Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο Creators Project.
Τον προηγούμενο μήνα είδα την Ουγγρική ταινία White God, ένα μοντέρνο αλληγορικό παραμύθι με θέμα την ταξική καταπίεση, το οποίο τοποθετεί σκυλιά στην θέση των ανθρώπων και σε μια σκηνή, πλημμυρίζει το πλάνο με 250 ημι-εκπαιδευμένα σκυλιά. Είναι οπτικά συγκλονιστικό, αλλά πολλές φορές κάποια ανάλογα ζωο-κεντρικά κινηματογραφικά εγχειρήματα δεν έχουν την ίδια τύχη. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Roar του 1981, μια ταινία που επανακυκλοφορεί μέσω της Drafthouse Films και αποτελεί μια άσκηση κινηματογραφικής τρέλας.
Videos by VICE
Τα πάντα ξεκινούν από ένα ζευγάρι: η ηθοποιός Tippi Hedren (Τα Πουλιά) και ο άντρας της (και talent manager) Noel Marshall, με τον δεύτερο να οραματίζεται ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο με πάνω 100 μη-εκπαιδευμένα λιοντάρια, κούγκαρ, τσιτάχ και τίγρεις (καθώς και δύο ελέφαντες). (Όχι και τόσο) Περιέργως, δεν σκηνοθέτησε άλλη ταινία μετά από αυτήν.
ROAR [Theatrical trailer] In theaters this April! from Drafthouse Films on Vimeo.
Σύμφωνα με τον κινηματογραφικό «μύθο», το 1969 ο Marshall επισκέπτεται την Hedren στα γυρίσματα της ταινίας Satan’s Harvest στην Αφρική και οι δύο τους βρίσκουν την ευκαιρία να επισκεφτούν μαζί ένα από τα κοντινά πάρκα άγριων ζώων. Κατά την διάρκεια μιας εκδρομής τους στην Μοζαμβίκη βλέπουν κάτι συγκλονιστικό: Ένα εγκαταλειμμένο σπίτι ενός φύλακα του πάρκου, να έχει καταλειφθεί πλήρως από λιοντάρια. Βλέποντας αυτήν την εικόνα απόλυτης τάξης, αλλά και αναρχίας ταυτόχρονα, το ζεύγος ένιωσε το κάλεσμα της έμπνευσης και άρχισαν δημιουργούν την ιδέα μιας ταινίας.
Φαντάστηκαν ένα ακτιβιστικό δράμα, βασισμένο γύρω από την ιδέα της απώλειας του φυσικού περιβάλλοντος των ζώων, το οποίο και θα κινηματογραφούσαν στην Καλιφόρνια, σε ένα ράντζο 40 μίλια βόρεια του Λος Άντζελες. Ο Marshall έγραψε ένα σενάριο που μιλούσε για έναν ακτιβιστή (τον οποίο θα ενσάρκωνε ο ίδιος) ο οποίος ζει με τα λιοντάρια, προσπαθώντας να τα προστατέψει από τους κυνηγούς και την κυβέρνηση. Ο Marshall είχε σκοπό να «πιάσει» και την καρέκλα του σκηνοθέτη, ενώ τα παιδιά του (η νεαρή Melanie Griffith, o Jerry Marshall και ο John Marshall) θα έπαιζαν τον ίδιο ρόλο και στην ταινία, αντιμετωπίζοντας τα άγρια ζώα, όταν χρειαζόταν.
Η ταινία, που αρχικά ξεκίνησε με ένα πλάνο για κινηματογράφηση έξι μηνών και ένα μπάτζετ 3 εκατομμυρίων δολαρίων, γρήγορα ξέφυγε στα πέντε χρόνια κινηματογράφησης, κοστίζοντας 17 εκατομμύρια, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων βγήκαν από τις τσέπες του Marshall και της Hedren. Καταλαβαίνοντας πως τα άγρια ζώα δεν είχαν και τις καλύτερες υποκριτικές ικανότητες, το συνεργείο αναγκάστηκε να γυρίσει τις σκηνές σε ύφος ντοκιμαντέρ, ακολουθώντας τους ζωικούς πρωταγωνιστές με οκτώ κάμερες Panavision των 35mm. Κάποιες σκηνές, όπως αυτή που δείχνει τον Marshall να οδηγάει ένα τζιπ, με δύο λιοντάρια στα πίσω καθίσματα, χρειάστηκαν άπειρες εβδομάδες καθημερινών προβών ώστε να ολοκληρωθούν.
