FYI.

This story is over 5 years old.

Διασκέδαση

Ιερόδουλες, Μαχαιρώματα και ένα Ποιητικό Έργο που Επιδρά Απελευθερωτικά Πάνω στους Νέους

Με αφορμή την παράσταση «Ταξίδι στον Σταυρό του Νότου», στην οποία κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Στέλιος Μάινας σταχυολογεί στο VICE κάποια από τα ίχνη της ζωής του «καταραμένου ποιητή των θαλασσών», Νίκου Καββαδία.

Ένα τσούρμο μπόμπιρες κλοτσάνε αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικών – σπρώχνονται, ξεφυσούν αλαφιασμένοι, πάλλονται ο ένας δίπλα στον άλλον. Ολόγυρα το προσφυγικό πλήθος παρακολουθεί αμήχανα το «παιχνίδι», ακροβολισμένο σε παγκάκια και προχειροστρωμένες κουβέρτες στο τσιμέντο. Άπαντες, μικροί και μεγάλοι, περιμένουν καρτερικά τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μέλλον τους. Βλέμματα κουρασμένα, άνθρωποι που μιλούν χαμηλόφωνα. Είναι νωρίς το πρωί και κατευθύνομαι προς μια παλιά πολυκατοικία στην πλατεία Βικτωρίας για να συναντήσω τον Στέλιο Μάινα, με αφορμή την παράσταση «Ταξίδι στο Σταυρό του Νότου», ένα έργο που πραγματεύεται το βίο του Νίκου Καββαδία και που παίζεται μέχρι τις 6 Μαρτίου στο θέατρο Badminton. Η ξύλινη πόρτα του ασανσέρ με οδηγεί στον έκτο όροφο ενός διαμερίσματος γεμάτου βιβλία. «Καλημέρα, έχω βάλει γαλλικό, πίνεις καφέ;» με υποδέχεται ο Στέλιος Μάινας. Λίγη ώρα αργότερα, καθόμαστε αντικριστά στον ξύλινο καναπέ του για να μιλήσουμε για έναν ποιητή που, όπως μου αποκαλύπτει, «αγαπά ιδιαιτέρως». Τον ρωτώ γιατί. «Διότι έχω μεγαλώσει σε ναυτικό περιβάλλον. Όλοι γύρω μου ήταν καπεταναίοι: ο πατέρας, ο παππούς, ο προπάππους, τα ξαδέρφια μου. Καπεταναίοι, μηχανικοί και μαρκόνηδες. Οι πρόγονοί μου είχαν μεγάλα εμπορικά καΐκια στη Μαύρη Θάλασσα. Ο παππούς μου και τα αδέρφια του είχαν δύο από τα τελευταία περάματα, δηλαδή μεγάλα ξύλινα μεταγωγικά καΐκια 40-50 μέτρα το καθένα, που κυριάρχησαν στις θαλάσσιες μεταφορές στον 19ο αιώνα. Το ένα βυθίστηκε από τους Γερμανούς το '40, παραμονές της μάχης της Κρήτης, και το άλλο έπεσε σε ξέρα δυο χρόνια μετά τον πόλεμο. Η οικογένειά μου είχε ανέκαθεν σχέση με τη ναυτοσύνη. Ο πατέρας μου, σε ένα από τα μπάρκα του, είχε γνωριστεί μάλιστα με τον Καββαδία σε ένα ιταλικό βαπόρι λίγο πριν από τον πόλεμο. Το 'μαθα χρόνια αργότερα, σε μια τυχαία συζήτηση. "Α, με τον μπαρμπα-Νίκο έχουμε μπαρκάρει μαζί", μου 'πε. Τίποτα άλλο. Ο πατέρας μου ήταν άνθρωπος που δεν μιλούσε, λίγες κουβέντες έπαιρνες από το στόμα του».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ρωτώ τον Στέλιο για ποιο λόγο πιστεύει ο ίδιος πως ο Καββαδίας συνεχίζει να επιδρά έως σήμερα τόσο βαθιά, ειδικά στους νέους ανθρώπους, παρότι το έργο του χαρακτηρίζεται από μια δυσνόητη ναυτική ορολογία εποχής. «Για μένα ο Καββαδίας είναι ο πλέον βιωματικός ποιητής αυτής της γενιάς. Δεν ξέρω πού τον κατατάσσουν χρονικά, εγώ πιστεύω ότι ανήκει στη γενιά του Μεσοπολέμου. Εκεί ανδρώθηκε. Η ποίησή του έχει να κάνει με έναν φαντασιακό κόσμο, ο οποίος πραγματώνεται διαρκώς – έναν κόσμο που καταλήγει σε ένα ταξίδι απόδρασης, φυγής, αυτή είναι η ποίησή του». «Από τι ήθελε να αποδράσει;» ρωτώ. «Ήταν παιδί μεγαλοαστικής οικογένειας εμπόρων, που γεννήθηκε στη Μαντζουρία και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ξεριζώθηκαν οικογενειακώς για να βρεθούν στο Αργοστόλι. Εν σπέρματι, είχε μέσα του τη φυγή. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι μόνο αυτό. Άλλωστε εν τη γενέσει, μέσα μας έχουμε όλοι την αίσθηση της φυγής, έτσι κι εκείνος. Οδηγήθηκε στη θάλασσα γιατί το ναυτικό ταξίδι είναι σύμφυτο με την έννοια της απόδρασης αλλά και τη μυθολογία του "καταραμένου". Εκεί απ' όπου αντλεί πνευματικά ερεθίσματα και αναφορές: τον Μπωντλαίρ, τον Ρεμπώ, τον Βερλαίν, τους καταραμένους ποιητές».

