Πώς γυρόφερνε στα Λαδάδικα η τελευταία Καλντεριμιτζού, η κοκκινομάλα Μπάμπω, από τις πρώτες τρανς στη Θεσσαλονίκη; Πώς αναπτύχθηκαν τα Καλιαρντά μεταξύ της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στις πιάτσες της παραβαρδάριας περιοχής; Τί διαφήμιζαν οι εταιρίες των πρώτων προφυλακτικών και μέχρι πού έφταναν τα μηνύματα μέσα στις τουαλέτες των τσοντάδικων του Βαρδαρίου;
Μία ξενάγηση διαφορετική από τις άλλες, επιφύλαξαν οι οργανωτές του φετινού Thessaloniki Pride. Σε έξι σταθμούς της ερωτικής πόλης, με αφηγήσεις παρμένες από κείμενα του Χριστιανόπουλου, του Κοροβίνη, του Ιωάννου και του Πετρόπουλου.
Videos by VICE
«Η Θεσσαλονίκη έχει παράδοση στις πιάτσες του έρωτα, ίσως γι’ αυτό της έδωσαν το επίθετο ερωτική», έκανε την εισαγωγή ο Τάσος Παπαδόπουλος από τη Thessaloniki Walking Tours, που σχεδίασε την ειδική διαδρομή, μόνον για το φετινό Pride. Και όλα ξεκίνησαν από τα Λαδάδικα, την παραβαρδάρια περιοχή, όπως τη βάφτισε ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, μεταφέροντας και τις δικές του εμπειρίες. Περισσότεροι από 50 συμμετέχοντες στο ξεχωριστό tour ρούφηξαν χωρίς ανάσα όσα περιέγραφε ο ξεναγός. Ξεκινώντας από την εμφάνιση των πρώτων τρανς στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Όταν ήρθε να ανατραπεί η καθεστηκυία τάξη του αγοραίου έρωτα. Εκεί που μάχονταν οι μαντάμες με τις καλντεριμιτζούδες, τις φτωχές σεξεργάτριες των αρχών του περασμένου αιώνα. Εκείνες που «δούλευαν στα γρήγορα». Και βάζοντας στο τάμπλετ ο ξεναγός τα «Λαδάδικα» (Φ. Γράψας – Μ. Τόκας) από τη φωνή του Μητροπάνου να λέει «τόσα δίνω πόσα θες», μετέφερε πως οι τρανς ανέβασαν την τιμή σε 20 δραχμές από 15. Προωθούσαν το καινούργιο. Εκείνα τα χρόνια ανακαλύφτηκε μέχρι και η πεοκουλούρα, που γνωρίζουμε από το «Μπουρδέλο» του Πετρόπουλου. Και οι περιγραφές ακούγονται στην είσοδο του κλαμπ «Μοναστήρι» κι ενώ στον τοίχο κάποιος έχει γράψει «βασανίζομαι».
Και γρήγορα οι ιστορίες μεταφέρονται στα στενά που κατευθύνονται στο Βαρδάρι. Η στάση στην Ολυμπίου Διαμαντή είναι αφιερωμένη στα Καλιαρντά. Τη γλώσσα που δημιουργούν οι ΛΟΑΤΚΙ στις δεκαετίες των 1940 – 1950. Για να μιλούν μεταξύ τους και να αποφεύγουν την καταστολή των χωροφυλάκων. Αλλά και να μιλούν μακριά από τους άλλους, τους περίεργους. Ο Τάσος Παπαδόπουλος μιλάει για την καταγραφή των περίπου 3.500 λέξεων στο λεξικό του Πετρόπουλου, σε μια περιοχή που μέχρι τη δεκαετία του ’90 φιλοξενούσε τις υπαίθριες πιάτσες των τρανς της πόλης. «Έχουν ελληνικό συντακτικό και λέξεις από τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα ρομανί», μεταφέρει ο ξεναγός. «Τα λένε και λουμπινίστικα, τζιναβντά, ντουραλιαρντά και λατινικά» και μεταφέρει λέξεις. Το βάκουλο είναι η εκκλησία και ο βακουλονταβατζής ο αρχιεπίσκοπος, προσφέρει στο κοινό που γελάει. Μεταφέρει και την ετυμολογία. Μπισκοτότεκνο λένε τον φαντάρο. Είναι η λέξη που γεννήθηκε στη χούντα. Το μπισκότο παραπέμπει λόγω της εταιρίας στον δικτάτορα Παπαδόπουλο, επομένως στον στρατό και το τεκνό στον όμορφο νέο. Γατουλογαμούλης πάντως είναι ο τρυφερός εραστής και μαυρονταβάς ο χάρος. Εδώ δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να βρεθούν οι ρίζες. Οι συμμετέχοντες ενημερώνονται εδώ ότι ο Θωμάς Κοροβίνης στον «Γύρο του θανάτου» έχει γράψει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στα καλιαρντά, ενώ ακούν ένα τραγούδι της τρανς Μπέτυς Βακαλίδου, γραμμένο μόνον σ’ αυτή τη γλώσσα.
