FYI.

This story is over 5 years old.

Stuff

Τα Ψιλικατζίδικα της Πόλης «Πεθαίνουν» σε Λίγα Tετραγωνικά Μέτρα

Η εποχή όπου κάθε γειτονιά είχε και το ψιλικατζίδικό της αρχίζει να «ξεθωριάζει» χρόνο με τον χρόνο.

Ψιλικατζίδικο. Δηλαδή, μικρό συνοικιακό κατάστημα που πουλάει ψιλικά (μικρής αξίας μικροπράγματα που είναι απαραίτητα στην καθημερινή ζωή) και συχνά εφημερίδες, τσιγάρα και αναψυκτικά.

Κάθε γειτονιά έχει το δικό της. Ή είχε. Γιατί αυτό είναι το θέμα μας. Η κρίση σκοτώνει τα ψιλικατζίδικα.

Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι μου είναι το δικό μου. Κάτω Πατήσια. Το έχει ο κύριος Βασίλης με τη γυναίκα του. Τους τελευταίους μήνες όλο και με λιγότερη πραμάτεια. Πολλές φορές δεν βρίσκω ούτε τον καπνό μου. Ο κύριος Βασίλης με ενημερώνει ότι φέρνει λίγους για να «φεύγουν». Δεν κατάλαβα στην αρχή. Μετά μου εξήγησε: «Δεν βγάζουμε από τίποτα, πια. Μπαίνουμε μέσα. Κάθε μέρα μπαίνουμε μέσα. Λέμε ένα "μήπως", μήπως αλλάξει κάτι. Αλλά ζεις έτσι;». Το μαγαζί είναι στο όνομα της συζύγου του.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Όποιος ανοίξει ψιλικατζίδικο σήμερα, θα το κλείσει. Εκτός αν είναι σε κεντρικό δρόμο. Που και πάλι κρατάω επιφύλαξη. Είδες τι έπαθε αυτός στην Καλλάρη!», μου λέει ο κύριος Βασίλης.

Η κυρία Σοφία διατηρεί ψιλικατζίδικο στο Γκύζη τα τελευταία 27 χρόνια. «Στην περιοχή εδώ, κλείνει το ένα ψιλικατζίδικο μετά το άλλο, Αυτό που βλέπω είναι ότι δεν είμαστε καλά. Οι περισσότεροι στη γειτονιά χαπακώνονται. Πώς αλλιώς ν’ αντέξεις; Κόσμος μένει άνεργος. Τους βλέπω, μου τα λένε. Είναι εξαντλητικό να ακούς ιστορίες. Φεύγω κουρέλι από δω μέσα. Κι εγώ είμαι και σε πλεονεκτική θέση. Έχω λεφτά. "Έχω λεφτά" στο ταμείο, εννοώ. Θέλω να πάρω ψωμί, βγάζω και παίρνω. Αν είσαι όπως αυτή η κυρία που μετράει τα πεντάλεπτα για να πάρει τσιγάρα, άστα να πάνε». Αναφέρεται σε μια πελάτισσα που μόλις έφυγε, δίνοντας τυλιγμένα σε μια χαρτοπετσέτα, πεντάλεπτα και δίλεπτα, το σύνολο 3 και 40.

«Τώρα έρχεται ο άλλος και σε ρωτάει ποια είναι τα φτηνότερα τσιγάρα. Δεν τον νοιάζει τι θα καπνίσει. Αρκεί να είναι φτηνά. Κι ας είναι άχυρο που λέει ο λόγος. Για να μη μιλήσουμε για τα λαθραία. Έχουμε γίνει υστερικοί όλοι. Εγώ δουλεύω εδώ μέσα 11 ώρες για να πουλήσω αυτό τον καπνό και να βγάλω εννιά λεπτά. Πώς να μην γίνω υστερική; Και έρχεται μετά ο άλλος και μου λέει "Σοφία μου λείπουν 5 λεπτά, μπορείς να μου δώσεις τα τσιγάρα μου;" Ή, "μου λείπουν 10 λεπτά". Να βάλω και από την τσέπη μου δηλαδή. Ε όχι, δε δίνω πια. Λυπάμαι αλλά δε δίνω».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Το βερεσέ πέθανε. Τουλάχιστον σε εμάς. Δεν μας διευκολύνουν και οι προμηθευτές. Θέλουν όλοι μετρητά. Πώς θα το κάνουμε εμείς; Άλλαξαν οι εποχές. Εμένα, αν μου λείπει ένα σεντ, που λέει ο λόγος, ο προμηθευτής παίρνει την πραμάτεια του και φεύγει. Καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ να κάνω βερεσέ» μου εξηγεί ο Πέτρος. Έχει ψιλικατζίδικο στον Αγ. Νικόλαο, απέναντι από μια παιδική χαρά. Το άνοιξε το 2004.

