Από τον Αριστείδη Χατζή*
Η Κύπρος δεν απελευθερώθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως τα εδάφη που ανήκουν σήμερα στο ελληνικό κράτος. Το 1878 πέρασε ουσιαστικά κάτω από τον έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας. Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, οι Ελληνοκύπριοι (που αποτελούσαν την πλειοψηφία του νησιού) διατηρούσαν την ελπίδα ότι το νησί θα ενώνονταν τελικά με την Ελλάδα, όπως συνέβη με τα νησιά του Ιονίου, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα. Όμως οι Βρετανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν εύκολα την Κύπρο που έχει στρατηγική θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και τους επέτρεπε να ελέγχουν καλύτερα τη Μέση Ανατολή. Μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Έλληνες στην Ελλάδα και την Κύπρο συνειδητοποίησαν ότι περίμεναν μάταια, αποφάσισαν να αντιδράσουν δυναμικά. Το ελληνικό κράτος προσέφυγε στον ΟΗΕ, ενώ στην Κύπρο η «Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών» (ΕΟΚΑ) ξεκίνησε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα τον Απρίλιο του 1955. Νωρίτερα (στις αρχές του 1950), η Εκκλησία της Κύπρου είχε οργανώσει άτυπο δημοψήφισμα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων: Το 96% ψήφισε υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα.
Videos by VICE
Χάθηκε άλλη μια ευκαιρία; Όχι ακόμη. Η διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί σε επίπεδο τεχνοκρατών και αμέσως μετά θα ακολουθήσουν οι πολιτικοί.
Σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1950, οι Ελληνοκύπριοι και το ελληνικό κράτος προσπάθησαν ανεπιτυχώς (με διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα) να αναγκάσουν τη Βρετανία να συμφωνήσει στην Ένωση. Όμως οι Βρετανοί αντέδρασαν δυναμικά στην πίεση και ενέπλεξαν τους Τουρκοκύπριους, στους κόλπους των οποίων είχαν ήδη κυριαρχήσει οι εθνικιστές, για να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την ΕΟΚΑ στην Κύπρο. Οι Τουρκοκύπριοι αποτελούσαν περίπου το 18% των κατοίκων του νησιού και είχαν και αυτοί τις δικές τους αλυτρωτικές τάσεις. Σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η Ένωση με την Ελλάδα θα οδηγούσε το λιγότερο σε περιθωριοποίησή τους. Έτσι σιγά-σιγά αναπτύχθηκε ανάμεσά τους η ιδέα της διχοτόμησης του νησιού. Η δική τους οργάνωση (Τουρκική Αντιστασιακή Οργάνωση – TMT) αντιμετωπίστηκε μάλλον με επιείκεια από τις βρετανικές Αρχές, αλλά ήταν και στρατιωτικά αδύναμη. Η εμφάνιση της οργάνωσης αυτής και οι αντικρουόμενοι στόχοι οδήγησαν μετά το 1957 σε σύγκρουση με την ΕΟΚΑ και την πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων (77% του συνολικού πληθυσμού), που όμως δεν θεωρούσαν τους Τουρκοκύπριους πραγματική απειλή.
«Θα μείνουμε για πάντα στην Κύπρο», δήλωσε ο Ερντογάν την Παρασκευή στην Κωνσταντινούπολη.
Τον Φεβρουάριο του 1959 συναντήθηκαν οι εκπρόσωποι όλων των εμπλεκομένων στη Ζυρίχη και το Λονδίνο και συμφώνησαν στην ίδρυση ενός ανεξάρτητου κυπριακού κράτους που θα αποτελείται από τις δύο εθνότητες (δικοινοτικό κράτος). Ο Πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο Αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, οι Τουρκοκύπριοι θα καταλαμβάνουν πολιτικές και διοικητικές θέσεις με ποσόστωση 30% και θα είχαν δικαιώματα βέτο. Οι Άγγλοι θα διατηρούσαν δύο μεγάλες βάσεις και οι τρεις χώρες (Ελλάδα, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία) θα αναλάβουν τον ρόλο των εγγυητριών της σωστής τήρησης των συμφωνιών. Τις συμφωνίες όμως αντιμετώπισαν ως προδοσία πολλοί «υπερπατριώτες» στην Ελλάδα και την Κύπρο, καθώς δεν οδηγούσε στην Ένωση, ενώ έδινε στους Τουρκοκύπριους υπερβολικά (για το μέγεθος της κοινότητας) θεσμικά όπλα. Όμως οι δύο κοινότητες είχαν διαφορετικά και συγκρουόμενα αλυτρωτικά οράματα. Ήταν πολύ δύσκολο να συμβιώσουν και να συνεργαστούν.
