01

FYI.

This story is over 5 years old.

Οι Θρύλοι των Μπαρ

Στον Βαγγέλη Πήρε 4 Χρόνια να Μάθει πού Βρίσκεται το Κάθε Αντικείμενο στο Μαγαζί του

Το VICE Greece τιμά τους γνωστούς αγνώστους που βρίσκονται πίσω από την μπάρα των θρυλικών μαγαζιών της Αθήνας. Το Jazz in Jazz και ο barman-ιδιοκτήτης του κάνει την αρχή.

Ανάμεσα σε δεκάδες αντικείμενα, σκονισμένα από μουσική, διαλέγει μία σπασμένη μπίλια μπιλιάρδου και πέντε ζευγάρια τσαλαπατημένα παπούτσια χορού. Ή μάλλον, τις ιστορίες του θείου του που ρυθμικά κλείστηκαν στη σφαίρα της αιωνιότητας και βρήκαν τη θέση τους πίσω από την μπάρα του μαγαζιού.

«Με το που πάτησε το πόδι του στη Νέα Ορλεάνη, έψαξε να βρει ένα αυθεντικό jazz bar. Το μέρος που βρήκε ήταν γεμάτο μπιλιάρδα, έπαιζε καλή jazz και δεν ήταν διαθέσιμο σε λευκούς. Λίγα λεπτά μετά την άφιξή του, τον παίρνουν στο κυνηγητό και αρχίζουν να του πετάνε μπίλιες μπιλιάρδου. Μία από αυτές έσκασε στο πεζοδρόμιο και του ήρθε στα πόδια. Σταμάτησε μία στιγμή να την πιάσει και συνέχισε το τρέξιμο. Την πήρε μαζί του για να μπορεί να θυμάται αυτήν την ιστορία. Κι εγώ γι' αυτό την κράτησα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
1550238121891-02

Έπιασε την μπίλια που βρισκόταν ακριβώς πίσω του. Και την πήγε μερικές βολές από τη μία άκρη της παλάμης του στην άλλη, κάπως αμήχανα. Την πραγματική μπίλια, τη σπασμένη, την έχει στο σπίτι. Του την έδωσε ο θείος του πριν μπει στο μαγαζί ως ιδιοκτήτης πια. «Ήταν κάτι σαν τη σκυτάλη για να συνεχίσω στο μαγαζί».

Jazz Fact: Ο Βαγγέλης, μία φορά τον χρόνο, κατεβάζει όλα τα αντικείμενα από το μαγαζί για να τα καθαρίσει και να ξεσκονίσει. Του παίρνει περίπου 15 μέρες και μόνο έτσι κατάφερε μετά από τέσσερα χρόνια να μάθει πού βρίσκεται τι.

Ο θείος του Βαγγέλη Σπανού ήταν ναυτικός και συλλέκτης αντικειμένων. Ή μάλλον ιστοριών. Όλο το μαγαζί είναι παραγεμισμένο από τις ιστορίες του σαν εκείνο το λαχταριστό μακαρόν που ξεχειλίζει σοκολάτα από τις άκρες του. Τώρα πια, βέβαια, 40 χρόνια από την ίδρυση του πρώτου Jazz in Jazz στην Αγία Γαλήνη στην Κρήτη, οι ιστορίες του Κώστα Σπανού πίνουν ποτό και κάνουν καλή παρέα με τις ιστορίες του ανηψιού του αλλά και των θαμώνων του. «Αρκετοί πελάτες πια μας αφήνουν προσωπικά τους αντικείμενα. Τις μινιατούρες εκεί (σ.σ.: μου δείχνει προς την πλευρά που είναι στημένη η μουσική του μαγαζιού) μου τις έχουν φέρει φίλοι μου από τη Νέα Ορλεάνη». Έπειτα, το χέρι του συνέχισε να δείχνει λίγο πιο λοξά, αριστερά. «Η λύρα εκείνη στην είσοδο ανήκει στον Ψαραντώνη, ο οποίος ήταν πολύ φίλος με το θείο μου. Δεν έρχεται όμως πια τόσο συχνά. Έχει μεγαλώσει και αυτός».

