Είναι 1:30 πμ, 5 Ιουλίου, και τρέχουμε στον αυτοκινητόδρομο με 145 χιλιόμετρα την ώρα. Μόλις πυροβόλησαν κάποιον – το γνωρίζουμε από τους λογαριασμούς Twitter που χειρίζονται κομπιουτεράδες της αστυνομίας και το δικό μας RadioShack ασύρματο των 50 δολαρίων που είναι γυρισμένος σε ένα από τα πολλά κανάλια που λειτουργούν υπό το Αστυνομικό Τμήμα Σικάγου. Όλο το βράδυ η συσκευή έχει σταθερή ροή, με τους αστυνομικούς να μεταδίδουν διευθύνσεις και για την κατάσταση των θυμάτων. Αυτός είναι απλώς ο τελευταίος μας στόχος στο μέσο μιας μακράς νύχτας.
Στη θέση του οδηγού κάθεται ο Alex Wroblewski, ένας 27χρονος φωτογράφος -συνεργάτης των Chicago Sun-Times-, ο οποίος περνάει τα Σαββατοκύριακα του καλοκαιριού κυνηγώντας τις φωνές που ακούει από το φθηνό ηχείο του ασυρμάτου του, προσπαθώντας να φθάσει πριν από οποιονδήποτε άλλο στις πιο άγριες και εγκληματικές σκηνές της πόλης. Μαζί του είναι ο Sam Charles, δημοσιογράφος των Sun-Times που είναι εκεί για να σημειώσει ονόματα αστυνομικών και θυμάτων. Στη διάρκεια του 12ωρου που θα περάσω με τον Alex το Σαββατοκύριακο της Ημέρας της Ανεξαρτησίας, θα πάμε σε δεκάδες από αυτά τα περιστατικά, που δεν είναι παρά μόνο ελάχιστα από όσα θα σημειωθούν σε αυτή την πόλη. Από την Πέμπτη το βράδυ έως την Δευτέρα το πρωί, 82 κάτοικοι του Σικάγο θα πυροβοληθούν και 14 θα σκοτωθούν, συμπεριλαμβανομένων πέντε ατόμων -δυο εξ αυτών αγόρια κάτω 17 ετών- που δέχθηκαν σφαίρα από αστυνομικούς επειδή απειλούσαν ή αρνήθηκαν να ρίξουν τα όπλα τους στο έδαφος. Είναι μια ιδιαιτέρως κακή χρονική στιγμή για μια πόλη που κάποιοι την έχουν βαπτίσει «Σιράκ», ένα παρατσούκλι που κάνει τους Alex και Sam να αναστενάξουν.
Videos by VICE
«Ο όρος “Σιράκ” είναι ένα προβληματικό σημείο υπερηφάνειας για πάρα πολλούς ανθρώπους στην πόλη» λέει ο Sam. «Είναι ασέβεια προς την πόλη μας γενικά και προς τους ανθρώπους του Ιράκ. Πάρα πολλά ηλίθια τοπικά μέσα ενημέρωσης εκτός της πόλης παπαγαλίζουν τον όρο για να του δώσουν αναιτιολόγητη αξιοπιστία και εξουσία».
Ο Sam, ένας 24χρονος ντόπιος, δεν καταφέρνει να βγει για ρεπορτάζ στο δρόμο όσο συχνά θα ήθελε. Συνήθως είναι κολλημένος στο γραφείο εκτάκτων ειδήσεων των Sun-Times. Όμως σήμερα, είναι έξω για «να απαθανατίσει το πνεύμα του όλου πράγματος» όπως το τοποθετεί, ενώ δυο συντάκτες στο γραφείο συνεργάζονται με τις δημόσιες σχέσεις του αστυνομικού τμήματος Σικάγου (CPD News Affairs) για να πάρουν επίσημες δηλώσεις , στατιστικά και τον απολογισμό των θυμάτων.