Ο πρώτος εκλεγμένος (και πολύ δημοφιλής) Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο Αρχιεπίσκοπος του νησιού Μακάριος. Ο Μακάριος σύντομα εγκατέλειψε την ιδέα της Ένωσης, αλλά ταυτόχρονα ζήτησε να αναθεωρηθεί η συμφωνία της Ζυρίχης, επειδή θεωρούσε το σύστημα -όχι άδικα- δυσλειτουργικό. Στην πραγματικότητα, ήθελε να αποκτήσει μεγαλύτερο έλεγχο στο νησί, καθώς ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξος. Έτσι ξεκίνησε τη διαδικασία αναθεώρησης, παρά την αντίθεση της Ελλάδας και της Τουρκίας (αλλά με την ενθάρρυνση των Βρετανών). Το 1963 πρότεινε μια σειρά συνταγματικών αλλαγών και πίεσε ασφυκτικά τους Τουρκοκυπρίους να τις δεχτούν. Η αντίδραση των Τουρκοκυπρίων οδήγησε σε βίαια επεισόδια τον Δεκέμβριο του 1963, με ακρότητες και από τις δύο πλευρές, αλλά με περισσότερα θύματα από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων. Οι τελευταίοι εξωθήθηκαν σε θύλακες (δηλαδή σε πολλά μικρά εδαφικά γκέτο), σε ολόκληρο το νησί. Η εσωτερική διχοτόμηση είχε επιτευχθεί με ευθύνη κυρίως των Ελληνοκυπρίων. Ο Μακάριος δεν υποχώρησε, υιοθέτησε μονομερώς τις περισσότερες αλλαγές, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από τον κυβερνητικό και διοικητικό μηχανισμό και η ελληνική κυβέρνηση τον στήριξε στέλνοντας στην Κύπρο δύναμη 10.000 ανδρών. Η Τουρκία επιχείρησε να επέμβει στρατιωτικά, αλλά την εμπόδισαν οι ΗΠΑ.
Για περίπου δέκα χρόνια (1964-1974) η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη, αν και μετά το 1968 ο διακοινοτικός διάλογος άρχισε ξανά. Ο Μακάριος είχε τη δική του πολιτική ατζέντα, οι ελληνικές κυβερνήσεις (χουντικές από το 1967 και μετά) παρακολουθούσαν αμήχανες ή εμπλέκονταν καιροσκοπικά και οι Τούρκοι αναζητούσαν μια ευκαιρία για στρατιωτική επέμβαση. Το 1971 ο Γεώργιος Γρίβας (αρχηγός της ΕΟΚΑ) επιστρέφει στην Κύπρο με τη βοήθεια της ελληνικής χούντας, για να οργανώσει την ΕΟΚΑ-Β, μια τρομοκρατική οργάνωση κατά του «προδότη» Μακαρίου που είχε εγκαταλείψει το όραμα της Ένωσης με την Ελλάδα. Έτσι, οι Ελληνοκύπριοι διχάζονται και η κατάσταση στο νησί οξύνεται ακόμη περισσότερο.
