχνική που τώρα έπρεπε να παρατήσει. Αναγκασμένος να σταθεί απέναντι από τον σαφώς μεγαλύτερο σε μέγεθος Eder και να απορροφήσει τα σκληρά του χτυπήματα, ο Johann ήταν σε εμφανώς μειονεκτική θέση.

Γνωρίζοντας ότι είτε θα έχανε μέσα στο ρινγκ είτε θα του έπαιρναν την πυγμαχική άδεια αν αρνιόταν να αγωνιστεί, ο Johann δεν είχε άλλη επιλογή. Όταν όμως ο νεαρός άντρας κατευθύνθηκε προς το ρινγκ, η εμφάνισή του σόκαρε όσους τον είδαν. Πασαλειμμένος με αλεύρι από την κορυφή ως τα νύχια και με βαμμένο οξυζενέ μαλλί, ο Trollmann έδινε την απόλυτη απάντησή του, τη δική του άποψη για την τελειότητα της Άριας φυλής. Δεν υπάρχει κάποια καταγραφή σχετικά με το πώς αντέδρασε το κοινό ή ο αντίπαλός του, αλλά η λογική λέει πως κάποιους θα εξόργισε, ενώ κάποιοι θα τον αντιμετώπισαν με θαυμασμό. Αυτή η ισχυρή δήλωσή του, όμως, ήταν μια τελευταία λαμπρή στιγμή ενός ανθρώπου που ήξερε πως η καριέρα του είχε τελειώσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στις ταινίες, ο «Rukeli» θα ήταν το αουτσάιντερ. Αναγκασμένος να αλλάξει όλο το στιλ του, σε μια ταινία ίσως κατάφερνε να πάρει μια απίστευτη νίκη. Αλλά η πραγματικότητα δεν έκανε τέτοιες χάρες. Έπειτα από πέντε γύρους, κατά τους οποίους στάθηκε στο ύψος του, απορροφώντας όσα χτυπήματα άντεχε, βγήκε νοκ άουτ.

Έπαιξε σε εννέα ακόμα επαγγελματικούς αγώνες προτού η άδειά του ανακληθεί τελικά το 1935. Ένας από τους ελάχιστους εν ζωή συγγενείς του –ο ανιψιός του, Manuel Trollmann– έχει ξοδέψει χρόνια ερευνώντας τη ζωή του θείου του. Ο αδερφός του Johann, Albert –ο οποίος υπήρξε επίσης πυγμάχος και πέθανε τη δεκαετία του '90– κατάφερε να επιβιώσει από τη δίνη του πολέμου και μίλησε στον Manuel, ανασύροντας από τη μνήμη του τις ολοένα και πιο βίαιες συμπεριφορές και απειλές των ναζί προς την οικογένειά του. Ο ακριβής αριθμός των αγώνων που αναγκάστηκε να «πουλήσει» ο «Rukeli» για να εξασφαλίσει την ασφάλεια της οικογένειάς του παραμένει άγνωστος.

«Rukeli» ήταν το όνομα με τον οποίο τον ήξεραν οι φίλοι και συγγενείς. Προερχόταν από τη ρουμάνικη λέξη Ruk που σημαίνει δέντρο. Μεγαλώνοντας, το μελαψό αγόρι είχε ένα κομψό σώμα με μακριά άκρα αλλά και μια εσωτερική πυγμή από την οποία και πήρε το παρατσούκλι του. Οι περισσότεροι που τον γνώριζαν τον συμπαθούσαν γρήγορα, με πολλούς να εκπλήσσονται όταν μάθαιναν το επάγγελμά του. Ο «Rukeli», όπως και οι περισσότεροι Τσιγγάνοι Sinti, είχε ως βάση του την οικογένεια, αν και εντέλει παντρεύτηκε αρκετά αργά για τους ανθρώπους της φυλής του, στα 28 του χρόνια, με τη Βερολινέζα Olga Bilda. Την ίδια χρονιά, η Olga θα γεννούσε τη Rita, τη μοναχοκόρη τους. Ένα παιδί με ημι-τσιγγάνικο αίμα ήταν σίγουρα δύσκολη προσθήκη σε οποιοδήποτε γερμανικό σπίτι κάτω από τη βαριά σκιά του Ράιχ, οπότε το 1938 ο Johann αναγκάστηκε να πάρει μια από τις πολλές δύσκολες αποφάσεις της ζωής του: έπειτα από μια σειρά βαρύτατων απειλών, αναγκάστηκε να πάρει διαζύγιο, θέλοντας έτσι να προστατεύσει τη γυναίκα και το παιδί του. Γνωρίζουμε ελάχιστα για το τι απέγιναν η Rita και η Olga. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως η Rita έμαθε για τον πατέρα της στην εφηβεία και πως η μητέρα της δεν μιλούσε ποτέ γι' αυτό το θέμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το 1935 ήταν μια δύσκολη χρονιά για τη νεαρή οικογένεια Trollmann. Χάνοντας την πυγμαχική του άδεια και με την επαγγελματική του καριέρα να έχει τελειώσει, ο Trollmann αναγκάστηκε να πυγμαχεί σε εποχιακά πανηγύρια για να βγάζει τα απολύτως απαραίτητα. H οικογένειά του άρχισε να περιφέρεται από περιοχή σε περιοχή, ψάχνοντας για δουλειά και αποφεύγοντας οποιαδήποτε σύγκρουση με τις αρχές.

