Ένας post apocalyptic κόσμος, χιλιάδες χρόνια μετά από εμάς: (σχεδόν) γεγυμνωμένος από έμβια όντα, στερημένος από συναισθήματα – απαλλαγμένος από τη βάσανο της ηθικής ή μιας χαράς προσμονή. Λακωνικός. Κανίβαλος. Όπως στα οράματα του Ιερώνυμου Μπος: μια κόλαση επί της πολύχρωμης γης.
Το τοπίο «ελληνικό», μεσογειακό σίγουρα: με θραύσματα του παρελθόντος διάσπαρτα και ανάγλυφο τραχύ – φωτεινό και οξυκόρυφο. Ένας άνθρωπος κι ένα ρομπότ συνεργάζονται υπό τους όρους ενός ωφελιμισμού μπρουτάλ, αλλά ανεπιτήδευτου – όχι για να ζήσουν καλύτερα, αλλά για να παρατείνουν την επιβίωσή τους. Μέχρι όσο πάει, όσο αντέξουν. Αλλά έχουν και οι δύο αντί- ήρωες (και το ρομπότ ακόμα) στην ψυχρή τους ψυχή μια μπλε φλόγα, σαν αυτή του Αρθούρου Ρεμπώ όταν πέρασε τις Άλπεις με τα πόδια, πριν γίνει έμπορος σκλάβων στο Χαράρ, παλιάνθρωπος χειρίστου είδους δηλαδή.
Videos by VICE
Τα Γυμνά Οστά είναι το sci-fi graphic novel του συγγραφέα Δημοσθένη Παπαμάρκου και του σχεδιαστή Κανέλλου Cob (που υπογράφουν το σενάριο και το σχέδιο αντίστοιχα). Ο πρώτος έχει γράψει το Γκιακ και την Εξημέρωση. Έχοντας διαβάσει αυτά τα δύο βιβλία του, θεωρώ πως ο 38χρονος Παπαμάρκος είναι ένας από τους καλύτερους, στα δάχτυλα του ενός χεριού, γραφιάδες της γενιάς του. Το σενάριο αυτού του κόμικ βιβλίου είναι λογοτεχνία λοιπόν – από έναν συγγραφέα που «μιλάει» σταράτα αλλά ερευνά εξονυχιστικά κάθε θέμα με το οποίο καταπιάνεται, χωρίς να ενδίδει σε βιρτουοζιτέ πρόζα και πιασάρικο show off.
Κάθε του λέξη ζυγισμένη, ειπωμένη με ευθυκρισία και μπέσα.
O Κανέλλος Cob, στο δικό του πεδίο, «παίζει» στην ίδια τοπ κατηγορία: δημιουργός της εξαιρετικής μεταφοράς του Ζητιάνου (του Καρκαβίτσα) σε κόμιξ και με αρκετές δουλειές στο εξωτερικό είναι ένας σχεδιαστής-ζωγράφος. Τα καρέ του, ακόμη περισσότερο τα τετρασέλιδα «σαλόνια» που φτιάχνει στο χαρτί, είναι εν δυνάμει πόστερ για καδράρισμα. Industrial σχέδιο που πολλά ρεύματα τέχνης εκβάλλουν επάνω του – νατουραλιστικό, φουτουριστικό, άλλοτε γωνιώδες, άλλοτε με αρ νουβώ επιρροές ή γιαπωνέζικες καμπύλες (όπως το υβριδικό δέντρο στην 55η από τις συνολικά 128 σελίδες).
Το εξώφυλλο και η καλαισθησία της έκδοσης καθιστούν τα Γυμνά Οστά, item για κάθε φίλο των βιβλίων.
Σπάνιο και εμπνευσμένο δείγμα ελληνικής επιστημονικής φαντασίας, τα Γυμνά Οστά δεν ομφαλοσκοπούν, ούτε αναδίδουν εξαναγκασμένο, γραφικό τοπικισμό, παρά μόνο «ταξιδεύουν» τον αναγνώστη σε ένα ακραία δυστοπικό, παγκόσμιο οικοσύστημα: αυτό κατάφεραν να παραδώσουν σε εμάς οι δύο δημιουργοί. Έκοψαν κι έραψαν αριστοτεχνικά.
Τα Γυμνά Οστά κυκλοφόρησαν τον Ιούνιο του 2021. Παπαμάρκος και Cob συνεργάστηκαν (καταμεσής της πανδημίας και της καραντίνας) εξ αποστάσεως. «Φαντάσου ότι από κοντά ειδωθήκαμε πριν τρεις βδομάδες, όταν τα Γυμνά Οστά ήταν στο τυπογραφείο», λέει ο Κανέλλος Cob.