Οπουδήποτε και αν στρίψεις, βλέπεις αντικείμενα και προσπαθείς να μαντέψεις ή ζητάς από τον Βαγγέλη να μάθεις το μυστικό τους. Βιβλία, δίσκοι, κουτάλια, μουσικά όργανα, γραφομηχανές, αφίσες, παπούτσια.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
1550238211523-03

Α, ναι. Η ιστορία με τα παπούτσια του χορού η οποία, παρεμπιπτόντως, έγινε η αγαπημένη μου.

«Σε ένα από τα ταξίδια του, στο Βέλγιο, ο θείος μου βρέθηκε να παρακολουθεί μία παράσταση χορού. Στο τέλος της, προς μεγάλη του έκπληξη παρατήρησε ότι οι χορευτές άφησαν τα παπούτσια τους στη σκηνή και έφυγαν. Τότε εκείνος τα περιμάζεψε και τα έφερε εδώ».

Μιλώντας για ιστορίες, ίσως αξίζει να πούμε και την πρώτη όλων. Αυτή της αρχής του Jazz in Jazz. «Ο θείος μου αποφάσισε να φτιάξει το μαγαζί ενώ βρισκόταν στη Νέα Ορλεάνη. Άκουγε αυτήν jazz όσο ήταν στο πλοίο. Τη λάτρευε αυτήν τη μουσική. Αν δεις εδώ πάνω, το ταβάνι είναι γεμάτο κασέτες. Είναι ηχογραφήσεις κυρίως από το BBC που τις άκουγε στα ταξίδια του».

«Ο θείος μου και ο πατέρας μου μεγάλωσαν στην Καρδίτσα. Ο θείος μου έφυγε και βρήκε δουλειά ως ναυτικός μηχανικός. Έκανε πολλά ταξίδια, άκουσε πολλή μουσική και μόλις έφτασε στη Νέα Ορλεάνη είπε “τα παρατάω όλα” και άνοιξε το μαγαζί. Το πρώτο Jazz in Jazz έγινε στην Αγία Γαλήνη της Κρήτης το 1978. Επειτα, το 1996 μεταφέρθηκε στο Κολωνάκι».

1550238236651-06

Δεν είχαν κάτι στην Κρήτη, απλώς ο θείος του είχε κάνει στρατό εκεί και είχε μία ιδιαίτερη αδυναμία στο νησί. «Άσε που, ως χίπης, του άρεσε γιατί ήταν κοντά στα Μάταλα» συμπλήρωσε ο Βαγγέλης πριν κλείσουμε το θέμα της δημιουργίας του θρυλικού jazz bar της Αθήνας.

Μία ακόμη «πρώτη» ιστορία είναι αυτή του Βαγγέλη που μπήκε για πρώτη φορά στο μαγαζί όταν ήταν εννέα ετών. Ως απλός επισκέπτης τότε, δεν γνώριζε ότι εννιά χρόνια αργότερα θα έμπαινε στο μαγαζί ως μπάρμαν και δεν θα έφευγε ξανά από εκεί. Και όχι, αυτό δεν το γράφω εγώ. Εκείνος το υποστηρίζει: «Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ανέλαβα το μαγαζί. Δεν νομίζω ότι θα φύγω ποτέ από εδώ. Δεν θέλω. Σκέψου ότι έρχομαι ή περνάω έστω για ένα ποτό, ακόμη και όταν έχω ρεπό».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
1550238262169-14

Περάσαμε στο σήμερα. Και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τον κόσμο που επισκέπτεται το μαγαζί. Τις ηλικίες τους, τον χρόνο παραμονής τους, τη συχνότητα που το επισκέπτονται. «Εξακολουθεί να έρχεται κόσμος που ερχόταν εδώ και πριν 10-20 χρόνια. Φίλοι του θείου μου από την Κρήτη ή από το εξωτερικό, περνούν τιμής ένεκεν να του πουν ένα “γεια”».

«Άλλοι έρχονται για την ατμόσφαιρα, άλλοι για τη μουσική, άλλοι για το ποτό».

Κανείς για το wifi. Αφού το μαγαζί δεν το διαθέτει στα facilities του. Ο Βαγγέλης επικροτεί αυτήν την απόφαση του θείου του που «τα απαγόρευε όλα αυτά, ήταν αυστηρός». Γιατί; Γιατί θεωρεί κρίμα να είσαι σε έναν χώρο που έχει δημιουργηθεί κατά κύριο λόγο για να έρθεις κοντά με τον άλλον, άσχετα αν είσαι παρέα ή όχι και να ασχολείσαι με το κινητό σου. «Δυστυχώς έχει γίνει κομμάτι της ζωής μας το κινητό, με ή χωρίς wifi, αλλά θα ασχοληθούν λίγο και θα το παρατήσουν. Πολύ δύσκολα θα δεις άτομα με κινητό στο χέρι πολλή ώρα μέσα στο μαγαζί. Νομίζω ότι είναι ένας χώρος που σε κερδίζει. Ναι, σου βγάζει το "να τραβήξω φωτογραφίες" αλλά μέχρι εκεί».

