Ο Φωκίων Μπόγρης γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1979, και σπούδασε Επικοινωνίες σε μια σχολή που ο ίδιος θα προτιμούσε να μη θυμάται. Κινηματογράφο δεν σπούδασε ποτέ. Το 2002 ξεκίνησε να φτιάχνει τις πρώτες -μηδαμινού κόστους- ταινίες του και το 2009 ολοκλήρωσε την “Κάθαρση” μετά απο γύρισμα δύο ετών: “Η ειρωνεία απέναντι στο ελληνικό σινεμά κάπου σταματά εδώ” έγραψε ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης για το DownTown, “οργιαστική και αυτοσαρκαστικά κανιβαλιστική φάρσα-θρίλερ” την αποκάλεσε το Αθηνόραμα. Το 2012 ολοκλήρωσε την μικρού μήκους Family Tree, για την οποία κέρδισε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη – Ντίνος Κατσουρίδης στο 35ο Φεστιβάλ Δράμας. Στη συνέχεια, ακολουθεί ο Δεύτερος Άντρας. Πρόσφατα, συμμετείχε στα Στέκια: Ιστορίες Αγοραίου Πολιτισμού -μια σειρά ντοκιμαντέρ που καταπιάνεται με τα δημοφιλή αθηναϊκά στέκια του τελευταίου αιώνα / ιδέα του Νίκου Τριανταφυλλίδη- σκηνοθετώντας το πρώτο εξ αυτών – ονόματι “Βίντεοκλαμπ”.
Βολτάραμε λίγο στο κέντρο, για να καταλήξουμε σ’ ένα -κάπως χωμένο- καφέ/στέκι του Φωκίωνα, ο οποίος -σημειωτέον- δεν πίνει καφέ. Μιλήσαμε για τα Στέκια, για τις προετοιμασίες της νέας του ταινίας (με τίτλο Πρόστιμο), καθώς και για προηγούμενες δουλειές του. Μιλήσαμε εφ’ όλης της ύλης και πολύ, τόσο πολύ που άρχιζαν να αδειάζουν, να ξαναγεμίζουν και να ξαναδειάζουν τα τραπέζια γύρω μας…
Videos by VICE
VICE: Τι στάθηκε αφορμή για να ασχοληθείς με τον κινηματογράφο και πότε κατάλαβες ότι αυτό -και μόνο- είναι που θες να κάνεις;
Φωκίων Μπόγρης: Αφορμή στάθηκε ενας παλιός φίλος και αμέτρητα ξενύχτια παρέα με κακές ταινίες. Είχε την ιδέα να κάνουμε μία ταινία, δανείστηκε μια αναλογική βιντεοκάμερα του αδερφού του, σκέφτηκε ψευδώνυμα και για τους δυο μας , εγώ έγινα ο “Φωκίων Μπόγρης” και αυτός ο “Δημήτρης Πολυδούρης”. Μετά από λίγο αντιστράφηκαν οι ρόλοι, εγώ άρχισα να το παίρνω στα σοβαρά και αυτός να τα παρατάει. Μπορεί σήμερα να μην μιλάμε πλέον με τον φίλο μου, κρατάω όμως το γεγονός ότι μου έδειξε τον δρόμο, αυτό που ήθελα να κάνω. Σπούδαζα ήδη Επικοινωνίες σε μια απαίσια ιδιωτική σχολή και δεν μπορούσα να τα παρατήσω για να ξεκινήσω από την αρχή κάτι άλλο.Στην προσπάθειά μου λοιπόν να μάθω τη διαδικασία, έκανα τις δικές μου ταινίες/παρωδίες των b-movies που έβλεπα.
