Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής
Πέρασε ένας χρόνος ακριβώς από εκείνο το ασυνήθιστο σαββατιάτικο πρωινό που οι τηλεοπτικές μας οθόνες μετατράπηκαν για κάμποση ώρα σε πεδίο προσομοίωσης ενός πολιτικόαστυνομικού θρίλερ με αντίστροφη πλοκή. Ήταν οι συλλήψεις του αρχηγού και των στελεχών της Χρυσής Αυγής που αποτέλεσαν την αρχή του νήματος για να ξεδιπλωθεί το φάσμα της εγκληματικής δράσης της οργάνωσης. Κι ίσως ακόμα μέχρι σήμερα κανείς να μη μπορεί να πει με βεβαιότητα αν έχει φωτιστεί το σύνολο αυτής της δράσης ή αν θα παραμείνουν για πολύ καιρό αθέατα σημεία που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση και τις υπόγειες διασυνδέσεις της οργάνωσης με τμήματα του κρατικού μηχανισμού ή του πολιτικού συστήματος. Το μόνο σίγουρο είναι ότι, παρά την κινηματογραφικότητα της σκηνής με τα μαύρα τζιπ της Αστυνομίας να αναχωρούν συντονισμένα από τη ΓΑΔΑ στις 7 το πρωί και τους χρυσαυγίτες με χειροπέδες να δίνουν μπροστά στις κάμερες το κακόγουστο show της πολιτικής δίωξης, δεν πρόκειται για σενάριο αλλά για την πραγματικότητα της επανεμφάνισης και εξάπλωσης της νεοναζιστικής βίας που έζησε η χώρα αυτά τα χρόνια και που κωδικοποιήθηκε σε ορισμένους επιστημονικούς κύκλους ως σύγχρονη συνθήκη «δημοκρατίας της Βαιμάρης».
Videos by VICE
Σ’ αυτό το πλαίσιο η δολοφονία του Παύλου Φύσσα το βράδυ της 18ης του Σεπτέμβρη από το στέλεχος της Χρυσής Αυγής Γιώργο Ρουπακιά απέκτησε διαστάσεις «συμβάντος» με όρους ιστορικότητας. Λειτούργησε ως θρυαλλίδα που πυροδότησε αλυσιδωτές εξελίξεις και συμπύκνωσε το χρόνο. Ήταν εκείνο το γεγονός που αφενός ενεργοποίησε το διωκτικό μηχανισμό και αφετέρου αποδόμησε με τον πιο επώδυνο τρόπο τα επιχειρήματα για τη δυνατότητα ενσωμάτωσης της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό σκηνικό. Την επομένη ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης Νίκος Δένδιας διαβίβασε στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου 32 δικογραφίες που αναφέρονταν στη δράση της οργάνωσης από τον Αύγουστο του 2012. Στη συνέχεια η αποκρυπτογράφηση ενός περίπλοκου χάρτη τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ των στελεχών της οργάνωσης το βράδυ της δολοφονίας του Φύσσα ανέδειξε μια ιεραρχική ροή της ενημέρωσης που κατέληξε στον αρχηγό της οργάνωσης Νίκο Μιχαλολιάκο. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν εκείνη η αδιαμφισβήτητη και κρίσιμη ψηφίδα που τεκμηρίωσε την ποινική μεταχείριση της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης.
Ένα χρόνο μετά ολόκληρη η κοινοβουλευτική ομάδα της Χρυσής Αυγής, οι 18 βουλευτές που εξελέγησαν στην εκλογική αναμέτρηση του 2012 βρίσκονται σε καθεστώς ποινικής εμπλοκής. Συγκεκριμένα 9 βουλευτές μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Μιχαλολιάκος είναι προφυλακισμένοι, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι έξω με περιοριστικούς όρους με μοναδική εξαίρεση το βουλευτή Χρυσοβαλάντη Αλεξόπουλο που ανεξαρτητοποιήθηκε. Συνολικά οι εμπλεκόμενοι στη δικογραφία φθάνουν τους 78. Οι δύο εφέτες που ανατέθηκε η ανάκριση, η Ιωάννα Κλάπα και η Μαρία Δημητροπούλου μετά από επίπονη δουλειά που διήρκεσε 9 μήνες και υπό το βάρος διαρκών απειλών από τα μέλη της οργάνωσης και αλλεπάλληλων αιτήσεων εξαίρεσης, συγκέντρωσαν ένα τεράστιο όγκο υλικού που παραδόθηκε στον αρμόδιο εισαγγελέα Ισίδωρο Ντονιάκο για να υποβάλλει την πρόταση του στο Συμβούλιο Εφετών.
