To άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE Australia/NZ.
Μπήκα στη φάση της συλλογής φαγητού από κάδους το 2013. Εκείνη την εποχή αυτό φαινόταν, τουλάχιστον σε εμένα, «προχώ» και «μαγκιά». Μέσα σε λίγα χρόνια μόνο, ακόμα και για τον κόσμο που ξέρω από τη βόρεια Μελβούρνη, ο οποίος έπινε νερό στο όνομά της feegan κουλτούρας, η συλλογή τροφίμων από κάδους έγινε ντεμοντέ.
Videos by VICE
Δεν είμαι σίγουρος πώς ακριβώς έγινε η αλλαγή. Δεν πήρα ποτέ την απόφαση να σταματήσω να συλλέγω τρόφιμα από κάδους. Απλώς η δουλειά μου ξαφνικά δεν μου άφηνε χρόνο να ψάχνω στα σκουπίδια. Οι βουτιές στους κάδους άρχισαν να ξεθωριάζουν στη μνήμη μου και αντικαταστάθηκαν από μια διατροφή που είναι φουλ στα φθηνά ασιατικά εστιατόρια, καφέδες σε πακέτο και τυρί σε τοστ.
Τι συνέβη, όμως; Γιατί το φαγητό από τους κάδους έγινε τόσο ξενέρωτο; Για να το ανακαλύψω αποφάσισα να επιστρέψω στις ρίζες μου: θα περνούσα μία βδομάδα συλλέγοντας τρόφιμα από κάδους και παρατηρώντας πώς κατέρρευσε το όνειρο.
Δευτέρα
Η εμπειρία του παρελθόντος μού έχει μάθει ότι το πρωί της Δευτέρας δεν είναι η ώρα να ψάχνεις σε κάδους. Οι εργάτες κατά πάσα πιθανότητα θα σου την πουν και οι περαστικοί θα σε λοξοκοιτάζουν. Για αυτόν τον λόγο, καβατζώθηκα από το βράδυ της Κυριακής.
Ήταν σχετικά εύκολο να βρω μερικά φρούτα και λαχανικά πίσω από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μου. Ούτε κλειδώνουν ποτέ τον κάδο, ούτε έχει πολλούς φράχτες. Επίσης, βρήκα πολύ τυρί.
Όλα τα συσκευασμένα προϊόντα που βρήκα κοντά στο σπίτι μου, ανάμεσα σε έπιπλα που τα είχαν αφήσει για να τα μαζέψει ο δήμος. Με βάση τα υπόλοιπα πράγματα που ήταν για πέταμα- καλλυντικά, καθαριστικά προϊόντα και ένα φωτογραφικό άλμπουμ- κάτι μου έλεγε ότι επρόκειτο για την περιουσία κάποιου πεθαμένου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα έτρωγα το φαγητό κάποιου που πέθανε, να όμως που το έκανα. Για πρωινό, έφαγα φρούτα, μια μπάρα δημητριακών και ήπια έναν στιγμιαίο καπουτσίνο, που είχε γεύση χώματος.
Αν και ο όρος «βουτιά σε κάδο» πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1973, η φράση διαδόθηκε από έναν Τεξανό ονόματι Lars Eighner. Το 1990, όταν συμπλήρωσε δυο χρόνια ζωής ως άστεγος, έγραψε ένα άρθρο για το αμερικανικό λογοτεχνικό περιοδικό Threepenny Review, εξυμνώντας τα περιεχόμενα των κάδων. Παρόλα αυτά, ακόμα και ο Lars δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι «[ο συλλέκτης τροφίμων από κάδους] μπορεί να σκουπίσει τον κρόκο του αυγού από την κονσέρβα που βρήκε, αλλά δεν μπορεί να διαγράψει το στίγμα του να τρως από τα σκουπίδια».
Ο Lars ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος είχε μείνει άστεγος, πράγμα το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από τη δική μου περίπτωση. Για εμένα, η βουτιά στους κάδους για την εύρεση φαγητού ήταν επιλογή και όχι ανάγκη. Αυτό είναι ένα επιπλέον πράγμα που ο κόσμος δεν μπορεί να κατανοήσει όσον αφορά τους συλλέκτες τροφίμων από κάδους. Κανείς δεν γουστάρει τα πλουσιόπαιδα που το παίζουν φτωχά.
Τρίτη
Τρώγοντας το πρωινό μου (φρούτα, μπάρες δημητριακών και τον σιχαμερό στιγμιαίο καφέ), διάβασα ξανά το Μανιφέστο του Freeganism. Λέγεται ότι συντάχθηκε από τον Warren Oakes, τον πρώην ντράμερ της punk μπάντας Against Me! και δημοσιεύτηκε ως DIY φανζίν το 2000. Το έγγραφο αμφιταλαντεύεται μεταξύ συμβουλών για αυτοβελτίωση και έντονη αντικαπιταλιστική οργή. Φαίνεται λίγο παλιακό πλέον, αλλά εκείνη την εποχή ταίριαζε απόλυτα με το τότε κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης.
