FYI.

This story is over 5 years old.

Διασκέδαση

Πέρασα Δυο Μέρες με την Μαρία Παπαδημητρίου που θα Εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 56η Μπιενάλε

Tη συνάντησα στο σπίτι της, όπου μιλήσαμε για τη δουλειά της αλλά και το πως ξεκίνησαν όλα.

Για αυτή τη συνέντευξη με τη Μαρία Παπαδημητρίου, δώσαμε ραντεβού στους στύλους του Ολυμπίου Διός και ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο ως τη Δροσιά, που είναι το σπίτι της. Η συζήτηση με τη Μαρία Παπαδημητρίου, ξεκίνησε Παρασκευή μεσημέρι και τελείωσε Σάββατο απόγευμα. Βασικός σκοπός των ερωτήσεων μου ήταν να παρουσιάσω με κάποιο τρόπο ένα χρονολόγιο, ώστε να ξετυλίξω το πολύπλοκο έργο της Μαρίας Παπαδημητρίου και του βασικούς του σταθμούς, οι οποίοι περιλαμβάνουν ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, βραβείο ΔΕΣΤΕ, συμμετοχές σε Μπιενάλε και άλλες διεθνείς οργανώσεις, κοινά ζωγραφικά έργα με τον Μartin Kippenberger, ουσιαστική ενασχόληση μέσω της τέχνης με την κατάσταση των κοινοτήτων Ρομά, όπως και διδασκαλία στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο Βόλο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

VICE: Γεια σου Μαρία, κάτι που δεν μου έχεις περιγράψει ποτέ στο παρελθόν, είναι η ιστορία του πότε και πως ξεκίνησες να γίνεις καλλιτέχνης;
Μαρία Παπαδημητρίου: Πάντα μου άρεσε η οικονομία της έκφρασης και αυτό είναι κάτι που έβρισκα στην ποίηση, ακόμα και οι εκθέσεις που έγραφα στο σχολείο ήταν ποιήματα με ζωγραφιές. Επειδή μάλλον ήμουν δυσλεκτική, εκφραζόμουν είτε μέσω του συμπυκνωμένου λόγου είτε μέσω της εικόνας, και τελικά με κατέκτησε η εικόνα. Επιπλέον πέρασα όλη μου την εφηβεία μέσα σε καλλιτεχνικές ομάδες και παρέες, οπότε ήταν φυσικό να διαλέξω αυτόν τον δρόμο.

Όταν αποφάσισα να γίνω καλλιτέχνης, έδωσα εξετάσεις στην ΑΣΚΤ και απέτυχα. Ύστερα συνέβησαν διάφορες περίεργες περιπέτειες στη ζωή μου. Από μέρος σε μέρος και από άνθρωπο σε άνθρωπο, ώσπου βρέθηκα στη Γαλλία στα είκοσι τρία μου και άρχισα τις σπουδές στο Παρίσι, όπου έμεινα ως το 1986.

Επειδή μέχρι την εφηβεία ήμουν πολύ ντροπαλή και εσωστρεφής, αυτό που με ενδιέφερε ήταν η παρατήρηση των ανθρώπων, τους παρατηρούσα σαν από κλειδαρότρυπα για να δω πως λειτουργούν. Αυτό έχει τεράστια σημασία στη δουλειά μου, στον τρόπο που σκέφτομαι και βλέπω.

Όταν πλέον άρχισα να κάνω εξάσκηση γνωριμίας ανθρώπων, η ζωή μου εξελίχθηκε ανάλογα με τις επαφές μου, και ήταν μία περιπέτεια σε δυο φάσεις, ανθρώπων και τόπων. Γι' αυτό έχω μείνει σε πολλά μέρη, επειδή με οδηγούσαν οι ανθρώπινες σχέσεις μου σε όλο αυτό.

