Φωτογραφία: Flickr: Hash Milhan
Δεν θυμάμαι πότε είχα ακούσει πρώτη φορά τον όρο «αυτοέκδοση» (self-publishing), ωστόσο μου είχε κινήσει το ενδιαφέρον, καθώς φάνταζε ως μία «θαυμάσια επιλογή» για επίδοξους συγγραφείς οι οποίοι στην ουσία ήθελαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στη συγκεκριμένη «αρένα».
Videos by VICE
Το θέμα υπέπεσε ξανά στην προσοχή μου σχετικά πρόσφατα, όταν διάβασα ότι ο βετεράνος Βρετανός ηθοποιός Στίβεν Μπέρκοφ (αρκετά γνωστός σε ρόλους «κακού» – ενδεχομένως να τον θυμάστε από τους «Βοργίες», το «Ράμπο 2» και το «Octopussy») έκανε το ντεμπούτο του ως συγγραφέας μέσω της αυτοέκδοσης, καθώς δεν έβρισκε κάποιον οίκο πρόθυμο να εκδώσει τα βιβλία του.
Τι εστί αυτοέκδοση: ο δημιουργός απευθύνεται σε κάποιον εκδοτικό οίκο ο οποίος ειδικεύεται στο συγκεκριμένο αντικείμενο και χρηματοδοτεί εξολοκλήρου τα έξοδα παραγωγής του βιβλίου. Από εκεί και πέρα, το «παιχνίδι» είναι δικό του, καθώς καρπώνεται ο ίδιος τα κέρδη από τις πωλήσεις.
Για το θέμα της αυτοέκδοσης μίλησα με τον γνωστό Έλληνα πεζογράφο, Χρήστο Χωμενίδη, ο οποίος επεσήμανε ότι η επιλογή αυτή υπήρχε πάντα για βιβλία, τα οποία απέρριπταν οι εκδοτικοί οίκοι. Ωστόσο, επισημαίνει ότι ο εκδοτικός οίκος δεν είναι απλά «τυπογράφος συν διανομέας».
«Ο εκδότης είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει τη γενική επιμέλεια του βιβλίου, που σου παρέχει τους διορθωτές, και άμα δεν είσαι πνιγμένος στο “εγώ” σου, καλό είναι να έχεις και επιμελητή, για να έχεις μια δεύτερη γνώμη για αυτό που έχεις γράψει πριν εκδοθεί. Ουαί και αλίμονο αν ένας συγγραφέας καταγινότανε με όλες αυτές τις δουλειές, οι οποίες είναι μεν συμπληρωματικές του δικού του έργου, αλλά προϋποθέτουν μια άλλη γνώση και απαιτούν πάρα πολύ χρόνο και κόπο».
Φωτογραφία: Flickr: Moyan Brenn
Αν και ο Χωμενίδης θεωρεί ότι η αυτοέκδοση βάζει τον συγγραφέα σε περισσότερους μπελάδες από όσους τον γλιτώνει, δεν δηλώνει «εναντίον», καθώς εκτιμά ότι «δεν είναι κακό» – ενώ παράλληλα καυτηριάζει την τάση που υπάρχει στην Ελλάδα να χωριζόμαστε οπωσδήποτε σε «υποστηρικτές» και «πολεμίους» του κάθε φαινομένου.
Η κρίση «έκλεισε την πόρτα» σε πολλούς επίδοξους συγγραφείς
Ο Μηνάς Παπαγεωργίου το έχει δοκιμάσει ο ίδιος, εκδίδοντας μέσω αυτοέκδοσης το 2011 το βιβλίο «Δούρειος Ίππος: Ένας άλλος τρόπος να διαβάζεις την επικαιρότητα», σε συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο iWrite, που ειδικεύεται στο αντικείμενο. Ο Μηνάς δηλώνει ικανοποιημένος από την όλη εμπειρία – μάλιστα, έχει ξεκινήσει συνεργασία με τον οίκο, ως σύμβουλος έκδοσης για την Αττική.