Και παρόλα αυτά, σε αυτή την εποχή της ψυχολογικής κούρασης, της αδυναμίας συνεννόησης και των υποχονδριακών «εγώ», κείμενο και εικόνες ενώθηκαν σε ένα global και ενιαίο έργο τέχνης που μοιάζει να το έφτιαξε ο ίδιος άνθρωπος.
Στο Red n Noir, απόγευμα Ιουλίου στην Κυψέλη, από αυτόν τον «μίτο» της συνεργατικότητας σε δύσκολους καιρούς, πιάσαμε να ξετυλίγουμε τα Γυμνά Οστά.
VICE: Εσύ Κανέλλο ήσουν στη Γαλλία, ο Δημοσθένης εδώ. Πώς κύλησε η συνεργασία σας;
Κανέλλος Cob: Για τα Γυμνά Οστά, με τον Δημοσθένη μιλήσαμε πρώτη φορά τον Φλεβάρη του 2020. Θυμάμαι ήταν να μιλήσουμε δέκα λεπτά και το κλείσαμε μετά από δύο ώρες. Η φάση πήρε αμέσως φωτιά, αρχίσαμε να σχεδιάζουμε το πρότζεκτ Γυμνά Οστά.
Σκάει το πρώτο λοκντάουν, κλείσιμο μέσα, φρίκη – όλη την ενέργειά μας την εναποθέσαμε στα Γυμνά Οστά. Κλεισμένοι στο καβούκι μας, εγώ Λιόν, ο Δημοσθένης στη Μαλεσίνα, καθημερινά «τρώγαμε» δύο-τρεις ώρες μιλώντας στο τηλέφωνο. Σχεδίαζα κάτι, το έστελνα στον Δημοσθένη και το συζητούσαμε ή μου πρότεινε ο Δημοσθένης μια άλλη αισθητική: μπορεί να μη μου «έκανε» τελείως, αλλά να έπαιρνα κάποια στοιχεία».
Ήταν ένα συνεχές «πάρε-δώσε» δηλαδή;
Δημοσθένης Παπαμάρκος: Ακριβώς. Και έτσι απελευθερωθήκαν πράγματα δημιουργικά.
Το σενάριο δεν ήταν strict λοιπόν.
Παπαμάρκος: Δεν εξελισσόταν αυστηρά «καρέ-καρέ». Άφηνε μεγάλη ελευθερία στον σχεδιαστή να εκφραστεί, να «δώσει».
Κανέλλος: Δεν μπορώ να δουλέψω αλλιώς, αλλά μου έδινε σε διάφορες σκηνές ο Δημοσθένης το όραμά του, μου πρότεινε συγκεκριμένα πλάνα. Και προσπαθούσα να τα εντάξω στο σχέδιο, αλλά προτιμώ να φτιάχνω ο ίδιος όλο το ντεκουπάζ. Έτσι νιώθω ελεύθερος και όχι εκτελεστικό όργανο.
Παπαμάρκος: Τα είχαμε πει από την αρχή: ότι είναι μια ιδέα και μια ιστορία δική μου. Θέλω να τη διηγηθώ με τον δικό μου τρόπο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αναζητώ ένα «χέρι» για να τη ζωγραφίσει. Ήθελα μέσα σε αυτή την συνθήκη να νιώσει ελευθερία και ο Κανέλλος, στη δική του «γλώσσα».
Κανέλλος: Δουλέψαμε πάρα πολύ, πλέον το στόρι το νιώθω κι εγώ δικό μου. Τελικά βγήκε ένα αποτέλεσμα που μοιάζει να το έφτιαξε ολόκληρο ο ίδιος άνθρωπος.
VICE Video: Η Ξιφομάχος
Πότε αρχίσατε να το δουλεύετε;
Παπαμάρκος: Η προπαρασκευή ξεκίνησε τον Φλεβάρη του 2020, τελικό σενάριο παρέδωσα τον Ιούνιο του 2020.
Kανέλλος: Από την άνοιξη του 2020 έστηνα σελίδες με τα πρώτα, πολύ γρήγορα, rough σχέδια, ώστε να έχουμε τον σκελετό του κόμιξ. Τελευταία σελίδα σχεδιάστηκε στα τέλη Απριλίου (2021).