«Είναι χάλια που αυτή η πόλη είναι όσο βίαιη είναι» λέει ο Sam. «Αλλά αυτό είναι η ατυχία».
Η αύξηση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών στις ΗΠΑ είναι ιδιαιτέρως εμφανής στο Σικάγο, όπου η βία των πρωτοσέλιδων περιορίζεται στις οικονομικά υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης. Οι εύπορες γειτονιές των λευκών στα βόρεια παραμένουν σχετικά ασφαλείς και σχετικά απομονωμένες από τις αγωνίες που καταβροχθίζουν τις δυτικές και νότιες περιοχές.
Φθάσαμε στο πρώτο περιστατικό της νύχτας γύρω στις 6 μμ, λίγα λεπτά αφότου ένας 18χρονος άνδρας είχε δεχθεί σφαίρα στην κοιλιακή χώρα. Αυτό συνέβη στο West Englewood στο South Side, μια από τις πιο βίαιες γειτονιές της πόλης. Σε κοντινή απόσταση, όπου γινόταν ένα πάρτι, παιδιά έριχναν πυροτεχνήματα στο δρόμο, και μόλις που απέφυγαν τον τραυματισμό.
«Δεν συμβαίνει τίποτα εδώ πέρα» είπε ο Alex αναφερόμενος στο West Englewood. «Δεν έχει καλά σχολεία, ούτε δουλειές, ούτε παντοπωλεία, τίποτα».
Δεν υπάρχουν επίσης λευκοί άνθρωποι εκεί, απόδειξη του εδώ και δεκαετίες de facto φυλετικού διαχωρισμού στο Σικάγο. Στα περισσότερα περιστατικά, ο Alex, ο Sam, κι εγώ είμαστε οι μόνοι λευκοί που δεν φοράμε αστυνομική στολή. Η φυλετική ένταση δεν κρύβεται. Ένας αστυνομικός μας είπε να μείνουμε μακριά από την Περιφέρεια 7, μια οριοθετημένη από το Αστυνομικό Τμήμα του Σικάγο περιοχή που περιλαμβάνει το Englewood και το West Englewood, επειδή «οι μαύροι είναι πραγματικά επιθετικοί εκεί και είστε τρεις λευκές φάτσες». Στον πυροβολισμό του West Englewood, ένας λευκός αστυνομικός τσακώθηκε με μία εμφανώς μεθυσμένη μαύρη γυναίκα, αφού της είπε να χαμηλώσει τη μουσική.
«Θα μας πεις πώς να διασκεδάσουμε στις διακοπές μας;» φώναξε στον μπάτσο.
«Είναι διακοπές για όλους» απάντησε. «Όχι μόνο δικές σου».
Νωρίς το βράδυ, οι γειτονιές στις οποίες περιπλανηθήκαμε είχαν τυλιχθεί σε μια ομίχλη καπνού από τα μπάρμπεκιου και τα πυροτεχνήματα – μικρά που ακούγονταν σαν 25αρια πιστόλια, και μεγάλα που έμοιαζαν με εκρήξεις όλμων. Καθώς το σκοτάδι τύλιξε τους δρόμους, η πορτοκαλί λάμψη από το κέντρο της πόλης φώτισε τον ουρανό πάνω από τα κενά κομμάτια γης που δεσπόζουν σε τόσες πολλές γωνιές.
Κοντά σε μια τέτοια διασταύρωση, ο Alex και εγώ πέσαμε πάνω σε ένα σπίτι στο οποίο μόλις είχε εισβάλλει η αστυνομία. Ένα αγόρι έκλαψε όταν συνελήφθηκε ο πατέρας του, παρακαλώντας τους αστυνομικούς: «Αστυνομικοί, σας παρακαλώ μπορώ να αγκαλιάσω τον μπαμπά;». Η αστυνομία είπε ότι κάποιος στο σπίτι έριξε στο αέρα για να γιορτάσει την Ημέρα της Ανεξαρτησίας, δίνοντάς τους αφορμή να εισβάλλουν στο σπίτι και να κατάσχουν όπλα και ναρκωτικά.
