Ο Σάκης Φράγκος έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί από την 25ετή πορεία του στον χώρο της μουσικής και της heavy metal σκηνής, όπως τις έζησε σε εκπομπές στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, σε περιοδικά, website, συναυλίες και DJ set. Ανέκαθεν του άρεσε να ακούει μουσική και μέχρι κάποια ηλικία, να παίζει. «Ξεκίνησα να ακούω heavy metal μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό μου, σε αρκετά μικρή ηλικία, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ο καθένας, με τα δικά του ερεθίσματα και παρέες, έφερνε ολοένα και περισσότερο υλικό στο σπίτι, κάνοντας το λεγόμενο “tape trading”. Αργότερα, αγόραζα συνεχώς κασέτες, δίσκους και CD και τα έκρυβα στην είσοδο του σπιτιού για να μη βλέπουν οι γονείς μου ότι όλο το χαρτζιλίκι μου, το ξόδευα σε δίσκους», θυμάται ο Σάκης.
«Είναι εκπληκτικό το πόσα συναισθήματα μπορεί να σου δημιουργήσει το heavy metal», αναφέρει ο Φράγκος. Αυτό είναι που λάτρεψε σ’ αυτή τη μουσική από την πρώτη στιγμή. Τον ρωτάω τι είναι heavy metal κουλτούρα. «Θα σου πω τι δεν είναι. Δεν είναι η παλαιομοδίτικη νοοτροπία του τρίπτυχου “sex, drugs & rock n’ roll”. Δεν είναι η άρνηση των πάντων, αλλά η κριτική σκέψη σε οτιδήποτε συμβαίνει ή μας επιβάλλεται. Είναι να μην είσαι συμβατικός, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι απαραίτητα πρέπει να είσαι περιθωριακός. Το ότι μπορείς να φοράς μία ζώνη με καρφιά, ένα μπουφάν με ραφτά (battle vest) και να κάνεις moshpit και wall of death στις συναυλίες ή headbanging. Δεν πρέπει να σε καθιστά κάφρο και άξεστο στην κοινωνική/κανονική σου ζωή», απαντάει. Σύμφωνα με τον ίδιο, έχουμε αρχίσει να ξεφεύγουμε από το στερεότυπο του μεταλλά της δεκαετίας του ’80, «του ναρκομανή, του χούλιγκαν, του δακτυλοδεικτούμενου, που ήταν το “μίασμα της κοινωνίας”». «Δεν θα ήθελα όλο αυτό το κίνημα να γίνει πλήρως αποδεκτό, διότι θα σημαίνει ότι έχει χάσει το “edge” του, την ακρότητά του. Διότι το heavy metal είναι ακραία μουσική κι αυτό δεν θα αλλάξει», συμπληρώνει.
Videos by VICE
Η βασική ενασχόληση του Σάκη Φράγκου είναι το διαδικτυακό Rock Hard, ένα από τα παλιότερα franchise στον κόσμο, που φέτος τον Ιούνιο κλείνει 15 χρόνια ζωής στην Ελλάδα. «Από συντάκτης, έγινα αρχισυντάκτης, διευθυντής και τελικά εκδότης/ιδιοκτήτης ενός από τα μεγαλύτερα heavy metal franchise του κόσμου», μας λέει. Μέχρι να φτάσει εκεί όμως, είχε ήδη πολλές εμπειρίες και από άλλα Μέσα. «Λίγο μετά τα 20 μου, ύστερα από υπερκόπωση, έλαβα ιατρική εντολή να αλλάξω τρόπο ζωής και να κάνω πράγματα που μου αρέσουν. Τότε, βρέθηκα με έναν άνθρωπο που ξεκινούσε έναν τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό στα νότια προάστια, τον Silver FM. Πάντα με σαγήνευε το ραδιόφωνο, οπότε του ζήτησα να δοκιμάσω και βρέθηκα με τρεις εκπομπές την εβδομάδα», αναφέρει ο Φράγκος.