Η ευκαιρία επέμβασης δόθηκε στην Τουρκία τον Ιούλιο του 1974. Η χούντα των Αθηνών προσπάθησε να ανατρέψει με πραξικόπημα τον Μακάριο και να κηρύξει την Ένωση με την Ελλάδα, σε συνεργασία με την ΕΟΚΑ-Β. Το πραξικόπημα πέτυχε, αλλά ο Μακάριος διέφυγε και οι Τούρκοι (εκμεταλλευόμενοι το κενό εξουσίας στην Ουάσιγκτον, καθώς ο Πρόεδρος Νίξον ετοιμαζόταν να παραιτηθεί λόγω του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ) εισέβαλαν στο νησί στις 20 Ιουλίου και κατέλαβαν το βόρειο τμήμα του μέσα σε τρεις ημέρες. Τα γεγονότα αυτά και η αδυναμία της Ελλάδας να παρέμβει (καθώς είχε αποσύρει το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής δύναμης από το νησί) οδήγησαν στην πτώση της χούντας των Αθηνών. Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο και ανέλαβε την εξουσία αλλά η εύθραυστη, δημοκρατική πλέον, Ελλάδα, δεν μπορούσε να βοηθήσει. Έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού του 1974 οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το 37% του νησιού, το οποίο συνεχίζουν να κατέχουν μέχρι σήμερα.
Δεν έχει γίνει από τότε προσπάθεια να λυθεί το πρόβλημα και να τερματιστεί η κατοχή;
Από το 1974 οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Τουρκίας, το Κυπριακό Κράτος (που είναι ελληνοκυπριακό) και η τουρκοκυπριακή κοινότητα (που έχει ιδρύσει την «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου» η οποία αναγνωρίστηκε από ελάχιστες χώρες, καταδικάστηκε από τον ΟΗΕ και θεωρείται ψευδοκράτος) και ξένοι παράγοντες (ΗΠΑ, ΟΗΕ, Μεγάλη Βρετανία, Σοβιετική Ένωση, Ευρωπαϊκή Ένωση) προσπάθησαν να βρουν μια λύση για το Κυπριακό. Η λύση όμως που θα αποδεχθούν όλα τα μέρη είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί, καθώς οι Τούρκοι και οι εθνικιστές Τουρκοκύπριοι προτιμούν να νομιμοποιηθεί το καθεστώς της διχοτόμησης ή τουλάχιστον να δημιουργηθεί μια χαλαρή συνομοσπονδία δύο αυτόνομων κρατιδίων, ενώ η μετριοπαθής ελληνική πλευρά επιδιώκει την ίδρυση ενός ομοσπονδιακού κράτους (κατά τα πρότυπα των συμφωνιών της Ζυρίχης), με κυρίαρχο τον ρόλο των Ελληνοκυπρίων και εγγυητή την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άλλαξε κάτι στην Κύπρο από το 1974 μέχρι σήμερα;
Από το 1974 μέχρι το 2016 χάθηκαν πολλές ευκαιρίες συνεννόησης. Τα σημαντικότερα γεγονότα/εξελίξεις ήταν:
(α) ο αποικισμός Τούρκων στη Βόρειο Κύπρο, που δεν ανέτρεψε όμως ριζικά την πληθυσμιακή σύνθεση του νησιού, καθώς οι Ελληνοκύπριοι διατηρούν την πλειοψηφία
(β) η αλματώδης οικονομική ανάπτυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, που άλλαξε καταλυτικά τα οικονομικά δεδομένα υπέρ των Ελληνοκυπρίων
και κυρίως
(γ) η είσοδος της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, μια μεγάλη πολιτική και διπλωματική επιτυχία της ελληνικής πλευράς, που οδήγησε την Τουρκία σε θέση άμυνας και επηρέασε θετικά τις σχέσεις Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Ο ΟΗΕ δεν προσέφερε κάποια λύση;
Το 2004 ο Γ.Γ. του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, πρότεινε ένα σχέδιο επανένωσης του νησιού που θεωρήθηκε η μεγάλη και ίσως η τελευταία ευκαιρία επίλυσης του Κυπριακού. Στο σχέδιο αντιτάχθηκαν με θέρμη οι εθνικιστικοί κύκλοι στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο. Έτσι, στο διπλό δημοψήφισμα που έγινε, αν και η Τουρκοκυπριακή πλευρά ψήφισε θετικά υπέρ του σχεδίου (με 65%), η Ελληνοκυπριακή το απέρριψε με 76%. Αλλά οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων συνέχισαν να βελτιώνονται και επιτράπηκε μετά το 2003 η μετακίνηση, ακόμη και η εγκατάσταση.
