Φωτογραφία: Βάνια Τέρνερ
Ο νόμος 137Α του ποινικού κώδικα ορίζει ως βασανιστήρια κάθε μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, καθώς και κάθε παράνομη χρησιμοποίηση χημικών, ναρκωτικών ή άλλων φυσικών ή τεχνικών μέσων με σκοπό να κάμψουν τη βούληση κάποιου θύματος, για να αποσπαστεί πληροφορία, ομολογία, κατάθεση ή δήλωση, για τιμωρία ή για εκφοβισμό του ίδιου ή τρίτων προσώπων. Κάθε σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που συντελείται για τα παραπάνω τιμωρείται ως βασανιστήριο, ενώ, σαν προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σημειώνει το άρθρο, θεωρούνται ιδίως η χρησιμοποίηση ανιχνευτή αλήθειας, η παρατεταμένη απομόνωση και η σοβαρή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. «Ο βασανισμός», γράφει ο Ζαν Αμερύ, «είναι το πιο τρομακτικό βίωμα που φέρει μέσα του ένας άνθρωπος».
Videos by VICE
Πριν από λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μου έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας για τις αντιλήψεις που κυριαρχούν αναφορικά με τα βασανιστήρια. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 21 χώρες και έκανε τις εξής δύο ερωτήσεις: αν θεωρείς ότι υπό κάποιες συνθήκες η μέθοδος του βασανιστήριου είναι αποδεκτή και αναγκαία και αν νιώθεις ασφάλης ότι δεν θα υποστείς βασανιστήριο σε περίπτωση κράτησής σου από τις αστυνομικές αρχές της χώρας σου. Το 57% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα απάντησε ότι σε περίπτωση κράτησης δεν νιώθει ασφαλής, ενώ το 87% των Ελλήνων θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει σαφές νομικό πλαίσιο που να προστατεύει από τα βασανιστήρια.
Τι σημαίνει όταν το 57% των κατοίκων μίας χώρας δηλώνει ότι φοβάται τον βασανισμό σε περίπτωση κράτησης;
Συναντώ την Δήμητρα Σπαθαρίδου Campaign Officer στο Ελληνικό Τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας και της ζητώ να μου μιλήσει για τα αποτελέσματα της έρευνας. Μου εξηγεί ότι το ποσοστό είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι περιμέναν.
«Η βασική αιτία είναι ότι υπάρχει μία κουλτούρα ατιμωρησίας, οι δράστες δεν τιμωρούνται, παρά μόνο σε λιγοστές περιπτώσεις και οι υποθέσεις μένουν τις περισσότερες φορές ανοιχτές. Αυτό αποτελεί συστημικό φαινόμενο. Ο πολίτης όχι μόνο βλέπει αστυνομικούς να βιαιοπραγούν σε βάρος του, αλλά δεν βλέπει την τιμωρία τους. Ο ακριβής αριθμός των βασανισμών αγνοείται, διότι γίνονται από δημόσια όργανα και σε καθεστώς μυστικότητας. Αυτό που γνωρίζουμε και λέμε με βεβαιότητα είναι ότι στα σύνορα γίνονται συστηματικά απωθήσεις και ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες δέχονται συχνά κακομεταχείριση. Μάλιστα, έχουν υπάρξει περιπτώσεις μεταναστών και προσφύγων από τη Συρία, οι οποίοι μας λένε ότι ένιωσαν τον ίδιο φόβο προς την ελληνική αστυνομία στην Ελλάδα που ένιωθαν και προς την αστυνομία στην Συρία».
«Τι πρέπει να αλλάξει;», ρωτώ.
«Πρέπει να υπάρξει ένας ανεξάρτητος οργανισμός καταγγελίας αστυνομικής αυθαιρεσίας, που να ερευνά αποτελεσματικά τις καταγγελίες. Αυτή τη στιγμή ο συγκεκριμένος οργανισμός υπάγεται στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης και δεν θεωρούμε ότι είναι ανεξάρτητος. Ένα δεύτερο βήμα θα ήταν να φορούν οι αστυνομικοί των μονάδων καταστολής ατομικούς αριθμούς ταυτότητας σε εμφανή σημεία. Όταν δεν υπάρχει διαφάνεια και όταν ο αστυνομικός ξέρει ότι θα παραμείνει ατιμώρητος είναι λογικό να μην υπάρχει εμπιστοσύνη».
Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί πολλές φορές από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, για ξυλοδαρμούς, πυροβολισμούς κατά πολιτών, βασανισμούς κρατούμενων και για το μη σεβασμό της ανθρώπινης ζωής. Οι παραβιάσεις δεν περιορίζονται απλά σε πράξεις βασανιστηρίων, αλλά και σε προσβολές που φτάνουν και στο δικαίωμα της ζωής. Μέσα στο 2013 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα οκτώ φορές για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, ενώ από το 1959 έως και το 2013 έχει καταδικαστεί 47 φορές.
Συναντώ την δικηγόρο Γιάννα Κούρτοβικ η οποία έχει υποστηρίξει πολλές φορές θύματα βασανισμού.
«Είναι γεγονός, ότι στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν πρακτικές βασανισμού, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο γνωστές, που χρησιμοποιούνται από την αστυνομία, άλλες ομολογημένα, καθώς είναι νομιμοποιημένες στη συνείδηση των αστυνομικών και άλλες κρυφά».
«Άρα δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά;», ρωτώ.
«Όχι και είναι σαφές αυτό. Η Ελλάδα λογοδοτεί σε Διεθνή Όργανα, όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Επιτροπή κατά των Βασανιστηρίων, (η CPT) ο Επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και καταγγέλλεται συνεχώς από οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστεία, το Human Rights Watchκαι άλλες. Η CPTδιενεργώντας έρευνες κάθε δύο χρόνια στην Ελλάδα, έχει επανειλημμένα καταγγείλει την χώρα για πρακτικές οι οποίες θεωρούνται απάνθρωπες. Τον τελευταίο καιρό έχουμε 15 καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορούν στις συνθήκες κράτησης στα κρατητήρια και στις φυλακές της χώρας, με πιο πρόσφατη αυτήν για τις φυλακές της Τρίπολης. Όμως δεν φαίνεται να ενοχλείται κανένας».
Της ζητώ να μου μιλήσει για κάποιες από αυτές τις υποθέσεις.
«Ο Καρέλι είναι ίσως η πιο σοβαρή περίπτωση βασανισμού που είχε και σαν συνέπεια το θάνατο…. και γι’ αυτό αποκαλύφθηκε. Κραυγαλέες περιπτώσεις είναι αυτή των νεαρών της υπόθεσης Βελβενδού, όχι μόνο βασανίστηκαν, αλλά δόθηκαν οι φωτογραφίες τους στον Τύπο με σημάδια βασανισμού που ήσαν εμφανή παρά το εμφανές ρετούς που είχε κάνει η υπεύθυνη Αστυνομική υπηρεσία, η Διεύθυνση εγκληματολογικών ερευνών.
Πολύ χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της αντιφασιστικής μοτοπορείας, το Σεπτέμβρη του 2012. Η αστυνομία συνέλαβε τους διαδηλωτές και ακολούθησε άγριος ξυλοδαρμός. Οι νεαροί έφτασαν στον Εισαγγελέα με σπασμένα κόκαλα, δεμένα κεφάλια, εμφανή σημεία κακοποίησης. Τα γεγονότα αυτά έγιναν γνωστά παγκοσμίως από τις φωτογραφίες που τράβηξε δημοσιογράφος της Guardian, που έτυχε να βρίσκεται στην Ελλάδα και να πάρει συνεντεύξεις από τα θύματα. Όμως ο Υπουργός Δημοσίας Τάξης ο κ. Δενδιας τα αμφισβήτησε παρά τις ιατροδικαστικές εκθέσεις.
Το 2012 είχαμε την δίκη των αστυνομικών εκείνων, οι οποίοι στο αστυνομικό τμήμα του Άγιου Παντελεήμονα, έσερναν και βασάνιζαν Αφγανούς πρόσφυγες. Ο βασανισμός που περιλάμβανε και τη χρήση φάλαγγα, αποδεικνυόταν με μαρτυρίες και φωτογραφίες, ενώ η υπόθεση προκάλεσε σάλο. Για την υπόθεση παραπεμφθήκαν 2 άτομα, στο όριο της παραγραφής κα πρωτόδικα καταδικαστήκαν για βασανισμό, αλλά το Εφετείο απομείωσε την κατηγορία και τις ποινές. Η υπόθεση είχε έρθει στο φώς μετά από καταγγελία που έκανε το Ιατρικό Κέντρο για την αποκατάσταση θυμάτων Βασανιστηρίων.
