Τα δάχτυλά μου έχουν ποτίσει μπλε μελάνι και ιδρώτα. Μπροστά μου έχω τρεις τετρασέλιδες κόλλες μεγέθους A4 που ξεχειλίζουν από ελληνική ιστορία. Σημειώσεις, διαγραφές, αστερίσκοι, βελάκια προσπαθούν να βάλουν σε τάξη ένα γραπτό που «ουρλιάζει» ότι αυτός που το έγραψε έχει πεθάνει από το άγχος των εξετάσεων. Η νευρικότητα και το ασταμάτητο γράψιμο κάνουν τα γράμματα να φαίνονται σαν να είναι «βγαλμένα από συνταγή γιατρού». Έτσι μου έλεγε αστειευόμενη η κυρία Ιωάννα, η φιλόλογος που στα τρία χρόνια του Λυκείου με μάθαινε να σκέφτομαι και να γράφω, για να δώσω Πανελλαδικές και να μπω στο Πανεπιστήμιο. «Όταν μεγαλώσεις, να διαβάζεις για να μπεις στο πανεπιστήμιο και να προκόψεις. Ο πατέρας σου δεν έπαιρνε από γράμματα και τώρα δουλεύει στο κρύο και τη βροχή», θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει ξανά και ξανά από τότε που πήγαινα δημοτικό.
Εδώ είμαστε λοιπόν, μέσα στη μάχη των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Η 21η Μαΐου 2010 έχει ξημερώσει ηλιόλουστη. Το Λύκειό μου βρίσκεται στα Μεσόγεια, πάνω σε ένα πυκνόφυτο λόφο, περιτρυγιρισμένο από πεύκα. Έτσι δεν είναι περίεργο που, αν και μεσημεράκι, το αεράκι που έρχεται από τα ανοιχτά παράθυρα διατηρεί την αίθουσα δροσερή. Κοιτάζω από το παράθυρο και βλέπω το γήπεδο του βόλεϊ, εκεί όπου παίζαμε την ώρα της γυμναστικής.
Videos by VICE
«Έχετε ακόμη δέκα λεπτά», είπε ένας από τους επιτηρητές και με επανέφερε στο γραπτό μου. Ξεκινάω με τον τελευταίο έλεγχο των απαντήσεων. Τρικούπης, Βενιζέλος, Εθνικός Διχασμός, Μεγάλη Ιδέα, Μικρασιατική Καταστροφή, Τράπεζα της Ελλάδος. Το μυαλό μου έχει γίνει χυλός και οι λέξεις περνούν χωρίς να τις πολυκαταλαβαίνω.
Αν μπορούσα να επιλέξω τι τύπος μαθητή ήμουν, θα ήθελα να είμαι σαν τον κολλητό μου, όχι σαν εμένα.
Όπως σε όλα τα πανελλαδικά μαθήματα, έτσι και στην Ιστορία, έχω σχεδόν εξαντλήσει την τρίωρη διάρκεια των εξετάσεων. Στην αίθουσα έχουν απομείνει οι δύο επιτηρητές, που σκυλοβαριούνται και κάθε λίγο λένε κάτι μεταξύ τους για να χαζογελάσουν και να σπάσουν τη μονοτονία. Στην άλλη άκρη της τάξης βρίσκεται ο Μάριος, που ενώ έχει παραδώσει την κόλλα του εδώ και κάνα τέταρτο, είναι υποχρεωμένος βάσει κανονισμού να παραμείνει στην αίθουσα, ώστε οι επιτηρητές να μη «σφυρίξουν» απαντήσεις στον τελευταίο μαθητή, δηλαδή εμένα. Ο συμμαθητής μου, που βρέθηκε στη θεωρητική κατεύθυνση επειδή κατά ομολογία του δεν γούσταρε τη θετική και την τεχνολογική, με κοιτάει μέσα στη βαρεμάρα, έχοντας μισοξαπλώσει στο θρανίο με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο αριστερό του χέρι. Σχεδόν τον ακούω να λέει από μέσα του: «Ρε παλιοφυτό, ρε γλείφτη της θεωρητικής κατεύθυνσης, δώσε την κόλλα σου να πάμε στην πλατεία για κανένα καφέ. Ήθελα να ήξερα τι γράφεις τόση ώρα. Την ιστορία της ζωής σου γράφεις;». Εκτός από το γεγονός ότι του στερούσα τον φραπέ, ο Μάριος με είχε από καιρό στην μπούκα, επειδή ως σπαστικός απουσιολόγος δεν του είχα χαρίσει ούτε μία απουσία όταν έκανε κοπάνα την τελευταία ώρα.