Τα μπινελίκια που ακούστηκαν στον αέρα επειδή νόμιζε ότι το μικρόφωνο ήταν κλειστό δεν ήταν λίγα, ούτε οι περίεργοι τύποι που έβγαιναν σε live γραμμές. «Όταν ξεκινούσα, είχε έρθει ένας παπάς και χτυπούσε την πόρτα του σταθμού με τη μαγκούρα του, την ώρα που είχα εκπομπή, ουρλιάζοντας ότι ωθούσαμε την εγγονή του στον Σατανά με τη μουσική που παίζαμε. Aποφασίσαμε να παραμείνουμε σιωπηλοί και να περιμένουμε να αποχωρήσει ήσυχα», θυμάται. Όμως, δεν ήταν αυτό το μοναδικό σουρεάλ σκηνικό που συνέβη εν ώρα της ραδιοφωνικής του εκπομπής. «Μια φορά, που έκανα εκπομπή με τον Δημήτρη Σειρηνάκη, είχαν μπει μέσα στο στούντιο κότες και κοκόρια και άρχιζαν να κακαρίζουν. Στον κόσμο είπαμε ότι βάζαμε εφέ. Και πάνω που διώξαμε τα ζωντανά για να συνεχίσουμε την εκπομπή, το ένα μικρόφωνο δεν λειτουργούσε, επειδή είχε μπει κι ένα κουνέλι και είχε μασουλήσει το καλώδιο», λέει ο Σάκης χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για το πώς βρέθηκαν να κάνουν εκπομπή σε «κοτέτσι».
Το 1995, όπως αναφέρει ο ίδιος, ξεκίνησε η «χιονοστιβάδα» που έφερνε στη ζωή του ανθρώπους, μακροχρόνιες σχέσεις και νέες συνεργασίες. Σε αυτό κύριο ρόλο έπαιξε η αγάπη του για τη μουσική και το γράψιμο. «Γνωρίστηκα με ανθρώπους που ήταν σε περιοδικά και συνεργάστηκα με το Metal Invader από το δεύτερο τεύχος του. Λίγο αργότερα, ανέλαβα κάποιες βραδιές σε μαγαζιά, κάνοντας εξειδικευμένα heavy metal DJ set». Ο Σάκης έχει παίξει από υπόγες στα Εξάρχεια και τα μεγαλύτερα rock/metal μαγαζιά έως το Rockwave Festival.
«Σχεδόν κάθε βράδυ, υπήρχε κι ένα ευτράπελο», σχολιάζει ο Σάκης. «Το πιο συνηθισμένο, ήταν να σου ζητάνε ποτό ή μπίρα. Εξίσου συνηθισμένο είναι να σου συμπεριφέρονται με αγένεια, λες και είσαι Juke box. Πλέον, το να έρθει κάποιος σε μεταλλάδικο και να ζητήσει Στράτο Διονυσίου αργά το βράδυ, δεν μου κάνει εντύπωση», αστειεύεται.
«Κάποια στιγμή, έβαζα μουσική και τριγύρω μου είχα κεριά, για να φτιάξει το μαγαζί ατμόσφαιρα. Μια γλυκύτατη κοπέλα με πολύ μακρύ μαλλί που είχε διάφορα χρώματα στις απολήξεις του, με πλησιάζει για να μου ζητήσει ένα τραγούδι. Αν θυμάμαι καλά ήταν το “Genesis”. Μέχρι να μου εξηγήσει ποιο κομμάτι ήθελε, είχαν αρπάξει φωτιά τα μαλλιά της κι εγώ της έλεγα “κοπελιά καίγεσαι!”, ενώ εκείνη μου έλεγε “όχι, άλλο κομμάτι είναι”. Ευτυχώς το σώσαμε και κάηκε μόνο μία μεγάλη τούφα», θυμάται ο Φράγκος και μιλάει για άλλον έναν θαμώνα που προσπάθησε να κάνει «παραγγελιά» με άδοξο τρόπο, παίζοντας με τα χέρια του στον αέρα κιθάρα για του εξηγήσει το κομμάτι.
