Ναρκωτικά

Η Καθημερινότητα Μιας Χρήστριας Ηρωίνης στο Κέντρο της Αθήνας

Kοινοποίηση

Αυτή είναι η ιστορία της Μαρίας*


«Το πρωί πηγαίνω για δουλειά, μετά γυρίζω στο σπίτι, μαγειρεύω κάτι και τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας τρώω με τους φίλους μου ή πίνω καφέ τα απογεύματα μαζί τους. Σκουπίζω κάθε μέρα και βάζω πλυντήριο μέρα παρά μέρα. Διαβάζω 30 με 40 σελίδες από κάποιο βιβλίο και πέφτω για ύπνο νωρίς. Η καθημερινότητά μου δεν μοιάζει συναρπαστική, όμως για μένα είναι. Διότι για μια πενταετία δεν είχα ούτε δουλειά, ούτε φίλους, ούτε πλυντήριο. Σπίτι είχα καμιά φορά, αλλά ζωή ποτέ, όσο έκανα χρήση ηρωίνης στους δρόμους της Αθήνας.

Videos by VICE

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Έχω γκρίζα μακριά μαλλιά, ταλαιπωρημένα μάτια και έντονες ρυτίδες που με κάνουν να μοιάζω δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Σήμερα είμαι 40 χρονών και έξι χρόνια καθαρή από ουσίες. Πάντα κατηγορούσα έναν άντρα για τη ζωή μου, αλλά τελικά την πάτησα από ναρκωτικό, γένους θηλυκού.

Στα 18 μου ξεκίνησα να σπουδάζω στη φιλοσοφική Αθηνών, από την οποία και αποφοίτησα αργότερα. Έπινα-δεν έπινα, με πατέρα στρατιωτικό και μητέρα δασκάλα, η πειθαρχία ήταν αυτονόητη στη ζωή μου. Μέχρι και μαστουρωμένη έχω κρατήσει σημειώσεις.

Ναρκωτικά πήρα πρώτη φορά στα 19, σε ένα πάρτι της σχολής. Μόνο μπάφους για δύο χρόνια. Στα 21 μου γνώρισα τον Νίκο*, τον μεγάλο μου έρωτα και αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε με διάφορα. Η δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα είχε ακόμη καθαρά ναρκωτικά. Ο Νίκος ήταν 23 και ήμασταν συμφοιτητές. Τότε ήμασταν ερωτευμένοι, σήμερα είμαστε άγνωστοι.

Ξυπνάς το πρωί και σκέφτεσαι την πρέζα, κοιμάσαι το βράδυ και σκέφτεσαι αν θα έχεις την επόμενη μέρα να πιεις. Αγαπάς και τον άλλο, αλλά πρώτα αγαπάς την ηρωίνη γιατί σου προσφέρει περισσότερη ηδονή κι από το καλύτερο σεξ του κόσμου.

Πρέζα δοκιμάσαμε μαζί όταν μας έφερε ένας φίλος του. Την έβαλε πάνω σε ένα αλουμινόχαρτο, άρχισε να την καίει με τον αναπτήρα από κάτω και ρούφαγε τον καπνό. Την ήπιαμε τσουλητή και αρχικά δεν μου άρεσε καθόλου γιατί μύριζε απαίσια και μέσα σε 10 δευτερόλεπτα έγινα τόσο χάλια που έκανα εμετό. Ξανακάναμε όμως. Και ξανά. Και ξανά. Μέσα σε δύο χρόνια γίναμε από χρήστες του Σαββατοκύριακου, χρήστες καθημερινοί. Μετά απ’ αυτό σταματήσαμε να κάνουμε και σεξ γιατί ζούσαμε με τον μόνιμο πανικό ότι δεν θα έχουμε να πιούμε. Όταν αρχίζει αυτός ο πανικός, δεν μπορείς να σκεφτείς τίποτα άλλο. Ξυπνάς το πρωί και σκέφτεσαι την πρέζα, κοιμάσαι το βράδυ και σκέφτεσαι αν θα έχεις την επόμενη μέρα να πιεις. Αγαπάς και τον άλλο, αλλά πρώτα αγαπάς την ηρωίνη γιατί σου προσφέρει περισσότερη ηδονή κι από το καλύτερο σεξ του κόσμου. Γι’ αυτό ό,τι μας είχε απομείνει ήταν η αγκαλιά και τα ποιήματα που γράφαμε ο ένας στον άλλο. Γιατί ήμασταν παιδιά της Φιλοσοφικής, γράφαμε ποιήματα και στις χειρότερες μας φάσεις.

