Το μήνυμα του φίλου Θοδωρή που είχε βρεθεί στην Ιαπωνία μία εβδομάδα προτού εγώ προσγειωθώ στο Τόκιο αναβόσβηνε στην οθόνη του λάπτοπ μου. «Nα πάτε οπωσδήποτε στο Golden Gai, στα 200 μίνι μπαράκια».
Μία ώρα και μερικές ερωτήσεις σε Ιάπωνες περαστικούς αργότερα, εγώ και η κοπέλα μου περιπλανιόμασταν στα μικροσκοπικά στενά του Golden Gai με τη χαρά κάποιου που βιώνει για πρώτη φορά κάτι πραγματικά εντυπωσιακό.
Το Golden Gai είναι μια μικρή περιοχή του Τόκιο που βρίσκεται κολλητά στην πιο εμπορική και άκρως διάσημη Shinjuku, στην οποία στριμώχνονται πάνω από 200 (άλλοι λένε 300) μίνι μπαρ (τα περισσότερα με χωρητικότητα από τεσσάρων έως το πολύ 10-12 ατόμων), σε μια έκταση που δεν υπερβαίνει μια μέτρια προς μεγάλη πλατεία ή δυο-τρία πάρκινγκ μεγάλου σούπερ μάρκετ.
Videos by VICE
Διαβάστε ακόμη: Πώς Είναι η Ζωή για τους Έλληνες της Ιαπωνίας;
Τα μπαράκια στο Golden Gai είναι σαν παραπήγματα, χαμηλά ξύλινα ημι-ερείπια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο που έχουν επιβιώσει από μια παλιότερη εποχή, όταν το Τόκιο δεν ήταν γεμάτο θεόρατα τέρατα από γυαλί και σκυρόδεμα. Αυτό που κάνει μια επίσκεψη στο Golden Gai ακόμα πιο ιδιαίτερη είναι ότι πρόκειται για θεματικά μπαρ, δηλαδή καθένα έχει μια τεχνοτροπία, ένα θέμα, μια γραμμή που ακολουθεί, και μάλιστα αυστηρά. Anime, διάφορα είδη μουσικής όπως punk και jazz, wrestling, σινεμά, φυσικά karaoke, ακόμα και γιαπωνέζικο stand-up comedy είναι μερικές μόνο από τις διάφορες θεματικές που χαρακτηρίζουν τα μικροσκοπικά μπαρ και τα διαφοροποιούν μεταξύ τους. Περιφερόμαστε με ανοιχτό το στόμα χαζεύοντας τις πολύχρωμες πινακίδες «Cinema Bar», «La Jetee», «Golden Dust», «WHO», τις εισόδους των μπαρ από μουσαμά και πολυκαιρισμένο ξύλο, τους ντόπιους που απολαμβάνουν το ποτό τους και συζητάνε – κοιτάζοντάς μας πού και πού από τα παράθυρα χαμογελαστοί, συχνά σαν γνήσιο αξιοπερίεργο ή σαν ελάσσονα ενόχληση.
Τα περισσότερα μπαρ έχουν τις τιμές των ποτών κολλημένες πρόχειρα στην πόρτα μαζί με άλλες χρήσιμες πληροφορίες, όπως δωρεάν wifi και μια φιξ τιμή κουβέρ/εισόδου. Για να είμαστε ειλικρινείς δεν είναι φτηνά, μάλιστα κάποια επιτρέπουν την είσοδο μόνο σε μέλη, ενώ σε άλλα, παρόλο που η γειτονιά είναι πια διάσημος τουριστικός προορισμός, κάποιοι ιδιοκτήτες μπορεί να αρνηθούν την είσοδο σε τουρίστες, προτιμώντας να διαθέσουν τις λιγοστές θέσεις του μπαρ τους στους ντόπιους, πιο συχνούς τους θαμώνες.
Την προσοχή μας τραβάει ένα γωνιακό μπαράκι με όνομα Deathmatch In Hell, από το οποίο ακούγονται μεταλιές. Μια πλαστικοποιημένη ταμπέλα από μουσαμά κολλημένη στην είσοδο έχει πάνω τον Robocop και ανακοινώνει με πηχυαία γράμματα:
NO FUCKIN’ COVER CHARGE
NO FUCKIN’ TAX
Free Popcorn
Free WiFi
MOVIES & METAL
Draft Beer: 666 Yen – Jim Beam: 666 Yen
Εισβάλλουμε με τη λαχτάρα κάποιου που ανακαλύπτει ένα μακρινό χαμένο συγγενή στο Πάμε Πακέτο, καθόμαστε στην μπάρα και ο ιδιοκτήτης, ο συμπαθέστατος Go, με μακριά μαλλιά, καπελάκι Wayne’s World και metal μπλουζάκι, παίρνει την παραγγελία μας, σερβίρει αστραπιαία ένα μπολάκι με ποπ κορν και μας δίνει ένα χαρτί με το wifi password του μαγαζιού. Ο χώρος είναι γεμάτος φρικώδη memorabilia από b-movies με ζόμπι και serial killers, heavy metal συγκροτήματα και βιντεοκασέτες από τα ’80s. Μια τηλεόραση στον τοίχο δείχνει κάποιον να αποκεφαλίζει ζόμπι με μια καραμπίνα. Στην μπάρα είναι κολλημένη μια μικρή κάρτα με τον Chuck Norris να καπνίζει ένα πούρο και να μας παροτρύνει: «SMOKE OUTSIDE PLZ», ενώ από τα ηχεία ακούγεται το «Creeping Death» των Metallica. Τα επόμενα τραγούδια που παίζουν είναι το «Death Rattle» των Pantera, το «Demanufacture» των Fear Factory και το «Dark Insanity» των Arch Enemy – με αυτήν τη σειρά.
