Για Κάποιους Από τους «Επιζώντες» του Norman Atlantic η Φωτιά δεν Έσβησε Ποτέ

Kοινοποίηση


Ξημερώματα 28ης Δεκεμβρίου. Το επιβατηγό πλοίο, Norman Atlantic, τυλίγεται αιφνιδίως στις φλόγες ενώ πλέει 32 ναυτικά μίλια βορειοδυτικά των Οθωνών, ανοιχτά της Κέρκυρας. Τις επόμενες ώρες, κάτω από αντίξοες καιρικές συνθήκες και με αρκετή καθυστέρηση, πραγματοποιείται η αγωνιώδης επιχείρηση διάσωσης των επιβατών –παραπλέοντα πλοία, ρυμουλκά και ελικόπτερα σπεύδουν στη θαλάσσια περιοχή, ενώ η κοινή γνώμη παρακολουθεί έντρομη στους δέκτες της να εκτυλίσσεται ένα πολύωρο θρίλερ. Σήμερα, δυο μήνες έπειτα από το τραγικό συμβάν, κανείς δεν έχει καταφέρει να απαντήσει στο πως ένα απλό δρομολόγιο εξελίχθηκε για τους επιβάτες του επιβατικού οχηματαγωγού πλοίου Norman Atlantic στον μεγαλύτερο εφιάλτη της ζωής τους.

Ακολουθήστε το VICE στην καινούργια μας σελίδα στο Facebook

Αυτή την εποχή πραγματοποιείται, υπό πλήρη μυστικότητα, στο Μπάρι της Ιταλίας η εισαγγελική έρευνα αναφορικά με τα αίτια της τραγωδίας, ενώ την ίδια ώρα εκατοντάδες άνθρωποι στην Ελλάδα περιμένουν εναγωνίως το τελικό πόρισμα του εισαγγελέα Ετόρε Καρντινάλι, σχεδιάζοντας τις επόμενες κινήσεις τους εντός και εκτός δικηγορικών γραφείων. Πολλοί είναι επαγγελματίες οδηγοί που έχασαν τα πάντα στα καμένα γκαράζ του πλοίου, άλλοι απλοί ταξιδιώτες που έζησαν μια οδυνηρή εμπειρία με ανυπολόγιστο ψυχικό κόστος – στο περιθώριο όλων αυτών «υφέρπει» μια τρίτη, ξεχασμένη κατηγορία «επιζώντων». Είναι οι άνθρωποι που δεν ανέβηκαν ποτέ στο Norman Atlantic για το μοιραίο ταξίδι, δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις φλόγες, όμως τις αισθάνονται καθημερινά να «καίνε» μέσα από τα δεκάδες αναπάντητα ερωτήματα του ναυτικού δυστυχήματος. Είναι οι συγγενείς των εννιά Ελλήνων αγνοουμένων για τους οποίους κανείς δεν μιλά – οι ίδιοι αντιδρώντας στην αδιαφορία της ελληνικής πολιτείας, της πλοιοκτήτριας εταιρείας ANEK Lines και των αρμόδιων φορέων έχουν φτάσει στο σημείο να ερευνούν μόνοι τους, υποδυόμενοι σε πολλές περιπτώσεις τους «ντετέκτιβ», προκειμένου να μάθουν τι ακριβώς συνέβη τα ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου.

Videos by VICE

Οι Εννέα Αγνοούμενοι του Norman Atlantic


Ο Γιάννης Συμεωνίδης είναι ένας από τους εννέα Έλληνες επιβάτες που αγνοούνται ως σήμερα. Τα υπόλοιπα ονόματα που συνθέτουν τη μοιραία λίστα: Ευάγγελος Καραβαγγέλης, Βασίλης Τσάμης, Απόστολος Νικολάρας, Γιώργος Δούλης, Αλέξανδρος Κουφογιώργης, Γιάννης Σοφός, Γιώργος Παπαδόπουλος και Νίκος Σιγιρίδης.

Η Μαρία Σιδηροπούλου είναι αδερφική φίλη του Γιάννη Συμεωνίδη –τους τελευταίους δύο μήνες διεξάγει μόνη της μια προσωπική έρευνα σχετικά με την εξαφάνισή του, λειτουργώντας παράλληλα ως άτυπος εκπρόσωπος της οικογένειας Συμεωνίδη. «Με τον Γιάννη είμαστε φίλοι πάνω από είκοσι χρόνια, όπως και με την οικογένειά του. Τα παιδιά μου τον λατρεύουν και για τα αδέρφια του Γιάννη ήμουν η δέκατη αδερφή της οικογένειας», μου λέει η Μαρία. «Το βράδυ της 27ης Δεκεμβρίου είχα μιλήσει μαζί του στο τηλέφωνο. Ήμουν και η τελευταία με την οποία είχε επικοινωνία. Έκτοτε τον αναζητώ. Δυστυχώς το υπουργείο και συγκεκριμένα ο κύριος Βαρβιτσιώτης έλαμψε δια της απουσίας του στον όλο χειρισμό της υπόθεσης. Το μόνο που έκαναν ήταν να μας πάρουν τηλέφωνο και να μας πουν πως ο Γιάννης διασώθηκε και βρίσκεται εκτός κινδύνου στο πολεμικό πλοίο San Giorgio. Αργότερα, βέβαια, το όνομά του εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από τη λίστα των διασωθέντων. Από εκεί και έπειτα αρχίζει το μαρτύριό μας. Εγώ και η κόρη του αρχίσαμε να ψάχνουμε τους οδηγούς μήπως κάποιος τον είχε εντοπίσει ή τέλος πάντων, μήπως γνώριζε κανείς κάτι για την τύχη του. Χωρίς δυστυχώς αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή μας πήρε τηλέφωνο μια οδηγός, η Ευφροσύνη Μπεζάτη και μας είπε ότι ο Συμεωνίδης ήταν ακριβώς πίσω της τη μοιραία μέρα σε ήρεμη κατάσταση και περίμενε να διασωθεί όπως όλοι οι υπόλοιποι. Δεν ήξερε όμως να μας πει τι έγινε μετά».

