Οι βαριές σιδερένιες πόρτες δημιουργούσαν έναν ήχο αποκρουστικό. Ο χρόνος ήταν για εκείνον ένα κλείδωμα και ένα ξεκλείδωμα του κελιού. Κάπως έτσι τον μετρούσε και αναμετριόταν μαζί του. Επιβίωνε ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους, σε ένα μικροσκοπικό κουτί δύο επί τρία. Εκεί δεν του στερούσαν μόνο την ελευθερία του, του στερούσαν πολλά περισσότερα. Προσπαθούσαν να καταστείλουν υπάρξεις και ιδέες, να καταπατήσουν κάθε ίχνος δημιουργικότητας, να επιβληθούν. Όταν είσαι άνθρωπος ελεύθερος, δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι κάποια στιγμή είσαι εν δυνάμει κρατούμενος, έγραφε ο Τσέχοφ στον θάλαμο αριθμό 6. Στο σημείο μηδέν, μέσα στη σιωπή της φυλακής, κάπου χαμένος ανάμεσα στις σκοτεινές πτέρυγες και τους δαιδαλώδεις διαδρόμους, περιτριγυρισμένος από ατελείωτα κάγκελα, κατακλύστηκε από συναισθήματα πρωτόγνωρα. Φόβος, άγχος και ένα αίσθημα επιβίωσης και αυτοσυντήρησης. «Είναι ένας μικρόκοσμος της κοινωνίας, όμως όταν είσαι έγκλειστος, όλα τα ζεις πιο έντονα». Έτσι μου είπε όταν ξεκίνησε να μιλάει για τη φυλακή, για το μέρος που έζησε 1.460 ημέρες. Κάθε μία από αυτές, σχεδόν ανούσια και απαράλλακτη για τους περισσότερους. Μέρες αδιάφορες και γκρίζες, σαν τους τόνους τσιμέντου που τους περιορίζουν. Έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του, ότι θα βγει αλώβητος από εκεί. Σήμερα, που γυρνά και κοιτά πίσω με βλέμμα ευθύ, θεωρεί πως τα έχει καταφέρει.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Τον Νίκο Σ., τον συνάντησα ένα πρωινό στο Χαλάνδρι. Μου μίλησε ανοιχτά, λες και με γνώριζε χρόνια. Με λόγο χειμαρρώδη και κάπως ποιητικό, αναφέρθηκε στην καταδίκη του, τον εγκλεισμό του στον Κορυδαλλό, τις στιγμές στο κελί, τις σκέψεις, τις φοβίες, τις συνθήκες διαβίωσης αλλά και για την τέχνη, που τον τράβηξε από τον δικό του πάτο και τον έκανε να βγει ξανά στην επιφάνεια και να κάνει θρύψαλα τις ρουτινιασμένες μέρες.Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον καταπίεσης. Ήταν παιδί της Χούντας, αφού τον βρήκε όταν πήγαινε στο σχολείο. Δεν είχε ζήσει την απόλυτη έννοια της ελευθερίας, όμως πάντοτε μέσα του «λίμναζε» ένα αντιδραστικό στοιχείο. Έζησε τη μεταπολίτευση, η πληροφορία ήταν έντονη, η πολιτικοποίηση στα πανεπιστήμια επίσης. Στο φροντιστήριο που πήγαινε, απέναντι ακριβώς από το Πολυτεχνείο, έβλεπε κομμένες σελίδες από τετράδια, που έγραφαν «Παπαδόσκυλε θα πεθάνεις», μοίραζε προκηρύξεις, ήταν στους δρόμους. Άκουγε Θεοδωράκη και αυτό τότε ήταν επαναστατική πράξη που εμπεριείχε φόβο, αλλά παράλληλα τον εξίταρε.Ήθελε να γίνει καλλιτέχνης και να σπουδάσει στη Γαλλία, όμως οι αντιρρήσεις του πατέρα του τον κράτησαν πίσω. Τελικά σπούδασε Βιομηχανική Διοίκηση στο Πανεπιστήμιο Πειραιά. Όταν ήταν στον στρατό, συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό που έκανε τότε η τράπεζα, αποφάσισε να δώσει, πέρασε και ξεκίνησε να εργάζεται εκεί. Σιγά-σιγά άρχισε να εξελίσσεται και να διαχειρίζεται αρκετά κεφάλαια και είχε την εξουσιοδότηση να χειρίζεται και λογαριασμούς πελατών εξ' ονόματός τους. Αυτό άνοιξε μία κερκόπορτα, ώσπου κάποια στιγμή, τον κατηγόρησαν για υπεξαίρεση, απιστία προς την τράπεζα και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Πέρασε από ανακριτή, του έβαλε εγγύηση 50.000 ευρώ, που όμως δεν είχε δυνατότητα να πληρώσει. Βγήκε ένταλμα εις βάρος του. Ένα πρωινό Απριλίου του 2015, το περιπολικό σταμάτησε έξω από το σπίτι του και τον συνόδευσαν στον Κορυδαλλό. Πρωτόδικη ποινή: ισόβια συν δέκα χρόνια, με τον νόμο 1608. Κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η παρακάτω ιστορία είναι του Νίκου Σ., όπως την αφηγήθηκε στο VICE.