Η κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από υπέροχη.
Πιάνουμε κουβέντα με τον Go, δείχνει χαρούμενος και έκπληκτος που προσγειωθήκαμε από την Ελλάδα και την άλλη άκρη του κόσμου στο μαγαζί του. Τον ρωτάω αν μπορώ να του κάνω μερικές ερωτήσεις για το μέρος – «ευχαρίστως», μου απαντάει, «πάμε όμως έξω για να μπορούμε να καπνίσουμε». Βάζει Rob Zombie να παίζει και βγαίνουμε έξω. Το χειμωνιάτικο κρύο του Τόκιο σε συνδυασμό με το metal κάνει τα αυτιά μου να κουδουνίζουν.
O Quentin Tarantino! Είχε έρθει εδώ πριν από επτά χρόνια, ήταν πολύ φιλικός. Ήπιε σάκε. Δεν νομίζω ότι του άρεσε η μουσική, αλλά του άρεσαν σίγουρα τα πόστερ και οι βιντεοκασέτες που έχω μέσα.
Ο Go είναι ιδιοκτήτης του Deathmatch In Hell τα τελευταία δέκα χρόνια, «The heaviest place in Golden Gai!» όπως μου λέει περήφανος και χαμογελαστός. Του άρεσαν πάντα η heavy metal και οι b-movies, οπότε όταν παρουσιάστηκε η ευκαιρία να αποκτήσει αυτό το μέρος δεν του ήταν δύσκολο να μπλέξει τις δυο μεγάλες του αγάπες σε έναν απολύτως τέλειο συνδυασμό. Το Deathmatch είναι ανοικτό κάθε μέρα από τις 9.00 το βράδυ μέχρι τις 3.00 το πρωί, εκτός γιορτών, και εκτός μίας βδομάδας το καλοκαίρι που ο Go κλείνει για να παρακολουθήσει κάποιο metal φεστιβάλ στην Ευρώπη ή την Αμερική.
Τον ρωτάω ποια είναι τα αγαπημένα του συγκροτήματα. Διστάζει λίγο, «δύσκολη ερώτηση», μου λέει, αλλά μετά προσθέτει: «Pantera, Metallica, Loudness. Οι Loudness έπαιξαν στην Ελλάδα, πρόσφατα!» με ενημερώνει χαμογελαστός. Έχει πολλούς πελάτες από Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία, αλλά φυσικά και Ιάπωνες. Του ζητάω να μου πει μια ωραία ιστορία από τη θητεία του πίσω από το μπαρ. Προσπαθεί να θυμηθεί κάτι συγκεκριμένο αλλά δυσκολεύεται. «Κάποιος πελάτης που θυμάσαι ιδιαίτερα;» τον ξαναρωτάω. Το βλέμμα του φωτίζεται στιγμιαία.
«O Quentin Tarantino! Είχε έρθει εδώ πριν από επτά χρόνια, ήταν πολύ φιλικός. Ήπιε σάκε. Δεν νομίζω ότι του άρεσε η μουσική, αλλά του άρεσαν σίγουρα τα πόστερ και οι βιντεοκασέτες που έχω μέσα. Θυμάμαι ότι ήξερε το τραγούδι από την ταινία Female Prisoner 701 Scorpion, και μας το τραγούδησε σε τέλεια γιαπωνέζικα». «Γιατί δεν έχεις καμιά φωτογραφία του;» τον ρωτάω. Σε άλλα μπαρ θα είχαν μια τεράστια υπογεγραμμένη φωτογραφία του πάνω από το μπαρ. «Δεν με νοιάζει», μου λέει και χαμογελάει αμυδρά, σχεδόν άβολα. Για την ιστορία, ο Tarantino συμπεριέλαβε το εν λόγω τραγούδι, το «Urami Bushi» που ερμηνεύει η Meiko Kaji, η θρυλική Γιαπωνέζα πρωταγωνίστρια ταινιών exploitation, στους τίτλους τέλους του Kill Bill 1 και στο original soundtrack του Kill Bill 2. Το Lady Snowblood (1973), η πιο διάσημη ταινία της καριέρας της Meiko Kaji, αποτέλεσε σύμφωνα με τον ίδιο τον Tarantino μια από τις κύριες πηγές έμπνευσής του για την τριλογία Kill Bill.