Γιάννης Συμεωνίδης

Ουσιαστικά έχουμε τέσσερα πτώματα για τα οποία δεν ξερουμε απολύτως τίποτα. Πως και πότε θα γίνει η ταυτοποίηση αυτών των σωρών;

Τη ρωτώ τι έκανε η ίδια στη συνέχεια. «Όποιες ενέργειες προβλέπονταν. Πήγα στο λιμεναρχείο και άλλες υπηρεσίες, ενώ επικοινώνησα πολλάκις με την ΑΝΕΚ, η οποία ήταν πολύ φειδωλή στις πληροφορίες της. Αρκέστηκαν σε ένα ξερό “λυπούμαστε” και εκεί τελείωσε για αυτούς η υπόθεση». Σύμφωνα με τη Μαρία Σιδηροπούλου η προχειρότητα των ελληνικών αρχών στο ζήτημα των αγνοουμένων φάνηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή. «Όλοι οι πρέσβεις έπαιρναν τηλέφωνο για τους αγνοούμενους άλλων εθνικοτήτων και για τους Έλληνες δεν έπαιρνε κανείς. Τι να πεις από εκεί και πέρα… Ακόμα και για τα διάφορα πτώματα που έχουν προκύψει τους τελευταίους μήνες ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Για παράδειγμα στις αρχές Ιανουαρίου βρέθηκε ένα πτώμα στην Λευκάδα, για το οποίο αρχικώς ειπώθηκε ότι προέρχεται από το Norman Atlantic. Η ασφάλεια Λευκάδας μάλιστα ζήτησε να γίνει εξέταση DNA αλλά μόνο δύο οικογένειες έδωσαν. Τελικά, το πτώμα δεν άνηκε στο πλοίο –εμάς βέβαια δε μπήκε κανείς στον κόπο να μας ενημερώσει. Επίσης, στις 17 Ιανουαρίου βρέθηκε και δεύτερο πτώμα. Εμείς το μάθαμε από τα ΜΜΕ και συγκεκριμένα από μια τοπική ιστοσελίδα της Κέρκυρας. Στο Υπουργείο μας είπαν πως δεν γνωρίζουν τίποτα. Δεν ζήτησαν καν εξέταση DNA για να γίνει ταυτοποίηση. Ουσιαστικά έχουμε τέσσερα πτώματα για τα οποία δεν ξερουμε απολύτως τίποτα. Πως και πότε θα γίνει η ταυτοποίηση αυτών των σωρών; Σε επικοινωνία που είχα με το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και συνομιλώντας προσωπικά με τον κ. Δρίτσα, μου είπε πως δεν γνώριζε κάτι για το θέμα και ότι θα το ερευνούσε. Περιμένω την απάντησή του εδώ και δύο εβδομάδες. Μόνο ο κ. Νίκος Σολίδης από το προξενείο στο Μπρίντιζι μας βοηθά και τον ευχαριστώ πολύ. Μάλιστα προχθές σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε, με άκουσε με πολύ υπομονή, απάντησε σε όλα τα ερωτήματά που του έθεσα, αποκαλύπτοντάς μου ότι οι έρευνες πλησιάζουν προς το τέλος τους και πως την επόμενη Παρασκευή μάλλον ολοκληρώνονται. Ο λόγος που καθυστέρησαν ήταν λόγω του μεγάλου ποσοστού διοξειδίου του ανθράκα που υπήρχε στο γκαράζ, ενώ μου έκανε σαφές ότι το ενδεχόμενο να υπάρχουν Έλληνες αγνοούμενοι σε κάποιο ιταλικό νοσοκομείο είναι απίθανο. Δεν απέκλεισε βέβαια να βρίσκονται σε κάποιο κέντρο κράτησης, αν και αυτό είναι πια εξαιρετικά δύσκολο μου είπε χαρακτηριστικά. Δεν ξέρουμε τι να κάνουμε πια, η απουσία υποστήριξης από το ελληνικό κράτος προς τις οικογένειες των αγνοουμένων είναι παντελής. Η κατάσταση είναι μπάχαλο. Ξέρω διασωθέντες που πάλευαν να κλείσουν ραντεβού στα δημόσια νοσοκομεία για να τους παρακολουθήσει κάποιος μετά το σοκ που υπέστησαν και τους έλεγαν “μπορούμε σε τρεις μήνες”! Όσο για τα ανήλικα παιδιά των αγνοούμενων; Ουδείς ασχολήθηκε, έστω και αν τα παιδάκια έχριζαν άμεσης ψυχολογικής υποστήριξης. Για να μην μιλήσω για το τέρας της γραφειοκρατίας και διάφορα άλλα ευτράπελα που ζούμε καθημερινά με επιστροφές τελών κατεστραμμένων οχημάτων που ποτέ δεν έγιναν, ασφαλιστικές εισφορές που τρέχουν κανονικά με τις προσαυξήσεις και πολλά ακόμα που σε διαλύουν ψυχολογικά την ώρα που εσύ τη μια θρηνείς και την άλλη ελπίζεις για τον άνθρωπό σου. Αισθάνομαι ότι παίζουν με τον πόνο μας».