Όταν γίνεσαι έγκλειστος, βγαίνουν στην επιφάνεια συναισθήματα πρωτόγνωρα. Πρώτα το αίσθημα της αυτοσυντήρησης, αφού ξαφνικά ζεις σε ένα περιβάλλον άγνωστο, φοβικό. Ακούς ότι όσοι βρίσκονται εκεί θέλουν να σου πιουν το αίμα, να σε εκμεταλλευτούν. Όμως, όση παραβατικότητα υπάρχει μέσα, άλλη τόση υπάρχει και έξω. Κάθε κατάστημα κράτησης είναι σαν μια κοινωνία συμπυκνωμένη, που μέσα της υπάρχουν τα πάντα στον υπερθετικό τους βαθμό. Πρέπει να βρεις ψυχική δύναμη ώστε να μπορέσεις να προσαρμοστείς και να εξασφαλίσεις τα βασικά, το οξυγόνο σου, το φαγητό, τον ύπνο και τη στέγη σου. Να βρεις έναν χώρο να καθήσεις, να περνάς τον χρόνο σου με άτομα που μπορείς να συμβαδίζεις. Όταν είσαι ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι οποιαδήποτε στιγμή, οτιδήποτε και αν γίνει, μπορεί να βρεθείς κρατούμενος. Η ένταξη είναι πολύ βαριά και ψυχοφθόρα. Ειδικά για τους ανθρώπους που έχουν πολιτισμό μέσα τους. Αυτόν τον πολιτισμό η φυλακή στον πατά και τον κομματιάζει.Οι ώρες που είσαι με κάποιον στη φυλακή είναι αμέτρητες και κυλάνε βασανιστικά εάν δεν έχεις κάτι να κάνεις. Πέρα από την ένταξη, δύσκολο κομμάτι είναι η προσαρμογή. Σε προσεγγίζουν όλοι, βλέπουν εάν έχουν να κερδίσουν κάτι από σένα, σε κόβουν, ορισμένοι είναι χρησιμοθηρικοί. Αν κρατάς αποστάσεις και είσαι τυπικός, δεν σε ενοχλεί κανείς. Αν πας κόντρα στα συμφέροντα ορισμένων κρατουμένων, θεωρείσαι επικίνδυνος και μπορεί να σε βάλουν στο στόχαστρο. Η «τιμωρία» γίνεται από τους ίδιους τους κρατούμενους και όταν έρθεις αντιμέτωπος με διάφορα σκηνικά, σε τρομάζουν, σε μαζεύουν, γίνεσαι επιφυλακτικός. Στη φυλακή ποτέ δεν τα δίνεις όλα.
Η ζωή στο κελί
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Εγώ ήμουν στη βιβλιοθήκη, η οποία ήταν κοντά στην Α' πτέρυγα και ήταν κάπως σαν πέρασμα. Την άνοιγα 9 με 12 το πρωί και μετά ξανά το απόγευμα. Εκεί έβλεπα να περνούν φορεία με μαχαιρωμένους, φορεία με ανθρώπους που είχαν αυτοκτονήσει. Στην αρχή είχα σοκαριστεί, όμως όσο περνούσε ο καιρός άρχισα να το θεωρώ φυσιολογικό. Αιματηρά επεισόδια γίνονταν σε συγκεκριμένες ακτίνες. Έβγαιναν σουγιάδες, κυνηγιούνταν μεταξύ τους, έπαιζαν ξύλο. Δεν θα ξεχάσω τη στιγμή που τα ΜΑΤ έκαναν έφοδο στο κελί μου, για έναν τυπικό έλεγχο. Τότε ήμουν με έναν συνομίληκό μου -που και αυτός είχε καταδικαστεί για οικονομικό έγκλημα- και ενώ ήξεραν τι είμαστε, μας έκαναν άνω κάτω. Μας έβαλαν χειροπέδες και χρησιμοποίησαν τις ασπίδες για να μας κολλήσουν τα πρόσωπα στον τοίχο, ανακάτεψαν το χώρο, πέταξαν στο πάτωμα τα στρώματα και τα ρούχα μας. Τα αναποδογύρισαν όλα επίτηδες, παρόλο που είδαν ότι είμαστε μεγάλοι άνθρωποι και θα μπορούσαμε να ήμασταν πατεράδες τους. Ήταν ξεφτίλα και έγινε απλά για να επιδείξουν πυγμή. Αυτό είναι εξάλλου ένα κομμάτι αυτού που αποκαλούν «σωφρονισμό».