Όταν ήμουν 24 κι εκείνος 26, ο πατέρας μου κατάλαβε ότι παίρνω ηρωίνη και με έδιωξε από το σπίτι. Αρχικά είπαμε με τον Νίκο πως θα κόψουμε, εγώ έμεινα σε φίλους και έψαχνα να βρω δουλειά. Εκείνος είχε ήδη βρει κάτι κι έτσι όταν έπιασα μια κωλοδουλειά σε μια καφετέρεια μείναμε μαζί. Καθαροί, αλλά για λίγο. Προσπαθήσαμε ξανά σύντομα κι εκείνος τα κατάφερε. Μετά από λίγες μέρες υποτροπίασε και μου είπε πως θα φύγει. Τον θυμάμαι ακόμη να έρχεται από την κουζίνα κρατώντας ένα ποτήρι νερό και να λέει «Αν σε βλέπω έτσι δεν θα ξεμπλέξω ποτέ». Εκείνος νίκησε.

Είχα ήδη πατήσει τα 25. Άλλαζα δουλειά κάθε μήνα, διότι είτε αργούσα είτε με έπιαναν να πίνω πρέζα, ή πονούσα και δεν μπορούσα να δουλέψω. Όλοι οι φίλοι μου έκαναν χρήση. Τότε έλεγα ευτυχώς, γιατί ήταν παιχνιδάκι το να βρω ναρκωτικά. Οι περισσότεροι είχαν ένα σπίτι να γυρίσουν το βράδυ, αλλά υπήρχαν κι άλλοι που έμεναν σε καβάτζες παλιών σπιτιών στο κέντρο. Στόχος μου ήταν να μη γίνω ποτέ έτσι. Κι έγινα.

Ό,τι προσπαθώ να ξεχάσω από τη ζωή μου ήταν εκείνα τα 4 χρόνια που μία είχα σπίτι και μία δεν είχα. Τη γεύση από το απαίσιο φαγητό στα συσσίτια και την πείνα όταν δεν προλάβαινα να πάρω φαγητό, τη μυρωδιά από τις δημόσιες τουαλέτες που πήγαινα για να κάνω την ανάγκη μου, τις νύχτες που μου ερχόταν περίοδος και έψαχνα να βρω ένα ανοιχτό παντοπωλείο για να αγοράσω σερβιέτες. Τότε ξεκίνησα να βαράω, γιατί με λιγότερη ηρωίνη -δηλαδή λιγότερα λεφτά- την άκουγα καλύτερα.

Έμενα άλλοτε σε φίλους και άλλοτε σε εγκαταλελειμμένα σπίτια χωρίς ρεύμα και νερό. Αλλά τουλάχιστον είχα κάπου να γυρίζω γιατί η μοναξιά του δρόμου δεν αντέχεται. Λεφτά; Πού έβρισκα λεφτά; Όταν ήμουν τυχερή έκανα νταραβέρια, όταν ήμουν λιγότερο τυχερή έκλεβα και όταν δεν ήμουν καθόλου τυχερή έκανα οτιδήποτε για να βρω χρήματα. Πριν φτάσω στο «οτιδήποτε» προσπάθησα να γυρίσω στο σπίτι μου. Ο πατέρας μου με έδιωξε πάλι, αλλά η μητέρα μου, μου έδωσε κρυφά χρήματα για να μπορώ να περάσω ένα διάστημα.

Τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής δίπλα στον ΟΚΑΝΑ και στην πλατεία Βάθης είναι γεμάτα με χρήστριες και οικογενειάρχες που τους δίνουν χαρτζιλίκια.