Γιάννης Σοφός

Η Ντίνα Σοφού είναι η σύζυγος του Γιάννη Σοφού, ενός από τους εννέα αγνοούμενους του Norman Atlantic. Σήμερα ζει σε άσχημη ψυχολογική και οικονομική κατάσταση στην Αγία Τριάδα στη Λιβαδειά μαζί με τα τρία ανήλικα παιδιά της. «Τα μικρά είναι 8, 6,5 και 4,5 ετών. Ο μεγάλος μου γιος δεν ήθελε το πρώτο διάστημα να πάει σχολείο. Προσπαθούσα να του εξηγήσω τι έχει συμβεί στον πατέρα του δίχως ούτε και εγώ να γνωρίζω. Δεν έχω κανένα εισόδημα, μόνο ο άντρας μου δούλευε. Οι γονείς μου δυσκολεύονται να με υποστηρίξουν οικονομικά, δεν ξέρω τι να κάνω. Τηλεφωνώ κάθε μέρα στο Υπουργείο Ναυτιλίας και μου λένε πως δεν γνωρίζουν τίποτα και πως περιμένουν και εκείνοι». Τη ρωτώ αν την έχει προσεγγίσει κάποιος από την επίσημη πολιτεία ή κάποιο φορέα προκειμένου να της προσφέρει έστω ψυχολογική υποστήριξη. «Απολύτως κανείς. Ούτε από την εταιρία, ούτε από την πολιτεία. Ζω βοηθούμενη από κάποιους συγγενείς και το μόνο που κάνω κάθε βράδυ είναι να προσεύχομαι να ξαναβρώ τον άντρα μου», μου λέει.

(…) γιατί κάποιος να έγραφε (στη λίστα των διασωθέντων) το όνομα του Γιάννη αν δεν ήταν εκεί; Είναι πολύ περίεργο αυτό. Πρέπει να δούμε την αρχική λίστα. Κάτι συμβαίνει».

Αποστόλης Νικολάρας

Η Ελευθερία Νικόλαρα είναι η αδερφή του αγνοούμενου οδηγού, Αποστόλη Νικολάρα. Τους τελευταίους μήνες προσπαθεί να υποστηρίξει με κάθε τρόπο τόσο τη σύζυγο του αδερφού της, Κέλυ, όσο και τους γονείς της. «Ο αδερφός μου έχει τρία μικρά παιδιά. Το ένα εφτά, το άλλο πέντε και το τρίτο τριών μόλις ετών. Οι δικοί μου προσπαθούν όπως μπορούν να σταθούν δίπλα στην Κέλυ και τα παιδιά, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο. Στα μικρά έχουμε πει ότι ο μπαμπάς του λείπει ταξίδι και θα επιστρέψει. Απευθυνθήκαμε σε ειδικούς, αναζητώντας το σωστό τρόπο για να τους μιλήσουμε. Ο Αποστόλης ήταν η κολώνα όλων μας».

Πριν από ένα περίπου μήνα η Ελευθερία μαζί με τη σύζυγο του Αποστόλη και συγγενείς άλλων αγνοουμένων βρέθηκε στο γραφείο του νέου υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Θοδωρή Δρίτσα. «Από το υπουργείο μας λένε πως είτε κάηκαν στο γκαράζ, είτε πνίγηκαν. Δεν εξετάζουν καν κάποια εναλλακτικά σενάρια. Κάνουμε ότι μπορούμε μόνοι μας. Στείλαμε πριν από λίγες μέρες κάποια mail στα προξενεία χωρών της ευρύτερης περιοχής όπως στην Αλβανία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην Τυνησία μήπως και γνωρίζουν κάτι. Η εταιρεία είναι άφαντη. Τους παίρνουμε τηλέφωνο μας λένε “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα” ρίχνοντας το μπαλάκι στην ιταλική πλευρά. Λες και ο αδερφός μου αγόρασε το εισιτήριό του από τους Ιταλούς. Είναι ντροπή αυτό που συμβαίνει. Παλεύουμε μόνοι μας χωρίς βοήθεια από κανέναν. Και φυσικά καμία αποζημίωση δεν θα επουλώσει τις πληγές μας».