Οι πιο έντονες αναμνήσεις σου από την πρώτη σου οργανωμένη/συγκροτημένη απόπειρα να στήσεις μια ταινία μεγάλου μήκους (βλ. “Κάθαρση”);
Σϊγουρα με γλίτωσε από την κατάθλιψη, τοτε ήμουν στις πολύ κακές μου και είχα ανάγκη να κάνω κάτι δημιουργικό. Τα γυρίσματα έπρεπε συχνά να διακόπτονται, επειδή η ταινία ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη και έπρεπε να μαζέψω για να συνεχίσουμε. Αυτά όσον αφορά τις δυσκολίες. Είχαμε και αστείες καταστάσεις όπως την πτώση της αναπηρικής καρέκλας από μία ταράτσα και τσακωμούς με τους γείτονες. Δεσίματα από την αστυνομία στο Ελληνικό. Ένα βαν που έμενε στη Συγγρού μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Καλώς η κακώς, αυτή η ταινία είναι ένα κομμάτι της ζωής μου που κράτησε πάνω από 3 χρόνια – από την σύλληψη μέχρι την ολοκλήρωση.
Πώς είναι να συνεργάζεσαι με τον Βαγγέλη Μουρική; Ρωτάω από προσωπική περιέργεια, μιας και είναι ο αγαπημένος μου Έλληνας ηθοποιός και μια προσωπικότητα που θαυμάζω ιδιαιτέρως.
Έχουν ειπωθεί τα πάντα από τους πάντες για τον Μουρίκη, δεν ξέρω τι άλλο να σου πω. Με έμαθε πολλά μέσα από την ενεργή συμμετοχή του σε όλα τα στάδια της ταινίας. Στην αρχή του μίλαγα στον πληθυντικό και ήμουν πολύ αμήχανος. Αυτός το διασκέδαζε, δεν έκανε κάτι για να με χαλαρώσει. Το καλύτερο συνέβη μια φορά που πηγαίναμε να δούμε μία τοποθεσία γυρίσματος και τρακάραμε μεταξύ μας.
Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος της μουσική σε μια ταινία, κατά τη δική σου άποψη;
Τρελαίνομαι για soundtrack και συχνά ανατριχιάζω τη στιγμή που μπαίνει η μουσική σε μία σκηνή. Από την άλλη, προτιμώ να μην τη χρησιμοποιώ πολύ. Έκανα μία εξαίρεση στο φινάλε του Δεύτερου Άντρα με τη μουσική του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Νομίζω ότι έδωσε μια άλλη διάσταση, γι’ αυτό και μου άρεσε.
Μίλησε μου λίγο για τη συνεργασία σου με τον Θύτη και τον Κανόν για το βίντεο κλιπ των Βρωμόφωνων Καθικιών. Πώς προέκυψε και πώς ήταν;
Ο Θύτης είναι κολλητός, οπότε δεν ήθελε και πολύ. Έχει ήδη εμφανιστεί σε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, «εμπλεκόμαστε» ο ένας στις δουλειές του άλλου. Τα γυρίσματα που μου έχουν μείνει ήταν αυτά με το crew των παιδιών, και αυτά με τους χρήστες σίσα. Τα πλάνα αυτά εξόργισαν κόσμο και πήραν αρκετα υβριστικά σχόλια στο youtube. Σίγουρα η όλη φάση απέχει από το politically correct, παρόλα αυτά διασκέδασα πολύ αυτό το βίντεο.
Ποια είναι η άποψη σου για τους Έλληνες ηθοποιούς; Όπως, επίσης, γιατί πιστεύεις ότι πολλοί σκηνοθέτες επιλέγουν μη-ηθοποιούς για να ενσαρκώσουν τους ρόλους των ταινιών τους;
Οι έλληνες ηθοποιοι, ως επι το πλείστον, είναι ηθοποιοί με θεατρική παιδεία. Αυτό τους μπλοκάρει την στιγμή που καλούνται να έρθουν σε επαφή με μία κάμερα. Έχουν προκατασκευασμένη την ατάκα και την αντίδραση τους, πριν καν ακούσουν τι λέει ο παρτενέρ τους. Μιλάνε με στόφμο και περπατάνε σαν να κάνουν παρέλαση. Επίσης, δεν βλέπουν και πολύ σινεμά. Από την άλλη, υπάρχουν πλέον πολλοί που διαθέτουν ταλέντο, χιούμορ, κινηματογραφική αντίληψη και κυνηγάνε την αλήθεια την στιγμή της λήψης. Ο μη-ηθοποιός μπορεί να είναι και αποκάλυψη. Πρόσφατο παράδειγμα η ερμηνεία του Πέτρου Ζερβού στο Μικρό Ψάρι.