Δυστυχώς για τον Johann, όμως, η φήμη του τον κυνηγούσε παντού. Για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι, συνελήφθη εκείνο το καλοκαίρι και στάλθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, ένα από τα πολλά που θα γνώριζε στη ζωή του. Πολλά μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του είχαν την ίδια τύχη ή αναγκάστηκαν να διαλέξουν ανάμεσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την αναγκαστική στείρωση. Το 1936 πια, ο Johann ήταν και αυτός ένας από τους αμέτρητους Sinti και Ρομά που είχαν υποστεί στείρωση μέσω αναγκαστικής αγγειεκτομής. Σε ηλικία μόλις 29 ετών, η ναζιστική Γερμανία του είχε πάρει τον τίτλο, την επαγγελματική καριέρα και πλέον και το μέλλον.

Στο τέλος εκείνης της δεκαετίας, ο Johann δεν ήταν πια πυγμάχος, αλλά στρατιώτης. Ως μέλος της Wehrmacht, το 1939 στάλθηκε στη Γαλλία και στο Ανατολικό Μέτωπο. Δεν ήταν αρκετά Γερμανός για να παλέψει για τον τίτλο, αλλά προφανώς αρκετά Γερμανός για να πολεμήσει για τη χώρα του.

Αποκόμισε μάλιστα και έναν τραυματισμό εν ώρα μάχης προτού εκδιωχθεί από το στράτευμα, ξανά για φυλετικούς λόγους. Όσο γενναία κι αν πολέμησαν, όλοι οι Sinti και Ρομά αποστρατεύτηκαν μετ' αισχύνης από το στρατιωτικό σώμα το 1942.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Υπάρχουν πολλά που δεν γνωρίζουμε για τη ζωή του Trollmann. Είδε ποτέ ξανά τη γυναίκα του και το παιδί του; Επέστρεψε από τον πόλεμο κουρασμένος και ολότελα νικημένος ή διατήρησε μέσα του την ίδια ατρόμητη και θαρραλέα φλόγα; Αυτό που ξέρουμε είναι πως γυρίζοντας από το χάος του πολέμου, ο πολίτης πλέον Johann φυλακίστηκε για μια ακόμη φορά. Χτυπημένος και απίστευτα ταλαιπωρημένος, έχασε 27 κιλά σε τρεις μήνες. Εντέλει, απελάθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Neuengamme, στο οποίο του δόθηκε ο αριθμός κρατουμένου 9841 και ένα καφέ τριγωνικό μπάλωμα, το σήμα που έδιναν οι ναζί στους «Romani». Σε αυτό τον απαίσιο τόπο, στα 35 του χρόνια και σε άθλια σωματική και ψυχολογική κατάσταση, ο Trollmann θα έδινε τον τελευταίο του πυγμαχικό αγώνα.

