Πριν από λίγες ημέρες «έφαγα» μια φλασιά και άρχισα να ψάχνω παλιά άρθρα και εκπομπές που καταπιάνονταν με την περιβόητη (για εμάς τους άνω των 30) «γενιά των 700 ευρώ» – ή αλλιώς τους “baby losers”. Αν είσαι μέλος της Gen–Ζ πιθανότατα να μην έχεις ιδέα περί τίνος πρόκειται, οπότε θα προσπαθήσω να στο εξηγήσω για να μπεις στο κλίμα, επειδή αφορά κι εσένα.
Βρισκόμαστε στο μακρινό 2007 και η Ελλάδα, λίγο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (ίσως η οικονομική αποκορύφωση στην ιστορία της), βρίσκεται όχι απλά στο χείλος του γκρεμού, αλλά, σαν το Κογιότ, στέκεται για λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα πριν πέσει με τεράστια ταχύτητα στο κενό.
Videos by VICE
Το πάρτι διαφθοράς και κακών χειρισμών που είχε στηθεί μεταπολιτευτικά τελείωσε απότομα και οι νέοι της εποχής κλήθηκαν να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Οι προηγούμενες γενιές παρακολουθούσαν με απάθεια έχοντας ήδη κάνει σε την «μπάζα» τους.
Οι “Baby Losers”, λοιπόν, όσοι δηλαδή ήταν μεταξύ 25-35 ετών εκείνη την περίοδο, ήταν η πρώτη γενιά στην ιστορία της χώρας που βρέθηκε σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από την προηγούμενη (προφανώς, δεν μιλάμε για περιπτώσεις που είχε προκύψει πόλεμος).
Άνθρωποι με ανώτατες σπουδές, παιδεία και υψηλό πνευματικό επίπεδο βρέθηκαν να δουλεύουν σε άσχετες δουλειές, πολύ συχνά ανασφάλιστοι και με απλήρωτες υπερωρίες, στον βωμό μιας υποτιθέμενης ανάπτυξης.
Την ίδια χρονιά εμφανίστηκε ένα blog με τίτλο g700.blogspot.com. Κάπου εδώ θα πρέπει να σας θυμίσω ότι εκείνη την περίοδο τα blogs ήταν ό,τι πιο μοδάτο υπήρχε στο Διαδίκτυο. Είχε στηθεί από άτομα της εν λόγω γενιάς και απευθύνονταν στους συνομηλίκους τους, οι οποίοι βίωναν τα πρώτα σημάδια του εργασιακού μεσαίωνα. Βέβαια, η κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα εργασιακά έχει φτάσει στην εποχή των Νεάντερταλ – με τις ευλογίες της κυβέρνησης φυσικά.
Αυτό το blog έφτασε να είναι το δέκατο site με την περισσότερη επισκεψιμότητα στην Ελλάδα, δημιουργώντας μια νέα τάση. Τα ΜΜΕ της εποχής άρχισαν και αυτά να ασχολούνται με τη «γενιά των 700 ευρώ» και τελικά είδαμε αμέτρητα ρεπορτάζ με νέους σε απόγνωση να μιλάνε για τις άθλιες συνθήκες εργασίας που βίωναν.
«Πήρα ακόμη ένα δάνειο και αντί να το επενδύσω σε τηλεόραση Plasma, είπα να το επενδύσω σε εισιτήρια και για τους δυο πρώτους μήνες της μετακίνησής μου εδώ στην Ολλανδία», αναφέρει στην κάμερα της εκπομπής Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα ο Ιορδάνης, ένας 31χρονος (τότε), ο οποίος αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα της κρίσης και να εργαστεί στην Ολλανδία.
Στον αντίποδα βρίσκουμε την Τζίνα, μια single μαμά σε αντίστοιχη ηλικία που αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα.
Ο πρώτος αναφέρει ότι ξεκίνησε με έναν μισθό 1.700 ευρώ (στη συνέχεια πήρε αύξηση), ότι φεύγει από το γραφείο ακριβώς με τη λήξη του οκταώρου και πως κανείς δεν τον ενοχλεί μετά τη δουλειά. Μάλιστα, για να πάει στο γραφείο περνάει από ένα όμορφο σκηνικό, μια λίμνη με πάπιες και χήνες.
Η φίλη μας από την Αθήνα δούλευε για 700 ευρώ σε μια εταιρεία, όπου θεωρήθηκε κακή υπάλληλος επειδή εξέφρασε την επιθυμία να φεύγει με τη λήξη του οκταώρου. Κατά τη διάρκεια της εργασίας της δεν είχε διάλειμμα για φαγητό, ενώ μετά βίας προλαβαίνει να φτάσει από τη δουλειά στις υπόλοιπες υποχρεώσεις της την ώρα που πρέπει.