Ωραία, τώρα θα ήθελα να μου αναφέρεις μέρικες αγαπημένες σου ταινίες αλλά και μία που κανείς-ποτέ δεν θα περίμενε ότι θα σου αρέσει – και όμως σου αρέσει.
Μία από τις αγαπημένες μου, χωρίς να σκεφτώ πολύ, είναι το Texas Chainsaw Massacre. Μία ταινία που είδα πρόσφατα και κανείς δεν πίστευε ότι θα μου άρεσε, ήταν το “Αmour” του Χάνεκε.
Να σε ρωτήσω και κάτι ακόμα που μ’ αρέσει να ρωτάω: Παρακολουθείς κάποια σειρά;
Παρακολουθούσα κάποτε εκείνη τη 60s σειρά του Batman με τα γελοία κοστούμια… είχε γέλιο τωρά που το θυμάμαι, θα την ξανάβλεπα. Άντε και κανα επεισόδιο από Pοζ Πάνθηρα.
Προτιμάς να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που ήδη γνωρίζεις ή είσαι ανοιχτός, γενικά, σε νέες συνεργασίες;
Έχω μία τάση να επιστρέφω στους ίδιους. Το καλό με αυτό είναι ότι δημιουργείται ένα team και θες ένα τέτοιο δέσιμο σε ένα γύρισμα. Μέσα σε αυτό, έρχονται να ανακατευτούν και νέοι άνθρωποι που γνωρίζεις. Οι συνεργάτες είναι η ταινία σου, μου αρέσει να γνωρίζομαι καλα μαζί τους πριν κάνουμε ο,τιδήποτε.
Τι διαδικασία ακολουθεί ένας κινηματογραφιστής -ο οποίος δεν είναι πλούσιος- προκειμένου να στήσει μια ταινία;
Παντρεύεται μια πλούσια και λύνει το πρόβλημα. Δύσκολο όμως κι αυτό, γιατί βλέπεις τα “λεφτά πάνε στα λεφτά”.
Ποια ήταν η αντίδραση των δικών σου όταν σου ανακοίνωσες ότι θα ασχοληθείς με τον κινηματογράφο;
Δεν τους ανακοίνωσα τίποτα, απλώς το είδαν κάποια στιγμή να συμβαίνει. Με υποστήριξαν, δεν έχω παράπονο. Λένε ότι τους αρέσουν οι ταινίες μου. Αλλά μπορεί και να το λένε επειδή είμαι γιός τους, ποιος ξέρει.
Πες μου λίγα πράγματα για το “Family Tree”. Αν δεν απατώμαι, είναι μια ταινία για την οποία βραβεύτηκες. Και μάλιστα ήταν μια αρκετά επεισοδιακή βράβευση.
Θα σου πω δύο λέξεις μόνο για το επεισόδιο που αναφέρεις, επειδή το βρίσκω βαρετό πλέον: ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΔΡΑΜΑΣ. Ορίστε 2 λέξεις. Η ζωή μέσα σε ένα σπίτι όπου σιχαίνεται ο ένας τον άλλο, αυτό είναι η ταινία. Ήταν ουσιαστικά η ευκαιρία για restart, μονο με τα βασικά στη διάθεση μου: ένα σπίτι, τρεις ηθοποιούς και 10 λεπτά για να πω αυτό που θέλω.