Από το 2005 μέχρι το 2010, ο Σάκης Φράγκος εξέδιδε μαζί με τον Δημήτρη Σειρηνάκη το περιοδικό Rock Hard και όπως λέει, «η ιστορία του Rock Hard, είναι μία ακόμη ιστορία οπαδισμού – αγαπημένη λέξη στο heavy metal». Το πρώτο τεύχος τους κυκλοφόρησε την ημέρα των γενεθλίων του Σάκη, 21 Ιουνίου 2005. «Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, όντας σε ηλικία 31 ετών, πήραμε από κοινού με τον Δημήτρη Σειρηνάκη την απόφαση να ανοίξουμε εκδοτική εταιρία και να βγάλουμε μόνοι μας το περιοδικό, παίρνοντας ένα ανήκουστο για την εποχή ρίσκο. Χωρίς τη συμβολή της ΣΕΛΚΑ-4Μ και του Κώστα Σελλούντου, τίποτα δεν θα γινόταν πραγματικότητα», τονίζει. Τον ρωτάω για την καθημερινότητά του τότε. «Άγχος, deadline και δουλειά, σε σημείο που μέχρι να παντρευτώ, έμενα μέσα στο γραφείο, έχοντας βάλει ένα κρεβάτι στο πίσω μέρος του, για να μην χάνω χρόνο. Όταν φτάναμε στις ημέρες που έπρεπε να στείλουμε το τεύχος για τύπωμα, συνειδητοποιούσα ότι πήγαινα για ύπνο την επόμενη μέρα το μεσημέρι, έχοντας κλείσει πάνω από 24 συνεχόμενες ώρες εργασίας, έχοντας άπειρες ευθύνες. Παράλληλα, είχα τα δικά μου γραψίματα, μέρος της διαφήμισης, ραδιόφωνο, τηλεόραση (αρχισυνταξία στο “Headbanger’sBall” στο MTV), DJ set – η ημέρα έπρεπε να είχε γύρω στις 40 ώρες για να μπορέσουν να γίνουν όλα», απαντάει.
Φυσικό και επόμενο να τον ρωτήσω ποιο είναι το αγαπημένο του τεύχος. «Είναι ένα ειδικό τεύχος που βγάλαμε στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 2008, αποκλειστικά για τους Metallica και το νέο τους –τότε- άλμπουμ, το “Deathmagnetic”. Πάρα πολλοί συντάκτες εργάστηκαν πυρετωδώς για να βγει όσο πιο πλήρες γινόταν. Εκείνο το καλοκαίρι προσπάθησα με δυσκολία να βρω κάθε άνθρωπο που σχετιζόταν με τους Metallica και να του κάνω συνέντευξη, μιλώντας με Αμερική στο τηλέφωνο για ώρες. Βρήκα τον τύπο που είχε δανείσει την ακουστική του κιθάρα για να ηχογραφήσουν το “Fight fire with fire”, τον άνθρωπο που είχε δανείσει χρήματα στον Lars Ulrich ώστε να πάρει μέρος στην πρώτη συλλογή που εμφανίστηκε ποτέ το όνομα του γκρουπ, παλιούς τους φωτογράφους, τον άνθρωπο από τον οποίο “έκλεψαν” το όνομα του σχήματος και άλλους. Βρήκα ακόμα και ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό από κάποιους, οι οποίοι μας βοήθησαν αφιλοκερδώς και τους ευχαριστώ». Όπως λέει ο Σάκης, το συγκεκριμένο τεύχος βγήκε με τα τέσσερα διαφορετικά εξώφυλλα. «Ακόμη και σήμερα μας ζητούν τεύχος με εξώφυλλο που δεν μπόρεσαν να το βρουν στο περίπτερο. Ήταν το bestseller μας, όμως ακόμα και δύο τεύχη να πουλούσε, πάλι θα ήταν το αγαπημένο μου», συμπληρώνει.
«Αποφασίσαμε να κλείσουμε το έντυπο όντας οικονομικά υγιείς, σε περίοδο που πουλούσε περισσότερα αντίτυπα από πολλά έντυπα που κυκλοφορούν σήμερα στα περίπτερα. Διαπιστώσαμε ότι το μέλλον ήταν δυσοίωνο στην μουσική βιομηχανία και θα αντιμετωπίζαμε, λίγα χρόνια αργότερα, πρόβλημα επιβίωσης. Αυτή νομίζω πως ήταν η πιο σοφή επαγγελματική απόφαση που έχω πάρει στη ζωή μου», αναφέρει ο Φράγκος. «Αν υπήρχε από πίσω κάποιος μεγιστάνας, που διέθετε χρήμα για να βγει το τεύχος, απαλλάσσοντάς με από το εταιρικό/οικονομικό κομμάτι που ήταν τεράστιο, τότε θα άλλαζε το πράγμα», λέει.