Πώς ξεκίνησες να εμπλέκεσαι με την εγχώρια και τη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή;
Το 1986 επέστρεψα στην Ελλάδα. Άρχισα να δουλεύω στο θέατρο με την Θάλεια Ιστικοπούλου που με έμαθε να κάνω σωστά budget και να δουλεύω με χρονοδιαγράμματα. Παράλληλα δούλευα σε μία πολιτιστική εκπομπή στην ΕΡΤ2 που λεγόταν "Χρώματα". Το 1989 γνώρισα τυχαία την Ελένη Κορωναίου που της άρεσε η δουλειά μου και μου πρότεινε να κάνουμε την πρώτη μου ατομική έκθεση στην γκαλερί της, που είχε τίτλο "Καζίνο". Το 1991 ο Μιλτος Μανέτας μου πρότεινε να κοιτάξω το εργο του Martin Kippenberger, και το 1992 πήγαμε μαζί στο Κάσσελ όπου αγόρασα όλα τα βιβλία του Martin, που συμμετείχε στην Documenta. Η μονογραφία του από τις εκδόσεις TASCHEN, ήταν επί ένα χρόνο το βιβλίο που διάβαζα κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τυχαίνει λοιπόν αυτός ο καλλιτέχνης να κάνει έκθεση στην γκαλερί της Ελένης Κορωναίου, αλλά επειδή είχε μόνο ένα κενό για τον Μάιο, η Ελένη μου ζήτησε πολύ ευγενικά να του παραχωρήσω την περίοδο της δικής μου έκθεσης που ήταν προγραμματισμένη τότε, και δέχτηκα.

Αυτό το περιστατικό αποτέλεσε έμπνευση για το έργο που έκανα τότε στην Μπιενάλε της Πολωνίας, το 1993. Ήταν ένα billboard με τη φωτογραφία μου και δίπλα έγραφε με μεγάλα γράμματα "Μartin, Martin, why ever did you take my May away?". Μετά την Μπιενάλε, το έργο αυτό τοποθετήθηκε στο Ντίσελντορφ, στο Μιλάνο, και στην Αθήνα από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός ως την Κηφισιά. Γι' αυτό το έργο γράφτηκε ένα κείμενο στο Flash Art και στο Art Magazine, τα αποκόμματα των οποίων έστειλα στον Μartin μαζί με μία σημείωση που έλεγε "Έλα σε αυτά τα σημεία να δεις την απάντηση γι αυτό που μου έκανες." Όταν ήρθε ο Martin στην Αθήνα, γνωριστήκαμε και αφού μου έκανε διάφορα τεστ ευφυΐας αποφάσισε ότι μπορούμε να συνεργαστούμε, και έτσι κάναμε ορισμένα κοινά έργα.

Από το 1993 που τον γνώρισα μέχρι το 1996, για πολλούς μήνες μέναμε και δουλεύαμε μαζί στη Σύρο, στο κτήμα της Κατερίνας και του Μισέλ Βούλτερ [ιστορική φυσιογνωμία της εικαστικής σκηνής του Βερολίνου, ιδιοκτήτης του Εxile και του Paris Bar] που ήταν σαν ένα μικρό χωριό. Η Κατερίνα είχε ένα μικρό και στενό παλαιοπωλείο στη χώρα της Σύρου, που "έβλεπε" απέναντι στα σφαγεία του νησιού. Ο Martin βλέποντας τον σκελετό των σφαγείων, όρισε το μέρος ως το "Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Σύρου" το οποίο ονόμασε MOMAS, και δύο φορές το χρόνο έκανε εκδηλώσεις καλώντας καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο να κάνουν διάφορα έργα για να ισχυροποιηθεί η υπόσταση του μουσείου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Στο τέλος του 1995 μου ανέθεσε να κάνω μια έρευνα για να δούμε πως θα μπορούσε το MOMAS να γίνει πραγματικότητα, και αυτή ήταν η τελευταία συνεργασία μας.