1550238305361-08

Ένα από τα μεγαλύτερα ατού ενός μπάρμαν είναι ότι μπορεί να παρατηρεί αλλά και να γνωρίζει αν θέλει κάθε βράδυ πολύ και διαφορετικό κόσμο. Ο Βαγγέλης το «εκμεταλλεύεται» αυτό το πλεονέκτημα μερικές φορές για να εμπνευστεί τι θα παίξει το κάθε βράδυ -αν και αυτό, πολλές φορές, εξαρτάται και από τη δική του διάθεση- αλλά και για να καταλήξει σε πιο καθημερινά, κοινωνιολογικής και μουσικής φύσεως ζητήματα. «Ο κόσμος έχει αλλάξει σε ό,τι αφορά το άκουσμα. Όλο και περισσότερος αρχίζει και ανακαλύπτει την jazz στην όποια μορφή της. Βλέπεις λοιπόν μικρά σε ηλικία άτομα να έρχονται εδώ και να μοιράζονται τον χώρο με τους μεγαλύτερους και τους πιο “παλιούς”».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Έχω θαμώνες, από 25 μέχρι και 70 ετών».


VICE Video: Πίσσα, Χώμα και Πούπουλα

Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook


Τον ρώτησα εάν καταλαβαίνει ποιος από τους πελάτες του ακούει jazz. Γέλασε. «Φαίνεται ποιος δεν ακούει jazz. Κάνει μπαμ». Του μίλησα για την ταμπέλα με την επιγραφή «Δεν δεχόμεθα παραγγελιές». Η αλήθεια είναι ότι πολύ δύσκολα έκανα εικόνα κάποιον να πηγαίνει στον Dj και να του ζητάει ένα κομμάτι jazz του τάδε τζαζίστα. Και όμως πολλές φορές έχουν ζητήσει από τον Βαγγέλη ένα συγκεκριμένο jazz κομμάτι. «Ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου που έρχεται εδώ δεν έχει γνώσεις πάνω στο είδος της μουσικής. Είναι μία δύσκολη μουσική, μπορεί να αρέσει σε κάποιον ως άκουσμα αλλά όχι να την έχει μάθει σε βάθος. Αυτός που ξέρει, είναι συνήθως και ο πιο περίεργος. Θα έρθει να μου πει μία γνώμη, να με ρωτήσει κάτι».

1550239225836-jazz1

Καθώς μιλούσαμε, μία κοπελίτσα γύρω στα 24 μπήκε στο μαγαζί και ρώτησε αν είναι ανοιχτό. Με αφορμή αυτό, ο Βαγγέλης θυμήθηκε την αγαπημένη του ιστορία από το μαγαζί - η οποία θα λέγαμε αποτέλεσε και καλό οιωνό της απόφασής του να συνεχίσει το μαγαζί.

«Έγινε όταν πρωτοπήρα την απόφαση ότι θα το συνεχίσω. Ήταν μία Κυριακή, Μαΐου, λίγο πριν κλείσουμε για σεζόν. Παθαίνω λοιπόν μία βλάβη στον πίνακα, καίγεται μία ασφάλεια και δεν έχω ρεύμα ούτε για μουσική ούτε για φώτα στο μισό μαγαζί. Τα μόνα φωτάκια που έπαιζαν ήταν αυτά εδώ πάνω από τα ποτά και στο σημείο που σερβίρω. Είχε νεκρώσει το μισό μαγαζί. Ηλεκτρολόγο δεν μπορούσα να βρω, οπότε σκέφτηκα ότι “εντάξει, Κυριακή είναι, θα πάω να ξεκουραστώ”. Στην πόρτα, καλή ώρα σαν τώρα, με πετυχαίνει ένας θαμώνας και πολύ καλός μου φίλος. Είχε φέρει δύο φίλους του να δουν το μαγαζί πρώτη φορά. Μου λέει “εντάξει, ας πιούμε εδώ όλοι μαζί ένα ποτό και συνεχίζουμε”. Πάμε μέσα, ανάβουμε δύο κεριά, καθόμαστε. Μπαίνει μία κοπέλα, της εξηγώ την κατάσταση, ενθουσιασμένη, αποφασίζει να μείνει. Έπειτα, μπήκαν δύο ζευγάρια, μία παρέα. Το μαγαζί γέμισε. Εγώ έπαιζα μόνο γραμμόφωνο. Τραγουδούσαμε με ένα κερί στο χέρι και στο μαγαζί δεν έπεφτε καρφίτσα».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Από τότε είπα ότι δεν θα ξαναφύγω ποτέ».