Για τον ίδιο πρόκειται για μια «διέξοδο δημιουργικότητας» όσον αφορά σε νέους συγγραφείς. Όπως μας εξηγεί, εν μέσω σκηνικού οικονομικής κρίσης, οι ρυθμοί κυκλοφορίας νέων έργων μειώθηκαν δραματικά από τους εγχώριους οίκους.
Φωτογραφία: Flickr: Abhi Sharma
«Το γεγονός αυτό έκλεισε ουσιαστικά την πόρτα σε εκατοντάδες συμπατριώτες μας που επιθυμούσαν να παρουσιάσουν στο ελληνικό κοινό τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και την έρευνά τους. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον βρήκε τα τελευταία χρόνια την ευκαιρία να ανθίσει και στην Ελλάδα η αυτοέκδοση, μέσω της οποίας το έργο του συγγραφέα καταλήγει με έναν περισσότερο άμεσο τρόπο στα χέρια του αναγνώστη».
Από προσωπική εμπειρία, ο Μηνάς εκτιμά ότι η αυτοέκδοση ευνοεί τους συγγραφείς οι οποίοι είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν και εκείνοι στην επιτυχία του έργου τους: «Αν π.χ ανήκετε στην κατηγορία των ανθρώπων που επιθυμούν να εκδώσουν ένα έργο και στη συνέχεια να αποσυρθούν από κάθε προσπάθεια προώθησης και ανάδειξής του, είναι καλύτερο να ασχοληθείτε με τις συμβατικές μεθόδους έκδοσης. Ακολουθώντας την οδό της αυτοέκδοσης, δεδομένη επιτυχία θα έχει ο συγγραφέας που διαθέτει “κύκλους” γνωριμιών». Ωστόσο, όπως σημειώνει, αυτό δεν σημαίνει ότι και τα αυτοεκδιδόμενα βιβλία των πιο… μοναχικών ανθρώπων δεν έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν επιτυχία.
«Μπορεί να δουλέψει, αρκεί κανείς να είναι καλύτερος επιχειρηματίας απ’ό,τι συγγραφέας»
Τον Μάριο Κουτσούκο τον είχα γνωρίσει μέσω Facebook, και έκτοτε, κατά καιρούς, τα λέμε. Ένας από τους λίγους συγγραφείς fantasy και ιστορικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, έχει γράψει βιβλία τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά («Η Πύλη», «Ηλιοβασίλεμα στην Ατλαντίδα», «Apolysis» κ.α.). Από το ιδιαίτερο καταφύγιό του στην Ηλεία (όπου, πέρα από τη συγγραφή, επιδίδεται και στην κατασκευή πανοπλιών για «σκοπούς reenactment, πειραματικής αρχαιολογίας και ζωντανής ιστορίας»- αλλά αυτό είναι μια ιστορία για άλλη φορά), έχει άποψη και την εκφράζει: «Πάντα ήμουν της άποψης ότι για το χόμπι σου πληρώνεις, αλλά για την δουλειά σου πληρώνεσαι». Όπως αναφέρει, δεν έχει πληρώσει ποτέ ούτε ένα σεντ σε εκδότη, «τουλάχιστον με την συγγραφική μου ιδιότητα, γιατί με την βιβλιοφαγική ιδιότητα είναι άλλου παπά ευαγγέλιο».