«Ακούγεται γοητευτικό αυτό το ταξίδι, έτσι όπως το περιγράφετε…», όμως ο Στέλιος με διακόπτει. «Το επάγγελμα του ναυτικού φέρει μια βαθιά μελαγχολία. Είναι μοναχικό συχνά το ταξίδι. Το περιβάλλον του πλοίου μοιάζει με εκείνο μιας φυλακής στους ωκεανούς του κόσμου. Μια φυλακή σε διαρκή κίνηση. Το ταξίδι δεν είναι μόνο περιπέτεια – είναι και ρουτίνα, βαρεμάρα, αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων που δεν ταιριάζουν, δεν είναι ποίημα του Καββαδία». Χαμογελά. «Βέβαια, για τον Καββαδία, πέρα από την κυριολεκτική, υπάρχει η μεταφορική σχέση με τη θάλασσα, η οποία συμβολίζει το άπιαστο, το απέραντο. Την έλξη προς τη φυγή ανά πάσα στιγμή. Στη θάλασσα ο ορίζοντας είναι ανοιχτός – κάτι που δεν υπάρχει στο βουνό. Το βουνό σου δείχνει τα όριά σου, το μέγεθός σου, μέχρι πού βαστάς να φτάσεις. Η διαδρομή έχει ένα τέλος. Η θάλασσα προσφέρει την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας». Ρωτώ τον Στέλιο αν μελετώντας το έργο του Καββαδία, τον «ταλαιπώρησε» ποτέ η ναυτική ορολογία. «Ο Καββαδίας ήταν μαρκόνης, επικοινωνούσε με έναν κώδικα στο πλοίο. Ένας άνθρωπος λοιπόν που επικοινωνεί κωδικοποιημένα στο επάγγελμά του, γράφει και κωδικοποιημένα. Χρησιμοποιεί αυτήν τη ναυτική ορολογία για να δημιουργήσει ένα κέλυφος και να προστατεύσει δικά του ευαίσθητα προσωπικά ζητήματα που θίγονται στα ποιήματά του. Μα, θα μου πεις, έτσι δεν κάνει το έργο του δυσπρόσιτο στο ευρύ κοινό; Ο Καββαδίας δεν έγραφε για να διασπαρεί, για να διαβαστεί απ' όλους. Έγραφε ορμώμενος από μια εσωτερική ανάγκη έκφρασης, για καθαρά προσωπικούς του λόγους. Θα σου πω ένα παράδειγμα: όταν ετοιμαζόταν η πρώτη ή η δεύτερη έκδοση των προσωπικών του συλλογών, αυτό συνέβαινε έπειτα από την επιμονή των φίλων του. Τον πίεζαν να το κάνει. "Βγάλ' την πια τη ρημάδα τη συλλογή", του έλεγαν και εκείνος απαντούσε: "Ναι, ναι, θα το κάνω κάποια στιγμή". Δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Ο Καββαδίας έγραφε για να διαβαστεί από τους φίλους και τους ομοϊδεάτες του – αυτούς που ζούσαν στον ίδιο κόσμο με εκείνον. Γι' αυτό και του άρεσε να διαβάζει τα ποιήματά του μόνο σε πολύ δικούς του ανθρώπους. Επίσης, δεν του άρεσε να τον αποκαλούν ποιητή, γι' αυτό όποτε ερχόταν η κουβέντα γύρω από το άτομό του καλλιτεχνικά, αμέσως άλλαζε θέμα συζήτησης».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Από τους υπόλοιπους λογοτέχνες της εποχής ήταν αποδεκτός;» ρωτώ. «Ναι, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Ήταν θαυμαστής του ο Καζαντζάκης, ο Σεφέρης…» «Με τον Σεφέρη υπάρχει και μια γνωστή ιστορία όπου θρυλείται πως κάποτε είχε τσαντιστεί μαζί του επειδή τον είχε περάσει από κάτι πορνεία με το ταξί…» διακόπτω τον Στέλιο. «Ναι, είναι αλήθεια. Κοίτα, ο Καββαδίας ήταν μέγας πλακατζής, πείραζε τους πάντες. Μεταξύ αυτών, πείραζε και τον σοβαρό Σεφέρη, ο οποίος ήταν άνθρωπος αυστηρών αρχών. Συναντήθηκαν κάποτε, 25η Μαρτίου, στην Αλεξάνδρεια και του λέει το πρωί ο Σεφέρης με τη βαριά φωνή του: "Νίκο, θα πάω στην εκκλησία στη λειτουργία, θέλεις να έρθεις μαζί μου;" Ρωτά τότε ο Καββαδίας "Τι θα πάμε να λειτουργήσουμε;" "Τι εννοείς, Νικόλαε; Σήμερα είναι 25η Μαρτίου, εθνική επέτειος, και δεν θα έρθεις;" Και απαντά ο Καββαδίας "Κοίτα, Γιώργο, εγώ βασικά έχω κανονίσει σήμερα να πάω να γαμήσω". Έξαλλος ο Σεφέρης: "Τι είναι αυτά που λες; Σήμερα γιορτάζει η πατρίς, δεν ακούω κουβέντα, θα έρθεις μαζί μου". Πράγματι περνάει με ένα ταξί ο Καββαδίας για να πάνε στη λειτουργία όπου είναι μαζεμένη όλη η ελληνική κοινότητα. Κάποια στιγμή, ύστερα από υπόδειξη του Καββαδία στον ταξιτζή, στρίβουν σε κάτι στενοσόκακα γεμάτα με ελληνικές σημαίες στα μπαλκόνια. Γεμάτος εθνική περηφάνια ο Σεφέρης, του λέει μέσα στο ταξί: "Αδαή Νικόλαε, ορίστε, εδώ χτυπά η καρδιά του ελληνισμού". Και του απαντά ο Καββαδίας "Ναι, Γιώργο, γιατί εδώ είναι τα ελληνικά μπουρδέλα". Τότε σταματάει αμέσως το ταξί εκνευρισμένος ο Σεφέρης και του φωνάζει: "Κύριε, ή εσείς θα κατεβείτε ή εγώ". Κατέβηκε ο Καββαδίας, ο οποίος δεν πήγε εντέλει στην εκκλησία, αλλά για να γαμήσει. Βέβαια, τον θαύμαζε τόσο ο Σεφέρης που δεν του κράτησε κακία. Στο μεταξύ, πλάκα έχει και η ιστορία με το εστιατόριο στον Πειραιά. Την ξέρεις;» Απαντώ όχι και ζητώ από τον Στέλιο να μου τη διηγηθεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Στιγμιότυπο από την παράσταση «Ταξίδι στο Σταυρό του Νότου»