Τον ρωτάω πώς βλέπουν το μπαρ του οι φίλοι του και η οικογένειά του. «Τίποτα ιδιαίτερο, είναι ΟΚ, ξέρεις. Στη σύζυγό μου δεν αρέσουν και οι ταινίες με ζόμπι κ.λπ., προτιμάει ρομαντικές-αισθηματικές. Η κόρη μου είναι δέκα χρονών, δεν την πιέζω για τη heavy metal, της αρέσουν τραγούδια της Disney». «To Frozen. Σε όλα τα παιδάκια αρέσει αυτό» του πετάω αυθόρμητα και γελάμε και οι δυο δυνατά. Δεν συμβαίνει συχνά, αλλά σε αυτήν τη μικρή γωνιά του πλανήτη οι ταινίες της Disney και το heavy metal ενώνουν την ανθρωπότητα.
Σβήνουμε το τσιγάρο μας, επιστρέφουμε μέσα. Βάζει να παίξει το «Devil’s Son» από Devil Driver. Κοιτάω την οθόνη πίσω από το μπαρ – ένας ενήλικος παλεύει με ένα μωρό ζόμπι σε μια παιδική χαρά. Τον ρωτάω ποιες είναι οι αγαπημένες του ταινίες τρόμου, ποιες συνήθως επιλέγει να προβάλλει στο Deathmatch. Μου δείχνει την οθόνη πίσω του: «Αυτή, Braindead (σ.σ. του 1992 – η καλτ ταινία τρόμου του Peter Jackson, μετέπειτα δημιουργού της τριλογίας του Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών). Επίσης, The Evil Dead (σ.σ. 1981 – του Sam Raimi, μετέπειτα σκηνοθέτη της πρώτης τριλογίας του Spiderman) και Toxic Avenger Part 2 (σ.σ. καλτ κωμωδία τρόμου του 1989, από τη θρυλική εταιρεία παραγωγής Troma). Παραγγέλνουμε κι άλλο ποτό, χαζεύουμε μια βιντεοκασέτα με τη γιαπωνέζικη έκδοση του Nerds που κάθεται σε έναν σωρό μαζί με άλλες πάνω στο μπαρ.
Του ζητάω μια μικρή playlist, πέντε-δέκα χαρακτηριστικά τραγούδια που πάντα παίζει, το soundtrack του Deathmatch In Hell. «Αυτό είναι δύσκολο», μου λέει συνοφρυωμένος (μερικές μέρες αργότερα θα τον ενοχλήσω ξανά με μήνυμα στη σελίδα του Deathmatch και θα μου στείλει τα παρακάτω: «Walk» – Pantera, «Creeping Death» – Metallica, «Angel of Death» – Slayer, «Power Shifter» – Fear Factory, «Like Hell» – Loudness + more…».
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
Του λέω ότι οι Pearl Jam έχουν ένα τραγούδι που λέγεται «Go», όπως το όνομά του. Βρίσκει στο YouTube το «Go» από Pearl Jam και βάζει να το ακούσει. Δεν ξέρω αν είναι η παροιμιώδης ευγένεια των Ιαπώνων ή αν το εννοεί πραγματικά, αλλά κουνάει το κεφάλι του με ελαφριά δυσπιστία και συγκαταβατικά μου λέει. «Δεν είναι κακό. Μου ψιλοαρέσει. Και είναι το όνομά μου». Του ζητάω Pantera και χαμογελαστός κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. Μισό λεπτό αργότερα, όλο το μικροσκοπικό μαγαζί του τρέμει από τα riff του «Mouth For War».
Μέσα στο Deathmatch μαζί με εμάς είναι τώρα τέσσερις 30ρηδες Αυστραλοί μέταλοι και ένα ζευγάρι Ιάπωνες. Μισή ώρα αργότερα ο ένας εκ των Αυστραλών έχει βάλει μια μάσκα του Leatherface (από τη διάσημη ταινία τρόμου The Texas Chainsaw Massacre) που βρήκε στη διακόσμηση του μπαρ και κάνει ότι με σφάζει με ένα πλαστικό πριόνι ενώ ένας από τους Ιάπωνες μας τραβάει φωτογραφίες και τα ηχεία βαράνε Slayer.
Deathmatch in Hell, το πιο βαρύ μαγαζί του Golden Gai, το καλύτερο heavy metal μπαρ στον πλανήτη.
Ο Go γελάει με την καρδιά του πίσω από την μπάρα.
Περισσότερα από το VICE
Τα Ηλίθια Ζευγαρώματα που σου Συμβαίνουν Μόνο Όταν Σπουδάζεις στο Εξωτερικό
Αποκάλυψη: Η CIA Ταυτοποιεί τους Yπεύθυνους του Προγράμματος Βασανιστηρίων Μετά την 11η Σεπτεμβρίου
Ρωτήσαμε μια Ελληνίδα Δημοσιογράφο πώς Περνά η Ζωή στη Γαλλία ένα Χρόνο Μετά το Bataclan