Κάποια στιγμή, με ρώτησε ο αρχιφύλακας αν έχω κινητό. Τι να το κάνω άλλωστε; Κάθε πρωί και κάθε βράδυ με έβρισκε μπροστά από το καρτοτηλέφωνο και επικοινωνούσα με τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Τους έλεγα ότι είμαι καλά. Αυτό μου αρκούσε. Κουβαλούσα ήδη το ασήκωτο άγχος της ύπαρξής μου εκεί, δεν ήθελα να κουβαλάω και το άγχος του κινητού. Είχα επιλέξει τη μοναξιά, μιλούσα με λίγους και όλα ήταν τυπικά. Εκεί δεν υπάρχουν αυτονόητα, ούτε κεκτημένα. Πρέπει να τα κατακτήσεις όλα από την αρχή. Οι μικρές λεπτομέρειες είναι αυτές που δημιουργούν τον εγκλεισμό. Κάποιοι τις αντέχουν, κάποιοι όχι. Οι συνθήκες στις οποίες ζούσα ήταν άθλιες. Σε κάθε κελί -που είναι σε χωρητικότητα σαν ένα μεγάλο μπάνιο- μπορεί να συνυπήρχαν δύο έως τέσσερα άτομα. Ένας χώρος στενός και κλειστοφοβικός, με ζωύφια και κοριούς. Ένας χώρος που τσουβαλιαζόταν η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Όποιος ήθελε να φτιάξει το κελί του, έπρεπε να φέρει υλικά. Υπήρχαν κρατούμενοι που έκαναν τέτοιες δουλειές και τους έδινες αντάλλαγμα, χρησιμοποιώντας το επίσημο νόμισμα της φυλακής που ήταν οι τηλεκάρτες.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Στους κρατούμενους έχουν δικαίωμα να στερούν μόνο την ελευθερία τους»
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Η τέχνη με βοήθησε να σπάσω τη ρουτίνα»
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Γενικά ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από τα σχολεία της, όχι από τις φυλακές της. Όσο κλείνεις σωφρονιστικά ιδρύματα, τόσο πιο πολιτισμένος είσαι. Αυτοί που είναι στην εξουσία, θέλουν να φτιάξουν και άλλες φυλακές. Όχι για να γίνει αποσυμφόρηση στις ήδη υπάρχουσες, αλλά για να βάλουν περισσότερο κόσμο μέσα. Ο νέος Σωφρονιστικός Κώδικας είναι χειρότερος από τον προηγούμενο. Αντί να ηρεμούν τους ανθρώπους και να βγαίνουν καλύτεροι έξω, τους κάνουν αγρίμια και βγαίνουν χειρότεροι. Αυτός είναι ο σωφρονισμός τους. Μπορεί για κάποιους από εμάς η κράτηση να πέρασε αναίμακτα γιατί είχαμε την τέχνη. Όμως είμαστε η εξαίρεση, αφού είμαστε 50 άτομα από τα 2.000 που ζουν στο κατάστημα. Η τέχνη πρέπει να αφορά περισσότερο κόσμο, να δίνεται απλόχερα. Η Πολιτεία οφείλει να δει τη φυλακή με καλό μάτι, διότι οι χείριστοι δεν είναι μόνο μέσα, είναι και έξω. Και ξέρεις πόσοι φυλακισμένοι υπάρχουν έξω; Ο εγκλεισμός ξεκινά από το μυαλό τους και, ενώ είναι ελεύθεροι, αισθάνονται φυλακισμένοι. Όταν βγήκα από το κελί, είδα τη ζωή διαφορετικά, αποδόμησα πολλά πράγματα. Δεν χαμπαριάζω τίποτα και τίποτα δεν μου κάνει εντύπωση τώρα που έζησα στον πάτο. Για εμένα δεν υπήρχε πιο κάτω, μετά ήταν ο θάνατος. Βγήκα έξω και ήθελα να κάτσω στον ήλιο, να κάνω την τέχνη μου, να κάνω μουσική, να περπατάω στους δρόμους, να πάω ταξίδια. Ήθελα φως. Εγώ μέσα στον Κορυδαλλό φωτίστηκα ζωγραφίζοντας και έδωσα φως και σε ορισμένους ανθρώπους.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Σήμερα κάνω τέχνη σε επανενταγμένους. Η τέχνη είναι τελικά πολιορκητικός κριός και τα σπάει όλα. Το μόνο που μπορεί να φυλακιστεί είναι το σώμα, το πνεύμα ελεύθερο τρυπάει τοίχους, λιώνει σίδερα και περιδιαβαίνει τον κόσμο όλο, μιλάει, γελάει, γλεντάει, δημιουργεί, χαίρεται, λυπάται, αγαπάει, ερωτεύεται. Απλά ζει.Ακολουθήστε την Άντυ στο Instagram.
Περισσότερα από το VICE«Ήθελε να Απαλλαγεί από Ανθρώπους του Στρατού» - Μιλήσαμε με τον Πατέρα του Φαντάρου που ΑυτοκτόνησεΖούμε στην Εποχή του Σάλιου: Πώς το Φτύσιμο Έγινε ΒίτσιοRevenge Porn στην Ελλάδα: Εκεί Έξω Είναι ΧιλιάδεςΑκολουθήστε το VICE σε Facebook, Instagram και Twitter.Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.