«Επειδή ο Καββαδίας ερχόταν για μικρά χρονικά διαστήματα στην Αθήνα, υποσχόταν συχνά στην παρέα του πως μόλις ξεμπαρκάρει από το βαπόρι θα τους κάνει το τραπέζι. Για να του κάνουν πλάκα μια φορά, επιλέγουν –ανάμεσά τους και ο Νίκος Καζαντζάκης– να πάνε σε ένα πανάκριβο μαγαζί με ψάρια και να τον φωνάξουν για να κεράσει το τραπέζι που 'χε υποσχεθεί. Τον παίρνουν τηλέφωνο και του λένε "Άντε, βρε Νίκο, πού είσαι; Είμαστε όλοι εδώ και περιμένουμε για το κέρασμα". Έλα όμως που ο Καββαδίας δεν είχε μία στην τσέπη. Τι να κάνει, πάει σε ένα θείο του εφοπλιστή και του ζητά να του δανείσει ένα μεγάλο ποσό, γιατί δήθεν πέθανε η μάνα του! Παίρνει τα λεφτά, πάει στο μαγαζί και παρότι οι υπόλοιποι του εξηγούσαν ότι έκαναν πλάκα και θα έβαζαν όλοι ρεφενέ, εκείνος επέμενε να πληρώσει. Εντέλει ο θείος, σκασμένος από τον θάνατο της μητέρας του Καββαδία, πήγε στο σπίτι και όταν εκείνη του άνοιξε την πόρτα ολοζώντανη, παραλίγο να πάθει συγκοπή. Έκτοτε ψυχράθηκαν οι σχέσεις του με τον ποιητή».