Άρα η δημιουργία του κόμιξ συνέπεσε σχεδόν απόλυτα με την πανδημία, από το πρώτο έως το τελευταίο (μέχρι τώρα) λοκντάουν.
Κανέλλος: Φάση, «Τα χρονικά μιας καραντίνας» (γελάει).
Παπαμάρκος: Κορονοπρόζτεκτ.
Σας επηρέασε η πανδημία και τα παρεπόμενά της στη δημιουργία του έργου;
Κανέλλος: «Βοηθήθηκα» από την καραντίνα να κάνω περισσότερο focus, να «ζήσω» κάπως στον κόσμο που έφτιαχνα. Αυτό αγγίζει λίγο και τα όρια της παράνοιας, αλλά νομίζω το κοντρολάραμε.
Είχαμε καταλήξει να βλέπουμε όνειρα με την ιστορία του βιβλίου, τους χαρακτήρες και σκηνές της.
Παπαμάρκος: Πάντως σε ό,τι αφορά την ιστορία, η πανδημία δεν άλλαξε κάτι. Δεν ήθελα το βιβλίο να έχει στοιχεία επικαιρότητας. Απλώς, η πανδημία μας έδωσε τον χρόνο να «καούμε» με αυτό το πρότζεκτ.
Κανέλλος: Η πανδημία κατέστησε τα Γυμνά Οστά απόλυτη προτεραιότητα στις ζωές μας. Και παρότι σε απόσταση, δεν χρειαζόταν να κλείσουμε ραντεβού για να μιλήσουμε. Όποιος είχε κάποια δυσκολία, «στα καπάκια» έπαιρνε τον άλλο τηλέφωνο. Και αυτό σε «λύνει», γνωρίζεις καλύτερα τον συνεργάτη σου, όχι σε εταιρικά ή εργασιακά πλαίσια. Ανταλλάσσετε τελικά ιδέες, όχι πάνω στο κόμιξ, αλλά εν γένει, περί ζωής.
Σε σημεία της ιστορίας που ο Δημοσθένης έβλεπε κάτι φιλοσοφικό ή ανθρωπιστικό, εγώ αντιλαμβανόμουν ένα πολιτικό στοιχείο. Του το έλεγα και καταλάβαινε. Συνδυάστηκαν και οι κοσμοθεωρίες μας για να δώσουμε το τελικό αποτέλεσμα.
Δημοσθένη, τι σε τράβηξε ως συγγραφέα στο κόμιξ;
Παπαμάρκος: Μου αρέσει το κόμιξ ως άλλη «γλώσσα» και μέσο αφήγησης. Στο κόμιξ μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα που στη λογοτεχνία θα πρέπει να τα κάνεις αλλιώς. Στα Γυμνά Οστά, αυτά για τα οποία ήθελα να μιλήσω, απαιτούσαν ένα «πάντρεμα» με την εικόνα.
Ήταν δηλαδή ένα σενάριο που είχε γραφτεί εξαρχής για κόμιξ;
Παπαμάρκος: Ξεκάθαρα. Η εικόνα δεν βοηθάει απλώς την ιστορία, είναι οργανικό κομμάτι της. Στα Γυμνά Οστά μεγάλος πρωταγωνιστής είναι αυτός ο μελλοντικός κόσμος του βιβλίου – ένας κόσμος που παρά την καταστροφή του, είναι όμορφος, ένα «ρομαντικό τοπίο». Ερείπια και φύση κυριαρχούν, έχεις διαρκώς μια υποψία ενός παλιού, υψηλού πολιτισμού – αυτό απαιτεί εικόνα για να το δεις.
Στα Γυμνά Οστά υπάρχουν στρώματα ιστοριών και μνήμης, για παράδειγμα υπάρχουν αρχαία. Αλλά τι θα μπορούσε να είναι αρχαίο σε έναν μελλοντικό κόσμο, όπως αυτός στα Γυμνά Οστά; Αυτό το συζητήσαμε «εξαντλητικά» με τον Κανέλλο, αλλά τα συμπεράσματά μας δεν υπάρχουν πουθενά γραμμένα- φαίνονται μόνο στο σχέδιο του Κανέλλου.
Κανέλλος: Δεν προσδιορίζουμε χρονολογικά τον κόσμο του βιβλίου, αλλά στο μυαλό μας είναι ένα τοπίο και μια κατάσταση πραγμάτων δύο, τρεις χιλιάδες χρόνια από σήμερα. Σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα υπάρχει άνοδος και πτώση πολλών πολιτισμών.
