FYI.

This story is over 5 years old.

Stuff

Αυτά τα Παιδιά το Πάλεψαν Αλλά δεν την Πάλεψαν στην Ελλάδα

Είναι ευτυχισμένοι στις νέες τους πατρίδες οι σύγχρονοι Έλληνες μετανάστες;

Με την ελπίδα ότι θα εργαστούν ως επιστήμονες, ως στελέχη επιχειρήσεων ή σε μία οποιαδήποτε θέση στον τομέα τους –παρά σαν εργάτες όπως στο κύμα μετανάστευσης του '60- οι νέοι τα τελευταία χρόνια καταφεύγουν στο εξωτερικό με μεγαλύτερη ευκολία εν συγκρίσει με το παρελθόν. Όλοι έχουν κάποιο μέλος από την οικογένειά τους, ένα φίλο ή μερικούς γνωστούς που έφυγαν για σπουδές στο εξωτερικό κι ύστερα βρήκαν δουλειά εκεί. Και άλλους που στην Ελλάδα το πάλεψαν μα εν τέλει δεν την πάλεψαν. Σε μια χώρα που η ανεργία στους νέους ανέρχεται κοντά στο 28%, όλοι ήρθαν αντιμέτωποι με τη πραγματρικότητα των χαμηλών μισθών, των εξοντωτικών ωράριων, της έλλειψης ασφάλισης, της εκμετάλλευσης από του εργοδότες και έτσι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εργασία πρωτίστως στην Ευρώπη, στην Αμερική, στην Αυστραλία, ως σύγχρονοι πια μετανάστες. Πώς είναι άραγε η ζωή για αυτούς που έκαναν αυτό το βήμα στις νέες τους πόλεις; Ανταποκρίνονται οι χώρες που τους φιλοξενούν στις προσδοκίες που είχαν; Πως είναι οι συνθήκες στην εργασία τους; Είναι τελικά ευτυχισμένοι;

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Οι Έλληνες, όντας μεσογειακός λαός, ιδιαίτερος, ατίθασος, θερμόαιμος, λίγο «χύμα» (μερικές φορές και πολύ), δεν μπορούν εύκολα να χαλιγανογηθούν, να «συμβιβαστούν» με τον τρόπο και τις συνθήκες ζωής του εξωτερικού και δη χωρών βόρειων όπως η Βρετανία, η Γερμανία, η Σουηδία, το Βελγίου ή η Νορβηγία προς τις οποίες το κύμα μετακίνησης Ελλήνων είναι ιδιαίτερα μεγάλο τα τελευταία χρόνια. Σίγουρα οι συνθήκες ζωής στις προαναφερθείσες χώρες είναι πολύ ανώτερες σε συγκεκριμένους τομείς, όπως αυτός της υγείας, της αποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού, των υπηρεσιών, της αξιοκρατίας και της γενικότερης οργάνωσης. Θα ήταν ανόητο να αμφισβητήσει κανείς το υψηλό βιοτικό επίπεδο, την πολιτική ελευθερία της Σουηδίας ή της Δανίας που αποτελούν ισχυρά κοινωνικά κράτη.

Θαρρείς όμως πως η τελειότητα σε αυτούς τους τομείς επιτυγάνεται στον αντίποδα κάποιων ελλείψεων τους, όπως της ύπαρξης ενός εύκρατου, πιο ζεστού και ανθρώπινου κλίματος, ενός λαμπερού ήλιου, μιας γαλάζιας θάλασσας, μιας ζωής στην πόλη που δεν κοιμάται μετά το απόγευμα, στοιχεία που επιδρούν στην ψυχοσύνθεση των πολιτών της και τους καθιστούν πιο ανοιχτούς σαν χαρακτήρες, πιο χαρούμενους, πιο αισιόδοξους, που νοιάζονται για τον διπλανό τους και τους κάνουν τατόχρονα λίγο πιο δυσκίνητους. «Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ' αγόρι μου», λέει άλλωστε το γνωστό τραγούδι. Σε καμμία περίπτωση όμως οι Έλληνες δεν είναι οκνηροί και φυγόπονοι, ιδιότητες που πολλοί Ευρωπαίοι τους αποδίδουν. Καλώς ή κακώς, πολλούς οι συνθήκες τους οδήγησαν εκτός της πατρίδας τους. Κάποιοι έφυγαν πειραματιζόμενοι, ίσως στα πλαίσια μιας εσωτερικής αναζήτησης. Άλλοι αναγκαστικά, περισσότερο «βίαια» κι λιγότερο εκούσια. Όλοι νοσταλγούν την Ελλάδα, ακόμη και σε μια εποχή που οι αποστάσεις εκμηδενίζονται με τις αερομεταφορές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Γιάννης Σοφιός

