«Μπρος-Πίσω» για τον Κώδικα Μετανάστευσης

Kοινοποίηση

Φωτογραφία: Flickr: Rebecca Harms

Με το μεταναστευτικό ζήτημα να βρίσκεται στο επίκεντρο της επικαιρότητας μετά το πρόσφατο περιστατικό με νεκρούς μετανάστες στη Λέσβο αλλά και την τραγωδία στο Φαρμακονήσι, έχει προκαλέσει κάμποση σύγχυση στο κοινοβούλιο, αλλά και στην κοινή γνώμη, το ζήτημα της ρύθμισης του άρθρου 19 στον Κώδικα Μετανάστευσης, σχετικά με τις ψευδείς καταγγελίες από μετανάστες για περιστατικά ρατσιστικής βίας.

Videos by VICE

Η Ελένη Τάκου, βοηθός συντονίστρια του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, μου διευκρινίζει ότι η εν λόγω διάταξη είχε χαρακτηριστεί θετική, καθώς προβλέπει ότι όταν ένας αλλοδαπός πηγαίνει σε ένα αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει μια ρατσιστική επίθεση, η υπόθεση θα διερευνάται, ανεξαρτήτως του καθεστώτος διαμονής του στη χώρα, και κατόπιν μιας εισαγγελικής πράξης θα παίρνει άδεια διαμονής μέχρι να τελεσιδικήσει η υπόθεση. Ωστόσο, ρύθμιση που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο για τον Κώδικα Μετανάστευσης, ο οποίος ψηφίστηκε επί της αρχής την Τρίτη,  προέβλεπε ότι θα απελαύνεται άμεσα μετανάστης που καταγγέλλει ψευδώς περιστατικό ρατσιστικής βίας.

Η συγκεκριμένη προσθήκη αποσύρθηκε την Τετάρτη, για να επανέλθει αναδιατυπωμένη. Στην αναδιατύπωση ορίζεται ότι αν ένας μετανάστης προβεί σε ψευδή καταγγελία διώκεται, το αδίκημα είναι αυτόφωρο και υπάρχει η δυνατότητα απέλασής του.

Το «σίριαλ» συνεχίστηκε και σήμερα, με τη ρύθμιση να αποσύρεται εκ νέου το πρωί από τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών, Λ. Γρηγοράκο, για να επανέλθει λίγο μετά από τον υπουργό Εσωτερικών, Γ. Μιχελάκη.

«Αυτό που ουσιαστικά λέει η διάταξη είναι ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι στην επικράτεια της χώρας που μαχαιρώνονται και δεν έχουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη: δεν είναι μόνο θέμα ανθρωπισμού, είναι κυρίως θέμα δημοσίου συμφέροντος» μου λέει η κ. Τάκου.

«Αυτή η διάταξη περνά στον νέο κώδικα μετανάστευσης, εμείς την είχαμε χαιρετίσει ως Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας. Έρχεται όμως η κυβέρνηση και εισάγει μια αιφνιδιαστική προσθήκη, αποσκοπώντας ουσιαστικά να εξαιρέσει τα σώματα ασφαλείας από αυτή τη διάταξη. Και όχι μόνο τα εξαιρεί αλλά το βάρος της απόδειξης σε αυτές τις περιπτώσεις πέφτει στο θύμα. Τα θύματα ρατσιστικής βίας καθίστανται πλέον υπόλογα για την έλλειψη στοιχείων, δηλαδή για την αδυναμία –ή και απροθυμία- των διωκτικών αρχών να ερευνήσουν επαρκώς τα σε βάρος τους καταγγελλόμενα περιστατικά. Αυτό είναι αδιανόητο σε μια έννομη τάξη. Είναι άνω ποταμών, δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω».

Συνεχίζοντας, η κ. Τάκου κάνει λόγο για αύξηση των ρατσιστικών εγκλημάτων από ένστολους: «Όχι απλά εξαιρεί τα σώματα ασφαλείας, παρόλο που έχουμε στοιχεία ότι τα ρατσιστικά εγκλήματα από ένστολους σημειώνουν άνοδο, όχι απλά τους εξαιρεί από τη λογοδοσία, αλλά εισάγει μια εκφοβιστική διάταξη που παραβιάζει τις βασικές αρχές ενός κράτους δικαίου».

«Ποιο θύμα θα πάει να καταγγείλει υπό αυτούς τους όρους; Αυτή τη στιγμή η έλλειψη στοιχείων, αντί να βαρύνει τις αστυνομικές αρχές, καθίσταται επιβαρυντική περίσταση για το θύμα». 

Σε αντίστοιχο πλαίσιο κινείται και η άποψη του Κωστή Παπαϊωάννου, συντονιστή του Δικτύου: «Ένα στοιχείο που είναι πάγιο αίτημα των διεθνών οργανισμών προς τη χώρα είναι ο τερματισμός της ατιμωρησίας για την ρατσιστική βία και την αστυνομική βία. Η τροπολογία αυτή κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, καθώς θεσμοθετεί την ατιμωρησία των αστυνομικών οργάνων για πράξεις ρατσιστικής βίας».