Ανθή Γουρουντή: Η παράστασή μας είναι ένα μουσικό παραμύθι, μια λαϊκή όπερα για τους αόρατους ανθρώπους που η ζωή τους δεν χώρεσε στην εποχή τους, με αφορμή τη ζωή του μυθικού σμυρνιού τραγουδιστή Κώστα Νούρου. Στηρίζεται στους ανθρώπους τους «φέροντας τη μνήμη» και στην προκειμένη περίπτωση το 40μελές πειραϊκό φωνητικό σύνολο Libro Coro. Ο Νούρος σε ώριμη ηλικία ερμηνεύεται από τον Τσιμάρα Τζανάτο, σε νεαρή από τον Λευτέρη Παπακώστα και ως παιδί από τον μικρό Κωνσταντίνο, η μητέρα ερμηνεύεται από τη Μικαέλα Δανά, η κόρη από τη σοπράνο Χριστίνα Ασημακοπούλου.
Η επιλογή των χώρων σε διάφορες ταβέρνες του Πειραιά, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Πώς έγινε;Διαβάστε ακόμη: Φόνοι, Ναρκωτικά, Γυναίκες: Οι Έλληνες Ρεμπέτες Ήταν Πολύ Σκληροί για να Πεθάνουν
Ο Πειραιάς πάντα φημιζόταν για τα ταβερνάκια του. Το ρεμπέτικο τραγούδι σε τέτοιους χώρους επικοινωνήθηκε με το ευρύτερο κοινό του. Στην περίπτωσή μας, μια παράσταση γύρω από την πίκρα, τη νοσταλγία, τη μοίρα, την ανθρώπινη προσμονή, τον πόνο, την αγάπη, μια διακριτική συγγένεια με τις παρουσιάσεις των φάντο στη Λισσαβόνα γεννήθηκε στο μυαλό μου. Έτσι, επέλεξα τρεις χώρους με τα παρακάτω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και βέβαια με έξτρα κριτήριο το καλό φαγητό και κρασί. Η ταβέρνα Ρεβαΐζι βρίσκεται στην κυριολεξία στο λιμάνι, πίσω από τον ναό του Αγίου Διονυσίου και είναι ενταγμένη κτιριακά σε ένα πρώιμο οικοδομικό σχεδιασμό προσφυγικών κατοικιών. Στο σημείο αυτό βρίσκονται οι γραμμές του παλιού πειραιώτικου τραμ, με τα προσφυγικά κτίρια και τα μηχανουργεία να σχηματίζουν ιδιόμορφες όχθες πειραϊκής ιστορίας. Ο Ρούκουνας είναι μια ιστορική παραδοσιακή χασαποταβέρνα με μουσική, κοντά στη μάντρα του νεκροταφείου της Ανάστασης. Μπρούτο, καθαρό λαϊκό σκηνικό χωρίς εξωραϊσμούς, αυθεντικός χώρος που φτάνει στις μέρες μας με δύναμη από το παρελθόν. Ο Αναγνωστάκης, ο Καζαντζίδης, η Ρίτα Σακελλαρίου και πολλοί άλλοι έχουν περάσει από το πάλκο του μαγαζιού το οποίο λειτουργούσε και ως ιδιότυπο χρηματιστήριο αξιών στην πιάτσα των λαϊκών καλλιτεχνών. Ο Μπαρμπαδήμος, στον Κορυδαλλό, στεγάζεται σε ένα προπολεμικό κτίριο με αρτ ντεκό στοιχεία, εξαιρετικά προσεγμένο, το οποίο φέρνει στη μνήμη τα παραθαλάσσια ζυθεστιατόρια της πόλης και σε εμένα συγκεκριμένα το εστιατόριο που διατηρούσε ο παππούς μου στην Πειραϊκή, στο Μπαϊκούτσι, προπολεμικά.
Δίπλα στην κιθαρίστρια, η Ανθή Γουρουντή
Ο Νούρος γεννιέται στη Σμύρνη το 1892. Θα μεγαλώσει ορφανός. Μια ιδιαίτερη επίσκεψη στο Άγιο Όρος θα αλλάξει την πορεία του. Θα γίνει γνωστός ως το αηδόνι της Σμύρνης για τους αμανέδες του. Θα παντρευτεί δυο φορές με αντίστοιχη διπλή απώλεια συζύγων και παιδιών. Θα φυγαδευτεί δις στην παλιά Ελλάδα και θα γνωρίσει ημέρες απίστευτης δόξας τραγουδώντας σμυρναίικα και ρεμπέτικα. Θα κάνει μια εξαιρετική παρουσία στη δισκογραφία. Στη διάρκεια του πολέμου θα τραγουδά για τον Ελληνικό Στρατό στη Μέση Ανατολή. Θα επιστρέψει μετά τη λήξη του στην Ελλάδα, εκτός εποχής πάντα, θα τραγουδήσει σε γάμους και κοινωνικές εκδηλώσεις θαμπός και θα σβήσει το 1972 στην Κοκκινιά πικραμένος και αλύτρωτος.