Τη μεγάλη τραγωδία, βέβαια, τη βιώνει η σύζυγος του Αποστόλη, Κέλυ. «Δεν ξέρω τι να πω στα παιδιά, όταν με ρωτάνε “Μαμά, πότε θα επιστρέψει ο μπαμπάς;”. Λέω απλώς “Θα γυρίσει σε λίγο καιρό, είναι ταξίδι” και ματώνει η καρδιά μου. Έχουμε τρελαθεί με την αδιαφορία της πολιτείας -δεν κάνουν ούτε τα στοιχειώδη, ενώ η ΑΝΕΚ το μόνο που μας είπε είναι να στείλουμε γραπτώς τι θέλουμε και θα εξέταζε αν μπορεί, λέει, να μας βοηθήσει! Κανείς δεν συναισθάνεται τον πόνο μας, παλεύουμε μόνοι».

Βασίλης Τσάμης

Τηλεφωνώ στην Έλενα Θεοδωρίδου –είναι η ανιψιά του αγνοούμενου Βασίλη Τσάμη και μία από τους συγγενείς που ταξίδεψαν ως την Ιταλία προκειμένου να αναζητήσουν τους ανθρώπους τους. «Η μητέρα μου [σ.σ. αδερφή του Βασίλη Τσάμη] βρίσκεται υπό ψυχιατρική παρακολούθηση λαμβάνοντας αγωγή τους τελευταίους μήνες. Η κατάσταση στο σπίτι μας είναι τραγική», μου λέει πρώτη κουβέντα. «Κι αυτό διότι η αντιμετώπιση που έχουμε από την ελληνική πολιτεία είναι απαράδεκτη. Προσπαθούμε να μάθουμε τι έχει συμβεί στους ανθρώπους μας και κανείς δεν μας λέει απολύτως τίποτα. Έχουμε φτάσει στο σημείο να τσακωνόμαστε καθημερινά με τους υπαλλήλους του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας». Της ζητώ να μου μιλήσει για το ταξίδι της στην Ιταλία. «Ήταν ένα φιάσκο. Μας υποδέχθηκε ένας εκπρόσωπος της ελληνικής πρεσβείας, ο Νίκος Τζωΐτης, ο οποίος μας είπε ότι κακώς πήγαμε εκεί διότι δεν θα μας αφήσουν οι Ιταλοί να μπούμε στα νοσοκομεία. Στις εισόδους υπήρχαν καραμπινιέρι. Φυσικά δεν θεώρησε κανείς κάποιος σκόπιμο να μας ενημερώσει. Κάναμε ολόκληρο ταξίδι, καλύπτοντας μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις για να ακούσουμε ότι δεν έπρεπε να πάμε. Αν είναι δυνατόν! Εν τέλει έγινε ένας πολύ μεγάλος καυγάς στο λόμπι του ξενοδοχείου με τον εκπρόσωπο της πρεσβείας και την επόμενη μέρα μπήκε στο νοσοκομείο μια μικρή αντιπροσωπεία. Μέσα υπήρχε μόνο ένας Έλληνας. Η αντιπροσωπεία του έδειξε κάποιες φωτογραφίες αλλά αυτός δεν κατάφερε να αναγνωρίσει κανέναν. Επιστρέψαμε άπραγοι. Έκτοτε η αντιμετώπιση που έχουμε είναι εξοργιστική –οι Ιταλοί αδιαφορούν πλήρως για τους Έλληνες αγνοούμενους, ενώ από την ελληνική πλευρά ουδείς πιέζει για να μάθουμε τι έχει συμβεί».

Βαγγέλης Καραβαγγέλης

Η Μαρία Βασιλάκη, σύζυγος του αγνοούμενου Βαγγέλη Καραβαγγέλη, ζει μακριά από το επίκεντρο των εξελίξεων και συγκεκριμένα στη Γερμανία. Όπως μου λέει: «Δεν έχουμε καμία απολύτως ενημέρωση. Ούτε μπορούμε να κάνουμε κάτι, ούτε μας ακούει κανείς. Λες και η υπόθεση δεν μας αφορά. Ο άντρας μου είχε κατέβει στην Ελλάδα για να δει τους συγγενείς του και δεν γύρισε ποτέ. Χάσαμε τον άνθρωπο μας και δεν ξέρουμε πως θα ζήσουμε τώρα, πως θα τα βγάλουμε πέρα. Μόνο ο σύζυγός μου εργαζόταν, δεν έχουμε άλλους συγγενείς εδώ, είμαστε ολομόναχες εγώ και οι κόρες μου. Ζούμε με δανεικά πλέον. Αναρωτήθηκε κανείς πως θα ζήσουν οι οικογένειες που έμειναν πίσω; Υπάρχουν γυναίκες με μωρά παιδιά. Χάθηκαν οι άνθρωποι μας έτσι ξαφνικά και η γραφειοκρατία δεν μας επιτρέπει καν να βγάλουμε πιστοποιητικό θανάτου αφού δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα στο καράβι ώστε να υπάρξει ταυτοποίηση. Καταστραφήκαμε και δεν έχει ανοίξει μύτη».