Είχε προκαλέσει σάλο επίσης το γνωστό περιστατικό του αστυνομικού που είχε βάλει δύο μετανάστες να χαστουκίζουν ο ένας τον άλλον μέσα στο αστυνομικό τμήμα της Ομονοίας. Για την υπόθεση ασκήθηκε ποινική δίωξη για βασανισμό, αλλά στη συνέχεια θάφτηκε .
Μία πολύ διαδεδομένη πρακτική επίσης βασανισμού που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να εξευτελίσει τους συλλαμβανόμενους, είναι το ξεγύμνωμα κατά την προσαγωγή και είναι πολύ διαδεδομένο. Έφτασε μάλιστα να τύχει αυτής της αντιμετώπισης μέχρι και 55χρονη μητέρα που διερχόταν από τα Εξάρχεια και αφού ελέγχτηκε από αστυνομικούς, οδηγήθηκε στη ΓΑΔΑ για εξακρίβωση στοιχείων. Ήταν γνωστό πολιτικά ενεργό άτομο από το χώρο τα αξιωματικής αντιπολίτευσης και η προσαγωγή της ήταν αδικαιολόγητη. Οι αστυνομικοί επικαλεστήκαν ότι τους κοίταζε περίεργα. Η γυναίκα οδηγήθηκε στην Γενική Ασφάλεια όπου την υποχρέωσαν να γδυθεί μπροστά στα παράθυρα της Αλεξάνδρας. Η υπόθεση έχει απασχολήσει το Συνήγορο του Πολίτη και έχει ασκηθεί μήνυση η οποία εκκρεμεί.
Αν και υπάρχουν από τα Δικαστήρια κάποιες λίγες (μετρημένες στα δάκτυλα) καταδίκες για ξυλοδαρμό και για σωματικές βλάβες, δεν υπάρχουν καταδίκες για βασανισμό. Υπάρχει ένα καθεστώς ατιμωρησίας, ασυλίας τόσο σε ότι φορά τον πειθαρχικό, εσωτερικό έλεγχο όσο και σε ότι αφόρα τον δικαστικό έλεγχο.
Χαρακτηριστική περίπτωση είναι και αυτή του Νίκου Σακελλίωνα, του νεαρού που βρέθηκε νεκρός στην Αναξαγόρα το 2008 και για τον οποίο η αστυνομία είπε ότι τον βρήκε σε κώμα στο δρόμο. Αυτόπτες μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο νεαρός είχε συλληφθεί και κατά τη διάρκεια της σύλληψης κατέρρευσε στα χέρια των αστυνομικών που τον έσερναν. Ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά 4 αστυνομικών, όμως, παρά τοα στοιχεία και τους αυτόπτες μάρτυρες οι αστυνομικοί απαλλάχτηκαν τόσο πρωτόδικα, όσο και μετά από έφεση του Εισαγγελέα και στο Εφετείο.
Η Ελληνική Δικαιοσύνη δεν θέλει να θίξει το κύρος της αστυνομίας. Και το αποτέλεσμα είναι να οδηγεί η συνείδηση της ατιμωρησίας στη νομιμοποίηση της ασύδοτης βίας».
Θέλοντας να καταλάβω που οφείλεται η έλλειψη εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας προς την αστυνομία απευθύνθηκα στην εγκληματολόγο Χριστίνα Ζαραφωνίτου, καθηγήτρια στο Πάντειο η οποία τα τελευταία 20 χρόνια ασχολείται με το φόβο του εγκλήματος, τις σχέσεις κοινού-αστυνομίας αλλά και με την τιμωρητικότητα, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
«Πώς ερμηνεύετε τα αποτελέσματα της έρευνας;».
«Αυτό που φαίνεται σε πρώτη φάση είναι η πεποίθηση ότι αν κάποιος συλληφθεί δεν είναι ασφαλής και φοβάται ότι θα κακοποιηθεί. Βέβαια, από άποψη νομοθεσίας, τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και σε εθνικό, το θέμα των βασανιστηρίων αντιμετωπίζεται πλήρως θεσμικά. Στη χώρα μας, σύμφωνα με το σύνταγμα, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας, ενώ τα βασανιστήρια, οποιαδήποτε σωματική κάκωση, βλάβη υγείας και άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, απαγορεύονται και τιμωρούνται όπως ο νόμος ορίζει. Άρα, θεσμικά το θέμα έχει κατοχυρωθεί επισήμως.