Ειδικά εκείνη την περίοδο και στον κύκλο του ρεμπέτικου φαίνεται σαν να σπάει το στερεότυπο ο Νούρος. Τι μαθαίνουμε και πώς για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του Νούρου;«Τον θυμάμαι. Έμενε απέναντί μας και η μάνα μου έλεγε πως ήτανε "ντιντής"»
Ψίθυροι, ψίθυροι, ψίθυροι. «Ανθή», μου λέει ο κύριος Ναπολέων, συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ακόμη κάτοικος στην οδό Γρεβενών, «τον θυμάμαι. Έμενε απέναντί μας και η μάνα μου έλεγε πως ήτανε "ντιντής". Μας έσκιζε τις μπάλες όταν έπεφταν στην αυλή του». Αυτή τη λέξη θα χρησιμοποιήσει και η Νατάσα από τη χορωδία, όταν της αναφέρω την ιδέα μου για τον Νούρο: «Τον άκουγε πολύ ο πατέρας μου, τον αγαπούσε, αλλά μου έλεγε πως ήταν όμως "ντιντής"». Ιδιαίτερη φράση το «ντιντής» - ούτε «γυναικωτός» ούτε «πούστης», λέξεις εύκολες στη λαϊκή φιλολογία. Σαν το λαϊκό αίσθημα του κόσμου κάτι να καταλάβαινε παραπάνω, να τον προστάτευε από αγριότητες, σαν να του συγχωρούσε το «παράξενο» για την εποχή ή ακόμα σαν αυτός ο άνθρωπος να διατύπωνε την καθημερινότητα του βίου του με τέτοια αξιοπρέπεια και ένταση χαρακτήρα που η κοινότητα το «παράξενό» του το περνούσε σε ένα δεύτερο επίπεδο. Η Αγγέλα Παπάζογλου θα πει για αυτόν, «ήταν παλληκάρι και καλό παιδί, παρά το ελάττωμά του», στην ανθολογία του Τάσου Σχορέλη. Το τραγούδι «Ούζο» θεωρείται από πολλούς μελετητές του ρεμπέτικου αυτοβιογραφικό. Η παρουσία συγκατοίκου στο σπιτάκι του Νούρου της οδού Γρεβενών θα επικυρωθεί από το επίσημο διαμονητήριο της Αστυνομίας.
Στο έργο ο Νούρος εμφανίζεται ως «πάσχων άνθρωπος» σε μια αέναη μοιραία αναμέτρηση με τα μεγάλα δώρα της ζωής και τις ματαιώσεις του θανάτου. Ο Νούρος στερείται τη γυναίκα. Στερείται τη μάνα –είναι ορφανός- τη σύζυγο –είναι δυο φορές χήρος- την κόρη, την πατρίδα –είναι πρόσφυγας- τη φήμη. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, στερείται την αγάπη. Το έργο μας είναι ένα παυσίλυπο παραμύθι για τον κάθε ένα από εμάς που συνθλίβεται μέσα σε ταξικές κοινωνικές κατασκευές. Δεν θα σας πω πώς θίγεται στο έργο το συγκεκριμένο ζήτημα -ελάτε να μας δείτε-, όμως θα σας περιγράψω πως καταλήγει με μια διατύπωση ενός άλλου «πιστεύω» προς τον άνθρωπο και την παγκόσμια οικογένεια, βασισμένο στην αγάπη και την απαλλαγή από κάθε μορφής καταναγκασμό. Πρόκειται για μια μυθολογία που ξετυλίγεται γύρω από τη φωνή και τη ζωή του Κώστα Νούρου, πατριάρχη της τέχνης του αμανέ και του φωνητικού αυτοσχεδιασμού κατά τα βυζαντινά πρότυπα. Ο Κώστας Νούρος, στη δική μας ιστορία, αναδιπλώνεται μοναχικός, έμπλεος συναισθημάτων και ξεδιπλώνοντας τα φύλλα της καρδιάς του μας οδηγεί σε μία συγκλονιστική λυτρωτική Νέκυια.