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό του 1943, σε ένα περιφερειακό στρατόπεδο κοντά στο Αμβούργο ονόματι Wittenberge, η φήμη του Johann «Rukeli» Trollmann θα ερχόταν ξανά να τον πληγώσει. Η φήμη του πλέον δεν του έκανε καλό, του «σέρβιρε» μόνο κίνδυνο. Το ότι τον αναγνώρισαν σήμαινε πως πλέον ήταν γνωστός ως ο άντρας που πριν από μια δεκαετία περίπου ήταν ο διάσημος «χορευτής» πυγμάχος του Βερολίνου, έστω κι αν ήταν πλέον ένας εξουθενωμένος άνθρωπος που αναγκαζόταν να δουλεύει 16 ώρες την ημέρα σε καταναγκαστικά έργα. Ο τρομακτικός Kapo του στρατοπέδου και πρώην εγκληματίας γνωστός ως Emil Cornelius αποφάσισε να τον προκαλέσει σε πυγμαχικό αγώνα. Η θέση του Kapo δινόταν σε φυλακισμένους που καθίσταντο υπεύθυνοι ομάδων κρατουμένων και απολάμβαναν αρκετά προνόμια εντός της ναζιστικής ιεραρχίας. Οι Kapo ήταν συνήθως βίαιοι σαδιστές και πολλές φορές πιο σαδιστές και από τους ίδιους τους φρουρούς. Όπως γίνεται αντιληπτό, ο Trollmann δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να δεχτεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το τι ακολούθησε, όπως και ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του «Rukeli», είναι κάπως ασαφές. Αυτό που γνωρίζουμε με σιγουριά από την παρουσία αυτόπτων μαρτύρων είναι το εξής: οι δύο άντρες όντως πυγμάχησαν. Πρέπει να ήταν αγώνας με γυμνά χέρια και ο «Rukeli», παρά την άθλια και υποσιτισμένη του κατάσταση, νίκησε. Την επόμενη ημέρα ο Cornelius, που δεν μπορούσε να αποδεχτεί την ήττα του, πλησίασε τον «Rukeli» καθώς εκείνος δούλευε και τον χτύπησε επανειλημμένα με ένα φτυάρι μέχρι θανάτου.

Το άψυχο σώμα του Johann «Rukeli» Trollmann στη συνέχεια πυροβολήθηκε ξανά και ξανά και ρίχτηκε σε ένα μαζικό τάφο μαζί με άλλα πτώματα του στρατοπέδου Wittenberge. Ήταν 35 ετών, ένας από τους περίπου 500.000 Sinti και Ρομά που εκτελέστηκαν από τους ναζί. Είναι δύσκολο να μη σε πιάνει απόγνωση σκεπτόμενος την κατάληξη που είχε αυτός ο λαμπρός, υπέροχος αθλητής, παρατημένος τελικά μέσα στην απάνθρωπη ανωνυμία ενός μαζικού τάφου.

Ο Trollmann, όμως, πάλεψε σκληρά για την αξιοπρέπειά του και την αξιοπρέπεια της φυλής του. Απέδειξε ότι δεν υπάρχει καμία άρια υπεροχή, ούτε σωματικά αλλά ούτε και στις ψυχές του κοινού. Μέσα στο ρινγκ, ακόμα και όταν έχανε, έβγαινε νικητής. Πασαλείφτηκε με αλεύρι και γέλασε θαρραλέα μπροστά στη ναζιστική ηλιθιότητα. Έκανε τραγικούς συμβιβασμούς, έχασε την περηφάνια του και άλλαξε το όνομά του, όλα αυτά για να προστατέψει την οικογένειά του. Το απλό, σκυλίσιο του πείσμα για την επιβίωση ήταν εξίσου ζωντανό με τον ηρωισμό του.

Στο τέλος, ο «Rukeli» έχασε τα πάντα. Το 2003, η Γερμανική Πυγμαχική Ομοσπονδία του έδωσε έστω και καθυστερημένα κάτι από αυτά που του είχαν πάρει οι ναζί. Εβδομήντα χρόνια μετά, ο Johan Trollmann αναγνωρίστηκε επιτέλους ως ο πρωταθλητής στην κατηγορία Light Heavyweight για το 1933. Ο «Τσιγγάνος στο ρινγκ» είχε επιτέλους δικαιωθεί.

Περισσότερα από το VICE

Αβίαστη Νοσταλγία Μέσα από Δεκάδες Retro Εκθέματα στο Αμαξοστάσιο του ΟΣΥ

Περάσαμε μια Βόλτα από τη Συγκέντρωση των Hells Angels που Γίνεται Κάθε Τέσσερα Χρόνια

Ρωτήσαμε Έναν Έλληνα Αναρχικό Γιατί Μισεί τους Δημοσιογράφους

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.