Το Μανιφέστο κλείνει προσφέροντας στον αναγνώστη δύο επιλογές. Πρώτον, μπορείς να χαραμίσεις τη ζωή σου δουλεύοντας για να βγάλεις λεφτά και να αγοράζεις πράγματα που δεν χρειάζεσαι και τα οποία καταστρέφουν το περιβάλλον. Ή, αν αποτύχεις σε αυτό, μπορείς να ζήσεις μια γεμάτη και ικανοποιητική ζωή, ψάχνοντας περιστασιακά στα σκουπίδια για να βρεις φαγητό και πράγματα που σου χρειάζονται για να είσαι πλήρης, χωρίς να αφήνεις το στίγμα σου στον πλανήτη. Το όραμα του Oakes έμοιαζε να κατηγοριοποιεί τα πράγματα σε άσπρο και μαύρο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι άφησε την μπάντα το 2009 για να ανοίξει εστιατόριο. Όπως και να ‘χει, εξακολουθούσε να μου αρέσει η ιδέα ότι ακονίζω τις δεξιότητές μου στην αυτάρκεια.
Μετά το πρωινό κατευθύνθηκα στο γραφείο της δουλειάς, όπου δεν ήμουν σίγουρος πώς θα ένιωθαν που θα έφερνα φαγητό από τα σκουπίδια για μεσημεριανό. Όταν ζήτησα από έναν συνάδελφο να με βγάλει φωτογραφία καθώς μασουλούσα ένα κομμάτι παλιό ελβετικό τυρί μαζί με μπαγιάτικο ψωμί και ωμή πιπεριά, έπρεπε να του δώσω κάποιες εξηγήσεις.
Έκαναν ότι δεν είχαν πρόβλημα, αλλά νομίζω ότι τους εξέπληξα. «Ναι, αλλά αυτό το κάνεις μόνο για το άρθρο που γράφεις, έτσι; Δεν είναι ότι το κάνεις συνέχεια, σωστά;» με ρώτησαν. Τους είπα ότι το έκανα όποτε έβρισκα χρόνο, το οποίο, ομολογουμένως, δεν ήταν και τόσο συχνά. Μετά προσέφερα φρούτα σε όλους στο γραφείο, αλλά, παραδόξως, κανείς δεν ήθελε.
Τετάρτη
Ήταν μια κρύα, βροχερή μέρα και έπρεπε να κανονίσω τα φορολογικά μου. Ξύπνησα αργά και έφτιαξα τηγανίτες -αυτές που φτιάχνεις ανακινώντας μια πλαστική συσκευασία- και τις έφαγα μόνος στο γραφείο μου. Έβαλα λίγα φρούτα από πάνω, αλλά δεν είχα σιρόπι, μέλι ή οτιδήποτε άλλο. Το να τρώω σκέτες τηγανίτες μόνος ήταν καταθλιπτικό.
Μου θύμισε εκείνη τη σκηνή από το Portlandia όπου δυο συλλέκτες τροφίμων από κάδους προσπαθούν να οργανώσουν ένα πάρτι με freegan γεύμα. Κανείς δεν πηγαίνει. Οπότε μένουν οι δυο τους να τρώνε φακές με σκουπίδια και μπαγιάτικο ψωμί που έχει γίνει πέτρα. Δείχνοντάς τους ντυμένους με γελοία ρούχα από τα σκουπίδια, η σκηνή ουσιαστικά παρουσιάζει τους συλλέκτες τροφίμων από κάδους ως περίεργους, ηλίθιους υποκριτές. Υποθέτω ότι υπάρχει μια δόση αλήθειας σ’ αυτό. Κι εγώ μερικές φορές γίνομαι υποκριτής και ηλίθιος, όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ.
Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι ότι το επεισόδιο από το Portlandia είναι του 2011, τη χρονιά δηλαδή που η συλλογή τροφίμων από κάδους πέθανε επισήμως στην Αμερική. Η Αυστραλία, όμως, είναι πάντα λίγα χρόνια πίσω, οπότε μας είχαν μείνει ακόμα λίγα χρόνια μαγκιάς.
Δεν έφαγα για μεσημέρι και γύρω στις 6 το απόγευμα μαζευτήκαμε με τους συγκατοίκους στο σπίτι και φάγαμε μια πιατέλα τυριών. Χρειαζόμουν τη βοήθειά τους για να αρχίσω να βουτάω ξανά στα σκουπίδια, επειδή είχα ανάγκη για ποικιλία στη διατροφή μου. Μου είχαν λείψει τα λαχανικά.