Ουσιαστικά, το rockhard.gr είναι η συνέχεια, η προέκταση του εντύπου. «Και τώρα δουλεύω πάλι πολλές ώρες κάθε μέρα, όμως δεν υπάρχουν οι παράγοντες του αυστηρού deadline και το οικονομικό κομμάτι», λέει ο Σάκης. «Τηρούμε όλες τις αρχές που είχαμε και στο έντυπο, με την πιο βασική να είναι ότι υπερτερεί την ποιότητα, έναντι της ποσότητας. Προτιμάμε να ανεβάζουμε λιγότερα αλλά πιο εμπεριστατωμένα θέματα, με μοναδικό περιεχόμενο και όχι αντιγραφές ή αναδημοσιεύσεις ξένων κειμένων, μόνο και μόνο για να πάρουμε κάποιο κλικ», τονίζει. Η συντακτική ομάδα του διαδικτυακού Rock Hard, αποτελείται από περισσότερα από 30 παιδιά, πολλά από τα οποία συμμετέχουν εδώ και 15 – 20 χρόνια. «Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή να συνεργάζομαι με ανθρώπους όπως ο Δημήτρης Σειρηνάκης, ο Στέλιος Μπασμπαγιάννης ή ο Γιώργος Κουκουλάκης, τους οποίους θεωρώ οικογένειά μου, και πολλά ακόμη παιδιά, όπως ο Κώστας Αλατάς, ο Γιάννης Παπαευθυμίου, ο Φραγκίσκος Σαμοΐλης, ο Σάκης Νίκας, ο Γιώργος Κόης, ο Λευτέρης Τσουρέας και άλλοι. Δεν εξαιρώ τα παιδιά που ήρθαν τα τελευταία χρόνια, μέχρι και πριν μερικούς μήνες», συμπληρώνει.
Σε ό,τι αφορά τα σχέδιά τους για το μέλλον, αυτά είναι περισσότερα κείμενα, ξεχωριστές στήλες και event. «Το Rock Hard είναι ένας ζωντανός οργανισμός και δεν διστάζουμε να σταματήσουμε κάτι που μπορεί να μην τραβάει, ώστε να κάνουμε κάτι άλλο. Τα χρόνια του εντύπου ήμουν συνδρομητής σε τουλάχιστον 20 ξένα έντυπα και σε κάθε ταξίδι μου σε κάθε πιθανή και απίθανη χώρα, αγόραζα σύσσωμο τον rock Τύπο της, ώστε να ανοίξω τους ορίζοντές μου και να βρω ιδέες που θα μπορούσα να προσαρμόσω στο ελληνικό Rock Hard. Τώρα, με το ηλεκτρονικό Rock Hard, τα πράγματα μπορεί να φαίνονται πιο εύκολα, όμως στην πραγματικότητα είναι πάρα πολύ δύσκολο να βρεις να κάνεις διαφορετικά πράγματα από αυτά που γίνονται γενικώς. Όμως, νομίζω ότι έχουμε καταφέρει εδώ και πολλά χρόνια, να είμαστε leaders not followers», απαντά.
Εκτός από το διαδικτυακό περιοδικό, ο Σάκης ασχολείται με τις συναυλίες τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια και έχει δει πολλά. Από καλλιτέχνη με corpse paint στο πρόσωπο, να περιμένει ταξί έξω από το venue και να παραπονιέται που δεν τον παίρνει κανείς ταξιτζής, μέχρι περίεργες απαιτήσεις για “stageshow” με μοσχαροκεφαλές, γουρουνοκεφαλές και γενικότερα, ωμά κρέατα. «Φανταστείτε συγκρότημα το οποίο βάφτηκε στο ξενοδοχείο του, να κατεβαίνει με τις “αρματωσιές” περνώντας από συνέδριο γιατρών ή συγκροτήματα που άργησαν να φτάσουν στην Αθήνα για το live, επειδή είχαν σταματήσει με το tour bus στον δρόμο να φάνε σουβλάκια», θυμάται ο Σάκης.
«Από τις συναυλίες που έχω διοργανώσει, το highlight των συναυλιών, είναι το δωρεάν, μυστικό, ακουστικό show των Blind Guardian, τον Μάιο του 2010, για τα δέκα χρόνια του Rock Hard. Ένα γκρουπ τεράστιου βεληνεκούς δέχτηκε να παίξει εντελώς δωρεάν, έστω και για λίγη ώρα, μπροστά σε 20 νικητές διαγωνισμού και τους συντάκτες του Rock Hard, κάτι που αποτελεί υπέρτατη τιμή κι έθεσε πάρα πολύ υψηλά τον πήχη των εκδηλώσεων που μπορούμε να κάνουμε, αφού πλέον, νομίζω ότι πάρα πολύ δύσκολα μπορούμε να κάνουμε κάτι που να το ξεπεράσει», λέει ο Σάκης. Βέβαια, όλα αυτά έγιναν ύστερα από το release party μας, που είχε γίνει σε συνεργασία με τη Venerate Industries , όπου είχαμε φέρει στο Gagarin 205, για πρώτη φορά την χώρα μας, τους θρυλικούς Mastodon, με παρόντες τους ανθρώπους του Γερμανικού Rock Hard.