Όπως μου εξηγεί ο Στέλιος, όλες αυτές οι ιστορίες έχουν καταγραφεί στο βιβλίο του Μήτσου Κασόλα (Νίκος Καββαδίας: «Ο Δαίμονας Χόρευε Μέσα του»). Μία από αυτές αναφέρεται και σε μια Ελληνίδα ιερόδουλη, την οποία έσωσε κάποτε ο Καββαδίας από ένα πορνείο στη Λατινική Αμερική. «Επενέβη με φίλους του από το πλήρωμα και με την απειλή μαχαιριών κατάφεραν να πάρουν την κοπέλα από τον νταβατζή της. Έγινε μεγάλος καβγάς. Είναι πραγματικό περιστατικό, στην Αργεντινή ή τη Χιλή, αν δεν απατώμαι. Τελικά την πήραν στο πλοίο, την έβγαλαν στον Πειραιά και εκείνη αργότερα παντρεύτηκε κάποιον πλούσιο, έκανε οικογένεια, συνέχισε κανονικά τη ζωή της. Ξανασυνάντησε τον Καββαδία χρόνια αργότερα σε ένα τραπέζι διανοουμένων. Ο Καββαδίας δεν είπε τίποτα, έκανε πως δεν τη γνώριζε. Μόλις αποχώρησε ο ποιητής, η γυναίκα είπε στον οικοδεσπότη: "Μα καλά, πώς κάνετε παρέα με τέτοια άθλια υποκείμενα;" Ενοχλημένος ο οικοδεσπότης από τη συμπεριφορά της, επικοινώνησε με τον Καββαδία και τον ρώτησε τι είχε μαζί του. "Ε, ποιος ξέρει, μπορεί να μη με συμπάθησε φυσιογνωμικά", απάντησε ο ποιητής. Ουδέποτε μαρτύρησε την πραγματική ιστορία της. Αυτό το είδος του ανθρώπου ήταν ο Καββαδίας. Βαθιά αντικομφορμιστής, ένας άνθρωπος που δεν έγραφε για να γίνει υπόδειγμα για κανέναν, ούτε για να διδάξει τους άλλους. Μια προσωπική περιπέτεια ήταν η ποίησή του».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Περισσότερα από το VICE:

Ο Ηθοποιός Γιάννης Παπαδόπουλος Δεν Ξέρει τι θα Πει Επιτυχία

«Τρυπώσαμε» στο Σπίτι της Ηθοποιού Έφης Γούση

Μια Αναπάντεχη Συνάντηση με τον Παύλο Παυλίδη σε μια Αίθουσα Χορού

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.