Ο Γιάννης Σοφιός σπούδασε στην Η/Υ στην Πολυτεχνείο της Πάτρας. Έφυγε με ενθουσιασμό για το Λονδίνο και με μία σιγουριά ότι εκεί θα είναι καλύτερα από την Ελλάδα. Έκανε μεταπτυχιακά στο LSE και στο UCL, μετά την ολοκλήρωση των οποίων έστειλε αιτήσεις για δουλειά σε αγγλικές μα και ελληνικές επιχειρήσεις. Ο προσφερόμενος μισθός από την μόνη επιχείρηση στην Ελλάδα που τον κάλεσε τότε για συνέντευξη ήταν συγκριτικά πολύ μικρότερος από τον τραπεζικό όμιλο στην Αγγλία που του πρόσφερε επίσης δουλειά. Έτσι, αποφάσισε να συνεχίσει τη ζωή στο Λονδίνο –σαν εργαζόμενος πια. Πλέον λαμβάνω μηνύματά του στο whatsapp «Φίλε, δεν την παλεύω, θα πάθω κατάθλιψη, δεν περνάω καλά». Μπορεί ο μισθός του να είναι πολύ καλός, αλλά μεγάλο μέρος του καταλήγει στο ενοίκιο γιατί θέλει να ζει μόνος, αξιοπρεπώς, όχι με δύο και τρεις συγκάτοικους. Μπορεί στην δουλειά του να εξελίσσεται, μα γυρνώντας σπίτι νιώθει άδειος. Ο μουντός καιρός τον επηρεάζει ψυχολογικά αλλά ταυτόχρονα, ο ενθουσιασμός των Λονδρέζωνμε την παραμικρή ακτίδα ηλίου του τη δίνει στα νεύρα. Ευτυχώς ταξιδεύει πολύ –το Λονδίνο παρέχει τις περισσότερες ταξιδιωτικές δυνατότητες από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο. Το πολυπολιτισμικό στοιχείο της πόλης δεν τον γοητεύει απαραίτητα, ενώ σημειώνει πως οι Λονδρέζοι «έρχονται και παρέρχονται», δεν μένουν, μετακινούνται ή επιστρέφουν στο «σπίτι» τους. Άρα και οι σχέσεις μαζί τους είναι εφήμερες. «Θέλω να πιστεύω πως μέχρι τα 35 μου θα έχω αρκετή επαγγελματική εμπειρία και  οι αντίστοιχες ευκαιρίες στην Ελλάδα θα είναι πιο δελεαστικές, ώστε να επιστρέψω», μου λέει ενώ πίνουμε καφέ με θέα τον Σαρωνικό σε μια βόλτα-αστραπή 24ων ωρών από το Λονδίνο στην Αθήνα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ελεάνα Γκαμπρέλα

Η Ελεάνα Γκαμπρέλα σπούδασε Ιατρική. Έφυγε για δυο χρόνια στο Plymouth –μετά βίας δεν ακύρωσε το συμβόλαιο της στον πρώτο χρόνο. Δεν βλέπει την ώρα να γυρίσει πίσω σε λίγους μήνες (μόνιμα γιατί το πολύ κάθε δίμηνο είναι Ελλάδα ούτως ή άλλως). Μέχρι τότε κάνει υπομονή. «Ανέβασε στο wallμου μια φωτογραφία από Ελλάδα, θέλω καινούρια cover photo»,μου γράφει στο facebook και της κάνω την ένεση αντοχής που μου ζητάει. Μου λέει λέει πως «αρχικά τους Άγγλους τους θεωρούσα υποκριτές και την Αγγλία απίστευτα βαρετή –παραδέχεται πλέον ότι αυτή ήταν μία αρκετά επιφανειακή κριτική εκ μέρους της. «Τελικά αυτο που μου αρέσει σε αυτή τη χώρα είναι ότι είσαι ήρεμος. Εννοώ πως σου εξασφαλίζουν όλα τα άλλα προκειμένου εσύ αυτό που θα κανείς να είναι μόνο να δουλεύεις. Οπότε ναι μεν είναι μεγάλο το άγχος της δουλειάς αλλα δεν έχεις νεύρα κι άγχος για τίποτα άλλο. Ύστερα οι Άγγλοι, η ευγένεια δεν ειναι κάτι που το έχουν μάθει και απλα το κάνουν, είναι και στην ουσία καλοί. Έχουν μια κάποια αφέλεια, δεν ειναι πονηροί. Θέλουν να σε βοηθήσουν γιατι πιστεύουν πολυ στην ομάδα κ όχι στο άτομο. Και τελος αγαπάνε παρα πολύ τη χώρα τους. Είναι περήφανοι, δεν ξέρω πως τα χούν καταφέρει, λίγο η βασίλισσα, λίγο κάτι εθνικές γιορτές αλλά ειναι ενωμένος λαός.» Θεωρεί ωστόσο πως «όλα αυτα ειναι σα να ζεις στον κοσμο των playmobil. Χρειάζεται και λίγος αυτοσχεδιασμός, και λίγη χαλάρωση, και λίγη 'ζωή'. Αυτό δεν υπάρχει εδώ, γι' αυτό θέλω να γυρίσω. Γιατί η ζωή εδώ ειναι flat, ούτε πολλά νεύρα ούτε πολλή χαρά. Και το σημαντικότερο για μένα, είναι ότι τα πάντα στρέφονται γύρω από τη δουλειά και δεν το αντέχω. Πάντως, στο εάν περνάς καλά στο εξωτερικό παίζει πιο πολύ ρόλο το τι εχεις αφήσει στην Ελλάδα παρά σε ποια χώρα εισαι. Έχει να κανει όμως και με τον χαρακτήρα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Βαγγέλης Φαναράκης