Διαβάστε: Κραιπάλες, Καφρίλες και Σεξ στις Πενταήμερες των Nineties στην Ελλάδα
Δυστυχώς για τον Μάριο, τότε ήμουν πράγματι ο ορισμός του φυτού και δεν άφηνα τον εαυτό μου να αποσπαστεί από «εφηβικές τρέλες» και «τεντιμποϊσμούς». Έπρεπε να ελέγξω τα πάντα – δύο, τρεις και τέσσερις φορές, κάτι το οποίο δεν πρόλαβα εκείνη την ημέρα. «Τέλος χρόνου, πρέπει να παραδώσετε τις κόλλες σας», είπε λίγο αργότερα ο επιτηρητής. Είχα προλάβει να τσεκάρω όλες τις απαντήσεις μου, εκτός από το τελευταίο υποερώτημα της πρώτης ιστορικής πηγής. Την κόλλα, μου την πήραν σχεδόν μέσα από τα χέρια. «Καλά αποτελέσματα και μην αγχώνεστε τόσο, υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή από τις εξετάσεις», είπε με ένα συγκαταβατικό μειδίαμα η επιτηρήτρια την ώρα που διέγραφε όσες σελίδες από τις κόλλες είχαν μείνει άδειες.
Καθώς βγαίνω με τον Μάριο από την αίθουσα, μία φλασιά περνάει από το ζαλισμένο κεφάλι μου. Γουρλώνω τα μάτια μου.
«Τι έπαθες ρε μαλάκα», με ρώτησε ο Μάριος.
«Ρε μαλάκα, ξέχασα να βάλω την τελευταία παράγραφο στην πηγή για τους πρόσφυγες», στη σελίδα 161, πάνω από το κεφάλαιο για την Ελληνοτουρκική Προσέγγιση. Θυμάσαι;», απάντησα.
«Σιγά ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι; Δεν θα γράψεις 20, θα γράψεις 19,9. Άραξε, τι να πούμε και εμείς;»
Ο Μάριος έλεγε τα γνωστά χαλαρά του -τα οποία τελικά ήταν πολύ σωστά και σήμερα αναπολώ με νοσταλγία- όμως εγώ εκείνη τη στιγμή είχα χάσει το μυαλό μου. Ήμουν λυπημένος, νευριασμένος, έξαλλος μαζί με «τον μαλάκα τον εαυτό μου», που διάβασα αυτήν την άτιμη την παράγραφο πάνω από 200 φορές σε εννέα μήνες, για να την ξεχάσω και να μην τη βάλω στο χαρτί που θα με έβαζε στο πανεπιστήμιο. Θυμάμαι ότι για μία στιγμή στη ζωή μου, εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα να πέσω από τον πρώτο όροφο του σχολείου. Μετά το σκέφτηκα ξανά, ήταν πολύ χαμηλά αν ήθελα πραγματικά να αυτοκτονήσω. Δεν άξιζε κιόλας για ένα λάθος.