Νίκος Σιγιρίδης (αριστερά), Νίκος Παπαδόπουλος (δεξιά)

Ζώντας την Τραγωδία του Norman Atlantic από Μέσα

Η Ουρανία Θηραίου είναι διασωθείσα του Norman Atlantic. Όπως κάθε χρόνο -την περίοδο των γιορτών- έτσι και τον περασμένο Δεκέμβριο ταξίδεψε με τον άντρα της στην Ιταλία προκειμένου αργότερα να μεταβεί οδικώς στη Γερμανία μέσω της γειτονικής χώρας. Επικοινωνώ μαζί της για να μου περιγράψει πως έζησε η ίδια το ξημέρωμα της 28ης Δεκεμβρίου και τι ακολούθησε έπειτα από το ξέσπασμα της φωτιάς. «Είχα κάνει το συγκεκριμένο ταξίδι πολλές φορές. Προτιμούσα πάντοτε να έχει ελληνικό πλήρωμα διότι οι Έλληνες καπετάνιοι γνωρίζουν καλύτερα τα νερά και είναι πιο ασφαλές να ταξιδεύεις μαζί τους», μου λέει αρχικά. «Όταν φτάσαμε στην Πάτρα μας ανακοίνωσαν πως θα ταξιδέψουμε με το Norman Atlantic και όχι με το πλοίο που ήταν προγραμματισμένο. Παρατηρώντας το, κατάλαβα πως δεν είχε καμία σχέση με τα πλοία που κάνουν τέτοιου τύπου ταξίδια –έμοιαζε με μια μεγάλη “παντόφλα” όπως εκείνες που περνάνε το Ρίο. Όλος ο κόσμος διαμαρτυρόταν από την αρχή. Πολλοί έλεγαν ότι κανονικά δεν πρέπει να πληρώσουμε. Ήταν μεγάλη η απογοήτευση που θα ταξιδεύαμε με αυτό το πλοίο. Φυσικά δεν φανταζόμασταν αυτό που θα επακολουθούσε. Στην Ηγουμενίτσα το πλοίο γέμισε ασφυκτικά. Όταν άνοιξε η πόρτα βρεθήκαμε μπροστά σε μια θάλασσα από φορτηγά. Ήταν πάρα πολύς ο κόσμος. Πολλές οικογένειες στρώνανε κάτω, παντού. Επικρατούσε μια τριτοκοσμική κατάσταση. Μου έκανε εντύπωση πως το πλοίο είχε ένα μπαρ που χωρούσε περίπου 250 άτομα και κανέναν άλλο χώρο για τους επιβάτες. Γενικά, η κατασκευή του ήταν λαβυρινθώδης. Έμοιαζε με φορτηγό-πλοίο, όχι με επιβατικό». Ρωτώ την Ουρανία πότε ξέσπασε η φωτιά. «Γύρω στις 4:20 ώρα Ιταλίας κι ενώ βρισκόμασταν στην καμπίνα άκουσα από το μεγάφωνο μια φωνή να καλεί στα αγγλικά όλο το πλήρωμα να πάει στο κατάστρωμα. Μύρισα τον καπνό, σηκώθηκα και είδα από το παράθυρο μια τεράστια φωτιά. Ντυθήκαμε καλά, βγήκαμε έξω και προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας. Στις καμπίνες ο κόσμος κοιμόταν ακόμα και μια κοπέλα του ελληνικού πληρώματος χτυπούσε τις πόρτες και φώναζε να βγούνε όλοι έξω. Ακολουθήσαμε μια πόρτα η οποία έβγαζε στο κατάστρωμα με τις σωσίβιες λέμβους. Δεν υπήρχαν παιδικά σωσίβια αν και ανάμεσά μας βρισκόντουσαν πολλά παιδάκια. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν τρεις, τέσσερις άνθρωποι που από τις κινήσεις συμπεράναμε ότι άνηκαν στο ιταλικό πλήρωμα. Ξεκίνησαν να κατεβάζουν τη μεγάλη βάρκα που βρισκόταν εκεί και αμέσως φάνηκε η απειρία τους -δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Μάλιστα ήταν οι πρώτοι που μπήκαν στην βάρκα και ο κόσμος ακολούθησε. Το πλοίο καιγόταν και όλοι άρχισαν να ανεβαίνουν πάνω στην βάρκα. Χωρούσε περίπου 150 άτομα αλλά ανέβηκαν γύρω στα 60. Ήταν τρομερό, ο κόσμος άρχισε να πηδάει πάνω στην βάρκα, άλλοι καβαλούσαν τα κάγκελα για να βρεθούν πάνω της, τελικά έφυγε από την θέση της και έπεσε στην θάλασσα από μεγάλο ύψος, τουλάχιστον πέντε, έξι μέτρα. Περίπου δέκα άτομα βρέθηκαν στο νερό. Οι υπόλοιποι ανεβήκαμε στο πιο πάνω επίπεδο του πλοίου. Η ώρα είχε πάει πλέον 5:15».