Πήρα μια μέρα τηλέφωνο τον Δημοσθένη και του ζήτησα να μου πει τρεις χαρακτήρες που θέλει να εντάξω στα Γυμνά Οστά σαν στοιχεία του ντεκόρ. Και απάντησε, «Τον David Bowie, τον Nikola Tesla και τον Βελουχιώτη». Διασχίζεις λοιπόν ένα τούνελ και βλέπεις μια τοιχογραφία του Bowie – αυτό είναι αρχαίο για τον κόσμο της ιστορίας μας. Παίξαμε με τέτοια catchy στοιχεία, αλλά τελικά τι είναι το αρχαίο εκείνης της εποχής; Το δικό μας σύγχρονο.
Παπαμάρκος: Αυτά δεν μπορείς να τα γράψεις ακριβώς σε ένα βιβλίο. Εγώ δεν θα μπορούσα πάντως. Ίσως κάποιος που είναι πιο μάγκας, να τα κατάφερνε.
Φτιάξατε έναν κόσμο που όσο άγνωστος κι αν φαίνεται, μοιάζει αυθύπαρκτος επίσης.
Παπαμάρκος: Δεν ξέρω σε τι βαθμό το πετύχαμε, αυτό ήταν το βασικό στοίχημα πάντως. Θέλαμε να κάνουμε επιστημονική φαντασία στα ελληνικά: αυτό εμπεριέχει τον κίνδυνο της μίμησης ενός άλλου προτύπου.
Κανέλλος: Να πέσεις σε κλισέ.
Παπαμάρκος: Ακριβώς. Κλισέ σε κάθε επίπεδο, της γλώσσας ή των εικόνων. Εγώ είπα στον Κανέλλο να φανταστεί την Ελλάδα, ως τόπο, το 3.000, το 4.000 μ.Χ, σε κάποιο πολύ μακρινό μέλλον τέλος πάντων. Σίγουρα θα υπάρχει φως, ήλιος- κάπου θα «παίζει» θάλασσα και πάνω-κάτω η χαρακτηριστική ελληνική γεωγραφία.
Γιατί ήθελες έναν «ελληνικό» χώρο δράσης;
Παπαμάρκος: Είναι θέμα προσωπικού γούστου, αλλά και μια πρόταση. Έπειτα, είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί σε αντίστοιχο πλαίσιο – έχουμε δει τους Θεούς του Ολύμπου, ερμηνευμένους από Αμερικανούς.
Κανέλλος: Φάση «ότι να ‘ναι» δηλαδή, κιτς τελείως.
Παπαμάρκος: Λοιπόν ήθελα κάτι ιδωμένο εδώ, να πατάει εδώ. Στο κομμάτι της αρχιτεκτονικής του ζήτησα να κάνει κάποια αρχαία.
Κανέλλος: Άκουσα αρχαία και έβγαλα φλύκταινες (γελάει).
Παπαμάρκος: Ναι, μου είπε «δεν θα σου φτιάξω ιωνικές κολώνες» (γελάει). Βέβαια δεν ζητούσα κι εγώ κάτι τέτοιο. Είπα στον Κανέλλο, «φαντάσου ένα μέλλον όπου η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική επέστρεψε ως τάση», όπως συνέβη με τον νεοκλασικισμό τον 18ο αιώνα μ.Χ».
Αγαπώ πολύ την ιστορία. Και ιδιαίτερα την ελληνική, ίσως λόγω και των σπουδών μου. Όσο περισσότερο μελετάς την ελληνική ιστορία, καταλαβαίνεις πως αυτή δεν αφορά μόνο εμάς, πως σε αυτόν τον πολιτισμό υπάρχει μια οικουμενικότητα.
Στα Γυμνά Οστά ο Κανέλλος έχει σχεδιάσει μια σειρά μοτίβα από ανθέμια (σ.σ. αρχαιοελληνικό στοιχείο διακόσμησης, συνήθως, σε ζωοφόρους) σε μπρουταλιστικά κτίρια. Εξαιρετικές εικόνες.
Κανέλλος: Λατρεύω τον μπρουταλισμό ως κίνημα «άντλησα» από το μεγαλομανές αυτών των “mega/super constructions” για να κατασκευάσω τον κόσμο του βιβλίου. O Δημοσθένης είχε βρεθεί Νέα Υόρκη και μου έστειλε φωτογραφίες από κάποια μπρουταλιστικά κτίρια εκεί. Σκέφτηκα, «εδώ είμαστε». Θέλαμε να συνταιριάξουμε τα αρχαιοελληνικά μοτίβα με έναν κόσμο χιλιάδες χρόνια μετά – όχι απλώς να τα «πετάξουμε» στις σελίδες.