Κι ερχόμαστε τώρα στον “Δεύτερο Άντρα”. Το 2013. Πες μου λίγα πράγματα και γι’ αυτήν σου την ταινία.
Ήρωας είναι ένας κατεστραμένος σκηνοθέτης που υποδύεται ο Νίκος Τριανταφυλλίδης. Προσπαθεί να ξανασταθεί στα πόδια του, να ξανανοίξει πόρτες που έχουν κλείσει, μπλέκει τη ζωή του με το σινεμά και πιάνει πάτο. Έχει να κάνει με αληθινές ιστορίες, δικές μου και του Νίκου. Είναι για έναν τύπο που είναι αδιόρθωτος και το ξέρει. Μου αρέσει πιο πολύ από τα άλλα που έχω κάνει.
Πρόσφατα συμμετείχες στη σειρά ντοκιμαντέρ “Τα Στέκια”, σκηνοθετώντας το πρώτο εξ αυτών, ονόματι “Βίντεοκλαμπ”. Και κάπως εύλογα. Πώς ξέκινησε αυτή η ιδέα και ποιος είναι ο στόχος αυτών των ντοκιμαντέρ;
Πρόκειται για μία σειρά του Νίκου Τριανταφυλλίδη που έχει να κάνει με τους λαϊκούς ανθρώπους και τα στέκια τους. Είναι κάτι φρέσκο για την ελληνική, κρατική τηλεόραση γιατί χτίζονται χαρακτήρες σε κάθε επεισόδιο – δεν είναι η κλασική συρραφή πλάνων αρχείου με το voice over που έχουμε συνηθίσει. Ο Νίκος μου ανέθεσε το επεισόδιο επειδή είχα γυρίσει τα μισά βίντεοκλαμπ της Ελλάδας. Παρόλο που το έκανα με ενθουσιασμό, δεν ήθελα να μπω στη λογική της νοσταλγίας και να ωραιοποιήσω τα 80s, δεν ήταν και τόσο “μαγικά” όσο οι νοσταλγοί τους θα ήθελαν να πιστεύουν. Το ντοκιμαντέρ, μέσα από κινηματογραφικές αναφορές, μιλάει για τους Έλληνες και την «ελληναρία». Για κάποιους από εκείνους τους ανθρώπους που πλούτισαν στα 80s από το βίντεο, δεν θα είχε διαφορά αν αντί για ταινίες εμπορεύονταν, ας πούμε, είδη μαναβικής.
Τα επόμενά πλάνα σου;
Με τη βοήθεια του φίλου και σκηνοθέτη Δημήτρη Παπαθανάση, έχω ξεκινήσει ένα σενάριο για αυτό που θα ήθελα να είναι η επόμενη μου μεγάλου μήκους. Ήρωας είναι πάλι ένας… τύπος. Απομεινάρι της late 90s γενιάς των πάρτυ του U-matic, είναι ο σημερινός 35άρης που μπλέκει με τον υπόκοσμο και το μπραβιλίκι. Τρώει το «πρόστιμο» του τίτλου, όχι όμως από μπάτσο… Μπορεί να ακούγεται βίαιο, πέρα όμως από αυτό, είναι αστείο και αυτοσαρκαστικό. Μόλις έχουμε κάτι πιο ολοκληρωμένο στα χέρια μας, θα αναζητήσουμε χρηματοδότηση.
Υποθέτω θα συνεργαστείς και με μη-ηθοποιούς. Ίσως ακόμα και με άτομα που ανήκαν κάποτε στο κύκλωμα αυτό. Όπως, επίσης, υποθέτω θα σου έχουν παραθέσει και πολύ ενδιαφέρουσες ιστορίες, τα άτομα αυτά…
Η ιστορία είναι αληθινή και έχουμε δίπλα μας αυτούς που την έζησαν για να μας καθοδηγούν. Προσπαθούμε να μαζέψουμε υλικό από πρώτο χέρι γιατι θέλουμε να είμαστε ακριβείς.