Έχοντας αρκετούς φίλους που εργάζονται στην Ολλανδία, μπορώ να πω ότι σήμερα, 15 χρόνια μετά από το προαναφερθέν ρεπορτάζ, τα πράγματα στον εργασιακό τομέα παραμένουν σε ανθρώπινο επίπεδο. Στην Ελλάδα, προφανώς, κάθε πέρσι και χειρότερα.
Το πιο κωμικοτραγικό που συνέβη μέσα στα επόμενα χρόνια είναι ότι οι μισθοί έπεσαν κι άλλο, τα συνδικάτα αποδυναμώθηκαν και η επιθεώρηση εργασίας είναι άφαντη.
Α, ναι. Πολιτικοί, όπως ο Θεόδωρος Πάγκαλος, μας είπαν ότι «τα φάγαμε όλοι μαζί», σε μια δήλωση που έγραψε πολιτική ιστορία.
Ας θυμηθούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σχετικά με την τραγικότητα της κατάστασης.
Το 2010 ετοιμαζόταν μια τηλεοπτική σειρά με τίτλο: Η Γενιά των 700 Ευρώ. Αν δεν σας λέει κάτι ο τίτλος μην απορείτε, όπως διαβάζουμε στη Βικιπαιδεία: «Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της, η σειρά είχε τον τίτλο Η Γενιά των 700 Ευρώ. Εξαιτίας των οικονομικών και κοινωνικών ανακατατάξεις εκείνης της περιόδου, ακολούθησε την επικαιρότητα και ο τίτλος άλλαξε σε Η Γενιά των 592 Ευρώ».
Καταλάβατε τι ζούσαμε όσοι μπήκαμε στην αγορά εργασίας τότε.
Εγώ, για παράδειγμα, το 2011 δούλευα σε αθλητικό site επτά μέρες την εβδομάδα οκτάωρο για 350 ευρώ τον μήνα. Έμεινα τρεις μήνες και έφυγα.
Ξαφνικά, μέσα στη «φλασιά» μου, άρχισα να σκέφτομαι τους σημερινούς 25άρηδες. Αυτοί δεν έχουν την ευκαιρία να πάρουν ένα δάνειο όπως έκανε ο Ιορδάνης το 2007 και να φύγουν ρίχνοντας «μαύρη πέτρα» πίσω τους.
Αν είναι τυχεροί, μπορεί να έχουν μια κάποια οικονομική άνεση από τους δικούς τους και να καταφέρουν αυτό το πρώτο βήμα προς το εξωτερικό, μακριά από τη μαυρίλα της Ελλάδας.
Η μια σκέψη έφερε την άλλη και τελικά βρέθηκα να γελάω με το εξής παράδοξο. Το 2007 είχαμε όλα αυτά τα δακρύβρεχτα ρεπορτάζ για τη συγκεκριμένη γενιά -και καλά κάναμε και τα είχαμε- όμως δεν μπορώ με τίποτα να φανταστώ πώς θα αντιδρούσαν οι ίδιοι άνθρωποι αν έβρισκαν μπροστά τους τις σημερινές συνθήκες.
Να βλέπουν δηλαδή αφεντικά επιχειρήσεων στα νησιά, για παράδειγμα, να τους βρίζουν επειδή «είναι τεμπέληδες» και δεν πάνε να δουλέψουν επταήμερο, 12ωρο στον καύσωνα και να μείνουν σε ένα κοντέινερ. Να έχουν ένα αφεντικό που τους δίνει το δώρο των Χριστουγέννων για να φαίνεται τυπικός, αλλά τους απειλεί για να το επιστρέψουν – που τους στέλνει στο νοσοκομείο λιπόθυμους, αν διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα και πάει λέγοντας.
Παράλληλα, οι σημερινοί νέοι έχουν να αντιμετωπίσουν και το gentrification μιας ολόκληρης χώρας. Την έλευση του Airbnb που έφερε -μαζί με κάποιες ακόμη συγκυρίες- την εκτόξευση των ενοικίων. Tο 2007 μπορούσες τουλάχιστον να νοικιάσεις ένα μικρό σπίτι με 250 και 300 ευρώ. Επίσης μην ξεχνάμε και τα «εξτραδάκια», όπως το αστείο με τους λογαριασμούς ρεύματος.