1550239258763-04

Το ωράριο δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για εκείνον. «Κλείνουμε στις 3 το βράδυ. Βαριά μέχρι τις 5 το πρωί θα έχεις κοιμηθεί». Ο μέσος όρος που κάθεται κάποιος στο μαγαζί είναι μιάμιση με δύο ώρες. «Υπάρχουν βέβαια κάποιοι που έρχονται μόλις ανοίξουμε και φεύγουν μόλις κλείσουμε». Και ανάμεσα σε αυτούς, πολλοί είναι μόνοι τους. Όχι στη ζωή. Στο bar.

Jazz Alone: «Έρχεται πολύς κόσμος μόνος του στο μαγαζί. Και γυναίκες και άνδρες. Είναι κάτι που το στηρίζω γενικότερα και που λείπει από την Ελλάδα. Στο εξωτερικό είναι φυσιολογικό να βγεις να πιεις το ποτό σου. Εδώ εάν το κάνεις, έχεις χωρίσει, κάτι έχεις πάθει. Ο νους τους πάει κατευθείαν στο κακό, ότι κάτι σου έτυχε και θες να ξεχαστείς. Για μένα δεν υπάρχει κάτι πιο ωραίο από το να βγεις μόνος σου και να απολαύσεις τη βραδιά».

«Τις καθημερινές, έρχεται κόσμος εδώ να διαβάσει του βιβλίο του ή δανείζεται ένα δικό μας από την μπάρα».

Μία μπάρα γεμάτη ευρήματα του Schopenhauer, μεγάλων φιλοσόφων και κλασικών. Μεταξύ των ποτών, θα δεις και μία φωτογραφία του Nietzsche παρέα με κάτι στεφάνια. Ο Βαγγέλης θα σου πει χαμογελαστά την ιστορία: «Ο θείος μου δεν ήταν της εκκλησίας, ωστόσο πίστευε ότι κάποια στιγμή η θρησκεία και οι θεωρίες του Nietzsche θα παντρευτούν, εξού και αυτό το concept εδώ».

1550238184864-12

Μιλήσαμε για τον θείο του, για τους θαμώνες του, για τον παππού του. Όμως τι κάνει ο Βαγγέλης όταν δεν είναι πίσω από την μπάρα του Jazz in Jazz και δεν διαλέγει μουσική για τον κόσμο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Να τι μάθαμε

Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ακούει jazz. «Η αλήθεια είναι ότι παλιά, δεν άκουγα τόσο φανατικά. Από τα 18 και μετά, παραέγινε το κακό. Πριν είχα μία προδιάθεση, με τσιγκλούσε και λίγο ο θείος μου. Μου έκανε δώρο πολλά CD και σιγά-σιγά κόλλησα το μικρόβιο».

Έπαιζε drums, αλλά σταμάτησε.«Το όνειρό μου ήταν πάντα το πιάνο αλλά επειδή μεγάλωσα σε επαρχία δεν κατάφερα ποτέ να μάθω. Έπρεπε να οδηγούμε 30 χιλιόμετρα -και βάλε- για να βρούμε δάσκαλο. Την περασμένη χρονιά έκανα μία προσπάθεια για σαξόφωνο αλλά λόγω έλλειψης χρόνου, το πάγωσα και αυτό».

Κάνει καταδύσεις και δεν έχει καταφέρει ακόμα να πάει στη Νέα Ορλεάνη. Κυρίως, επειδήξ φοβάται μην απογοητευτεί.

Η συμβουλή του θείου του που την κουβαλάει μαζί με την μπίλια του ήταν: «Αυτό που θυμάμαι να μου έλεγε πάντα είναι το να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου και να κάνω αυτό που νομίζω».

1550239277891-07