Και τι συνέβη σήμερα; Γιατί ακούμε πάλι για το Κυπριακό;
Απ’ ό,τι φαίνεται υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να καταλήξουν τα δύο μέρη (μετά από σχεδόν 20 μήνες διαπραγματεύσεων) σε μια συμφωνία, για πρώτη φορά μετά το σχέδιο Ανάν που απορρίφθηκε το 2004. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται κυρίως στον ρεαλισμό του κύπριου πρωθυπουργού Νίκου Αναστασιάδη αλλά και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί. Οφείλεται όμως και στις πιέσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ταχεία επίλυση του Κυπριακού, καθώς η Κύπρος θεωρείται κομβικής σημασίας για την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS), αλλά και του προσφυγικού. Επιπλέον, θα επιτρέψει και την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων που η ενωμένη Κύπρος θα ελέγχει.
Τα δύο μέρη φαίνεται να βρίσκονται για πρώτη φορά τόσο κοντά στα περισσότερα ζητήματα (διακυβέρνηση, περιουσιακό, εδαφικό), ενώ οι Τουρκοκύπριοι έχουν αποδεχτεί το κοινοτικό κεκτημένο (ελευθερία διακίνησης και εγκατάστασης, αλλά και προστασία της ιδιοκτησίας και αποζημιώσεις).
Ποια είναι τα εμπόδια;
Κυρίως η αυταρχική κυβέρνηση Ερντογάν στην Τουρκία, που δεν θέλει να φανεί διαλλακτική. Υποτίθεται ότι αυτή την περίοδο ο Ερντογάν χρειάζεται τη στήριξη των εθνικιστών στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, για να αλλάξει το τουρκικό σύνταγμα και να εκλεγεί Πρόεδρος. Όμως την έχει ήδη εξασφαλίσει. Αν πετύχει τους σκοπούς του, είναι πολύ πιθανό να γίνει πιο διαλλακτικός και στο Κυπριακό, καθώς δεν αποτελεί προτεραιότητα στην ατζέντα του.
Η κυβέρνηση των Αθηνών δυστυχώς δεν έχει το πολιτικό βάρος να επηρεάσει τις εξελίξεις αν και, όπως πάντα, υποτίθεται ότι συμπαρίσταται στην Κύπρο (κάτι που αρκετοί αμφισβητούν για τη σημερινή κυβέρνηση και ειδικά τον έλληνα υπουργό Εξωτερικών). Επιπλέον, είναι διασπασμένη μεταξύ ρεαλιστών, που βλέπουν ευνοϊκά τη λύση και εθνικιστών, που την απορρίπτουν. Την ίδια διαίρεση θα παρατηρήσετε σε όλα σχεδόν τα κόμματα, αλλά και στους κύκλους ακαδημαϊκών, διεθνολόγων, δημοσιογράφων και γενικά δημοσιολογούντων στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Αν συμφωνήσουν όμως τι θα συμβεί;
Πολλοί φοβούνται ότι οποιαδήποτε συμφωνία θα εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς δυσμενέστερο για τους Ελληνοκυπρίους από εκείνο των Συμφωνιών του 1960, αλλά η κυβέρνηση της Κύπρου τονίζει ότι όχι μόνο το ποσοστό για τους Τουρκοκύπριους στο Δημόσιο θα μειωθεί, αλλά και θα διασφαλιστεί η δημογραφική σύνθεση με την αναλογία 4 προς 1. Την ελληνική πλευρά προβληματίζει επίσης η πρόταση για εναλλαγή στην Προεδρία – που όμως δεν θα αποτελέσει πρόβλημα, αν ο προεδρικός θεσμός μετατραπεί σε διακοσμητικό, όπως στην Ελλάδα. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά ζητά να λάβει ως αντάλλαγμα ορισμένες περιοχές που τώρα ελέγχουν οι ισχυρές Τουρκικές δυνάμεις στο νησί (30 με 40 χιλιάδες ένοπλοι), οι οποίες θα πρέπει να απομακρυνθούν, έστω και σταδιακά. Οι Ελληνοκύπριοι επίσης διεκδικούν αποζημιώσεις, επιστροφή περιουσιών και μεγαλύτερη ελευθερία μετακίνησης και εγκατάστασης (ειδικά, επιστροφή στις περιοχές από τις οποίες εκδιώχθηκαν το 1974). Προφανώς, αυτό το σχέδιο θα έχει μεγάλο κόστος εφαρμογής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα βοηθήσει, αλλά μέχρι ένα σημείο.