Όταν αυτά τελείωσαν έμεινα πάλι στο δρόμο. Τότε ανακάλυψα για πρώτη φορά τα ξενοδοχεία ημιδιαμονής δίπλα στον ΟΚΑΝΑ και στην πλατεία Βάθης. Όχι, δεν είμαι η μόνη. Τα ξενοδοχεία αυτά, είναι γεμάτα με χρήστριες και οικογενειάρχες που τους δίνουν χαρτζιλίκια. Αν στηθείς εκεί απ’ έξω θα δεις κοιλαράδες να μπαινοβγαίνουν παρέα με κοκαλιάρικα κορίτσια.

Αν είσαι παρατηρητικός θα δεις ότι εκεί απ’ έξω βρίσκονται και οι τύποι που πουλάνε πρέζα να τις περιμένουν, γιατί ξέρουν ότι μόλις έχουν πάρει χρήματα. Και όχι μόνο στα ξενοδοχεία. Στους διπλανούς δρόμους τα απογεύματα και τα βράδια που οι «καθωσπρέπει» κύριοι γυρνάνε από τις δουλειές τους, πολλοί κάνουν μια στάση στην περιοχή γιατί ξέρουν πως με πέντε-δέκα ευρώ πολλές χρήστριες που είναι στη γύρα για να βρουν λεφτά θα κάτσουν να τους κάνουν οτιδήποτε. Από αυτούς που έτυχε να πάω εγώ, όλοι φορούσαν βέρα και σπάνια ζητούσαν προφυλάξεις. Είμαι τυχερή που κατάφερα να μην κολλήσω κάτι.

Αν κάνεις μια βόλτα στις πιάτσες, θα βρεις δύσκολα γυναίκες. Όχι γιατί οι γυναίκες δεν βαράνε και δεν πίνουν, απλώς θα πρέπει να κρυφτούν για να το κάνουν. Στην ανάγκη για το πιώμα, κάποιος μπορεί να σε τραμπουκίσει και να σε πλακώσει στο ξύλο για να σου πάρει το σέο.

Αν κάνεις μια βόλτα στις πιάτσες, θα βρεις δύσκολα γυναίκες. Όχι γιατί οι γυναίκες δεν βαράνε και δεν πίνουν, απλώς θα πρέπει να κρυφτούν για να το κάνουν. Στην ανάγκη για το πιώμα, κάποιος μπορεί να σε τραμπουκίσει και να σε πλακώσει στο ξύλο για να σου πάρει το σέο. Αυτά δεν συμβαίνουν μόνο στις γυναίκες, απλώς αυτές είναι τα πιο εύκολα θύματα. Και το χειρότερο; Όλοι αυτοί είναι τα καλύτερα παιδιά όταν έχουν να πιούν. Είστε φίλοι όταν έχετε όλοι ηρωίνη και λεφτά.

Tη μέρα που παραλίγο να πεθάνω κανείς από την πιάτσα δεν με βοήθησε. Ήμουν πίσω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών στις πέντε τα ξημερώματα με το σέο καρφωμένο στο χέρι. Είχα πάρει και δυο μπούμπλε, κάτι ηρεμιστικά που σε μπετώνουν από την Ομόνοια. Έπεσα κάτω και πριν σταματήσω να επικοινωνώ με το περιβάλλον κοίταξα το χέρι μου και είδα να τρέχουν αίματα. Όταν προσπαθούσα να βαρέσω δεν έβρισκα φλέβα και είχα τρυπηθεί παντού. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να πέφτω κάτω και να προσπαθώ να αναπνεύσω. Οι τύποι που καθόμασταν μαζί, με γύρισαν στο πλάι για να μην πάθω αναρρόφηση κι έφυγαν. Νόμιζα ότι φώναζα βοήθεια, αλλά δεν άκουγα τη φωνή μου. Πίστεψα πως θα πεθάνω γιατί τρεις μέρες είχαν βρει κάποιον στο ίδιο σημείο νεκρό.