Η βασική κατηγορία που βαραίνει τους βουλευτές της Χρυσής Αυγής είναι για σύσταση και διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης στη βάση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα. Η οργάνωση άρθρωσε εξαρχής έναν λόγο περί «πολιτικής σκευωρίας» που συνοδεύονταν από τον ισχυρισμό της απουσίας οποιασδήποτε σχέσης με τον εθνικοσοσιαλισμό. «Το κατηγορητήριο κατά των μελών και των ηγετών της Χρυσής Αυγής για τέλεση εγκληματικών πράξεων και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση είναι ισχυρό. Οι συσχετισμένες δικογραφίες ξεπερνούν τις 100 και οι πιο εμβληματικές από αυτές αναμένεται να συνεκδικαστούν: η ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα και οι απόπειρες ανθρωποκτονιών των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ και των Αιγύπτιων αλιεργατών. Αν η δίκη διεξαχθεί με μόνο κριτήριο τη δικογραφία και τα πορίσματα της ανάκρισης, οι κατηγορούμενοι Χρυσαυγίτες θα καταλήξουν εκεί που τους αξίζει, δηλαδή στη φυλακή», δηλώνει στο VICE ο Θανάσης Καμπαγιάννης δικηγόρος που θα παραστεί στο δικαστήριο ως πολιτική αγωγή για λογαριασμό των αιγύπτιων αλλιεργατών. Ο ίδιος ωστόσο εκφράζει την ανησυχία του για τις ενδεχόμενες αλλαγές στο άρθρο 187 που έχουν δει το φως της δημοσιότητας: «Τυχόν αλλαγή του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα με τον τρόπο που έχει διαρρεύσει, δηλαδή με την προσθήκη του προσπορισμού οικονομικού οφέλους στον ορισμό της εγκληματικής οργάνωσης, θα σημάνει την μετατροπή των κατηγοριών από κακουργηματικές σε πλημμεληματικές και θα έχει ως συνέπεια την αποφυλάκιση των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής».
Πέρα όμως από το αμιγώς νομικό σκέλος η προσπάθεια εξάρθρωσης της Χρυσής Αυγής είχε ευρύτερες κοινωνικοπολικές επιπτώσεις. Καταρχήν μετά το σοκ που προκάλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και τις συλλήψεις των ηγετικών στελεχών της οργάνωσης παρατηρήθηκε μια σαφής μείωση των επιθέσεων των Ταγμάτων Εφόδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας αναφέρει 18 τέτοιες επιθέσεις στο τρίμηνο από τον Οκτώβρη μέχρι το Δεκέμβρη του 2013, όταν ο μέσος όρος των προηγούμενων τριμήνων κυμαινόταν στις 50 επιθέσεις. Ομοίως ατονεί σταδιακά και η κοινοβουλευτική δραστηριότητα της οργάνωσης. Το πρώτο τετράμηνο μετά τις συλλήψεις οι βουλευτές της κατέθεσαν 430 ερωτήσεις και 44 επίκαιρες ερωτήσεις. Στο πεντάμηνο που ακολούθησε μέχρι και τον Ιούλιο του 2014 κατέθεσαν 379 ερωτήσεις και μόλις 19 επίκαιρες. Εκτός από τη συνήθη ατζέντα της οργάνωσης που αφορά σε ζητήματα μετανάστευσης και εθνοτικών μειονοτήτων, το ενδιαφέρον τους μονοπωλήθηκε από την ίδια την υπόθεση της δικαστικής διερεύνησης διανθισμενο πάντα με προσωπικά και σεξιστικά υπονοούμενα εναντίον των δύο ανακριτριών.