Γιώργος Δούλης (αριστερά), Αλέξανδρος Κουφογιώργης (δεξιά)

Την ρωτώ πότε τελικά άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα σωστικά συνεργεία. «Μέχρι τις 12 το μεσημέρι που ήρθαν τα πρώτα ελικόπτερα, μας πλησίασαν κάποια πλοία αλλά ο καιρός ήταν κακός, δεν μπορούσαν να προσεγγίσουν. Εκτοξεύονταν φωτιές παντού -όταν τελικά ήρθε το πρώτο από τα ιταλικά ελικόπτερα ήταν αδύνατο να προσγειωθεί. Οι καπνοί ήταν πυκνοί, ο αέρας δυνατός. Ο πιλότος δεν έβλεπε. Οι επιβάτες ανέβαιναν ένας-ένας από μια σιδερένια σκάλα προς ένα στέγαστρο για να μπορέσουν να διασωθούν. Η διάσωση ήταν πολύ αργή, έφευγαν γύρω στα οκτώ άτομα την ώρα. Έτσι όπως πήγαινε δεν ξέραμε πότε θα φύγουμε όλοι. Στις 15:00 ήρθαν δύο ελληνικά ελικόπτερα, πήραν οκτώ με δέκα άτομα το καθένα, έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν. Όσο περνούσε η ώρα παθαίναμε υποθερμία. Στις 17:00 το πλοίο πρέπει να είχε πάρει κλίση 14 μοίρες. Παραπλέυρως ερχόντουσαν πυροσβεστικά πλοία και πετούσαν νερό για να σβήσει η φωτιά. Πολλές φορές το νερό έπεφτε πάνω μας. Κάποια στιγμή ήρθε ένα μικρό ρυμουλκό. Δύο οδηγοί και δύο επιβάτες κατέβηκαν στην πλώρη για δέσουν το πλοίο με κίνδυνο της ζωής κι ενώ δε συμμετείχε καθόλου στη διαδικασία. Η εικόνα ήταν τραγελαφική. Ο Ιταλός πλοίαρχος έδινε οδηγίες στα αγγλικά στον λογιστή του πλοίου, ο οποίος δεν ήξερε καλά τις ναυτικές ορολογίες, όπως είναι λογικό, και εκείνος μετέφραζε στα ελληνικά. Ο Έλληνας ύπαρχος ήταν παραιτημένος, έμοιαζε να έχει πάθει κατάθλιψη. Ο κόσμος του έλεγε να βοηθήσει και εκείνος απαντούσε ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Κατά τις 12:30 το βράδυ ήρθε ένα στρατιωτικό ιταλικό ελικόπτερο. Πλέον, η φωτιά είχε κάψει ό,τι ήταν να καεί και το ελικόπτερο μπορούσε να πάρει κόσμο. Μας έλεγαν μην ανησυχείτε “Εμείς θα φύγουμε τελευταίοι, θα σας πάρουμε όλους”. Ήταν η πρώτη καθησυχαστική κουβέντα που άκουσα. Στην συνέχεια, το ένα ελικόπτερο έφευγε και το άλλο ερχόταν. Πηγαινοερχόντουσαν όλο το βράδυ με το καθένα να παίρνει περίπου από δέκα άτομα και τελικά πήραν όλο τον κόσμο».

Το Μυστήριο της Αρχικής Λίστας

Την στιγμή που στους εξωτερικούς χώρους του πλοίου επικρατούσε συνωστισμός, κάποιοι επιβάτες πάλευαν με τις φλόγες μέσα στο γκαράζ. Ένας από αυτούς ήταν ο Λεωνίδας Κωνσταντινίδης, οδηγός νταλίκας, ο οποίος λέει σήμερα: «Την ώρα που ξέσπασε η φωτιά ήμουν κάτω. Κάηκαν γύρω στα εννιά με δώδεκα αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων και το δικό μου. Πήγα στην πλώρη του καραβιού και περίμενα ότι θα χτυπήσει συναγερμός αλλά δεν λειτούργησε τίποτα. Όταν άρχισε να φουντώνει η φωτιά έπεσα στη θάλασσα, μαζί με άλλα δέκα άτομα περίπου. Για καλή μας τύχη πέρασε μια βάρκα εκείνη την στιγμή και μας μάζεψε. Από τα δέκα άτομα που πέσαμε μέσα εγώ και άλλο ένα παιδί από τη Συρία ήμασταν οι μόνοι που είχαμε εισιτήριο, οι άλλοι δεν είχα χαρτιά. Πέρασα πέντε μέρες στο νοσοκομείο του Μπάρι με καψίματα στα χέρια, στο πρόσωπο και στο αριστερό μου πόδι». Ρωτώ τον Λεωνίδα αν συνάντησε στο γκαράζ ή κάπου αλλού στο πλοίο κάποιον από τους αγνοούμενους σήμερα του Norman Atlantic. «Ήμουν μαζί με ένα συνάδελφο που αγνοείται, τον Γιάννη Συμεωνίδη. Μάλιστα το όνομά του είχε δηλωθεί στην αρχική λίστα με τους διασωθέντες και μετά εξαφανίστηκε. Δεν μπορώ να καταλάβω πως έγινε αυτό. Όλοι μας γράψαμε οι ίδιοι τα ονόματά μας στη λίστα ανεβαίνοντας στο πλοίο –γιατί κάποιος να έγραφε το όνομα του Γιάννη αν δεν ήταν εκεί; Είναι πολύ περίεργο αυτό. Πρέπει να δούμε την αρχική λίστα. Κάτι συμβαίνει».