Φωτογραφία: Flickr: Alexandre Dulaunoy
Η αυτοέκδοση, κατά τον Μάριο, έχει δύο όψεις: την επιχειρηματική και το «vanity publishing»: «Στην πρώτη περίπτωση, ο συγγραφέας ‘επενδύει’ στην δουλειά του ένα άλφα κεφάλαιο, όπως θα έκανε με την οποιαδήποτε επιχειρηματική κίνηση, και ελπίζει να κάνει απόσβεση. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει δημόσιες σχέσεις, κοινωνική δικτύωση, προώθηση, τραπεζώματα και κοινωνικά ευχάριστα χάχανα : γενικότερα όλες αυτές τις αρετές που κάνουν έναν άνθρωπο προσφιλή και πλούσιο αλλά ούτε για πλάκα δεν χαρακτηρίζουν τον συγγραφέα. Εκτός κι αν μιλάμε για τον Τσαρλς Ντίκενς.Η άλλη περίπτωση, του vanity publishing του λεγόμενου, έχει να κάνει με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ατόμων που λιγουρεύονται τον τίτλο ‘συγγραφέας’ και κυρίως θα ήθελαν να έχουν ένα όμορφο χάρτινο αντικείμενο με το όνομά τους τυπωμένο επάνω: είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν γι’ αυτό ώστε όλοι τους οι φίλοι να τους πουν ‘μπράβο’ και αυτό το δυσνόητο, πλην λίαν ποιητικό, ‘καλοτάξιδο’ και να νιώσουν βρε αδερφέ ‘άνθρωποι του πνεύματος’. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό σε αυτό: άλλοι φαντασιώνονται τον εαυτό τους οδηγό της φόρμουλα ένα μαρσάροντας με το Φιατάκι τους στα στενά της γειτονιάς, άλλοι τρέφουν ευγενέστερες, λογοτεχνικές φαντασιώσεις ιδίου τύπου. Προσωπικά, προτιμώ την δεύτερη κατηγορία ατόμων».
Ο Μάριος δέχεται ότι μέσω της αυτοέκδοσης δίνεται διέξοδος σε φωνές που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν βγει στην αγορά να μπουν στα ράφια και να γίνουν προσβάσιμες στο κοινό. Ωστόσο, ο ίδιος επιμένει στην παραδοσιακή σχέση εκδότη-συγγραφέα, «όπου ο δημιουργός δεν ανοίγει το πορτοφόλι του παρά να βάλει μέσα τα όποια, έστω και πενιχρά, έσοδα από δικαιώματα. Γιατί; Γιατί για μια αξιοπρέπεια ζούμε και όταν ένα έργο σου έχει την στάμπα κάποιου επιχειρηματία επάνω, είναι σαν να λέει “ο κύριος τάδε το θεώρησε αρκετά καλό. Εσύ;”. Είναι ο δρόμος του τζέντλεμαν».
Φωτογραφία: Flickr: Chilli Head
Κλείνοντας, ο Μάριος συνοψίζει ότι «η αυτοέκδοση μπορεί να δουλέψει, αρκεί κανείς να είναι καλύτερος επιχειρηματίας απ’ ό,τι συγγραφέας». Όσον αφορά στις δικές του επιχειρηματικές ικανότητες πάντως, τις παρομοιάζει με αυτές ενός «λαμπραντόρ που πουλάει λουκάνικα».
«Όποιος αξίζει πραγματικά, δεν χάνεται»
Η Ευλαμπία Τσιρέλη («Ο Θάνατος στην Κελτική Μυθολογία και Παράδοση», «Το Ιερό Δένδρο: Οι μύθοι και οι συμβολισμοί του»), δεν έχει προσωπική εμπειρία πάνω στην αυτοέκδοση, καθώς τα βιβλία της έχουν προκύψει μετά από πρόταση εκδοτών. Όσον αφορά στο θέμα, δηλώνει διχασμένη: «Από τη μία όντως έχει χαθεί το νόημα του να είναι κανείς συγγραφέας. Στην ουσία όποιος έχει χρήματα, μπορεί να εκδώσει ένα βιβλίο. Καλό, κακό, αν υπάρχουν χρήματα, θα μπει στα ράφια των βιβλιοπωλείων και μάλιστα θα προωθηθεί αρκετά. Από την άλλη, με την αυτοέκδοση έχει μειωθεί λίγο το μονοπώλιο των μεγάλων εκδοτικών που εκδίδουν πολύ επιλεκτικά. Ίσως να είναι ένα βήμα για να βγουν στο φως κάποιοι συγγραφείς που είναι καλοί, αλλά όχι εμπορικοί για τους μεγάλους εκδοτικούς. Στους νέους συγγραφείς θα πω να γράφουν και να στέλνουν τα γραπτά τους σε εκδοτικούς, αφού πρώτα εξετάσουν εξονυχιστικά το ποιόν τους. Υπάρχουν πολλοί εκμεταλλευτές εκεί έξω». Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι υπάρχουν αξιόλογοι εκδοτικοί οίκοι, ειδικευμένοι στην αυτοέκδοση, που βοηθούν πραγματικά τον συγγραφέα, αλλά «μετρούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού».