Διαβάστε ακόμα: Οι Μαθητές Φτύνουν τις Πανελλήνιες
Για αυτές τις τρεις κωλογραμμές, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα στα γεμάτα ακμή μάγουλά μου. Έτρεξα κυριολεκτικά στην καθηγήτρια ιστορίας για να της διηγηθώ το δράμα μου. Εκείνη προσπάθησε να με κουλάρει. «Ρε συ, ένα μόριο στα 100 πιάνει αυτό, είσαι τρελός; Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε και οι παντρεμένες», μου είπε προσπαθώντας να αποδραματοποιήσει την κατάσταση.
Ένα ακόμη λάθος που ακολούθησε στο μάθημα των Λατινικών, έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η καθηγήτριά μου, μου είχε μάθει λανθασμένα μία μετατροπή πρότασης από ενεργητική σε παθητική φωνή. Κάτι το οποίο μου είχε μάλιστα αποκρύψει όταν της είπα πώς έκανα τη μετατροπή:
«Κυρία Αθηνά, μου είπατε ότι η μετατροπή γίνεται έτσι, αλλά μία καθηγήτρια στο σχολείο μου είπε ότι είναι λάθος και γίνεται αλλιώς», της είπα.
«Ναι, ξέρεις, τελικά δεν το πιάνουν σωστό έτσι», απάντησε με πνιχτή φωνή.
Μη μου λες ότι δεν το πιάνουν σωστό, πες μου ότι απλώς έκανες ΛΑΘΟΣ. Αυτό ήθελα να της πω, αλλά δεν το ξεστόμισα ποτέ.
Αυτά τα -τραγικά τότε, κωμικά σήμερα- συμβάντα μου έφερναν εφιάλτες για δύο μήνες, ώσπου να βγουν τα αποτελέσματα. Παραμιλούσα μέσα στον ύπνο μου και ξυπνούσα με τον τρόμο ότι είχα ξεχάσει να απαντήσω σε ολόκληρες ερωτήσεις στην ιστορία και τη λογοτεχνία, ότι είχα μπερδευτεί στα λατινικά και είχα γράψει το ουσιαστικό στον ενικό και όχι στον πληθυντικό αριθμό που τελικά ζητούσε η άσκηση. Έβλεπα στον ύπνο μου ότι είχα γράψει κάτω από τη βάση και δεν είχα περάσει πουθενά.
Οι εμμονές και τα ψυχολογικά βασανιστήρια στα οποία με υπέβαλλα -παρά την πολύ κουλ προσέγγιση των γονιών μου στο θέμα των Πανελληνίων- δεν ήταν κάτι καινούριο. Ήταν μέρος της καθημερινότητάς μου για χρόνια, το μαθητικό τίμημα με το οποίο είχα αποφασίσει να ζω για μία και μόνη λέξη: Νομική.
Για τη Νομική, δεν πήγαινα στα πάρτι, δεν έπαιζα Pro, δεν μιλούσα για «γκόμενες». Σταμάτησα τη μουσική.
Γι’ αυτήν τη λέξη, διάβαζα ώρες επί ωρών από τα χρόνια του Γυμνασίου. Έβαλα γυαλιά επειδή χάλασα τα μάτια μου με το βραδινό διάβασμα. Ακύρωνα καφέδες με τους φίλους μου. Δεν πήγαινα στις μαζώξεις και τα πάρτι που έκαναν σε σπίτια για να παίξουν Pro Evolution και να μιλήσουν για «γκόμενες». Σταμάτησα τη μουσική. Σταμάτησα το Football Manager. Σούβλιζα αρνί και στόλιζα δέντρο με ένα βιβλίο στο χέρι. Αναγκαζόμουν για ώρες να διαβάσω με ένα μικρό κεράκι που ίσα που φώτιζε τη σελίδα με τα δευτερόκλιτα επίθετα της αρχαίας ελληνικής, μιας και το σπίτι μου ήταν σε μία απομακρυσμένη περιοχή του Υμηττού και συχνά δεν είχαμε ρεύμα τα βράδια. Δεν σήκωνα κεφάλι μέχρι τις δύο ή τρεις το πρωί. Μάλιστα, πολλά βράδια αναγκαζόμουν να πηγαίνω και να διαβάζω στο μπάνιο, αφού μοιραζόμουν το δωμάτιο με τον αδερφό μου και συχνά διαμαρτυρόταν ότι το φως και η απ’ έξω ανάγνωση των μαθημάτων, δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Με το δίκιο του.