Και οι ιστορίες συνεχίζονται στην περιοχή του «Δημόκριτου». Στο πάρκο ανάμεσα σε ποινικά και διοικητικά δικαστήρια, όπου έχουν γραφεί ιστορίες με ψωνιστήρια. Ο Τάσος Παπαδόπουλος χαρακτηρίζει αντιφατική την περιοχή, από τα κτίριά της. Από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα. Θυμίζει ότι λεγόταν στην τουρκοκρατία μπαρούτ χανέ, από τις πυριτιδαποθήκες των Οθωμανών.
Μας μεταφέρει στην εποχή των «επιχειρήσεων Αρετή», όπως τις ονόμαζαν οι χωροφύλακες. Όταν ήθελαν γύρω στη δεκαετία του ‘70 να «συνετίσουν» τους τρανς. Τους έντυναν άντρες φωτογραφίζοντάς τους και προωθώντας τις εικόνες στις εφημερίδες της εποχής. Στα μάτια των παρισταμένων γυρίζει, από το τάμπλετ, μία φωτογραφία με ένα πανό που κρατούν τα μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ της εποχής. «Σ’ εμάς ανήκουν τα σώματά μας», γράφει.
Στην κουβέντα μπαίνει η Αλόμα και μεταφερόμαστε στη δεκαετία του ‘80. Είναι η τρανς που έσπασε το κατεστημένο σε μία περίοδο που αρχίζει και γίνεται πιο ελεύθερη. Μίλησε πολιτικά και διοργάνωσε μέχρι καλλιστεία για τρανς. Με δώρο για τη νικήτρια μία βιντεοκασέτα με την εκδήλωση. «Ήταν σκληρή η Αλόμα», λέει με νόημα ο Τάσος Παπαδόπουλος, χωρίς να επεκτείνεται. Σημειώνει όμως ότι έκανε κι άλλη μετάβαση και έκλεισε ως Μπάμπης Ταμουτζίδης. Επιστρέφει στις ιστορίες που καταγράφει ο Χριστιανόπουλος. Εξηγεί το παρασκήνιο από το «γιαούρτι» στους «Ρεμπέτες του ντουνιά». Εκεί που μιλάει για τη στενοχώρια μίας τρανς που δέχεται από πιτσιρίκια ένα γιαούρτι και λυπάται πιο πολύ το καινούργιο της παλτό.
Και ο έρωτας της Θεσσαλονίκης μεταφέρεται στο Βαρδάρι. Στάση Ενωτικών με Αισώπου. Στο κέντρο – μέχρι πριν δεκαπέντε χρόνια – των οίκων ανοχής. «Αναδύει άρωμα έρωτα και μαρτυρίου», υποστηρίζει ο ξεναγός και μπλέκει τις ονομασίες των οδών με τη γειτονιά Χιρς, που μετατράπηκε από τους ναζί στο πρώτο γκέτο των Εβραίων που πήραν τα βαγόνια της συμφοράς. Γύρω από τα σοκάκια Προμηθέως, Ταντάλου, Σαπφούς, Δάμωνος και Φιντίου ο Τάσος Παπαδόπουλος βλέπει συμβολισμούς. Και μεταφέρει τους ακολουθούντες του στην υγιεινή του αγοραίου έρωτα. Στα πρώτα προφυλακτικά με την επωνυμία «Μπεμπέκα», στις σεξιστικές διαφημίσεις της εποχής και στις μεθόδους καθαρισμού. Βγάζει ένα μπουκαλάκι με βυσσινί υγρό από την τσάντα του. «Αυτό είναι το Περμαγγανάτο», δείχνει και παρουσιάζει στοιχεία ότι οι πλύσεις των γεννητικών οργάνων γίνονταν με αυτό, για τον περιορισμό των μεταδοτικών ασθενειών. «Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα, με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα για το κορμί σου, που έδιωχνε τον φόβο του θανάτου», έγραφε ο Νίκος Καββαδίας στην «Πικρία» του και διάβασε ο ξεναγός, πριν μπει στην ιστορία της καπότας του Πετρόπουλου.
