FYI.

This story is over 5 years old.

Stuff

Ο Άνθρωπος που Ζει με τον Φόβο

Ο συγγραφέας Roberto Saviano, πέρασε οκτώ χρόνια υπό αστυνομική προστασία εξαιτίας του βιβλίου του «Gomorrah».
RS
Κείμενο Roberto Saviano

Για σχεδόν οκτώ χρόνια ζω υπό αστυνομική προστασία λόγω ενός βιβλίου που έγραψα. Ήμουν 26 ετών όταν δημοσίευσα το Gomorrah, που αφηγείται την ιστορία της Καμόρα, της ναπολιτάνικης Μαφίας. Στη Νάπολη γεννήθηκα. Ήθελα να έχω τη δυνατότητα να γράψω για την επιχειρηματική της δύναμη. Στην πραγματικότητα, η Μαφία δεν είναι ένα coppola (μια τραγιάσκα) ή μια κοντόκανη καραμπίνα. Δεν είναι ο Μάικλ Κορλεόνε. Είναι επιχείρηση, είναι εμπόριο, είναι μια κοινωνική τάξη που αντιτίθεται στο νόμο. Αποφάσισα να τα εκφράσω όλα αυτά. Και αποφάσισα να τα περιγράψω σε ένα αφήγημα, χρησιμοποιώντας βαπτιστικά και επώνυμα ονόματα. Ποτέ δεν φαντάστηκα όλα αυτά που θα συνέβαιναν αργότερα, την πληθώρα των προβλημάτων που θα προέκυπταν λόγω του βιβλίου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ακόμα θυμάμαι την ημέρα που επέστρεψα με το τρένο - ελεύθερος για τελευταία φορά- από ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ στη Βόρεια Ιταλία στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Νάπολης όπου με περίμεναν οι καραμπινιέροι. Με έβαλαν σε ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο. Δεν μίλησα. Το βλέμμα μου ήταν καρφωμένο στα πόδια μου, σα να είχα συλληφθεί και παρόλο που μου έσωζαν τη ζωή. Μου είπαν «Κύριε, λυπόμαστε αλλά πρέπει να τεθείτε υπό προστασία». Πίστεψα ότι θα ήταν για λίγο. Κι εκείνοι με διαβεβαίωσαν «Κύριε, μόνο για μερικές εβδομάδες και μετά όλα θα είναι όπως πριν». Έχουν περάσει σχεδόν οκτώ χρόνια -σχεδόν το ένα τέταρτο της ζωής μου- και η δίκη κατά των Antonio Iovine και Francesco Bidognetti, των δυο αφεντικών της Καμόρα που κατηγορούνται από έναν εισαγγελέα ο οποίος ασχολείται με υποθέσεις της Μαφίας για διατύπωση απειλής κατά της ζωής μου μέσω επιστολής που διαβάστηκε από τους συνηγόρους τους κατά τη διάρκεια δίκης-ίσως τελειώσει αυτό το φθινόπωρο.

Σε αυτό το σημείο, μπορώ να ακούσω τις ερωτήσεις:
-Γιατί αφεντικά της Μαφίας να μισούν κάποιον που γράφει;
-Τι αποκάλυψα;
-Και κυρίως, τώρα που το αποκάλυψα και δημοσίευσα τα ευρήματά μου, η δολοφονία μου δεν θα ήταν παράλογη;
-Στην πραγματικότητα, η δολοφονία μου δεν θα επιβεβαίωνε κάθε τρομερό πράγμα που πιστεύει ο κόσμος για τη Μαφία;

Οι εγκληματικές οργανώσεις δεν τρομοκρατούνται από τους συγγραφείς αλλά από τους αναγνώστες. Αυτός είναι ο λόγος που οι εγκληματικές οργανώσεις δεν έχουν σταματήσει να δολοφονούν δημοσιογράφους σε όλο τον κόσμο. Το διαδίκτυο συγκεντρώνει τα πάντα, οπότε οι μαφιόζοι δεν φοβούνται τη διακίνηση των πληροφοριών όσο αφορά τις δραστηριότητές τους. Έτσι κι αλλιώς όλα θα μαθευτούν. Υπάρχουν δικαστές και αστυνομικές αρχές να κάνουν έρευνα, να τους συλλάβουν και μερικές φορές να τους καταδικάσουν και πάντα λαμβάνουν (σημ. οι μαφιόζοι)υπόψη τους τις αρχές επιβολής του νόμου. Αυτά, είναι πρόθυμοι να τα αποδεχθούν. Αυτό που δεν αποδέχονται, που τους κάνει να φοβούνται, είναι ένα κοινό γεμάτο αναγνώστες οι οποίοι αρχίζουν να καταλαβαίνουν το οργανωμένο έγκλημα, οι οποίοι μιλάνε και μοιράζονται πληροφορίες μεταξύ τους και οι οποίοι τελικά κάνουν έκκληση για αλλαγή. Η πολιτισμική πίεση, η πολιτική πίεση, η απαίτηση για ριζοσπαστική αλλαγή, αυτό είναι που τρομάζει τα αφεντικά της Μαφίας. Το πιο επικίνδυνο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας δημοσιογράφος, ένας αφηγητής, είναι να βάλει μαζί κομμάτια του παζλ, να βρει νέες και έγκυρες θεωρίες και να τις αφηγηθεί.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο μου, το ερώτημα που μου τίθεται περισσότερο είναι «Πως ζει αφού είσαι καταδικασμένος σε θάνατο; Δεν φοβάσαι;». Ο φόβος, εάν ζει μαζί σου κάθε μέρα, παύει να είναι φόβος. Γίνεται οικείος, έπειτα σταματάει να είναι εχθρικός και μετά προσπαθείς να καταλάβεις πώς να συσχετιστείς μαζί του, να τον κρύψεις, να τον κρατήσεις δίπλα σου, να τον καλλιεργήσεις. Δεν ποτίζω το χώμα όπου το φυτό του φόβου είναι ριζωμένο. Το αφήνω να ξεραθεί. Ο φόβος που ξεραίνεται αλλά δεν πεθαίνει είναι χρήσιμος: Δεν σου επιτρέπει να επαγρυπνάς λιγότερο. Τον διατηρώ ξερό αλλά όχι νεκρό, δίπλα μου. Προσπαθώ να διασφαλίσω ότι οι ρίζες του είναι ζωντανές. Πρέπει να θυμίζω στον εαυτό μου για το φόβο, για να φοβάμαι.