Πάντα πίστευα πως η κατάσταση της τέχνης στην Ελλάδα έπρεπε να αλλάξει, δεν είναι δυνατόν να είμαστε απομονωμένοι από το διεθνές γίγνεσθαι. Στο εξωτερικό υπήρχαν ήδη Έλληνες καλλιτέχνες πρώτης και δεύτερης γενιάς που είχαν μια σημαντική συνεισφορά στην τέχνη όπως ο Κουνέλλης, ο Τάκης, η Χρύσα. Θεώρησα ότι αυτή η βλακεία στην Ελλάδα πρέπει να τελειώνει. Οι Έλληνες όπως ξέρεις, είναι πάρα πολύ δημοκρατικοί. Εδώ λένε ότι γεννήθηκε η δημοκρατία, πρέπει λοιπόν όλοι να είναι ίδιοι και να μην ξεχωρίζει κανείς. Η Ελλάδα είναι προκρούστεια, ό,τι ξεχωρίζει, κόβεται.

Ένα μεγάλο μέρος του έργου σου διερευνά την οντολογική και κοινωνιολογική υπόσταση των κοινοτήτων Ρομά, κάτι που έχει ξεκινήσει από το 1998 με το μουσείο- συλλογικό πρότζεκτ σε εξέλιξη Τ.Α.Μ.Α, καθώς και με το SOYZY TROS που ήρθε μετέπειτα. Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με ένα τόσο πολύπλοκο και ευαίσθητο ζήτημα;
Μπορούσα να ζωγραφίζω με μεγάλη ευκολία και αυτοματισμό και να δημιουργώ ωραία σχήματα, ωραία χρώματα, ωραίες συνθέσεις. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι η τέχνη δεν μπορεί να είναι κάτι τόσο εύκολο, και έτσι πέταξα τα πινέλα και άρχισα να σκέφτομαι πως θα μπορούσα να κάνω τέχνη με άλλους τρόπους. Σε εκείνη τη φάση η φίλη μου η Κατερίνα έψαχνε να βρει παλιά έπιπλα, και έτσι πήγα μαζί της στην Αυλίζα που υποτίθεται ότι ήταν η πηγή του επίπλου. Κάνοντας βόλτες εκεί, ανακάλυψα έξω από μια καλύβα δυο πολυθρόνες που τους έλειπε ένα χερούλι κάνοντας τες να μοιάζουν με έργο του Martin Kippenberger, και τις έβγαλα φωτογραφία. Λίγο πιο κάτω σε μία σκηνή είδα ένα έπιπλο που μου θύμισε έργο του Thomas Schütte, παραπέρα ένα άλλο που θύμιζε Damien Hirst, ένα άλλο Thomas Hirschhorn και ένα άλλο Κουνέλλη, οπότε έβγαλα όλες αυτές τις φωτογραφίες και ήμουν τρομερά ενθουσιασμένη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τότε το μόνο μουσείο που είχαμε στην Ελλάδα ήταν το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, που είχε γίνει με μαγιά μέρους της συλλογής του Ιόλα. Μουσείο σύγχρονης τέχνης στην πρωτεύουσα δεν υπήρχε. Γινόντουσαν διάφορες συζητήσεις συνήθως στην γκαλερί Δεσμός για το πως θα μπορούσε να στηθεί κάτι τέτοιο, αλλά δεν συνέβαινε ποτέ. Έκανα λοιπόν μια πρόσκληση και κάλεσα όλους τους φίλους μου να δουν αυτούς τους καλλιτέχνες που μου θύμιζαν οι φωτογραφίες που είχα τραβήξει στον καταυλισμό, και τους είπα ότι αυτό είναι το Μουσείο για όλους, ανοιχτό καθημερινά όλο το εικοσιτετράωρο με έργα σημαντικών καλλιτεχνών, και ξαναγύρισα στην Αυλίζα για να βγάλω και άλλες φωτογραφίες, όπου άρχισα να συναναστρέφομαι τους Ρομά.

Ενώ όλο αυτό ξεκίνησε σαν ένα αστείο για την ελλειμματική κατάσταση στην σύγχρονη τέχνη της πρωτεύουσας, πολύ γρήγορα διαπίστωσα πως αυτοί οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα και αδικίες, και με την βοήθεια των κατοίκων έκανα την τέχνη Δούρειο Ίππο για να μπω στο πολιτικό σύστημα και να δω τι συμβαίνει.