Να πούμε για την υπόθεση; Και πώς ήρθε η ιδέα στον Δημοσθένη;
Παπαμάρκος: Η κεντρική ιδέα του conceptείναι ότι η «ασθένεια» του κόσμου, το στοιχειακό κακό είναι ο άνθρωπος.
Αυτό μετεξελίχθηκε στα Γυμνά Οστά: ότι ο άνθρωπος είναι ο βασικότερος παράγοντας της εντροπίας, αλλά και η καταδίκη του κόσμου.
Στα Γυμνά Οστά βρισκόμαστε σε ένα μακρινό μέλλον, που δεν προσδιορίζεται, σε έναν πλανήτη που μοιάζει με τη Γη, αλλά δεν κατονομάζεται. Λίγα χρόνια πριν έχει προηγηθεί ένας ολοκληρωτικός πόλεμος που κατέστρεψε τα πάντα. Στα τελικά στάδια αυτού του πολέμου οι μηχανές/ρομπότ που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν επικουρικά, αποκτούνε μια ιδιότυπη συνείδηση, όχι ακριβώς ανθρώπινη – κάπως ζωική.
Αρχικά οι μηχανές ήταν ένα «κουκούλι», «πανοπλίες» των ανθρώπων που τις χειρίζονταν ως πιλότοι. Πλέον, οι άνθρωποι που βρίσκονται στα σπλάχνα των μηχανών είναι εγκεφαλικά νεκροί. Απλώς δίνουν ενέργεια στις μηχανές – οι άνθρωποι λειτουργούν ως «μπαταρίες» των μηχανών.
Μέσα σε αυτό τον κόσμο ακολουθούμε (αρχικά) τους δύο από τους τρεις πρωταγωνιστές: έναν άνδρα χωρίς όνομα και μία μηχανή/ρομπότ που -σε αντίθεση με τις υπόλοιπες- έχει αναπτύξει ανώτερη σκέψη και ισχυρή συνείδηση. Οι δυο τους συνεργάζονται σε έναν κόσμο όπου δεν υπάρχουν πόροι.
Η μηχανή, επειδή έχει αναπτύξει συνείδηση, καταλαβαίνει πως είναι πιο ωφέλιμο να συνεργαστεί με αυτόν τον άνθρωπο – για να κυνηγήσουν μαζί άλλες μηχανές. Άνθρωπος και μηχανή/ρομπότ, τρέφονται με τους εγκεφαλικά νεκρούς ανθρώπους που όλες οι μηχανές χρησιμοποιούν ως «μπαταρίες», ως πηγές ενέργειας.
Κανέλλος: Ντιλ έχουν κάνει. Ντιλ επιβίωσης. Όταν οι δυο τους, άνθρωπος και ρομπότ, «σκοτώνουν» μια άλλη μηχανή, αφαιρούν τον άνθρωπο που αυτή περιείχε. Πρώτα τον απομυζεί ενεργειακά το ρομπότ και μετά, ο άνθρωπος τρώει ότι έχει περισσέψει.
Παπαμάρκος: Γνωρίζοντας ότι ακόμη και με αυτό το ντιλ, αυτήν τη συνεργασία, καμία ελπίδα δεν έχουν – απλώς παρατείνουν την επιβίωσή τους. Ο πλανήτης είναι κατεστραμμένος: όταν εξαντληθεί και ο τελευταίος πόρος, ο ένας θα στραφεί ενάντια στον άλλο. Αυτό το ξέρουν και οι δύο. Όταν η τελευταία μηχανή καταναλώσει και τον τελευταίο άνθρωπο, θα πεθάνει και η ίδια. Και αυτός ο κόσμος θα είναι απολύτως νεκρός.
Είναι μια προδιαγεγραμένη αυτοκαταστροφή λοιπόν.
Κανέλλος: Είναι ένας κόσμος χωρίς όνειρα, χωρίς χαρά – στοχοπροσηλωμένος στην επιβίωση.
Παπαμάρκος: Ναι, προτάσσεται μόνο η ανάγκη για επιβίωση με κάθε τρόπο, μια προσπάθεια εξορκισμού του θανάτου «για λίγο ακόμα και λίγο ακόμα». Όχι, επειδή υπάρχει η ελπίδα -στη διάρκεια αυτής της παράτασης- να γίνει κάτι που θα αλλάξει τα πράγματα. Η παράταση της ζωής είναι αυτοσκοπός και των δύο, ανθρώπου και ρομπότ.