Υπάρχει όμως άλλη μία συναυλία που ξεχωρίζει για εκείνον. Την πρώτη συναυλία των Shadow Gallery. «Δεν είχε να κάνει μόνο με το μουσικό κομμάτι της διοργάνωσης, αλλά κυρίως με το γεγονός ότι ενώ ουσιαστικά είχα αποφασίσει να αποσυρθώ επαγγελματικά/δημοσιογραφικά από την μουσική βιομηχανία, όντας εντελώς απογοητευμένος», εξομολογείται. «Συναναστρεφόμενος με τόσο θετικούς ανθρώπους και παρακολουθώντας ζωντανά τη μουσική τους, αυτό το γεγονός μ’ έκανε να αναθεωρήσω τις απόψεις μου, να ξαναθυμηθώ τι ήταν αυτό που με έκανε να λατρέψω το heavy metal και την μουσική δημοσιογραφία και να αναθεωρήσω πλήρως την άποψή μου για “απόσυρση”», καταλήγει ο Σάκης και επιβεβαιώνει πώς η μουσική έχει τεράστια δύναμη.
Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που έχει γνωρίσει ο Φράγκος είναι και ο Jon Oliva. «Είναι ο καλλιτέχνης που έχω δει να κάνει τη μεγαλύτερη κραιπάλη και τελικά να είναι αυτός που ξύπνησε τους υπόλοιπους για να πάνε στο αεροδρόμιο», αναφέρει. «Σε ό,τι αφορά σε άλλες προσωπικότητες, που έχει τύχει να γνωρίσω, να κάνω συνέντευξη ή να φέρω για συναυλία, πάρα πολλούς γνωστούς και μεγάλους μουσικούς, με τους οποίους είχα επαγγελματική αλλά και οπαδική επαφή. Η οπαδική επαφή, είναι κάτι το διαφορετικό. Όταν βρεις έναν καλλιτέχνη μετά από μία συναυλία και πας να του πεις πόσο τον θαυμάζεις, έστω κι ελάχιστα επαγγελματίας να είναι, θα είναι ευγενικός, ευπροσήγορος και πολύ φιλικός. Αντίθετα, αν του κάνεις συνέντευξη και τον ρωτήσεις κάτι που δεν του αρέσει, όταν του κάνεις κάποια συναυλία κι έχεις οικονομική συναλλαγή μαζί του κ.ο.κ. πολλές φορές θα δεις άλλον άνθρωπο από αυτόν που θαυμάζεις στην σκηνή και πιθανότατα να αλλάξει άρδην η γνώμη σου. Έχοντας πάθει αυτό το πράγμα αρκετές φορές, μπορώ να πω ότι εκτιμώ βαθύτατα πολλούς μουσικούς για όσα έχουν προσφέρει, αλλά μάλλον θα προτιμούσα να μην τους γνώριζα από κοντά».
Τον ρωτάω για τους Έλληνες καλλιτέχνες που έχει ξεχωρίσει. «Η ελληνική σκηνή, έχει σκαρφαλώσει επίπεδα, αλματωδώς την τελευταία δεκαετία, καταφέρνοντας να με εντυπωσιάζει ευχάριστα με την ποιότητά της και τις διεθνείς επιτυχίες της. Παρόλα αυτά, θεωρώ ότι κάποιες παθογένειες του παρελθόντος, δεν τις έχει αποβάλλει. Ωστόσο, απολαμβάνω πολλά ελληνικά σχήματα και χαίρομαι από την καρδιά μου για την σπουδαία τους πορεία. Ενδεικτικά και χωρίς καμία απολύτως σειρά, θα μπορούσα να αναφέρω γκρουπ όπως Rotting Christ, Firewind, Innerwish, Septicflesh, Nightfall, Suicidal Angels, Sixfornine, Need, Caelestia, SlTheory, Evil Within, Amken και Beggars», καταλήγει.
Ακολούθησε το Rock Hard στο Facebook και στο Instagram για να μαθαίνεις όλα τα νέα της ομάδας.
Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.
Περισσότερα από το VICE
Τα Πρώτα Τατουάζ Μετά την Καραντίνα Ξεκίνησαν και Φωτογραφίσαμε Μερικά
Ο Έβρος Είναι η Αφορμή για να Ακούσεις Ιστορίες Ανθρώπων Ξεχνώντας Ό,τι Ήξερες για Αυτούς
«Μας Έκλεισαν Πρώτους και μας Ανοίγουν Τελευταίους»