Σε αυτά τα χρόνια, είχα κάνει μία συμφωνία με τον εαυτό μου. Είχα αποφασίσει να ενστερνιστώ τα «πρέπει» που μου έθετε ο κοινωνικός θεσμός του σχολείου, για να κερδίσω το αντάλλαγμα, δηλαδή την πανεπιστημιακή σχολή που επιθυμούσα και την κοινωνική αποδοχή. Από την άλλη πλευρά, το να τελειώνω μία τάξη με 19,9 και να είμαι σημαιοφόρος -το οποίο, ναι, απολάμβανα ιδιαίτερα- σήμαινε ότι έπρεπε να αποδεχθώ πως θα είμαι βαρετός και μονοδιάστατος για τους άλλους και ότι θα δεχόμουν στοϊκά χαρακτηρισμούς όπως «γλειφτρόνι» και «φύτουκλας». Για πολλούς δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από «έναν ηλίθιο απουσιολόγο που μας ταράζει στις απουσίες και μας τα πρήζει σηκώνοντας το χέρι του συνέχεια στην τάξη». Δεν ήμουν ο γαμάτος τύπος στην τάξη που άρεσε στις ωραίες και τους ωραίους του σχολείου. Η αποδοχή στα μαθήματα, αυτόματα με απέκλειε από την αποδοχή μίας μεγάλης μερίδας των συμμαθητών μου.
«Καλημέρα, έτσι όπως τα υπολόγισα, νομίζω ότι πέρασες»
Σε όλα αυτά δεν έπρεπε να δίνω σημασία. Έπρεπε να σκεφτώ αν η γενική πτώση που είχα μπροστά μου ήταν γενική κτητική ή γενική διαιρετική. Ότι ο Βενιζέλος ήταν σούπερ πολιτικός για την Ελλάδα. Ότι η περίληψη δεν έπρεπε ποτέ να ξεπεράσει τις 120 λέξεις.
Ανάμεσα στα δύο άκρα -εκείνο του εμμονικά καλού μαθητή και εκείνου που βλέπει παντού «φυτά»- βρισκόταν ο κολλητός μου. Ο Κωστής ήταν ο τύπος με τον οποίο η κλασική Ελληνίδα μάνα σού έλεγε να κάνεις παρέα, «γιατί είναι καλής πάστας παιδί». Με τον Κωστή καθόμασταν στο ίδιο θρανίο και η μεγαλύτερη διαφορά μας ήταν ότι αυτός υποστήριζε τον «γαύρο», ενώ εγώ ήμουν «βάζελος». Δεν μοιραστήκαμε ποτέ την ίδια κατεύθυνση, καθώς ήταν «σκληρός θετικός» που γούσταρε ολοκληρώματα και απόλυτες τιμές. Αυτό που σήμερα καταλαβαίνω επιστρέφοντας στο γεμάτο μουτζούρες κοινό μας θρανίο, είναι πως ήταν πιο ισορροπημένος από εμένα. Είχε βρει τον τρόπο να βρίσκεται στην αριστοτελική μεσότητα που μαθαίναμε στη θεωρητική κατεύθυνση, στη χρυσή τομή μεταξύ του διαβάσματος και της εφηβικής του ηλικίας. Αν σήμερα μπορούσα να επιλέξω τι τύπος μαθητή ήμουν, θα ήθελα να είμαι σαν τον κολλητό μου, όχι ο μαθητής που με τόσο πάθος υπήρξα.