Εκεί μπαίνει στην ιστορία ο τρίτος χαρακτήρας, μια γυναίκα που έρχεται από έναν άλλο πλανήτη να ελέγξει τι έχει συμβεί στον κόσμο της ιστορίας μας. Αυτή η γυναίκα ανήκει στην στρατιωτική πτέρυγα μιας χαλαρής συνομοσπονδίας πλανητών, όπως ήταν η Χανσεατική Λίγκα: έμποροι, καπιταλιστές που συνεργάζονται μόνο για το κέρδος. ο μόνος λόγος που ενδιαφέρονται για τον πλανήτη της ιστορίας μας είναι ότι σταμάτησε να εκπέμπει σήμα. Έχει εξαφανιστεί από το δίκτυό τους.
Η γυναίκα «πέφτει» πάνω σε αυτούς τους δύο και ουσιαστικά αυτή εισάγει την ιδέα της ελπίδας – αυτή τους λέει ότι «δεν χρειάζεται να ζείτε όπως ζείτε».
Μη με φάτε, όμως. Ο άνθρωπος και το ρομπότ ήταν έτοιμοι να την «καταναλώσουν», για αυτούς ήταν ένας απροσδόκητος πόρος ενέργειας.
Αναγκαστικά, μπαίνει κι αυτή σε σκληρό survival mode. Και διαπραγματεύεται μαζί τους.
Το τελικό επιχείρημα της γυναίκας για να μην τη φάνε, είναι να την ακολουθήσουν -ο άνδρας και το ρομπότ- στο σκάφος της. Εκεί υπάρχει τεχνολογία και πόροι που θα τους βοηθήσουν.
Και ξεκινάνε μια πορεία προς τα εκεί. Ότι άλλο και να πούμε είναι spoiler.
Κανέλλος: Όλη η ιστορία είναι ένα “road trip” σε αυτόν τον κόσμο, μέχρι να φτάσουν στο διαστημόπλοιο της γυναίκας. Σε αυτό το «γήπεδο» τα «έδωσα όλα» προσπαθώντας να εξελίξω έναν φανταστικό, μελλοντικό κόσμο: να δείξω τι βλέπουμε σε αυτή την περιήγηση.
Δεν έχω σκοπό να σε εντυπωσιάσω – δεν έχω ακραίες προοπτικές, ή ακραίες ανατομίες, δεν με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Και στο συγκεκριμένο κόμιξ θα μπορούσε το σχέδιο να είναι πιο rough, απλώς μου αρέσει να παίζω με τα χρώματα και να αφοσιώνομαι σε λεπτομέρειες του σχεδίου – για να μπορείς να βολτάρεις στον κόσμο που φτιάχνουμε.
Εκτός της ανθρώπινης συνείδησης, τι άλλα ζητήματα αναφύονται από τα Γυμνά Οστά;
Κανέλλος: Ο νόμος της ζούγκλας αναφύεται, ότι «ο δυνατότερος νικάει». Όταν τίθεται θέμα επιβίωσης, δεν υπάρχει ηθική, δεν απομένει συναίσθημα. Αλλά στα Γυμνά Οστά, ο «σκλάβος»/μηχανή έχει πάρει τον έλεγχο – ο «αφέντης»/ άνθρωπος αυτοκαταστράφηκε. Διότι το μόνο που ζητούσε ήταν η καταστροφή, εκεί τον οδήγησε η ματαιοδοξία, η απληστία του. Αποδεικνύεται ότι ο μόνος ειλικρινής χαρακτήρας του βιβλίου είναι το ρομπότ, μόνο αυτό δεν έχει back thoughts. Και το μόνο του ζητούμενο, 100%, είναι η επιβίωση – ούτε η δύναμη, ούτε η δόξα.
Το ρομπότ είναι το πιο τίμιο επειδή είναι εξαρχής απαλλαγμένο από τη βάσανο κάθε ηθικής.
Παπαμάρκος: Και ο άνθρωπος είναι αναγκαστικά απαλλαγμένος από οτιδήποτε «έφερε» πριν – ιδέες, τον πολιτισμό του, την ηθική. Παρατηρούμε δύο οργανισμούς που προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό οικοσύστημα, σε έναν κόσμο «εν κενώ».