Πράγματι έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα, το άτομο, την ιδιοσυγκρασία, τα βιώματα, τις προτεραιότητες που θέτει ο κάθε άνθρωπος. Ο Βαγγέλης Φαναράκης, στο Lünen της Γερμανίας, είναι ένας ακόμη από τους χιλιάδες Έλληνες γιατρούς του εξωτερικού. Όταν αποφοίτησε από την σχολή του, δήλωσε ειδικότητα και η θέση άνοιξε μετά από δύο χρόνια. Σε αυτό το διάστημα εργάστηκε σε ιατρική κλινική, θέση που δεν τον "γέμισε επιστημονικά", όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Ξεκίνησε την εδικότητά του, το πρώτο μέρος της οποίας διήρκησε 14 μήνες και ήταν αναγκασμένος να περιμένει κι άλλο διάστημα για το δεύτερο, οπότε –αφού εκπλήρωσε τις σταρτιωτικές του υποχρεώσεις για να μην έχει θέματα και με αυτό- αποφάσισε να φύγει, ακυρώνοντας την ειδικότητα στην Ελλάδα. Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε ως τώρα ήταν αυτό της γλώσσας που μήνα με τον μήνα το αντιμετωπίζει ολοένα και αποτελεσματικότερα. Η δουλειά, λέει, είναι κουραστική και το θέμα της γλώσσας δυσχεραίνει την κατάσταση, μα είναι ικανοποιημένος. Υπάρχει σεβασμός προς το πρόσωπό του παρότι αλλοδαπός, υπάρχει οργάνωση, δίνεται μεγάλη έμφαση στην λεπτομέρεια στο documentation –δηλαδή ότι κάνεις πρέπει nα καταγραφεί. Επίσης, εκεί έχει την δυνατότητα να αλλάζει νοσοκομείο και αντικείμενο πιο εύκολα. Αυτό που του αρέσει, πέραν της δουλειάς του, είναι το γεγονός πως ό,τι θέλει μπορεί να το κάνει. Μπορεί και να ταξιδέψει πιο εύκολα λόγω γεωγραφικής θέσης της πόλης, αλλά και λόγω χρηματικών απολαβών, πολλαπλάσιων των αντίστοιχων ελληνικών. Δεν θα τον ενοχλούσε να μείνει εκεί, θεωρεί τον εαυτό του ευπροσάρμοστο, η μεγάλη θέληση για τη δουλειά αποτελεί αρωγό στην προσπάθεια που καταβάλλει για να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της γερμανικής καθημερινότητας, αλλά πολλές στιγμές λησμονεί ό,τι άφησε πίσω. Όταν μένει χρόνος για να το κάνει κι αυτό, όπως λέει, του λείπει η πατρίδα, οι φίλοι και οι συνήθειες. «Δεν είμαι από αυτούς που λένε θα γυρίσουν σε τρία χρόνια, μα στο μυαλό μου μένει πάντα η Ελλάδα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ιωάννα Μακραδήμα