Παράλληλα, ο πληθωρισμός καλπάζει, το σουβλάκι που κάποτε τάιζε τον φοιτητή, μετατρέπεται σε είδος πολυτελείας και οι μισθοί είναι πιο ακίνητοι και από τον Παρθενώνα.
Πληρώνουμε τη βενζίνη πιο ακριβά από όλη την Ευρώπη και έχουμε μια κυβέρνηση που φαίνεται να μην έχει καμία επαφή με το περιβάλλον, με ανθρώπους όπως ο Θόδωρος Σκυλακάκης -αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών- να λέει ότι «οι φτωχοί δεν οδηγούν αυτοκίνητα».
Ωστόσο, κάποιος θα πρέπει να τον ενημερώσει ότι υπάρχουν οικονομικά αυτοκίνητα και μηχανάκια. Αυτά δεν λειτουργούν με δάκρυα, βενζίνη παίρνουν.
Είμαστε μια χώρα που δείχνει να λειτουργεί ως fun park της Ευρώπης. Ανοίγουμε τον Μάιο και κλείνουμε τον Οκτώβριο – «βόλεψε» και ο κορονοϊός σε αυτό.
Όσα μας τρόμαζαν το 2007 φαίνονται παιχνιδάκι μπροστά σε αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα του 2022. Μέσα σε αυτά τα 15 χρόνια έχουν έρθει «σωτήρες» που θα έβαζαν ένα τέλος σε αυτή την κατρακύλα, πρόδωσαν την εμπιστοσύνη μας και έδωσαν τη θέση τους σε άλλους, χειρότερους «σωτήρες».
Μια ολόκληρη γενιά μεγαλώνει βλέποντας μπροστά της έναν απροσπέλαστο τοίχο και χλευάζεται από πολιτικούς αρχηγούς με το αφήγημα ότι «αν είσαι από το Περιστέρι θα γίνεις ψυκτικός». Κανείς δεν έχει δώσει λύσεις, αλλά το χειρότερο είναι ότι της απαγόρευσαν, εσκεμμένα ίσως, να ονειρεύεται κάτι παραπάνω από το να γίνει το «γκαρσόνι της Ευρώπης».
Το πιο τρομακτικό όλων, όμως, είναι ότι από τη «γενιά των 700», έχουμε φτάσει στη «γενιά του ενοικίου». Όπως διαβάζουμε σε σχετικό δημοσίευμα της Αυγής:
«Στην πρόσφατη έρευνα της Prorata για το Tvxs, οι δύο στους τρεις ερωτηθέντες (ποσοστό 68%) προεξοφλούν αύξηση των ενοικίων μέσα στον επόμενο χρόνο. Τη δυσμενή θέση της νέας γενιάς αναδεικνύει μια άλλη ερώτηση: στις ηλικίες 18-34, μόνο το 4% όσων ερωτήθηκαν μένουν σε σπίτι που αγόρασαν, ενώ το 52% μένει δωρεάν στο σπίτι της οικογένειας. Το ανάλογο ποσοστό ανεβαίνει στις ηλικίες 35-54 στο 29%, πολύ μικρότερο από το 58% για τις ηλικίες 54+».
Ακόμη και το ανθρώπινο δικαίωμα στη στέγη βρίσκεται σε κίνδυνο. Ένα ζήτημα ζωής και θανάτου. Κυριολεκτικά. Αν η κυβέρνηση -όποια και αν είναι αυτή- συνεχίσει να σφυρίζει αδιάφορα στο εν λόγω πρόβλημα, θα φτάσουμε να μιλάμε για την «Άστεγη Γενιά».
Έχουμε φτάσει στο σημείο να αναπολούμε το 2007. Τουλάχιστον, τότε μπορούσες να επιβιώσεις με 700 ευρώ. Σήμερα, με τον κατώτατο μισθό στα 713 ευρώ δεν μπορείς να πας ούτε μέχρι το περίπτερο. Πόσω μάλλον να νοικιάσεις ένα σπίτι ή να κάνεις οικογένεια.
Τελικά δεν ζούμε τον μύθο μας στην Ελλάδα, αλλά μια τραγωδία.
Ακολουθήστε τον Αντώνη Κωνσταντάρα στο Ιnstagram.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
«Ήμουν 35 Χρόνια Εθισμένος στην Πρέζα» – Από την Απεξάρτηση στην Εργασιακή Επανένταξη
Πολύχρωμες Φωτογραφίες από το Φετινό Athens Pride
Η Μέρα που Έσπασα τα Νεύρα στην Εισπρακτική που με Πήρε Τηλέφωνο