Επομένως εδώ συμβαίνουν δυο πράγματα: ή οι πολίτες δεν το γνωρίζουν ή, ακόμα κι αν το γνωρίζουν, δεν το πιστεύουν. Η δεύτερη εκδοχή θα υποδήλωνε το μέγεθος της κλονισμένης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην αστυνομία κυρίως, η οποία είναι ο πρώτος φορέας που επιλαμβάνεται θεμάτων σχετικών με την εγκληματικότητα, είτε είσαι θύμα είτε είσαι δράστης είτε μάρτυρας.
Από τις έρευνες που εγώ, προσωπικά, έχω διευθύνει για 20 σχεδόν χρόνια στην Ελλάδα, πράγματι υπάρχει μια έλλειψη εμπιστοσύνης, για να μη πω ότι υπάρχει καχυποψία, απέναντι στην αστυνομία, τόσο ως προς την αποτελεσματικότητα της, όσο και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι πολίτες.
Θεωρώ ότι σε μεγάλο βαθμό αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην αστυνομία είναι απόρροια δυο παραγόντων. Ο ένας είναι ιστορικός παράγοντας κι έχει να κάνει με την περίοδο της δικτατορίας, όταν η αστυνομία χρησιμοποιήθηκε από το καθεστώς των Συνταγματαρχών της Χούντας για να καταπνίξει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Το ΕΑΤ-ΕΣΑ ήταν μια πραγματικότητα την οποία κι εμείς που δεν τη ζήσαμε, τη μάθαμε και την κουβαλάμε σαν λαός στο συλλογικό μας υποσυνείδητο και δυστυχώς δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι δεν υπάρχουν στην Ελλάδα οργανώσεις προστασίας των θυμάτων που να έχουν θεσμικό χαρακτήρα, που να λειτουργούν μ’ έναν τρόπο οργανωμένο, συντονιστικά, μέσα στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ανεξάρτητες από την αστυνομία.
Τέλος υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος και αυτό είναι το πιο σημαντικό στο οποίο καταλήγουν όλα. Ο πολίτης θα ήθελε να έχει το κράτος αρωγό, κοντά του και να πιστεύει ότι τού προσφέρει την ασφάλεια που χρειάζεται χωρίς να καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματά του. Αυτά λείπουν και έτσι θεωρώ ότι εξηγείται ο κλονισμός στην εμπιστοσύνη προς αυτό.
Όταν μιλάμε για την αστυνομία ή την δικαιοσύνη σαν θεσμούς, οι πολίτες δεν τις αμφισβητούν κι εδώ υπάρχει μια αντίφαση. Δηλαδή στη θεωρία οι πολίτες θέλουν την αστυνομία, θέλουν την ποινική δικαιοσύνη, αλλιώς θα ήμασταν σαν τις συμμορίες της Νέας Υόρκης. Όμως, αμφισβητούν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται το έργο είτε από την πλευρά της δικαιοσυνης είτε από την πλευρά της αστυνομίας.
Οι αρχές πρέπει να είναι αποτελεσματικές απέναντι στην καταπολέμηση του εγκλήματος, αλλά χωρίς να διακινδυνεύεται η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων: αυτά τα δύο πρέπει να πάνε μαζί. Σε αυτό θα έπρεπε να στοχεύει η πολιτεία.
Το αποτέλεσμα της έρευνας με ανησυχεί και για τις δύο όψεις της. Αφού ο πολίτης πιστεύει ότι ο μόνος αρμόδιος φορέας για την άσκηση του κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος είναι η αστυνομία, που έχει το δικαίωμα και την εξουσία άσκησης καταναγκασμού στους πολίτες και αφού δεν την εμπιστεύεται, τότε πρέπει να εξυγιανθεί το σύστημα ή στην αντίθετη περίπτωση, η αστυνομία να φροντίσει να άρει αυτή την παρανόηση που υπάρχει. Και στις δύο περιπτώσεις ο ρόλος του κράτους πρέπει να είναι καθοριστικός και ξεκάθαρος, ώστε να βρεθεί ισορροπία».
Απαραίτητη προϋπόθεση όμως, πρωτού συμβούν όλα αυτά είναι η αποδοχή και η αναγνώριση της ύπαρξης του προβλήματος διότι η πραγματικότητα είναι ότι όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει και ότι απλώς δεν αντιδρούμε. Μέχρι να συμβεί κάτι αντίστοιχο σε εμάς τους ίδιους.