Η Ιωάννα Μακραδήμα ήταν πιο τολμηρή. Επέλεξε να δοκιμάσει την τύχη της στην παγωμένη Σουηδία, στο σύστημα υγείας και αυτή, όντας απόφοιτος ιατρικής. Οι εντυπώσεις της για την χώρα που ζει είναι οι καλύτερες. Πιστεύει πως το να δουλεύεις και να ζεις εκεί είναι προνόμιο από την σκοπιά των συνθηκών εργασίας, της εκπαίδευσης και της ποιότητας ζωής. «Σου δίνονται πολλές ευκαιρίες και βλέπεις γύρω σου ότι υπάρχει αξιοκρατία και σχεδόν μηδενική διαφθορά», λέει. Η υψηλή φορολογία δεν την ενοχλεί γιατί βλέπει πως τα χρήματα πάνε εκεί που πρέπει και υπάρχουν παροχές κοινωνικού κράτους. «Εδώ μπορείς να νιώσεις ασφάλεια και να κάνεις όνειρα για το μέλλον που μπορείς να τα πραγματοποιήσεις. Φυσικά και μου λείπει η Ελλάδα με τον ήλιο, τα υπέροχα καλοκαίρια, την διασκέδαση με τα μπουζούκια, το φαγητό, οι καφετέριες και οι ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι. Όλα αυτά όμως δυστυχώς δεν αρκούν για να με κάνουν να θέλω να γυρίσω πίσω μιας και βλέπω πως φίλοι και συγγενείς σχεδόν υποφέρουν και ουσιαστικά δεν μπορούν να απολαύσουν τις ομορφιές της Ελλάδας λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν». Η Ιωάννα δεν σχεδιάζει να γυρίσει πίσω στο άμεσο μέλλον, αν και κάθε καλοκαίρι κάνει διακοπές εδώ, γιατί «η αλήθεια είναι, σαν την Ελλαδίτσα δεν έχει». Ο Σουηδός αρραβωνιαστικός της, έχει πει πως δεν καταλαβαίνει γιατί να μην θέλει κανείς να μείνει στην Ελλάδα. «Εκεί τα έχετε όλα. Όντως θα μπορούσαμε να τα έχουμε. Ας ελπίσουμε στη νέα γενιά πολιτικών», συμπληρώνει η ίδια.

Το γεγονός ότι οι ίδιοι άνθρωποι που επανδρώνουν το προβληματικό ελληνικό σύστημα, μπρορούν να ενταχθούν και να προσφέρουν σε άλλα άρτια οργανωμένα συστήματα, όπως αυτό της Γεμανίας, σημαίνει ακριβώς πως το σύστημα είναι αυτό που πρέπει να αλλάξει στην Ελλάδα. «Αν στρώσουν τα πράγματα στην Ελλάδα, θέλω να γυρίσω να κάνω κάτι καλό εκεί», σημείωσε ο Βαγγέλης. Σε αυτά τα λόγια πρέπει να δοθεί μεγάλη έμφαση. Η χώρα πρέπει να οργανωθεί,να πατάξει την διαφθορά, να προάγει την αξιοκρατία, ώστε να ανακάμψει, να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για ανάπτυξη και να μπορέσει η ίδια να απασχολήσει το άρτιο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό που αυτή την στιγμή εξάγει. Γιατί εξάγοντας αυτό το δυναμικό, έχουμε χάσει ουσιαστικά το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί αρχικά για την κατάρτισή. Είναι επώδυνο να είναι αλλού η τσέπη σου κι αλλού η καρδιά σου. Αλλού να βγάζεις το ψωμί σου κι αλλού να θες να βρίσκεσαι. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται δυστυχία. Μα δεν ξέρω ποιά δυστυχία είναι πιο δυσβάστακτη. Το να μένεις Ελλάδα με τα πενιχρά ή να την στερείσαι για τα περισσότερα; Δεν ξέρω ποιοί είναι αξιότεροι, αυτοί που μένουν ή αυτοί που φέυγουν; Υπάρχουν κι οι περιπτώσεις εκείνων που έφυγαν από τη χώρα για να αποδράσουν από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν κι εκείνων που η Ελλάδα και η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής τους πληγώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δίνουν έμφαση στα περισσότερα λεφτά που κερδίζουν στα ξένα και τονίζουν με αλαζονικό ύφος πως δεν τους ενδιαφέρει τι γίνεται πίσω. «Δεν τολμάνε να παραδεχτούν πως δεν είναι ευτυχισμένοι ή δεν είναι όσο θα ήταν στην χώρα τους», μου λέει ένας εκ των φίλων του εξωτερικού. Υπάρχουν κι αυτοί που είναι γεννημένοι ταξιδευτές, που η Ελλάδα ήταν απλώς η αφετηρία ενός ταξιδιού που θα κρατήσει μια ζωή.

Συμβουλή προς κάθε νέο, θα πρέπει να είναι το να πράττει αυτό που θέλει βάσει των επιθυμιών του και των μελλοντικών του στόχων –να  ακολουθήσει το όραμά του, αψηφώντας τις γνώμες των μη ειδημόνων. Αν δεν δοκιμάσεις, δε θα μάθεις ποτέ.