Για να το καταφέρουμε αυτό, ορίσαμε την περιοχή ως το Προσωρινό Αυτόνομο Μουσείο για Όλους, το πρώτο μουσείο ουσιαστικά χωρίς τοίχους και με πρώτο συνεργάτη τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη που αποφασίσαμε μαζί τον τίτλο που μουσείου και έγραψε το πρώτο κείμενο για το Τ.Α.Μ.Α., που λειτουργούσε και σαν μανιφέστο.

Τότε έμαθα ότι υπάρχει στη Βουλή γραφείο για την ποιότητα ζωής και προσπάθησα να έρθω σε επαφή με τον διευθυντή για να δω τι γίνεται με τις κοινότητες αυτές και το πως θα μπορούσα να χειριστώ το θέμα καλύτερα. Τελικά με τη βοήθεια των συνεργατών μου και των κατοίκων της κοινότητας, κάναμε ένα πιλοτικό πρόγραμμα που αφορά την οργάνωση τέτοιων ημι-νομαδικών κοινοτήτων σε θέματα διαβίωσης, που αργότερα υιοθέτησαν πολλές σχολές αρχιτεκτονικής στο εξωτερικό. Στόχος μας ήταν να δούμε πως θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να ενσωματωθούν στην κοινωνία χωρίς να χάσουν το ιδίωμα και την παράδοση τους, που είναι εξαιρετική. Μέχρι στιγμής οι Ρομά είτε ενσωματώνονται και χάνουν τα χαρακτηριστικά τους, είτε θεωρούνται αποβράσματα της κοινωνίας κατά της πόλης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

To 2001, πήγα απρόσκλητη σε ένα δείπνο. Εκεί συνάντησα την Έφη Στρούζα και με ρώτησε με τι ασχολούμαι αυτή την εποχή. Της μίλησα για το Τ.Α.Μ.Α και την επόμενη ημέρα της έστειλα το περιοδικό Der Architekt που μας είχε ένα οκτασέλιδο αφιέρωμα. Η Έφη το παρουσίασε σε ένα συμπόσιο στην Ισπανία και με πρότεινε για τη Μπιενάλε του Σάο Πάολο όπου και πήγαμε ως εθνική συμμετοχή, το 2002 . Στην πορεία το έργο αυτό παρουσιάστηκε σε πολλές μπιενάλε, διοργανώσεις και μεγάλες εκθέσεις εκτός Ελλάδας και με αυτό το έργο πήρα το βραβείο ΔΕΣΤΕ το 2003, και έτσι άρχισε η διαρκής σχέση μου με το εξωτερικό.

Πως είδαν αυτοί οι άνθρωποι το γεγονός πως είσαι καλλιτέχνης;
Όπως οι κάτοικοι της Αυλίζας έκαναν τα έπιπλα τους και ταξίδευαν για να τα δείξουν και να τα πουλήσουν, έτσι και εγώ κάνω τα έργα μου, πολλά εκ των οποίων τα έχω κάνει μαζί τους. Για παράδειγμα το Luv Car που παρουσίασα στην έκθεση Οutlook το 2003, το κατασκευάσαμε μαζί, κάναμε συναυλίες και τραγουδούσαμε στους δρόμους.

Για να καταλάβεις σε τι βαθμό αυτοί οι άνθρωποι είχαν ταυτιστεί με τα έργα στα οποία συμμετείχαν, όταν στην Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας βγήκε το Datsun με τα καρπούζια με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν "Μαρία, μας κλέψανε το έργο!" , και τους εξήγησα πως αυτή είναι μια κλασική εικόνα που εκφράζει τον Τσιγγάνο και πως έκαναν πολύ καλά που το έδειξαν.