«Ευτυχώς που είναι και η παιδική χαρά, δε λες. Είμαστε πόλος έλξης για τα πιτσιρίκια. Φεύγοντας από δω, όλο και κάτι θα πάρουν. Δεν πουλάμε βέβαια ακριβά παιχνίδια. Δεν τα φέρνουμε καν. Αφού έχουμε low budget κόσμο, φέρνουμε low budget παιχνίδι. Παιχνίδι με ένα ευρώ. Όλα ένα ευρώ», λέει ο Πέτρος και γελάει.

Άλλαξαν οι εποχές, πράγματι. Θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια όταν είχε τύχει να βρεθώ στο σπίτι μιας ηθοποιού και σε κάποιον από την παρέα τελείωσαν τα τσιγάρα. του είπε «θα πάρω τηλέφωνο τον ψιλικατζή να σου φέρει». Έως τότε δε γνώριζα ότι υπήρχαν ψιλικατζίδικα που έκαναν delivery. «Φυσικά και υπήρχαν», μου λέει ο Αλέκος, δημοσιογράφος και κάτοικος Κολωνακίου. «Τώρα βέβαια έχουν κλείσει όλα. Πραγματικά δεν νομίζω ότι έχει μείνει ψιλικατζίδικο στο Κολωνάκι». Του υπενθυμίζω ένα από εκείνα τα «νέας γενιάς», που άνοιξε πριν από κάνα δυο χρόνια στη Σκουφά. «Νέας γενιάς» διότι μοιάζει περισσότερο με mini market και λιγότερο με παραδοσιακό ψιλικατζίδικο.

Κινούμενη προς το κέντρο, περνάω από τα Εξάρχεια. Έχω περιέργεια να δω τι γίνεται κι εκεί. Καμία ανατροπή όμως. Ο Δημήτρης, που έχει ψιλικατζίδικο πολύ κοντά στην πλατεία, επιβεβαιώνει όσα μου είπαν και οι προηγούμενοι. Στην ερώτηση μου αν το βλέπει να αντέχει, σηκώνει τους ώμους χαμογελώντας. «Ποιος ξέρει, ο χρόνος Θα δείξει». Είναι κοντά στα 40. Τον ρωτώ για την καθημερινότητά του. «Τι να σου πω, μικρό το κέρδος, πολλές οι ώρες. Όλα έχουν ανέβει. Πληρώνω ΤΕΒΕ, 750 ευρώ το δίμηνο, άσε το νοίκι. Και είμαι μόνος εδώ». Φυσικά η σκέψη να προσλάβει κάποιον υπάλληλο είναι απαγορευτική. «Δεν με παίρνει να το κάνω. Με τίποτα. Τέλειωσα μετά».

Η σκέψη μου επιστρέφει στον κύριο Βασίλη. Σε εκείνα τα λόγια του. «Δεν θα συμβούλευα κανέναν να ανοίξει ψιλικατζίδικο τώρα. Κανέναν. Και μου το ζήτησαν το δικό μου. Τι να πουλήσω; Ντρέπομαι να το πουλήσω. Άμα είσαι σωστός άνθρωπος ντρέπεσαι. Τι να του πω του ενδιαφερόμενου, αφού δεν έχει δουλειά. Να του πω ψέματα; Έχει κι ένα παιδάκι ο άνθρωπος, είναι και άνεργος. Ντρέπομαι, αλήθεια. Του είπα απλώς ότι δεν ενδιαφέρομαι».

Μία από τα ίδια και ο Γιώργος στη Θεμιστοκλέους. Βγάζει απ’ το συρτάρι του μερικά χαρτονομίσματα και μου τα δείχνει. «Σκέψου ότι είμαι από το πρωί στις 9 και η ώρα είναι 21.20 κι εγώ έχω βγάλει 55 ευρώ. Είσπραξη 55 ευρώ. Και θα κάτσω και μέχρι τις 3 το πρωί». «Πάει και το κέντρο, χάλασε. Βλέπεις πόσο άδειος είναι ο δρόμος. Έτσι είναι και τα Σαββατοκύριακα. Μη μιλήσουμε για το χειμώνα», λέει. Σταματάω να κάνω ερωτήσεις. Παρατηρώ τα ράφια. Κάθε ψιλικατζίδικο κάνει τις δικές του επιλογές. Άλλος επενδύει στα πατατάκια, άλλος στις μπύρες και στα αναψυκτικά, στα παιχνίδια, άλλοι ακόμα και στα χαρτιά υγείας. Ό,τι ζητάει η γειτονιά. Σε περίοπτη θέση πάνω από το κεφάλι του Γιώργου, σε ένα μικρό ξύλινο ράφι, ένα κουτί με προφυλακτικά. «Αυτά έχουνε ζήτηση;», ρωτάω. «Ουουου», λέει γελώντας ο Γιώργος. «Δόξα τω Θεώ, τουλάχιστον το σεξ δεν το έκοψε η γειτονιά». Είναι και αυτό κάτι.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.