Και πάμε στην μπάρα. Είναι, μεταφέρει, σλαβική λέξη που σημαίνει κοίλωμα. Μπάρα λέγανε όλη την περιοχή που καλύπτει το Βαρδάρι. «Ήταν η μεγαλύτερη μπουρδελοπολιτεία των Βαλκανίων», σημειώνει ο Τ. Παπαδόπουλος. Αρχίζει όμως από τα τσοντάδικα και δίνει τον λόγο στη δημοσιογράφο Εύη Καρκίτη. Εκείνη περιγράφει το κλίμα έξω από τα τσοντοσινεμά, στη στάση στην αμερικάνικη αγορά. Δίπλα στο Λαϊκόν, το τσοντάδικο που ζει ακόμη. «Γράφει ο Ιωάννου για αφηνιασμένους εραστές», λέει η Εύη και μεταφέρει ότι στις τουαλέτες των κινηματογράφων αυτών οι τοίχοι είχαν γραμμένα ονόματα και τηλέφωνα. Και επισκέπτες μόνον άντρες. «Και οι πιο σαχλές και πρόστυχες επιγραφές ήταν των μορφωμένων» συμπληρώνει. Και τη σκυτάλη παίρνει ο Τάσος με τις ιστορίες της μπάρας. Στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, τότε που στην πόλη έφτασαν 300.000 στρατού για τους βαλκανικούς πολέμους. Δείχνει φωτογραφίες από τις γυναίκες που έκαναν πιάτσα έξω από τα ξύλινα σπιτάκια το καλοκαίρι και στο παράθυρο το χειμώνα. Έχοντας κάτω από τα πόδια τους το αναμμένο μαγκάλι. Και κλείνει με τον Αλκή Πέτσα, τον μαφιόζο της Μπάρας που τα είχε καλά με την αστυνομία. Τον Κωνσταντινουπολίτη που είχε τον έλεγχο, μέχρι που τον σκότωσαν με επτά σφαίρες και επτά μαχαιριές οι Αυγουλάδες. Δύο αδέρφια από τη Σμύρνη. Το φονικό που έκλεισε το 1932 την περιοχή. Κι όλα αυτά περιγράφονται από την οδό Αφροδίτης. «Την κεντρική λεωφόρο της Μπάρας».
Έχει νυχτώσει για τα καλά και η βόλτα πάει πάλι στα τσοντάδικα. Στάση στο πεζοδρόμιο της Λαγκαδά απέναντι από το Ίλιον. Αναφορά στον Χριστιανόπουλο και το ποίημα που συνδέει τα τσοντάδικα με τον Περσικό πόλεμο, παρομοιάζει το Βαρδάρι ως στρατόπεδο των Αχαιών και το Ίλιον σαν την πρωτεύουσα της Τροίας. Ο Τάσος Παπαδόπουλος κλείνει την ξενάγηση οδηγώντας τους συμμετέχοντες στο σημείο Μηδέν. Στο Βαρδάρι. Εκεί, δίπλα στο άγαλμα του βασιλιά που είναι η μαρμάρινη πλάκα της έναρξης όλων των χιλιομετρικών αποστάσεων. Και όλων των συμβολισμών της περιοχής.
Τελικά ο Χριστιανόπουλος είχε δίκιο. «Ο ερωτισμός είναι λίγο βρόμικος και λίγο μουρντάρης και συχνάζει σε μέρη που δεν είναι και τόσο φημισμένα», έλεγε σε μια συνέντευξή του στον Γιώργο Μελίκη.
Περισσότερα από το VICE
Το «Κομάντα και Δράκοι» Δεν Είναι το Ελληνικό “Stranger Things” – και Αυτό Είναι Καλό
Ο CJ Κάνει τα Πρώτα του Βήματα στο Rap Game Μέσα Από τις Φυλακές Αυλώνα
Τρία Χρόνια Μετά, Δεν Έχει Αποδοθεί Δικαιοσύνη για τη Δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου