H διαπόμπευση
Η αθώωση
Η ιστορία της Α.
«Μου ανακοίνωσαν ότι είμαι θετική στον ιό HIV. Δεν ήξερα τίποτα, εκείνη τη στιγμή το έμαθα»
«Αργά το βράδυ, ήμουν στη ΓΑΔΑ με άλλες κοπέλες. Μου δίνουν να υπογράψω το κατηγορητήριο μου. Έλεγε ότι ήμουν εκδιδόμενη, ότι γνώριζα πως ήμουν φορέας και σκόπιμα μετέδιδα τον ιό στους πελάτες μου. Αντέδρασα στην αρχή. Μια συγκρατούμενή μου με παρότρυνε να υπογράψω, για να ξεμπερδέψουμε. Γενικά, μας είχαν δημιουργήσει την προσδοκία ότι, αν υπογράφαμε, θα μας άφηναν. Εγώ είχα αρχίσει ήδη να έχω στερητικά. Το πνεύμα μου και το σώμα μου δε με βοηθούσαν να σκεφτώ καθαρά τι πρέπει να κάνω. Τώρα που τα σκέφτομαι καταλαβαίνω πως προσπάθησαν μέσω του τρόμου να εκμεταλλευτούν αυτήν την υπόθεση. Αν δεις τις φωτογραφίες των άλλων κοριτσιών και τη δικιά μου, είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ήμασταν εκδιδόμενες. Είχαμε τα μαύρα μας τα χάλια: Σώματα διαλυμένα, κορμιά μελανιασμένα, γεμάτα πληγές από την ενδοφλέβια χρήση. Καμιά μας δεν ήταν ικανή για πορνεία. Ζούσαμε για να πίνουμε και πίναμε για να ζούμε. Το συνειδητοποιώ αυτό σήμερα. Βλέπω αυτήν τη φωτογραφία και θυμάμαι τι μου έκαναν τα ναρκωτικά», λέει η Α. και συνεχίζει περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης τους στο κρατητήριο της ΓΑΔΑ.Η κατηγορία που αποδείχθηκε περίτρανα στο δικαστήριο ότι δεν ίσχυε, έριχνε το βάρος της μη χρήσης προφυλακτικού σ' αυτές, για να βγάλει λάδι τους «οικογενειάρχες» πελάτες τους
«Αν δεις τις φωτογραφίες των άλλων κοριτσιών και τη δικιά μου, είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ήμασταν εκδιδόμενες. Είχαμε τα μαύρα μας τα χάλια»
Σε κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας ιατρικού απορρήτου, τεκμηρίου αθωότητας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αυτά τα κορίτσια χρησιμοποιήθηκαν εντελώς εργαλειακά, για την αναβίωση του κυνηγιού μαγισσών, τα σώματά τους –πολλαπλώς τραυματισμένα – σημασιοδοτήθηκαν ως εστίες «κοινωνικής μόλυνσης» και η ίδια η ύπαρξή τους έχασε την υπόστασή της. Τα στιγμιότυπα με αστυνομικούς που φορούν γάντια να τις περιφέρουν με χειροπέδες σε ανακριτικά γραφεία, υπό τις αστραπές δεκάδων αδιάκριτων φλας, που έριχναν βίαια φως στα χλωμά και κατεβασμένα πρόσωπα τους, όχι μόνο αναζωπύρωσαν όλα τα στερεότυπα για την οροθετικότητα, αλλά έκαναν εμβληματικό τον εξορισμό τους στο περιθώριο. Ό,τι είχε δομηθεί με κόπο για την αποδαιμονοποίηση της οροθετικότητας, γκρεμίστηκε σ' ένα καρέ. «Όταν τα θυμάμαι, σκέφτομαι πάλι καλά που δεν έχω τρελαθεί. Μερικές φορές, νιώθω ότι το ζω σαν να μην έχει συμβεί σε μένα, σαν να 'χει συμβεί σε άλλον άνθρωπο. Φορούσαν όλοι γάντια. Μπήκαμε στο γραφείο της ανακρίτριας και ήταν καλυμμένο με πλαστικά, οι καρέκλες που καθόμασταν, το σημείο που ακουμπούσαμε τα χέρια μας. Όλοι τους με γάντια και εμείς με μάσκες. Για τα μάτια του κόσμου όλα, για να δείξουν ως θέαμα τα τέρατα που είναι επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Μέσα στο βανάκι, άκουσα έναν αστυνομικό να λέει ότι έπιασε το ίδιο στυλό με εμένα και μήπως κολλήσει, σε μια συγκρατούμενή μου έλεγε, "να δούμε τώρα ποιος θα σε ξαναγαμήσει". Μιλάμε για πολύ bulling», διηγείται η Α.«Μέσα στο βανάκι, άκουσα έναν αστυνομικό να λέει ότι έπιασε το ίδιο στυλό με εμένα και μήπως κολλήσει, σε μια συγκρατούμενή μου έλεγε, "να δούμε τώρα ποιος θα σε ξαναγαμήσει"»
To VICE Συναντά τον Γιάνη
«Εγώ είχα κάνει αίτηση στον ΟΚΑΝΑ το 2006 και μέχρι το 2012 που με συνέλαβαν, ήμουν σε λίστα αναμονής. Δεν ήμουν σε φάση να μπω σε κλειστό πρόγραμμα. Το έκανα αναγκαστικά, επειδή αλλιώς θα έπρεπε να μείνω στη φυλακή. Να σου πω την αλήθεια, το έκανα και από φιλότιμο, αφού η υπεύθυνη του προγράμματος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της, για να με πάρει από τη φυλακή, δε μου πήγαινε η ψυχή να πάω να πιω ξανά. Στη συνέχεια, βέβαια, βρήκα λόγους και για τον εαυτό μου. Ανακάλυψα ότι δεν ήθελα να πεθάνω τόσο νέα. Όταν κάνεις απεξάρτηση, όλα τα νιώθεις σε πολλαπλάσιο βαθμό, το θυμό σου, τη λύπη σου. Ξυπνάνε τα συναισθήματα που ήταν κοιμισμένα για χρόνια. Εγώ σ' αυτό το στάδιο συνειδητοποίησα τι ακριβώς είχε συμβεί. Τότε, μετά από επτά-οκτώ μήνες είδα τη φάτσα μου στο ίντερνετ. Έπρεπε σ' αυτή τη συνθήκη να διαχειριστώ τη διαπόμπευση. Ήταν πολύ δύσκολο. Τότε έκανα απόπειρα αυτοκτονίας, όταν έμεινα καθαρή. Αν δε με προλάβαιναν, θα ήμουν μια ακόμη κοπέλα από τις οροθετικές του 2012 που αυτοκτόνησε. Παρόλο που έχουν περάσει πέντε χρόνια, ακόμη με δυσκολεύει. Δεν ξέρω αν θα ξεπεράσω ποτέ αυτό που έγινε. Την ασθένεια μπορώ να τη διαχειριστώ, κάνω αγωγή, έχω μη ανιχνεύσιμο πλέον ιικό φορτίο. Όλο το υπόλοιπο μ' έχει πονέσει πολύ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ένιωθα τον εαυτό μου σαν μίασμα. Πήγαινα στο κομμωτήριο και ένιωθα ότι έπρεπε να πω στην κομμώτρια πως είμαι οροθετική, μήπως τραυματιστεί με το ψαλίδι, με φιλούσε κάποιος στο μάγουλο σε μια κοινωνική εκδήλωση και έτρεχα να δω το πρόσωπο μου, αν είχε κανένα σπυράκι ή κάποια πληγή. Είχα εσωτερικεύσει την ενοχή για τον εαυτό μου. Θεωρούσα ότι ανά πάσα στιγμή μπορώ να μεταδώσω τον ιό, ότι μπορεί ο οποιοσδήποτε να με κατηγορήσει ότι τον μόλυνα. Μιλάμε για παράνοια, αλλά εγώ αυτά τα βίωνα ως πραγματικά γεγονότα» θυμάται η Α.
Σ' αυτήν τη διαδικασία, η αξία της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας ελαστικοποιήθηκε και απομειώθηκε. Τέσσερις από τις γυναίκες που διαπομπεύτηκαν πέθαναν μετέωρες ανάμεσα στην ανυποληψία και τον στιγματισμό. Η Κατερίνα αυτοκτόνησε τον Νοέμβριο του 2014. Νωρίτερα είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας ο πατέρας της. Στα θραύσματα λόγου που άφησε, προτού πεθάνει, έγραφε: «Η βλάβη που μας έγινε θα κυνηγάει αιώνια εμάς και τα παιδιά μας». Το Μάιο του 2016, γνωστοποιήθηκε και ο θάνατος της Μαρίας. Η μητέρα της με επιστολή προς την Εφημερίδα των Συντακτών ανέφερε μεταξύ άλλων: «Έγινε πια κι αυτό και τώρα ο κύριος Λοβέρδος μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Η κοινωνία σχεδόν καθάρισε από αυτές τις κοπέλες κι αυτό το φρόντισε ο ίδιος. Εξευτέλισαν το παιδί μου, ήρθαν στο χωριό και το ΚΕΕΛΠΝΟ εξέτασε το εγγόνι μου μέσα στο σχολείο, μας εκθέσαν όλους, μας ξεφτίλισαν». Άλλες κοπέλες παραμένουν αγκιστρωμένες στον πλαστικό και αγκαθωτό κόσμο των ναρκωτικών, βολοδέρνουν σαν φαντάσματα στις «κακόφημες» γειτονιές της πόλης, ραγισμένες και λαβωμένες, με πολύ λιγότερα κίνητρα από πριν να ξεφύγουν. Ολόκληρες οικογένειες σπιλώθηκαν και σακατεύτηκαν.«Η οικογένεια μου στάθηκε δίπλα μου από την πρώτη στιγμή, μέχρι σήμερα. Πέρασαν και αυτοί το δικό τους σοκ. Βιώσαμε ένα πένθος οικογενειακό, επειδή εγώ είμαι μοναχοπαίδι και είχα μεγαλώσει πολύ καλά. Η εξάρτηση δεν έχει να κάνει με το πώς έχεις μεγαλώσει σπίτι σου. Στη γειτονιά μου το έμαθαν όλοι. Τους δικούς μου τους ενοχλούσαν συνέχεια οι δημοσιογράφοι. Είχαμε άσχημες συμπεριφορές από κάποιους, για παράδειγμα η γυναίκα του ξαδέρφου μου που έμεναν από πάνω μας τον πήρε να μετακομίσουν, επειδή ο αέρας –έλεγε– είχε μικρόβια. Η μητέρα μου απομακρύνθηκε βίαια από τη δουλειά της, παρότι έκανε χρόνια καριέρα σ' εκείνη την εταιρεία. Οι γονείς μου, όμως, δεν άφησαν περιθώρια. Έκαναν ό,τι ήταν εφικτό, για να με προστατεύουν. Ευτυχώς, είχα ανθρώπους κοντά μου και γνώρισα και άλλους. Ήταν πολλή σημαντική η αλληλεγγύη τους. Ένιωθες ότι δεν είσαι μόνη σου. Θυμάμαι, όταν βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου μας –μετά από πέντε χρόνια ψυχοφθόρας και ισοπεδωτικής διαδικασίας– σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και χειροκροτούσαν. Ήταν πολύ συγκινητικό».«Ανακάλυψα ότι δεν ήθελα να πεθάνω τόσο νέα. Όταν κάνεις απεξάρτηση, όλα τα νιώθεις σε πολλαπλάσιο βαθμό, τον θυμό σου, τη λύπη σου»
Η υγειονομική διάταξη ευτυχώς καταργήθηκε από την παρούσα κυβέρνηση. Πριν από λίγες μέρες, επίσης, ολοκληρώθηκε ένα πρώτο σκέλος του δικαστικού αγώνα των οροθετικών γυναικών. Αθωώθηκαν όλες. Βέβαια, η αθώωσή τους –όπως συνήθως συμβαίνει σ' αυτές στις περιπτώσεις– έκανε πολύ μικρότερο κρότο από τη σύλληψη και τη διαπόμπευσή τους. Ελάχιστοι από αυτούς που τόσα αβίαστα και ανεύθυνα κρέμασαν στα μανταλάκια του κιτρινισμού και της εντυπωσιοθηρίας τις ζωές τους, προχώρησαν σε οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασης. Καλά-καλά δεν το έκανε η ίδια η Πολιτεία. Αν εξαιρέσεις τη δημόσια συγνώμη του προέδρου του ΚΕΕΛΠΝΟ Θεόφιλου Ροζενμπεργκ, δεν υπήρξε κανένα άλλο «συγνώμη», κανένα άλλο συμβολικό σινιάλο επανόρθωσης της υπόληψης αυτών των γυναικών. Αρκετές από αυτές έχουν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ εκκρεμούν και αγωγές, ώστε να αποζημιωθούν για την ηθική βλάβη που υπέστησαν. «Θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα να παραπεμφθούν σε δίκη η εισαγγελέας που διέταξε τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών και οι υπηρεσίες που ενεπλάκησαν σ' αυτήν την υπόθεση, αλλά και να διερευνηθούν και οι πολιτικές ευθύνες. Κουβαλάνε πολύ έντονα αυτό το τραύμα οι κοπέλες. Το πρώτο πράγμα που ζητούν είναι να αποσυρθούν οι φωτογραφίες τους από το διαδίκτυο», υποστηρίζει η Σίσσυ Βωβού. Παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο έχει διατάξει την απόσυρση των φωτογραφιών, αυτές παραμένουν εκεί, να ξύνουν αδιάκοπα και ανελέητα μια πληγή που δεν λέει να κλείσει.«Θυμάμαι, όταν βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και χειροκροτούσαν. Ήταν πολύ συγκινητικό»
«Όταν συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί, μου φάνηκε πολύ άσχημο, αλλά αυτό που συμβαίνει σήμερα μου φαίνεται ακόμη πιο άσχημο. Το ότι μετά από πέντε χρόνια που έχει βγει αθωωτική απόφαση, που έχει διαταχθεί η απόσυρση των φωτογραφιών, που έχουν γίνει αυτοκτονίες, υπάρχουν ακόμη αναρτημένες οι φωτογραφίες μας, με ξεπερνάει. Με ποιο σκεπτικό, με ποια ψυχή, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται αυτές τις ιστοσελίδες τις έχουν ακόμη επάνω; Ο ΣΚΑΙ αναπαρήγαγε τις φωτογραφίες μας ακόμη και στην αναγγελία της είδησης για την αθωωτική απόφαση. Δε μπορώ να καταλάβω. Πατάς επί πτωμάτων για λίγη επισκεψιμότητα; Αξίζουν οι ανθρώπινες ζωές τέτοια μεταχείριση; Δε μου λέει κάτι ούτε η συγνώμη του Ρόζενμπεργκ –που εκτίμησα το ότι την είπε- ούτε το ενδεχόμενο αποζημίωσης. Με πειράζει που οι φωτογραφίες είναι ακόμη επάνω. Με εξοργίζει. Με αναγκάζει ένα προσωπικό μου θέμα να μη το κρατήσω προσωπικό. Παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματά μου πάνω στην ασθένεια. Με αναγκάζει στον χώρο που εργάζομαι, σ' ένα καφέ, οπουδήποτε, να κινδυνεύω να βρεθώ υπόλογη, να με κοιτάνε περίεργα, να ψιθυρίζουν, "είναι αυτή ή της μοιάζει;". Στην προηγούμενή μου σχέση, το αγόρι μου ήξερε τα πάντα, αλλά δεν ήθελε να μάθει κάτι η μητέρα του – λογικό. Ζούσαμε τρία χρόνια με τον τρόμο, μήπως εντοπίσει κάτι. Μέχρι και στη Google προσέφυγαν οι δικηγόροι μας , λες και δεν ήταν αυτονόητο», λέει η Α.«Το ότι μετά από πέντε χρόνια που έχει βγει αθωωτική απόφαση, που έχει διαταχθεί η απόσυρση των φωτογραφιών και που έχουν γίνει αυτοκτονίες, υπάρχουν ακόμη αναρτημένες οι φωτογραφίες μας, με ξεπερνάει»
Η ίδια έχει αλλάξει ριζικά από το 2012. Έχει ολοκληρώσει με επιτυχία το πρόγραμμα απεξάρτησης και επανένταξης, δουλεύει, είναι ενεργή κοινωνικά, ασχολείται με το φεμινιστικό κίνημα και τα δικαιώματα των γυναικών, έχει ανακτήσει τη χαμένη της διαύγεια για τη ζωή και τον κόσμο και παραμένει πάντα κοντά στην κοινότητα της απεξάρτησης, αντικρίζοντας στις εύθραυστές όψεις των τοξικοεξαρτημένων νέων ένα κομμάτι του δικού της παρελθόντος. «Αντί η Πολιτεία να στοχοποιεί τους ανθρώπους και να τους βάζει στο περιθώριο, θα ήταν προτιμότερο να κάνει πρόληψη - και πρόληψη δεν σημαίνει να βγάζεις φωτογραφίες ασθενών σε δημόσια θέα. Το 2012, αν ήσουν εξαρτημένος, σε οποιοδήποτε φαρμακείο και αν πήγαινες να ζητήσεις μια σύριγγα, σε έδιωχναν. Εσύ όμως σφάδαζες, δεν μπορούσες να αποφύγεις την ανταλλαγή σύριγγας. Όταν βγάζεις στερητικά, πονάνε όλα και πονάνε πολύ. Δεν πίνεις για να 'σαι χαρούμενος, πίνεις για να πάρεις τα πόδια σου και να καταφέρεις να πας στο σπίτι σου. Δε σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή τις λοιμώξεις, ούτε εγώ τις σκέφτηκα, παρόλο που έχω πάει και σχολείο και πανεπιστήμιο. Η ανάγκη του χρήστη να εξασφαλίσει τη δόση του είναι μεγαλύτερη από τον φόβο. Η Πολιτεία, όμως, θα μπορούσε να τα σκεφτεί όλα αυτά και να προστατέψει αυτήν την ευπαθή ομάδα. Όλο το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από την απεξάρτηση είναι λάθος. Δεν ενισχύει τα θεραπευτικά προγράμματα, δεν δίνει κίνητρα στους ανθρώπους να κόψουν τα ναρκωτικά και αυτό είναι κακό, επειδή πεθαίνουν πολλά παιδιά. Τα ναρκωτικά της κρίσης, το σίσα, το τάι, είναι χημικά και απολύτως βλαβερά. Σε λιώνουν. Να, βλέπεις το σημάδι (σ.σ. δείχνει μια ουλή στο πόδι της) και σκέψου ότι εγώ ήμουν ελάχιστο καιρό σ' αυτά. Διαλύουν το δέρμα σου», επισημαίνει.«Αντί η Πολιτεία να στοχοποιεί τους ανθρώπους και να τους βάζει στο περιθώριο, θα ήταν προτιμότερο να κάνει πρόληψη - και πρόληψη δεν σημαίνει να βγάζεις φωτογραφίες ασθενών σε δημόσια θέα»
Μιλήσαμε πολλή ώρα. Για μένα που έκανα τις ερωτήσεις και την άκουγα, ήταν δύσκολο: κάθε γυναίκα, που προβάλλει τον εαυτό της στις ανήμπορές και καταρρακωμένες εικόνες των γυναικών του 2012, αισθάνεται αηδία και οργή για όσους με τόσο μεγάλη ευκολία κουρέλιασαν την ταυτότητά τους και ανέμισαν τις φωτογραφίες τους σαν λάφυρα. Για εκείνην, εικάζω ότι ήταν δυσβάσταχτο - σκάλιζε την πιο επώδυνη εμπειρία της ζωής της. Ωστόσο, αποφασίσαμε μαζί να πούμε αυτήν την ιστορία, για να μη ξεχαστεί, για να μην επαναληφθεί, για τις γυναίκες που παλεύουν, γι' αυτές που έχουν παραιτηθεί, γι' αυτές που χάθηκαν, για τα πένθιμα μουρμουρητά των οικογενειών που βίωσαν την απώλεια και τον εξοστρακισμό και προσπαθούν σήμερα να ανασυγκροτήσουν τις θρυμματισμένες τους οντότητες.Στον αποχαιρετισμό μου επανέλαβε τη βασική της απαίτηση: «Για μένα ηθική δικαίωση δεν υπάρχει. Αυτό που έζησα, το έζησα. Αυτό που κουβαλάω, το κουβαλάω. Δεν αλλάζει. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να κατέβουν οι φωτογραφίες μας και να μας αφήσουν να ζήσουμε τη ζωή μας, χωρίς ντροπή και ταπείνωση».*Τα στοιχεία της κοπέλας βρίσκονται στη διάθεση του VICE, αλλά επιλέχθηκε να μην δημοσιευτούν για λόγους προστασίας.Περισσότερα από το VICEΔιαβάσαμε την Εργασία του Τσίπρα για το Πέραμα Όταν Ήταν Φοιτητής το 2003«Μας Έχουν Πηδήξει τα Όνειρα» - Αυτή Είναι η Νέα Εργατική Τάξη στην ΕλλάδαΧρήσιμα και Σπιτικά Τρικ για να Πάτε το Σεξ σε Άλλο ΕπίπεδοΔιαβάστε ακόμη: Η Ζωή με το AIDS για την Γκέι Νεολαία των '90s στην Ελλάδα