Δεν ξέρω πόσο έμεινα εκεί. Ξύπνησα στην Πολυκλινική της Ομόνοιας την επόμενη μέρα το βράδυ και απ’ ό,τι μου είπαν οι γιατροί, οι οδοκαθαριστές του Δήμου ειδοποίησαν ασθενοφόρο που ήρθε και με μάζεψε. Στο νοσοκομείο με ρώτησαν αν θέλω να ειδοποιήσουν κάποιον. Δεν ήθελα κανέναν. Μετά από λίγο σκεφτόμουν τη μητέρα μου. «Τι κάνεις μαμά; Μου λείπεις. Έλα να με πάρεις από δώ. Συγγνώμη μαμά». Τους έδωσα το σταθερό του σπιτιού της και μέσα σε λίγη ώρα ήρθε. Μπήκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου που ήταν γεμάτο με κόσμο και δεν με γνώρισε. Ήρθε μόνη και κρατούσε μια σακούλα με καινούρια ρούχα στο χέρι. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν χωρίς να το ξέρω. Εκείνη έψαχνε να με βρει.

Μετά από μια εβδομάδα με πήρε στο σπίτι. Ξεκίνησα την προσπάθεια απεξάρτησης, αλλά δεν τα κατάφερα σε κανένα στεγνό πρόγραμμα που προσπάθησα εδώ στην Ελλάδα. Μετά από τρεις μήνες με έστειλε στην Ισπανία, σε ένα πρόγραμμα απεξάρτησης. Έμεινα εκεί ένα χρόνο και γύρισα πίσω. Είχα πάρει δέκα κιλά, αλλά το βάρος είχε φύγει από μέσα μου.

Κανείς δεν προσλαμβάνει ένα πρώην πρεζάκι, ακόμη κι ας ξέρει αγγλικά, γαλλικά, πιάνο και έχει πτυχίο Φιλοσοφικής. Σημασία εκεί δεν έχουν τα πτυχία. Στην αρρώστια αυτή όλοι στεκόμαστε ίδιοι.



Άρχισα να ψάχνω για δουλειά. Αλλά κανείς δεν προσλαμβάνει ένα πρώην πρεζάκι, ακόμη κι ας ξέρει αγγλικά, γαλλικά, πιάνο και έχει πτυχίο Φιλοσοφικής. Σημασία εκεί δεν έχουν τα πτυχία. Στην αρρώστια αυτή όλοι στεκόμαστε ίδιοι. Για τον περισσότερο κόσμο θα είσαι πάντα πρεζάκι, γιατί ο κόσμος δεν είναι η μητέρα σου, δεν δίνει ευκαιρίες έτσι εύκολα.

Μετά από αρκετό καιρό ξεκίνησα να δουλεύω σε μια οικογένεια. Τους φροντίζω το μωρό και κάνω τις δουλειές του σπιτιού. Εκείνοι ξέρουν. Αποδέχονται. Μια μέρα αυτό το μωρό θα μεγαλώσει και θέλω να του μάθω όλα όσα ξέρω. Όχι για τα Γαλλικά και το πιάνο, αλλά για τη ζωή και το πόσο ευάλωτος μπορεί να είσαι χωρίς αγάπη. Γιατί αν κάτι στερήθηκα είναι αυτό και αν από κάτι μπούχτισα ήταν τα «πρέπει» και τα «μη».

Ευτυχώς κανείς μας δεν μένει κοντά στο Κέντρο της Αθήνας».

*Τα ονόματα έχουν αλλάξει.

Για πληροφορίες σχετικά με τον εθισμό στα ναρκωτικά, σας συστήνουμε να επικοινωνήσετε με επίσημους φορείς όπως το ΚΕΘΕΑ και τον ΟΚΑΝΑ.

Περισσότερα από το VICE:

«Η Απάντησή μας στις Εκκενώσεις των Καταλήψεων θα Είναι το Άνοιγμα Περισσότερων Καταλήψεων»

Πρόσφυγες Γιαζίντι Εγκατέλειψαν Camp στο Κιλκίς Φοβούμενοι για τη Ζωή τους

Γιατί οι Έφηβοι στην Ελλάδα Θέλουν να Φύγουν από τα Σπίτια τους;

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.