Αυτό που βέβαια ήταν ξεκάθαρο από την αρχή, ήταν η τάση των ζώων να επιτίθενται διαρκώς στο ανθρώπινο προσωπικό της ταινίας, κάτι που άλλωστε έγινε πάνω από 70 φορές: ο de Bont έχασε ολόκληρο κομμάτι από το κεφάλι του μετά από μια επίθεση λιονταριού, ο Noel Marshall δαγκώθηκε από ζώα πολλές φορές (συχνά και on camera), ενώ η Hedren αποκόμισε ένα κάταγμα στο πόδι, «δώρο» μιας σκηνής που γύρισε με τον Timbo τον ελέφαντα. Η λίστα είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Ακόμα και τα παιδιά του Marshall δεν γλύτωσαν, με την Melanie Griffith να τραυματίζεται σοβαρά (και on camera) από ένα λιοντάρι, σε σημείο που χρειάστηκε επανορθωτική επέμβαση στο πρόσωπό της.
Συμβάντα όπως τα παραπάνω, τοποθετούν την ταινία σε μια πολύ ιδιαίτερη κατηγορία: κάποια από τα άτομα που ενεπλάκησαν σε αυτήν μιλούν ανοιχτά για τα προβλήματα της ταινίας, ενώ άλλα, μεταξύ των οποίων και η Melanie Griffith αρνούνται πλέον την οποιαδήποτε κουβέντα για αυτή. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων, υπονοήθηκε πως λόγω της εμπλοκής του Noel, η ταινία είχε χτυπηθεί από την «Κατάρα του Εξορκιστή», η οποία χτύπησε με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, οποιονδήποτε ενεπλάκη στην πασίγνωστη ταινία τρόμου. Βλέποντας τον «λογαριασμό» του Roar, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς τέτοιες εικασίες και σκέψεις: πλημμύρες και αρρώστιες, ζώα που σκοτώθηκαν ή «δραπέτευσαν», καταστραμμένος εξοπλισμός και φυσικά μια μακρά λίστα τραυματισμών.
Η διανομή της ταινίας έπρεπε να περιμένει υπομονετικά άλλη μια δεκαετία, με το Roar τελικά να προβάλλεται στους κινηματογράφους το 1981, «μαζεύοντας» μόνο 2 εκατομμύρια δολάρια στο box office. Όχι πως οι εισπράξεις ξαφνιάζουν και τόσο: χωρίς να ξέρει κανείς το τρομακτικό παρασκήνιο, αυτό που βλέπει στην ταινία είναι ένα κακοφτιαγμένο, αλλά συναρπαστικό χάλι.
Κυκλοφορόντας αρχικά με την ετικέτα «μια άγρια κωμωδία», η περιγραφή πλέον μοιάζει ως μια προσπάθεια να καλυφτεί το γεγονός ότι ο Marshall προσπάθησε, αλλά τελικά απέτυχε να δημιουργήσει μια σοβαρή, δραματική ταινία. Βλέποντάς την, διακρίνεις την ένταση στους ηθοποιούς, καθώς προσπαθούν να «βγάλουν» τις ατάκες τους με μια κάποια άνεση, γνωρίζοντας ότι μια άγρια επίθεση μπορεί να τους περιμένει ανά πάσα στιγμή. Στο τέλος, ο θεατής νιώθει και ο ίδιος ένα άγχος για την ασφάλεια των ηθοποιών.
Στην επιφάνειά της, όλη η ιστορία του Roar αφορά μια σχετικά προβληματικά άρρωστη οικογένεια με αγνές όμως προθέσεις, που θέλησε να τα ρισκάρει όλα για χάρη του κινηματογράφου. Οι προθέσεις τους αυτές, μπορεί να μην οδήγησαν στην κινηματογραφική επιτυχία, αλλά σίγουρα ήταν πραγματικές. Το Roar Foundation, ένας μη-κερδοσκοπικός οργανισμός που περιλαμβάνει το καταφύγιο Shambala Preserve για μεγάλα αιλουροειδή, άνοιξε με αφορμή την ταινία και παραμένει μέχρι και σήμερα ενεργό. Όσο για την ίδια την ταινία, το Roar παραμένει μια θολωμένη φλόγα φιλοδοξίας, ένα δημιούργημα που άφησε πίσω μερικά καρβουνιασμένα μεν, εκπληκτικά δε κινηματογραφικά «αποκαΐδια».