Διαβάστε ακόμα: Ζητήσαμε από μία Ψυχολόγο να μας Αναλύσει το Φαινόμενο «Ελληνίδα Μάνα»
Γιατί; Είναι απλό. Οι Πανελλαδικές δεν είναι μία τραγωδία και ο καλύτερος τρόπος για να τις προσεγγίσεις είναι να τις αποδραματοποιήσεις. Όταν κάνεις πατάτα, γελάς, όπως έκανε ο κολλητός μου. Δεν βάζεις τα κλάματα, όπως έκανα εγώ.
Στο καλοκαίρι της αναμονής για τα αποτελέσματα, με τον Κωστή περάσαμε άπειρες ώρες στο τηλέφωνο υπολογίζοντας σε εφαρμογές πόσα μόρια θα μπορούσαμε να είχαμε βγάλει, βασιζόμενοι σε υπολογισμούς βαθμών που πιστεύαμε ότι είχαμε πάρει σε κάθε μάθημα. Πες ότι έχω γράψει 18,4 Ιστορία και 19 Λατινικά, βάλε και ένα 17 στην Έκθεση και ένα 20 στη Βιολογία, παπαγαλία ήταν, δεν μπορεί να έχω χάσει κάτι. Αυτά, σε συνδυασμό με ένα αξιοπρεπές 16 στη Λογοτεχνία και ένα παλικαρίσιο 18 στα Αρχαία, μας πάνε στα 18.600 μόρια. Αλλάζαμε βαθμούς, ξανά υπολογισμοί, νέα σενάρια, νέες βασανιστικές σκέψεις. Σενάρια, σενάρια, σενάρια.
Το φάγωμα των νυχιών τελείωσε από ένα μήνυμα που έλαβα ένα πρωϊνό του Ιούλη.
«Καλημέρα, έτσι όπως τα υπολόγισα, νομίζω ότι πέρασες», μου έγραφε η καθηγήτρια της Ιστορίας. Είναι συγκλονιστικό πώς μπορείς να πεταχτείς από το κρεβάτι όταν είσαι ενθουσιασμένος. Ντύθηκα γρήγορα, έφτιαξα φραπέ και άρχισα να κατηφορίζω τρέχοντας τον δρόμο που οδηγούσε στο σχολείο.
19.190 μόρια.
Συγχαρητήρια, φιλιά, φιρμάνι της υπερήφανης γιαγιάς στη γειτονιά, όλα υπέροχα.
Έπιασα Νομική.
Όμως, το επιμύθιο της ιστορίας βρίσκεται αλλού. Ο κολλητός μου έγραψε πάνω από 18.000 μόρια και πέρασε στη δεύτερη σχολή που ήθελε. Το πήρε χαλαρά. Σήμερα, εκείνος ασκεί το επάγγελμα της σχολής του και είναι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνει. Εγώ δεν άσκησα ποτέ τη Νομική. Επίσης, πέρασε εκείνο το καλοκαίρι παραθερίζοντας στις παραλίες, την ώρα που εγώ έκανα εξετάσεις για μία δερματοπάθεια που «οφειλόταν στο άγχος και την πίεση των εξετάσεων», όπως είπαν οι γιατροί.
Οι Πανελλαδικές μού έμαθαν ότι πρέπει να βάζω στόχους και να προσπαθώ για να τους πετύχω με όλες μου τις δυνάμεις. Το αν τελικά θα είμαι ευτυχισμένος και θα περνάω ωραία στη ζωή μου, είναι ένα ζήτημα που ξεπερνά σχολικές εξετάσεις και τη δουλειά. Η ζωή τα φέρνει πάντα όπως αυτή θέλει.
Ακολουθήστε τον Θοδωρή Χονδρόγιαννο στο Twitter και το Facebook.
Περισσότερα από το VICE
Άνθρωποι που Κέρδισαν στο Ξυστό Εξηγούν τι Ακολούθησε
«H Ζωή Είναι Ωραία» Ακόμα κι Όταν Παλεύεις με τον Καρκίνο