Πέμπτη
Έφτιαξα τις τελευταίες τηγανίτες για πρωινό, αλλά αυτήν τη φορά είχα φράουλες. Είχα μάθει επίσης ότι το μασκαρπόνε μοιάζει περισσότερο με κρεμώδες γλυκό, παρά με τυρί. Αυτός ήταν ένας πολύ καλύτερος τρόπος να αρχίσει η μέρα σε σχέση με αυτόν της προηγούμενης, όμως και πάλι θυμήθηκα το Portlandia.
Ξέρετε τι είναι απαίσιο όταν ζεις βουτώντας στα σκουπίδια; Όταν αφιερώνεσαι σε μια διατροφή που μποϊκοτάρει τον καταναλωτισμό, αυτό σε απομονώνει εντελώς και μπορείς να κάνεις παρέα μόνο με άλλους freegans. Το να βγαίνεις για φαγητό με έναν φίλο, να πηγαίνεις στη μάνα σου για το τραπέζι ή να βγαίνεις για καφέ με την σύντροφό σου δυναμώνει τις σχέσεις με τους ανθρώπους.
Αν τρως μόνο από τα σκουπίδια, είσαι μονίμως σαν τον χορτοφάγο που πηγαίνει στο μπάρμπεκιου. Συνειδητοποιώντας το αυτό, ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να βγω έξω και να αγοράσω κάτι, ή απλώς να καθίσω σε μια καφετέρια και να συμμετάσχω στον καπιταλισμό σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Ξαφνικά ένιωσα ένας μοναχικός ηλίθιος.
Εκείνο το βράδυ πήγα σε μια συναυλία με την κοπέλα μου. Πεινούσα, κι έτσι όταν βρήκα ένα κομμάτι πίτσας για «λάτρεις του κρέατος» δίπλα από έναν κάδο, το έφαγα. Ήταν κρύο και λαστιχένιο και το κρέας ήταν σε εξαιρετικά αμφιλεγόμενη κατάσταση, αλλά ούτως ή άλλως έτρωγα από κάδους- ποια η διαφορά; Το βλέμμα της κοπέλας μου, μου έδειξε ότι υπήρχε διαφορά.
Παρασκευή
Οι μέρες που βουτάς στα σκουπίδια είναι μάλλον μετρημένες. Τον Φεβρουάριο του 2016, η Γαλλία έγινε η πρώτη χώρα που απαγόρευσε στις εταιρείες μεγάλης κλίμακας τη ρίψη τροφίμων στα σκουπίδια, αναγκάζοντας τα σούπερ μάρκετ να υπογράψουν συμβόλαια δωρεάς με φιλανθρωπικές οργανώσεις. Όπως φαίνεται, αυτό έβαλε τέλος στη ζωή από τους κάδους στη Γαλλία, κάτι το οποίο είναι μάλλον καλό, διότι το φαγητό θα πάει σε αυτούς που το χρειάζονται, και όχι σε άτομα σαν εμένα. Το εναλλακτικό σενάριο είναι ότι τα σούπερ μάρκετ θα εγκαταστήσουν συμπιεστές σκουπιδιών για να καταστρέφουν τα φαγώσιμα σκουπίδια προτού προλάβουν να φτάσουν σ’ αυτά οι ρακοσυλλέκτες. Αυτό είναι ήδη ένα συχνό φαινόμενο.
Την Παρασκευή δούλεψα από το σπίτι, τρώγοντας κολοκυθόσουπα, τοστ με τυρί και απαίσιο καφέ. Είχα μια αίσθηση επιτυχίας μέσα σε όλη αυτήν τη βρόμα, διότι είχα κερδίσει όλο αυτό το φαγητό χωρίς να πληρώσω. Αν και η συλλογή φαγητού από κάδους δεν είναι πια cool, εξακολουθεί να είναι ένας εύκολος τρόπος να βρεις μεγάλες ποσότητες φαγητού καλής ποιότητας τζάμπα. Επίσης, ήταν Παρασκευή, το οποίο μου απάλυνε λίγο τον πόνο της εδεσματολογικής μου απομόνωσης.
Ακολουθήστε τον Nat στο Twitter.
Περισσότερα από το VICE
Η Αστυνομία Σκέψης των Ελληνικών Social Media σου Απαγορεύει να Χαίρεσαι με τις Ολυμπιακές Επιτυχίες
Γυναίκες και Άντρες Διαφωνούν για το Αν Πρέπει να Πληρώνει ο Άντρας στα Ραντεβού
Έζησα Επτά Χρόνια ως Σκλάβα του Σεξ σε Μεξικανικά Καρτέλ Ναρκωτικών