Υπάρχει ένα στερεότυπο στην ελληνική κοινωνία, ότι οι καταυλισμοί των Τσιγγάνων είναι αυτό που θα λέγαμε "επικίνδυνοι". Τι συμβαίνει στ'αλήθεια;
Δεν αντιμετώπισα κανένα κίνδυνο στην Αυλίζα. Οι άνθρωποι αυτοί ανήκουν σε μια συγκεκριμένη φυλή, είναι Βλαχορουμάνοι, δεν ξέρω τι συμβαίνει με τους πλανόδιους γύφτους, αλλά σε εκείνη την περιοχή οι άνθρωποι είναι νοικοκυραίοι, εργατικοί, με υψηλή αισθητική και ο τρόπος με τον οποίο κάνουν την εργασία τους και την παρουσιάζουν, έχει πολλά κοινά στοιχεία με τους καλλιτέχνες. Όσο αναπτύσσονταν η σχέση μου μαζί τους, έμπαινα σε έναν νέο τρόπο σκέψης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Nα σου πω και μία άλλη ιστορία: ο πατέρας μου ήταν ξενοδόχος, και όταν αρρώστησε έπρεπε να κλείσω εγώ την επιχείρηση. Ήταν Παρασκευή και τη Δευτέρα θα ερχόταν ο έλεγχος της εφορίας και έπρεπε το οίκημα να είναι άδειο. Πήρα λοιπόν τηλέφωνο μια εταιρία που μου ζήτησε 10 εκατομμύρια δραχμές για να αδειάσει όλο το ξενοδοχείο. Το έκλεισα και πήρα τους Τσιγγάνους. Σε χρόνο dt παρατάχθηκε έξω από το ξενοδοχείο μια σειρά με φορτηγά, τρίκυκλα, Datsun, μοτοσυκλέτες, όλα τα δυνατά οχήματα που είχαν οι φίλοι μου από την Αυλίζα. Ήρθαν τριάντα άνθρωποι που σαν τους καλικάντζαρους άδειασαν όλο το ξενοδοχείο. Φεύγαμε με τα φορτηγά, αδειάζαμε τα πράγματα στον κεντρικό χώρο της κοινότητας και γυρνούσαμε πάλι πίσω. Στην τελευταία διαδρομή που πλέον αδειάσαμε και κλείσαμε το ξενοδοχείο, φτάνοντας στην κοινότητα είχε νυχτώσει.

Τα φώτα του μεγάλου φορτηγού έπεσαν πάνω στον λόφο από τα συσσωρευμένα έπιπλα. Κατέβηκα από το φορτηγό, μπήκα στο σπίτι του αρχηγού της επιχείρησης, με έπιασε ένα φοβερό κλάμα και άρχιζα να τρέμω από όλη αυτή την ένταση, ένας κύκλος της οικογένειας μου μόλις είχε κλείσει. Τότε αυτοί οι άνθρωποι με δίπλωσαν με κουβέρτες, μου έφτιαξαν τσάι, με αγκάλιασαν με απίστευτη τρυφερότητα. Μου δίδαξαν μια ανθρωπιά που δεν υπάρχει πια στη σύγχρονη κοινωνία, αξίες που τις έχουμε ξεχάσει. Μέσα από τη σχέση μου με αυτούς τους ανθρώπους ενηλικιώθηκα.