Στον τόπο όπου γεννήθηκα, έχουν σκοτώσει πολλούς ανθρώπους. Όταν ήμουν παιδί, πήγαινα να δω τα σώματα των δολοφονημένων. Με έκαναν να αισθάνομαι μεγάλος, ήδη ενήλικος. Έμαθα να αναγνωρίζω πως δολοφονήθηκαν. Από τα πληγωμένα χέρια των πτωμάτων, καταλάβαινα πως είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους με τα χέρια τους. Είναι το ένστικτο. Κανείς δεν πιστεύει ότι η σάρκα των χεριών του μπορεί να τον σώσει από τη σφαίρα ενός όπλου 9mm ή ενός AK-47, αλλά η κίνηση είναι ενστικτώδης. Όπως ακριβώς ένας οδηγός που ρίχνει με τη μέγιστη ταχύτητα το όχημα του πάνω σε έναν τοίχο, αφήνει το τιμόνι και το τελευταίο δευτερόλεπτο καλύπτει με τα χέρια το πρόσωπό του, έτσι κάνει κι ένας άνθρωπος που πρόκειται να τον πυροβολήσουν στο κεφάλι. Αργότερα έμαθα ότι οι μυρωδιές σου λένε πολλά πράγματα: εάν μυρίζεις τη δυσωδία σάπιου ψαριού δίπλα σε έναν δολοφονημένο, σημαίνει ότι έφαγε ψάρι λίγο πριν να πεθάνει. Εάν μυρίζεις την ξινίλα των σκουπιδιών, τότε έφαγε φρούτα ή κρέας. Οσφρήζεσαι την έντονη μυρωδιά του φαγητού όταν το άτομο έχει δεχθεί πυροβολισμό στο στομάχι και πολλές φορές στο στέρνο. Από τα ούρα και τα κόπρανα γύρω από το πτώμα, μπορείς να καταλάβεις ότι το άτομα πέθανε μέσα στην αγωνία. Όταν πυροβολούν στα πόδια και την κοιλιά ή στο στέρνο και οι σφαίρες δεν χτυπούν αμέσως ζωτικά όργανα, υπάρχει χρόνος ώστε να δημιουργηθεί φόβος και το σώμα να αντιδράσει προκαλώντας ούρηση και αφόδευση. Και έπειτα παρατηρείς την ακαμψία του πέους. Αυτό που με σόκαρε όταν ήμουν παιδί, ήταν να βλέπω αυτές τις γελοίες, άσεμνες μεταθανάτιες στύσεις που διαγράφονταν στα σορτς των ανθρώπων οι οποίοι είχαν δολοφονηθεί στη διάρκεια του καλοκαιριού. Και είναι πολύ συνηθισμένο να πεθαίνει κόσμος το καλοκαίρι επειδή το κοινό δίνει λιγότερη προσοχή. Επίσης δολοφονούν το καλοκαίρι γιατί ο κόσμος βγαίνει έξω περισσότερο. Ακόμα κι αν είσαι κλεισμένος κάπου, κρύβεσαι επειδή φοβάσαι, η ζέστη σε αναγκάζει να βγει από την κρυψώνα σου.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ελπίζω, εάν τελειώσει έτσι για μένα, ότι δεν θα καταλήξω νεκρός σε ένα δρόμο με χιλιάδες μάτια καρφωμένα πάνω από το πρόσωπό μου, ρωτώντας με πως είμαι, ποιον να καλέσουν ή –το χειρότερο όλων-ότι όλα είναι ΟΚ. Κοιτάζοντας εκείνα τα πτώματα, πάντα σκεφτόμουν ότι θα ήταν καλύτερα να έμπαινε ένα τέλος γρήγορα, σε έναν απομονωμένο δρόμο, όπου θα ήσουν εσύ και ο εαυτός σου. Να πεθαίνεις μόνος όπως έζησες: μόνος.