Φωτογραφία: Flickr: Jukka Zitting
Γενικά τα πράγματα είναι λίγο περίπλοκα και θέλει πολλή προσοχή, τονίζει. «Η γενική συμβουλή μου είναι ότι όποιος αξίζει πραγματικά, δεν χάνεται και κάποια στιγμή θα εκδοθεί όπως του αξίζει» καταλήγει.
«Αν χρησιμοποιηθεί σωστά μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευκαιρία»
Μιλώντας εκ προσωπικής πείρας, καθώς έχει εκδώσει με αυτό τον τρόπο την ποιητική συλλογή «Άμμος στις άκρες των ματιών», η Αναστασία Μανώλη θεωρεί ότι η αυτοέκδοση είναι ένα μέσο που αν χρησιμοποιηθεί σωστά μπορεί να χαρακτηριστεί ως ευκαιρία.
«H αυτοέκδοση θεωρώ πως είναι ένα πολύ ισχυρό εργαλείο στα χέρια του συγγραφέα, μιας και του δίνεται η δυνατότητα να δει το έργο του να παίρνει την τελική του μορφή χωρίς να υπάρχει η δέσμευση της εμπορικότητας του έργου και κατά συνέπεια των πωλήσεων που θα κάνει το βιβλίο. Προσωπικά, το ότι επέλεξα την αυτοέκδοση χωρίς να απευθυνθώ σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους, ήταν συνειδητή επιλογή και για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα σαν και εμένα την θεώρησα ως την καλύτερη οδό για το ταξίδι του βιβλίου μου».
Όσον αφορά στο αν δηλώνει ικανοποιημένη, αναφέρει ότι «είναι μια δύσκολη λέξη για εμένα, μιας και πάντα πίστευα και πιστεύω πως τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα».
«Το βιβλίο βγήκε και ήταν πολύ κοντά στις προσδοκίες μου, κάτι που πιθανόν δεν θα ήταν εφικτό εάν δεν είχα επιλέξει την αυτοέκδοση. Αυτό γιατί με την αυτοέκδοση έχεις την δυνατότητα να στήσεις το βιβλίο σου όπως εσύ θεωρείς πως του αρμόζει , να το ντύσεις με το κατάλληλο εξώφυλλο, να επιλέξεις το χαρτί που θα χρησιμοποιηθεί, μέχρι και το μέγεθος του βιβλίου είναι καθαρά δική σου επιλογή. Το ίδιο ισχύει και με την μετέπειτα πορεία του».
Όσον αφορά στις προϋποθέσεις επιτυχίας, η Αναστασία αναφέρει ότι εξαρτάται από το πώς ορίζει κάποιος ένα βιβλίο επιτυχημένο. «Για εμένα, στην φάση που βρίσκομαι, επιτυχία είναι η έκδοση του βιβλίου και μόνο. Η προϋπόθεση για αυτό είναι η θέρμη που έχεις με αυτά που καταπιάνεσαι . Σίγουρα με ευχαριστεί που κατάφερε να ξεπουλήσει και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είχα ανθρώπους που με στηρίζουν».
Τελικά ενδείκνυται η αυτοέκδοση για νέους συγγραφείς ή πρόκειται απλά για μια ευκαιρία να κάνει κάποιος «το κομμάτι του»; Η γενική αντίληψη φαίνεται να είναι ότι για να αποτελέσει όντως μία «λειτουργική» διέξοδο, ο συγγραφέας οφείλει να το κυνηγήσει πολύ και ο ίδιος, προωθώντας το βιβλίο του και βοηθώντας όσο μπορεί την πορεία του – καθόλου παράλογο, εφόσον στην ουσία είναι ο ίδιος που έχει «επενδύσει» σε αυτό. Ωστόσο, ακόμα και αν κάποιος το κάνει απλά και μόνο για «το κομμάτι» του, ο Χρήστος Χωμενίδης θέτει το εξής αφοπλιστικό ερώτημα: «κακό είναι αυτό;».