Τι είναι άνθρωπος; Και τι είναι μηχανή;
Τι είναι εχθρός; Τι είναι φίλος;
Τι είναι φυσικό; Και τι είναι τεχνητό;
Με αυτά τα ερωτήματα διαπραγματεύονται οι χαρακτήρες στα Γυμνά Οστά– και οι απαντήσεις τους κάθε φορά μορφοποιούνται από τις ανάγκες της στιγμής.
Ο άνθρωπος στα Γυμνά Οστά κινείται και δρα εκτός κάθε γνωστής δομής- κοινωνικής, πολιτιστικής, πολιτικής.
Κανέλλος: Σαν ο άνθρωπος να είναι μόνο τα οστά του.
Οι επιρροές σας;
Παπαμάρκος: Σίγουρα Lovecraft – στα Γυμνά Οστά υπάρχει το αίσθημα ενός τερατώδους κόσμου που δεν νοιάζεται για τον άνθρωπο, ενός κόσμου στον οποίο ο άνθρωπος δεν είναι πρωταγωνιστής. Οι χαρακτήρες έχουν να αντιμετωπίσουν κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτούς, κάτι που μπορεί να τους καταστρέψει- όχι συνειδητά, αλλά με όρους κοσμικής δύναμης. Και στο σχέδιο του Κανέλλου, νομίζω υπάρχει αυτό το “Lovecraftian” στοιχείο.
Επιρροές από τον κινηματογράφο; Σε μένα τα Γυμνά Οστά, σε ό,τι αφορά την αισθητική, προσομοίωσαν με το Blade Runner.
Κανέλλος: Ναι. Επηρεάστηκα απίστευτα από την αισθητική του Βιλνέβ στο Blade Runner 2049 – σε επίπεδο αισθητικής ήταν από τα ωραιότερα πράγματα που έχω δει στον κινηματογράφο. Η φωτογραφία της ταινίας, η έρευνα που έκαναν για τον industrial κόσμο που δημιούργησαν ήταν σε απίστευτο επίπεδο. Για τα Γυμνά Οστά εγώ φαντάστηκα λοιπόν και αυτόν τον κόσμο του Blade Runner, μετά την καταστροφή του όμως.
Σε αυτό το κόμιξ «έπαιξα» πολύ αφαιρετικά- πολλά από τα sci fi που έχω διαβάσει, δεν μου αρέσουν. Διότι βλέπεις συνήθως τα ίδια πράγματα, παίζει μια ίδια «λούπα». Ο ίδιος δεν έχω διαβάσει και πολύ sci fi- και αυτό μάλλον καλό μου έκανε, έχω από αλλού αναφορές.
Για μένα μεγάλοι δάσκαλοι είναι καλλιτέχνες όπως ο Moebius, ή ο Kilian Eng- έχουν διαχρονικά «θρέψει» το στυλ και την αισθητική μου. Από αυτό το συνονθύλευμα βγήκαν τα Γυμνά Οστά.
Παπαμάρκος: Ζητήματα όπως η ανθρώπινη συνείδηση, η ηθική, η τάση του ανθρώπου προς τη βία, την αυτοκαταστροφή, με απασχολούν ούτως ή άλλως. Αν εντόπιζα συγκεκριμένες επιρροές στο σενάριο του κόμιξ, θα ήταν από βιβλία ηθολογίας (ethology), που μελετούν τη συμπεριφορά οργανισμών. Εντυπωσιάστηκα όταν διάβασα για την πολύ υψηλή ευφυία των κορακιών, που μπορούν να κατανοήσουν μηχανική και να επιλύσουν αντίστοιχους γρίφους. Τα κοράκια έχουν προσωπικότητα, υπάρχουν διάφοροι χαρακτήρες – το γονιδίωμά τους δεν καθορίζει σε τόσο μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά τους, όπως συμβαίνει στις μέλισσες.
Ήθελα να ξεχάσω ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου στα Γυμνά Οστά είναι άνθρωπος. Και να τον αντιμετωπίσω σαν ένα ζώο που παρατηρούμε στη φύση.
Ο τίτλος του κόμιξ; Νομίζω πως συμπτύσσει τέλεια το κόνσπετ του βιβλίου, αλλά πώς ήρθε σαν έμπνευση;
Παπαμάρκος: Από την Εξόδιο Ακολουθία: «Είδον τα οστά τα γεγυμνωμένα και είπον: άρα τις εστί, βασιλεύς ή στρατιώτης, δίκαιος ή αμαρτωλός;». Ο κόσμος του βιβλίου είναι ένας κόσμος «μαυσωλείο», δεν μπορείς να γνωρίζεις τι ήταν ο καθένας πριν.