Εκτός από τους Τσιγγάνους φαίνεται να σε απασχολεί γενικότερα το θέμα της μετακίνησης και της προσωρινής διαμονής. Μάλιστα όταν ξεκινήσαμε να συζητάμε γι' αυτή τη συνέντευξη βρισκόσουν στην Ιταλία όπου έκανες τις τελευταίες διορθώσεις για το βιβλίο του project FREE HOTELS. Θα ήθελες να μου πεις δυο λόγια γι' αυτό; 
Από τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα ως τις αρχές του ενενήντα, έμενα σε ένα τεράστιο σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, όπου είχε μεταμορφωθεί, αν θες, σε καλλιτεχνικό κοινόβιο. Μίλτος Μανέτας, Ηλίας Μαρμαράς, Δημήτρης Ντοκαντζής, και διάφοροι άλλοι συν οι φίλοι τους. Όταν έφυγα από εκείνο το διαμέρισμα και ήρθα στη Δροσιά, αρχίσαμε να μαζευόμαστε τα Σαββατοκύριακα. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι έπρεπε όλοι μαζί κάτι να δημιουργήσουμε, και επειδή είμαι κόρη ξενοδόχων και η όλη κατάσταση έμοιαζε με ξενοδοχείο, σκεφτήκαμε να κάνουμε το Cosmotel. Ένας γνωστός μου καπνέμπορας είχε ένα ξενοδοχείο στη Στρούμνιτσα και αυτό θα μετατρέπαμε σε Cosmotel αλλά τελικά δεν έκατσε γιατί το κτίριο πουλήθηκε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τα τελευταία χρόνια διδάσκεις στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου του Βόλου, μια Σχολή που θεωρείται από τις καλύτερες Σχολές Αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Πως αποφάσισες να εμπλακείς με το Πανεπιστήμιο και τι σημαίνει να διδάσκει κανείς στην Ελλάδα;Τελικά κατάφερα το πρώτο ξενοδοχείο, το Hotel Grande, να γίνει στα πλαίσια του Going Public στη Λάρισα το 2005. To 2006 έγινε το Ηotel ISOLA στο Μιλάνο και την ίδια χρονιά ακολούθησε το Ηotel International, στα πλαίσια του First Αndros International (σε ευχαριστώ Έλενα Παπαδοπούλου). To 2007 παρουσίασα το Hotel Plug-Inn στο νησί Λανζαρότε στα πλαίσια της πρώτης Μπιενάλε Αρχιτεκτοτινής και Τέχνης των Καναρίων Νήσων. Το 2009 ακολούθησε το Hotel Balkan στην Μπιενάλε της Χάιφα και το 2010 το Otel Nokul στη Σινώπη της Τουρκίας.

Πάντα μου άρεσε η ανταλλαγή γνώσης και αγαπώ πολύ τα παιδιά, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να διδάξω. Σε μία πολύ δύσκολη περίοδο της ζωής μου βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και αυτό με έσωσε. Διδάσκω Εικαστικές Τέχνες, κατ' αναλογία με την εικαστική μου πρακτική.Το μάθημα μου περιλαμβάνει εκτός από τα απαραίτητα εργαλεία έκφρασης και αισθητικής κατανόησης, κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές ακόμα και πολεοδομικές προσεγγίσεις. Στόχος των μαθημάτων μου δεν είναι μόνον η εισαγωγή των φοιτητών στην εικαστική γλώσσα και έκφραση, άλλα και η εξερεύνηση της δυναμικής μεταξύ των τεχνών και της κοινωνίας.

Παρόλες τις αντιξοότητες τόσο λόγω της οικονομικής κρίσης όσο και της λανθασμένης πολιτικής για την εκπαίδευση, προσπαθούμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και δουλεύουμε εντατικά με μηδέν χρηματοδότηση για να κρατήσουμε το επίπεδο της Σχολής, που πιστεύω πως είναι υψηλότατο.

Αυτό που έχω παρατηρήσει σχετικά με τους φοιτητές, είναι πως τα παιδιά που έρχονται από μικρές πόλεις, έχουν περισσότερα εφόδια από τα παιδιά που έρχονται από μεγάλες πόλεις. Τα πιο δύσκολα παιδιά είναι αυτά που έχουν τελειώσει το Κολέγιο, του Μωραϊτη, και θεωρούν ότι κόσμος για κάποιο λόγο τους χρωστάει, πάντα προσπαθούν να δικαιολογήσουν τον εαυτό τους. Μια από τις ηδονές στη διδασκαλία μου είναι η συναναστροφή μου με τους πιο αδιάφορους ως προς τη γνώση φοιτητές που θέλουν να λουφάρουν. Είναι μεγάλο δώρο για τον καθηγητή όταν αυτοί η φοιτητές παθαίνουν τη δημιουργική μετάλλαξη.

H Μαρία Παπαδημητρίου παρουσιάζει την ατομική της έκθεση Τ.Α.Μ.Α. Superflow, στο Μουσείο Άλεξ Μυλωνά και συμμετέχει στην έκθεση DESTEFASHIONCOLLECTION: 1 to 8 που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter Facebook και Instagram.