Σε επίπεδο εκλογικής απήχησης όμως οι επιπτώσεις δεν ήταν οι αναμενόμενες. Η Χρυσή Αυγή από το 6,9% που απέσπασε στις βουλευτικές εκλογές του 2012, μεταπήδησε στο 9,3% στις Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014 και τα δύο πρωτοκλασάτα στελέχη της ο Ηλίας Κασιδιάρης και ο Ηλίας Παναγιώταρος απέσπασαν 16,1% και 11,1% για το δήμο της Αθήνας και την Περιφέρεια Αττικής αντιστοίχως. Από την άλλη η δημοσκοπική δυναμική της οργάνωσης παρουσιάζει κάμψη στις 3 δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν μέσα στο Σεπτέμβρη (Πρόθεση ψήφου: Rass 6,7 / Alco 6,7 / MRB 8,5). «Η καμπύλη επιρροής της ΧΑ ακολουθούσε σταθερή ανοδική πορεία μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2012. Οι εκτιμήσεις ανάλυσης χρονοσειράς έδειξαν περί τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2012 ένα εκλογικό ποσοστό της τάξης του 15%, με ανοδική καμπύλη. Η τάση αυτή ανακόπηκε μετά τη δολοφονία Φύσσα και τις συλλήψεις των ηγετικών στελεχών του κόμματος. Τα δύο αυτά συνδεόμενα μεταξύ τους γεγονότα ήταν ικανά ώστε να αποκόψουν ένα δυνητικό εκλογικό σώμα από την ΧΑ, όχι όμως και να περιορίσουν τον σκληρό πυρήνα της επιρροής της. Σήμερα η ΧΑ εμφανίζει ισχυρή διείσδυση στην ηλικιακή ομάδα 25-35 ετών, στην κοινωνική κατηγορία των ανέργων, αλλά και σε διακριτά ακροατήρια είτε ανώτερων είτε πολύ κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Εξακολουθεί να έχει μεγάλη απήχηση, επίσης, στον κατασταλτικό μηχανισμό του Κράτους (Αστυνομία, ΜΑΤ, Ειδικές Ομάδες). Συνεκτική ιδεολογική ύλη αυτής της εκλογικής – κοινωνικής βάσης είναι μια ιδιαίτερη κουλτούρα λατρείας της ατομικής (σωματικής) υπεροχής και δύναμης, ικανής να επιβάλλεται και να επιβάλλει απόψεις στον μικρο-κοινωνικό περίγυρο και, βέβαια, ένας πρωτόγονος εθνικισμός» σημειώνει ο Χριστόφορος Βερναδάκης, Επίκουρος Καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών στο ΑΠΘ και επιστημονικός σύμβουλος στην εταιρεία VPRC. Από τη μία φαίνεται ότι εξαντλήθηκαν τα περιθώρια της Χρυσής Αυγής να διευρύνει το ακροατήριο της , από την άλλη ολοένα και περισσότερο χάνει έδαφος η ρητορική των «παραπλανημένων» ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής και προκύπτει ότι υπάρχει εντός της ελληνικής κοινωνία ένα τμήμα του πληθυσμού που δεν εγκαλείται από την ιστορική μνήμη, τοποθετούνταν παραδοσιακά ιδεολογικά στη σκληρή ακροδεξιά και πλέον απενεχοποιηθήκε βρίσκοντας αυθεντική εκπροσώπηση στους απολογητές του ναζισμού.
Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής
Αυτός ο επετειακού χαρακτήρα απολογισμός θα ήταν λειψός, όμως, εάν δεν ομολογούνταν ότι το κράτος επέδειξε μια ολιγωρία στην αντιμετώπισης της ακροδεξιάς εγκληματικότητας. Αυτό σ’ ένα βαθμό μόνο μπορεί να αποδοθεί στη θεσμική αμηχανία για την αντιμετώπιση του φαινομένου και να μην στραφεί στο εσωτερικό του κράτους, εκεί όπου υπήρχαν και ίσως να υπάρχουν ακόμα υποστηρικτές ή δυνητικοί σύμμαχοι της Χρυσής Αυγής. Τα σώματα ασφαλείας βρίσκονται στη μία άκρη αυτού του εκκρεμούς. Τα αριθμητικά δεδομένα της ετήσιας έκθεσης της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων της ΕΛ.ΑΣ είναι αποκαλυπτικά. Περίπου 150 αστυνομικοί κόπηκαν στο τεστ ακεραιότητας των «αδιάφθορων» της Αστυνομίας είτε γιατί συμμετείχαν σε περιστατικά ακραίας αστυνομικής συμπεριφοράς, είτε γιατί εμφανώς συνέδραμαν έκνομες δραστηριότητες της Χρυσής Αυγής. Στην άλλη άκρη του εκκρεμούς βρίσκεται ένα τμήμα του επίσημου πολιτικού κόσμου που αποδείχθηκε ότι φλέρταρε με την ιδέα μιας συμμαχίας με το νεοναζιστικό μόρφωμα. Στην πιο απροκάλυπτη εκδοχή αυτή σχέση μορφοποιήθηκε στο Baltakosgate. Ο μέχρι πρότινος πανίσχυρος γραμματέας της κυβέρνησης Τάκης Μπαλτάκος έπεσε ο ίδιος στην «Κρυπτεία» της Χρυσής Αυγής όταν η Ηλίας Κασιδιάρης τον παγίδεψε με το επίμαχο βίντεο που καταφερόταν αρνητικά εναντίον στελεχών της κυβέρνησης και δικαστικών λειτουργών και ενστερνιζόταν την επιχειρηματολογία της Χρυσής Αυγής περί πολιτικής και δικαστικής πλεκτάνης. Πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι ο κατά δήλωση του «περήφανα αντικομμουνιστής» κ. Μπαλτάκος λειτουργούσε και ως άτυπος καθοδηγητής της Χρυσής Αυγής σε κρίσιμες ψηφοφορίες στη Βουλή.
Η δίκη της Χρυσής Αυγής θα ξεκινήσει εκτός απροόπτου στα μέσα Νοεμβρίου και θα έχει διεθνή αντίκτυπο, καθώς πρώτη φορά μεταπολεμικά θα επανέλθουν σε αίθουσα δικαστηρίου εγκλήματα ναζιστικού τύπου και που μια ολόκληρη κοινοβουλευτική ομάδα θα βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η έκβαση της θα είναι σίγουρα καθοριστική για την εξέλιξη της πολιτικής ζωής του τόπου. Η εκμηδένιση όμως της απήχησης των ακροδεξιών αντιλήψεων στην κοινωνία δεν εξαρτάται μόνο από την τελική ετυμηγορία αλλά απαιτεί ευρύτερους μετασχηματισμούς στον κοινωνικό ιστό και ριζοσπαστικές τομές σε επίπεδο συλλογικής συνείδησης, όπως σχολιάζει στο VICE ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Ψαρράς: «Η πολιτική αντιμετώπιση του ναζιστικού φαινομένου προϋποθέτει τη δικαστική του διερεύνηση αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν. Οι λόγοι που οδήγησαν στο φούσκωμα της Χρυσής Αυγής δεν έχουν εκλείψει. Δεν εννοώ την ύπαρξη της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, αλλά την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος, η οποία επέτρεψε την ανάδυση κάθε λογής «αντιπολιτικών» επιλογών για τους πολίτες. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος που επέλεξαν να αντιδράσουν στο φαινόμενο της ρατσιστική βίας ήδη και πριν τις εκλογές του 2012 τα κόμματα που κυβερνούσαν ήταν αυτοκτονικός. Αντέγραψαν την αντιμεταναστευτική ατζέντα της Χρυσής Αυγής, νομίζοντας ότι έτσι θα την αποδυναμώσουν. Και στην πραγματικότητα την εδραίωσαν. Το ίδιο συμβαίνει σήμερα, με όσους χωρίς να έχουν γνώση της δικογραφίας, σπεύδουν να αμφισβητήσουν την ανακριτική διαδικασία για την οργάνωση. Μ’ αυτό τον τρόπο ενισχύουν την προπαγάνδα της Χρυσής Αυγής περί δήθεν πολιτικής δίωξης και δηλητηριάζουν την κοινή γνώμη με θεωρίες συνωμοσίας, τη στιγμή που τα στοιχεία βοούν. Αλλά για το ξερίζωμα του ναζιστικού μορφώματος θα χρειαστεί και κάτι περισσότερο: να ηττηθούν οι ίδιες οι ιδέες του φόβου, ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας μέσα στην κοινωνία».
Δείτε το πραγματικό πρόσωπο της Χρυσής Αυγής μέσα από φωτογραφίες.