Άρχισα να γράφω για την Καμόρα για να τους εκδικηθώ. Πιστεύω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος να τους επιστρέψεις όλο το κακό που έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν. Για το ότι δηλητηριάζουν τη γη με παράνομη διακίνηση αποβλήτων, καταστρέφουν την ακτή παραβιάζοντας τον οικοδομικό κανονισμό και κυριαρχούν σε κάθε τομέα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των ανθρώπων. Προσπάθησα να αντιδράσω, να μιλήσω και να πω για αυτό σε όσους περισσότερους ανθρώπους μπορούσα.

Ήμουν βέβαιος ότι το είχα κάνει γράφοντας, πως είχα μετατρέψει τις λέξεις σε όπλα. Πέτυχα αναγκάζοντάς τους να αντιδράσουν. Το φως που άναψα πυροδότησε συλλήψεις και έστρεψε εδώ τις τηλεοπτικές κάμερες από όλο τον κόσμο. Όμως, κάποια στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι: εάν η δουλειά μου με κατέστρεψε, άξιζε τον κόπο; Αξίζει τον κόπο σήμερα, που επτά καραμπινιέροι βρίσκονται μαζί μου 24 ώρες το 24ώρο;

Το να ζεις σε μια χώρα πρόθυμη να κατασπαράξει οποιονδήποτε δεν συμβιβάζεται είναι περίπλοκο. Η Ιταλία αγαπά να αυτοεξαγνίζεται ρίχνοντας το φταίξιμο σε κάτι άλλο. Συνέπεια αυτού, η χώρα δεν μπορεί να δείξει ανοχή για όποιον βρει τρόπο να εκθέσει τις αντιφάσεις της, να εστιάσει στην πληγή. Τα αφεντικά της Μαφίας γνωρίζουν ότι αργά  ή γρήγορα θα δολοφονηθούν ή θα καταδικαστούν σε ισόβια κάθειρξη. Δεν έχουν άλλη εναλλακτική. Αναλαμβάνουν την ευθύνη της και αυτό τους κάνει μοναδικούς σε μια χώρα όπου κανένας δεν αναλαμβάνει ποτέ ευθύνη για τίποτα. Είναι παράδοξο, αλλά αποκτούν κύρος στα μάτια των ανθρώπων από εκείνες τις περιοχές. Πληρώνουν για την εξουσία τους.

Καταλαβαίνεις ότι ήρθε η ώρα να φύγεις από τη χώρα σου, την ημέρα που αισθάνεσαι ενοχή για το ότι δεν πεθαίνεις. Ακούς μια σιωπηρή απορία: Δεν υποτίθεται ότι θα σε δολοφονούσε η Μαφία; Είσαι ακόμα ζωντανός; Το ότι κατάφερες να επιζήσεις μιας θανατικής καταδίκης γίνεται ύποπτο. Εάν είσαι ζωντανός, τότε δεν τους φοβάσαι πραγματικά. Μια φορά, η Επιτροπή του Βραβείου Νόμπελ με κάλεσε μαζί με τον Σάλμαν Ρούσντι στη Ακαδημία της Σουηδίας να μιλήσουμε για τις εμπειρίες μας. Μου είπε (σημ. ο Ρούσντι): «Θα σε κατηγορήσουν επειδή είσαι ζωντανός». Δεν το πίστεψα αμέσως, αλλά αυτό συμβαίνει.

Έτσι λοιπόν συστήνομαι σε εσάς. Αυτός είμαι. Σε αυτό το χώρο, τους επόμενους μήνες, θα βρείτε ιστορίες για τη Μαφία και τη βία, σκέψεις για την εξουσία και τους μηχανισμούς που μετατρέπουν τις εγκληματικές οργανώσεις σε εμπροσθοφυλακή του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτές οι λέξεις είναι απόδειξη ότι είμαι ζωντανός και έτσι σκοπεύω να παραμείνω για πολύ καιρό ακόμα. Κατά βάθος, είμαι  προνομιούχος. Είναι σπάνιο για έναν συγγραφέα να καταστρέφουν τη ζωή του οι λέξεις που γράφει. Είναι ακόμα πιο σπάνιο αυτές οι ίδιες λέξεις να τον αναγεννούν.

Ο Roberto Saviano είναι Ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Είναι συγγραφέας των βιβλίων Gomorrah και Zero Zero Zero. Τα τελευταία οκτώ χρόνια ζει υπό αστυνομική προστασία λόγω των απειλών που έχει δεχθεί κατά της ζωής του από την Καμόρα. Η ταινία Gomorrah που βασίζεται στο βιβλίο του, κέρδισε το Gran Prix στις Κάννες το 2008 ενώ η τηλεοπτική σειρά που έκανε πρεμιέρα το 2014 έχει διανεμηθεί σε 50 χώρες. Ακολουθήστε τον στο Twitter.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter Facebook και Instagram.