Και ο Κανέλλος σχεδίασε το ρομπότ με ένα θώρακα σαν γεγυμνωμένα οστά. Αυτό ήταν έμπνευση, «έδεσε» το βιβλίο.
Τα Γυμνά Οστά είναι ένα ελληνικό sci-fi. Έχει ξαναγίνει κάτι ανάλογο;
Κανέλλος: Υπάρχουν Έλληνες κομίστες που έχουν κάνει sci- fi, ναι.
Παπαμάρκος: Στη λογοτεχνία μπορώ να θυμηθώ το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» της Ιωάννας Μπουραζοπούλου.
Με την ιστορία να εξελίσσεται σε «ελληνικό» τοπίο;
Κανέλλος: Όχι, κάτι τέτοιο δεν νομίζω.
Φοβηθήκατε μήπως βγει «γραφικό»;
Κανέλλος: Η σκέψη μου δεν «κόλλησε» ποτέ στην αρχαία Ελλάδα, απλώς στα δικά μου references, «κότσαρα» ίχνη ελληνικών στοιχείων. Νομίζω κρατήσαμε το μέτρο.
Παπαμάρκος: Ούτε θα κάναμε τις γιορτές της Χούντας στο Καλλιμάρμαρο… Είχαμε εμπιστοσύνη στην αισθητική μας. Άλλωστε, δεν υπάρχουν θέματα κιτς- η εκτέλεση μπορεί να είναι, όμως. Μπορεί να έχεις το πιο δυνατό θέμα και να βγάλεις ένα χλιαρό αποτέλεσμα, μια «σούπα».
Πώς να κλείσουμε αυτή την κουβέντα;
Παπαμάρκος: Αν όλα πάνε καλά θα έχουμε sequel.
Κανέλλος: Και αυτό δεν έχει να κάνει με τις πωλήσεις, έχουμε ανάγκη να συνεχίσουμε αυτή την ιστορία, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Χτίσαμε έναν κόσμο, πάμε για τον επόμενο.
Στις ΗΠΑ, μία τέτοια δουλειά, που την υπογράφουν δύο άνθρωποι με «όνομα» κιόλας στον χώρο τους, πολύ πιθανώς να την αγόραζε μία πλατφόρμα και να την έκανε σειρά. Στην Ελλάδα, ή μάλλον για μια δουλειά που εφορμά από την Ελλάδα, θα μπορούσε να προκύψει κάτι ανάλογο;
Κανέλλος: Η ελληνική αγορά είναι μικρή. Προσωπικά θα προτείνω τα Γυμνά Οστά σε γαλλικούς εκδοτικούς οίκους – το στόρι στα Γυμνά Οστά είναι global, νομίζω πως μπορεί να βρει κοινό εκτός Ελλάδας.
Θα γούσταρα πολύ να γίνει animation. Και να κάνω εγώ τα ντεκόρ. Θα δούμε.
Τα Γυμνά Οστά είναι μια ιστορία βαριάς δυστοπίας και φτιάχτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ήταν σύμπτωση τελικά;
Παπαμάρκος: Όταν σκέφτομαι την ανθρώπινη κατάσταση, δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος για το πού πάμε. Δεν θα σου κάνω τον έξυπνο λέγοντας ότι περίμενα μια τέτοια πανδημία, τη θεωρώ πάντως μέσα στο πλαίσιο των πραγμάτων που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Τα Γυμνά Οστά προέκυψαν από μια τέτοια, δική μου θέαση των ανθρώπινων κοινωνιών, ειδικά των δυτικών.
Μέχρι στιγμής ο άνθρωπος τα κάνει χάλια, αλλά τελευταία στιγμή κάπως διορθώνει τα πράγματα. Στα Γυμνά Οστά εξετάζω την πιθανότητα να φτάσουμε σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή- αυτή είναι η συνθήκη των Οστών: ακόμα κι αν έχεις «πέντε λεπτά ακόμα», να μη σου φτάνουν παρά μόνο για να αποχαιρετήσεις τους αγαπημένους σου.
Περισσότερα από το VICE
Rufulu: «Μου Δίνει Ελπίδα Ότι Λειτουργούμε πιο Συλλογικά για να Λύσουμε τα Κοινωνικά Προβλήματα»
Αυτός ο Οπαδός Έγινε Meme ως το Πρόσωπο της Απογοήτευσης
Η Γυναικοκτονία Δεν Είναι μια «Φάση που Στράβωσε» Αλλά μια Αρρώστια Ριζωμένη