Δείτε ακόμη: Η Βιομηχανία της Ραπ στην Ελλάδα - Hawk και Smuggler

Ποια από τα τραγούδια του Νούρου προτείνετε να ακούσουμε, για να κατανοήσουμε τη μουσική του;
Το «Ούζο», το «Αν ήξευρες τον πόνο μου» και τη «Δολοφόνισσα».
Το πειραϊκό θεατρικό κοινό αντικατοπτρίζει την ιδιομορφία που παρουσιάζει και η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Κοινό ιδιαίτερα απαιτητικό και συνάμα επιφυλακτικό. Ο Πειραιάς ως πόλη-λιμάνι, από την άλλη, αποτελεί ένα εξαιρετικό δραματουργικά σκηνικό με έντονη σύγχρονη ιστορία και ένδοξη αρχαία, επίσης. Του άξιζε λοιπόν κάτι τέτοιο και με το παραπάνω. Παρά το ότι οι Πειραιώτες αγαπάμε με πάθος την πόλη μας, καλλιτεχνικά, δεν μπορούσε κανείς να πει ότι το εισέπραττε αυτό πάντα και εύκολα. Για χρόνια στο περιθώριο της καλλιτεχνικής παραγωγής της πρωτεύουσας, τίποτα δεν ήταν γεγονός, αν δεν είχε πρώτα καταξιωθεί στην Αθήνα. Παρά το σφρίγος και την πρωτοπορία των επί μέρους ομάδων τέχνης της πόλης, η επιτυχία μια παράστασης είχε να κάνει με την αντίστοιχη αποδοχή της στην πρωτεύουσα. Εμείς σάρκα από τη σάρκα της πόλης μας συστήνουμε στους αθηναίους τη δουλειά μας και έχουμε συμπαραστάτες το λαϊκό αυθεντικό κοινό της πόλης μας, το οποίο πάντα υπηρετήσαμε με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και επαγγελματισμό. Τύχη αγαθή να βρισκόμαστε σε δυο εξαιρετικές συγκυρίες: την επαναλειτουργία με επιτυχία του Δημοτικού Θεάτρου της πόλης και την αναγέννηση της ιστορικής -αλλά για χρόνια παροπλισμένης- Ανωτέρας Δραματικής σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου, που παράλληλα με την άνθηση σχολών χορού, μουσικής και αντίστοιχων δημόσιων μουσικών και καλλιτεχνικών σχολείων, σηματοδοτούν μια επανεκκίνηση των καλλιτεχνικών πραγμάτων στον Πειραιά. Ναι, πιστεύω, σχεδόν το νοιώθω, ότι η «αλήθεια των πραγμάτων» έχει δρομολογήσει ήδη μια αμφίδρομη σχέση αποδοχής ανάμεσα στο πειραϊκό κοινό και την παράστασή μας… και όχι μόνο.
ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ:
Σάββατο 10 Ιουνίου | Ρεβαΐζι, Θερμοπυλών 28, Πειραιάς
Κυριακή 11 Ιουνίου | Ρεβαΐζι, Θερμοπυλών 28, Πειραιάς
Πέμπτη 15 Ιουνίου | Ρούκουνας, Ελ. Βενιζέλου 166, Κερατσίνι
Παρασκευή 16 Ιουνίου | Ρούκουνας, Ελ. Βενιζέλου 166, Κερατσίνι
Σάββατο 17 Ιουνίου | Ρούκουνας, Ελ. Βενιζέλου 166, Κερατσίνι
Δευτέρα 19 Ιουνίου | Μπαρμπαδήμος, Αγ. Γεωργίου 76, Κορυδαλλός
Περισσότερα από το VICEΤσιτσάνης στο Παρίσι - Οι Έλληνες Ρεμπέτες που Μετανάστευσαν στην ΕυρώπηΟι Πολυσυντροφικοί Απαντούν στον Νόμο Περί Διευκόλυνσης Ακολασίας και Όσα Έγιναν στο Swingers Club στον ΠειραιάΗ Ιστορία του Μάρκου Καραμπέρη, της πιο Αντιπροσωπευτικής Φιγούρας στη Σαλονικιώτικη Νύχτα των 80'sΓια την παρακολούθηση της παράστασης απαιτείται κράτηση θέσεων.
Τιμή εισιτήριου: 22 ευρώ με φαγητό και ποτό, 5 ευρώ στα ταμεία του Φεστιβάλ και 17 στην ταβέρνα.
Ρεβαΐζι: 210 40 80 017
Μπαρμπαδήμος: 210 49 52 000
Ρούκουνας: 210 46 33 264