Ο Σπύρος Ζαμπέλης είναι κι αυτός ένας από τους διασωθέντες οδηγούς του Norman Atlantic. Επικοινωνώ μαζί του και τον ρωτώ για την περίφημη αρχική λίστα του San Giorgio που εν τέλει άλλαξε τόσο στην περίπτωση του Γιάννη Συμεωνίδη όσο και σε εκείνη του Γιώργου Παπαδόπουλου. «Ανεβαίνοντας μας πήγαν σε ένα εσωτερικό χώρο του πλοίου όπου υπήρχε ένας Ιταλός φαντάρος -εκείνος έπαιρνε τα ονόματα. Όσοι μπορούσαμε, βέβαια, τα γράφαμε οι ίδιοι. Εγώ για παράδειγμα το έγραψα και στα ελληνικά και στα λατινικά. Στο πλοίο δεν είδα τον Συμεωνίδη ούτε και άλλον από τους αγνοούμενους», μου λέει. «Αυτό που μπορώ να σου πω με σιγουριά είναι ότι αισθάνομαι ενοχές γιατί εγώ σώθηκα ενώ κάποιοι άλλοι συνάδελφοι και φίλοι μου, όπως ο Νικολάρας και ο Σοφός που έχουν από τρία παιδιά ο καθένας, δεν ξέρουμε τι έχουν απογίνει. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι διαδικασίες καθυστερούν τόσο πολύ. Εμείς νομικά είμαστε προετοιμασμένοι και πλέον περιμένουμε το πόρισμα του εισαγγελέα. Οι δικηγόροι που εκπροσωπούν τη δική μας ομάδα επιδίωξαν πρόσφατα μια συνάντηση με την ΑΝΕΚ όμως η εταιρεία την καθυστερεί και δεν μπορώ να καταλάβω τους λόγους. Πολλοί άνθρωποι από το δικό μας χώρο, των επαγγελματιών οδηγών, αντιμετωπίζουμε τεράστια οικονομικά προβλήματα. Προσωπικά έχω στείλει τα παιδιά μου στη Λευκάδα και τα συντηρούν άλλοι ενώ εγώ έχω μείνει στην Αθήνα με κομμένο τηλέφωνο -ούτε αυτό δεν μπορώ να πληρώσω».

Ο Ιταλός Εισαγγελέας και το Μαύρο Κουτί

Ο Γιάννης Βασσάλος, σύντροφος της Ουρανίας Θηραίου, είναι ένας από τους επιζώντες του Norman Atlantic και τους δύο τελευταίους μήνες δεν έχει σταματήσει να ασχολείται με την υπόθεση, «σκαλίζοντας» τα γεγονότα και προσπαθώντας να ενώσει τα διάσπαρτα κομμάτια του παζλ της τραγωδίας. Πρόσφατα βρέθηκε στην Ιταλία προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με την εισαγγελική έρευνα που διεξάγεται στη γειτονική χώρα. Όπως λέει: «Το καράβι βρίσκεται στο Μπάρι καθώς εκεί υπάρχουν οι τεχνικές δυνατότητες να πραγματοποιηθεί ορθώς η εξέτασή του. Έχουν σωθεί αυτοκίνητα και φορτηγά. Υπάρχει ένα υπόγειο γκαράζ το οποίο έχει μείνει ανέπαφο. Για να δοθούν βέβαια τα οχήματα και τα αντικείμενα στους κατόχους τους πρέπει να γίνουν οι αντίστοιχες αιτήσεις προς την εισαγγελία. Ο Ετόρε Καρντινάλι, ο εισαγγελέας που έχει αναλάβει την υπόθεση, θεωρείται ένας άριστος επαγγελματίας. Όποτε είχε απαγγείλει κατηγορίες στο παρελθόν, οι ένοχοι ουδέποτε γλίτωσαν μου είπαν οι Ιταλοί. Για την ώρα το κεντρικό στοιχείο της έρευνάς του, αφορά το ένα από τα μαύρα κουτιά του πλοίου. Βέβαια έχει υποστεί σημαντικές ζημιές και γίνεται προσπάθεια να μην χαθεί το περιεχόμενό του». Ρωτώ τον Γιάννη αν οι ιταλικές έρευνες στρέφονται και προς κάποια άλλη κατεύθυνση. «Απ’ ότι έμαθα εξετάζονται και οι ευθύνες κατά την επιχείρηση διάσωσης ενός ανώτατου αξιωματικού του ιταλικού λιμενικού, ο οποίος είχε διατελέσει στο παρελθόν λιμενάρχης στο Μπρίντιζι και αργότερα προήχθη σε ανώτερη θέση στη Ρώμη. Το θέμα είναι ότι το ρυμουλκό που προσέγγισε το Norman Atlantic δεν είχε τις περγαμηνές να ανταπεξέλθει στη συγκεκριμένη επιχείρηση διάσωσης, παρόλα αυτά προτιμήθηκε έναντι καλύτερου ρυμουλκού που ήταν στην περιοχή και δεν στάλθηκε. Ποιος ήταν ο λόγος; Οι δημοσιογράφοι στη γειτονική χώρα υποστηρίζουν ότι ο Ιταλός αξιωματικός προτίμησε να στείλει δικούς του ανθρώπους που γνώριζε από την εποχή που υπηρετούσε στο Μπρίντιζι. Δεν εξέτασε αν υπήρχε άλλο ρυμουλκό και γι’ αυτό ελέγχεται η περίπτωση να φέρει ευθύνες».