Και τι έγινε τελικά στη συνάντηση που είχαν οι δύο πλευρές την εβδομάδα που μας πέρασε;
Στη Γενεύη της Ελβετίας συναντήθηκαν Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Έλληνες, Τούρκοι, Βρετανοί και εκπρόσωποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπήρχαν πολλές ελπίδες, αλλά όταν ο Ερντογάν αποφάσισε να μην συμμετάσχει τελικά (ούτε να συναντηθεί με τον έλληνα πρωθυπουργό), όλοι κατάλαβαν ότι δεν θα κατέληγαν τα μέρη σε συμφωνία. Οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, επειδή η Τουρκία φαίνεται να αρνείται κατηγορηματικά να δεχθεί την αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων κατοχής («θα μείνουμε για πάντα στην Κύπρο!», δήλωσε ο Ερντογάν την Παρασκευή στην Κωνσταντινούπολη), αν και πρόκειται μάλλον για ρητορική που τροφοδοτεί και την αδιαλλαξία στην Ελλάδα. Η Τουρκία δεν φαίνεται να πείθεται από την πρόταση να εγγυηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και ίσως και το ΝΑΤΟ την εφαρμογή της συμφωνίας και την προστασία της τουρκοκυπριακής μειονότητας στο νησί. Δυστυχώς, η άνοδος του Τραμπ στην εξουσία βελτιώνει μάλλον τη θέση της Τουρκίας μετά την περίοδο σοβαρής επιδείνωσης των σχέσεών της με τις ΗΠΑ στη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα. Ο Ερντογάν επομένως δεν έχει λόγο να βιαστεί να κλείσει μια συμφωνία για την Κύπρο τώρα.
Χάθηκε δηλαδή άλλη μια ευκαιρία;
Όχι ακόμη. Η διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί σε επίπεδο τεχνοκρατών και αμέσως μετά θα ακολουθήσουν οι πολιτικοί. Σε κάθε περίπτωση, μην περιμένετε εύκολη και γρήγορη λύση. Αν υπάρξει, θα είναι ίσως οδυνηρή για τους υπερπατριώτες, όπως κάθε συμβιβασμός μετά από 60 χρόνια, με τόσο ματωμένο παρελθόν και με μια σκληρή πραγματικότητα για τον ελληνισμό (τουρκική κατοχή της βορείου Κύπρου για 43 χρόνια!). Όμως η επανένωση της Κύπρου και ουσιαστικά η απελευθέρωσή της από την Τουρκική κατοχή, θα βελτιώσει ριζικά τις οικονομικές προοπτικές του νησιού και θα μεγιστοποιήσει τον πολιτικό και οικονομικό ρόλο του στην περιοχή. Αλλά οι πιθανότητες επίλυσης μειώνονται όσο περνά ο καιρός, καθώς οι νέες γενιές των Κυπρίων έχουν μάθει να ζουν ξεχωριστά και σε αντιπαράθεση. Ακόμη και αν όλες οι πλευρές καταλήξουν σε ένα κοινό σχέδιο, αρκεί να το απορρίψει η μία από τις δύο στα δημοψηφίσματα που θα διεξαχθούν, για να χαθεί άλλη μια ευκαιρία για να ενωθεί το νησί. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα παραμείνει ένα ακρωτηριασμένο, υπό απειλή, κράτος και οι Τουρκοκύπριοι θα απορροφηθούν από την Τουρκία, αντί να γίνουν πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ας ελπίσουμε ότι τώρα που οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων έχουν έλθει τόσο κοντά να μην τις εμποδίσουν οι στενόμυαλοι μυωπικοί εθνικιστές στην Ελλάδα, την Τουρκία αλλά και την Κύπρο.
*Ο Αριστείδης Χατζής είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Περισσότερα από το VICE
Μπήκαμε στο Μουσείο των Άψογα Διατηρημένων Πτωμάτων
Ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης δεν Έχει Μετρήσει Ποτέ το IQ του – Αλλά Είναι πιο Έξυπνος από Εσένα
Πέρασα το Σαββατοκύριακό μου με Έναν Έμπορο Ναρκωτικών του Deep Web