Όλοι Περιμένουν την Έρευνα στην Ιταλία

Σήμερα η τραγωδία του Norman Atlantic δεν βρίσκεται πια ψηλά στην ατζέντα της εγχώριας επικαιρότητας. Ο καιρός που οι συγγενείς των αγνοούμενων και οι διασωθέντες απασχολούσαν τα ΜΜΕ της χώρας ως χαρακτηριστικά πρόσωπα ενός κεντρικού κοινωνικού γεγονότος μοιάζει να έχει παρέλθει. Πριν από λίγες εβδομάδες ο νέος υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας, Θοδωρής Δρίτσας δέχθηκε στο γραφείο του τέσσερα γκρουπ συγγενών αγνοούμενων -έπειτα από σχετικά αιτήματα- όμως όπως επισημαίνουν κύκλοι από το περιβάλλον του «… τίποτα δεν μπορεί να προχωρήσει με ουσιαστικούς όρους αν πρώτα δεν ολοκληρωθεί η εισαγγελική έρευνα των Ιταλών».


Η ΑΝΕΚ Lines, από την πλευρά της, έστειλε την Πέμπτη (05/03) ένα mail σε διασωθέντες και συγγενείς αγνοουμένων το οποίο τους γνωστοποιούσε:

«Κύριοι,

Σας ενημερώνουμε ότι το πλοίο πρόσφατα μετακινήθηκε στο Μπάρι και ο Εισαγγελέας προτίθεται να προχωρήσει σε απομάκρυνση του φορτίου και των οχημάτων. Αναμένουμε ότι η διαδικασία αυτή θα αρχίσει πιθανότατα την επόμενη εβδομάδα. Το πλοίο εξακολουθεί να θεωρείται «τόπος εγκλήματος» και η πρόσβαση σ’ αυτό απαγορεύεται. Από την στιγμή που τα οχήματα και τα φορτία απομακρυνθούν και δοθεί η σχετική άδεια από τον Εισαγγελέα, ότι δηλαδή πλέον αυτά δεν είναι απαραίτητα στην έρευνά του, θα πρέπει να προβείτε στις απαραίτητες ενέργειες για την παραλαβή του οχήματος ή του φορτίου σας».

Το ίδιο βράδυ είδε το φως της δημοσιότητας μια είδηση που μπορεί να μην συνδέεται άμεσα με την υπόθεση του Norman Atlantic, όμως παρακολουθείται με προσοχή τόσο από τους νομικούς εκπροσώπους των διασωθέντων όσο και από τους συγγενείς των αγνοουμένων. Συγκεκριμένα την Πέμπτη (5/3) εκδόθηκε εντολή κατάσχεσης του επιβατικού οχηματαγωγού πλοίου «Ολύμπικ Τσάμπιον» -το οποίο αποτελεί τη «ναυαρχίδα» της ΑΝΕΚ Lines- από τον ιταλικό όμιλο «Γκριμάλντι» για οφειλές ύψους 2.3 εκατομμυρίων ευρώ. Επικοινωνώ με την Θεοδώρα Ρίγα, εκπρόσωπο της ελληνικής ναυτιλιακής εταιρείας, η οποία μου επιβεβαιώνει το γεγονός και μου εξηγεί ότι προσπαθούν να διευθετήσουν το ζήτημα.

Όπως και να ‘χει η υπόθεση του Norman Atlantic σύντομα θα επιστρέψει στο «αφρό» της επικαιρότητας. Το κατά πόσο η αλήθεια θα «λάμψει», εξαρτάται πια από τις εισαγγελικές αρχές της γειτονικής χώρας. Το βέβαιο είναι ότι για κάποιους ανθρώπους η φωτιά στο μοιραίο πλοίο θα πάρει χρόνια να σβήσει.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.