«Ήταν επιτυχία» είπε ένας μπάτσος που κάπνιζε στη μέση του δρόμου. Κοίταξε στην άκρη, συναισθηματικά φορτισμένος από την αδρεναλίνη. Μας είπε αυτό που είχαμε ακούσει και ξανακούσει εκείνο το βράδυ: «Παιδιά να προσέχετε εκεί έξω. Είναι γαμημένη εμπόλεμη ζώνη».
Η δράση μειώνεται κάποια στιγμή μετά τις 4 πμ και αφήνουμε τον Sam στην αίθουσα σύνταξης, η βάρδιά του έχει μισοτελειώσει – τώρα πρέπει να γράψει ένα κομμάτι. Ο Alex ολοκληρώνει ένα 12ωρο προσπαθώντας να βρει κάτι «φρέσκο», μια εικόνα που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει τη ματαιότητα και τη φρίκη της βίας με τις οποίες χιλιάδες κάτοικοι του Σικάγο πρέπει να ζήσουν καθημερινά. Ωστόσο δεν έχει βρει αυτό που θέλει.
Επιστρέφοντας πίσω στο σπίτι, κλείνει τον ασύρματο και ρίχνει τη δημοσιογραφική ταυτότητά του στο πίσω κάθισμα μόλις λίγα λεπτά πριν πέσουμε πάνω σε ένα φρικιαστικό κουφάρι αυτοκινήτου στο Lake Shore Drive, ένα κομμάτι φιδίσιου αυτοκινητόδρομου που βρίσκεται γύρω από τη Λίμνη Μίσιγκαν. Ένα σεντάν έχει συνθλιβεί ολοσχερώς αφού χτύπησε πάνω σε μια τσιμεντένια κολώνα γέφυρας και το κεφάλι του οδηγού μόλις και μετά βίας φαίνεται στο πρωινό φως, να προεξέχει από τα παραμορφωμένα συντρίμμια. Τα μάτια κλειστά. Άψυχα.
Στο πίσω κάθισμα ένας άνδρας έχει κολλήσει στο εσωτερικό, φθάνει στο παράθυρο προσπαθώντας να βρει το χερούλι της πόρτας, ουρλιάζοντας από τον πόνο. Υπάρχει ένα άλλο άτομο, που φαίνεται λιγότερο, στη θέση του συνοδηγού. Έχουν σταματήσει ένα σωρό οδηγοί, συμπεριλαμβανομένου ενός μυστικού αστυνομικού. Λένε στον άνδρα στο πίσω κάθισμα να ηρεμήσει και να περιμένει τις πρώτες βοήθειες και τους πυροσβέστες να έρθουν. Ο Alex ροκανίζει το χρόνο του. Χωρίς τη δημοσιογραφική ταυτότητά του στα χέρια δεν μπορεί να αποδείξει ότι είναι εκπρόσωπος της 4ης Εξουσίας και όχι απλώς κάποιο λαμόγιο ερασιτέχνης. Είναι παγιδευμένος ανάμεσα σε δύο ταυτότητες. Από τη μια ανησυχεί πραγματικά για τους τραυματισμένους ασθενείς και τον νεκρό οδηγό κι από την άλλη υπολογίζει το θέμα της ηθικής που προκύπτει με τη λήψη φωτογραφιών σε αυτή την περίπτωση. Τεχνικά αυτός δεν είναι τόπος εγκλήματος. Ακόμα.
Καθώς ο ήλιος ανατέλλει πάνω από τη λίμνη, τα πυροσβεστικά οχήματα, τα περιπολικά και τα ασθενοφόρα αρχίζουν να καταφθάνουν. Μετά από μια μακρά, άκαρπη νύχτα κυνηγητού, ο Alex τους κερδίζει όλους εδώ κατά λάθος και είναι στην τέλεια θέση – οι αρχές κάνουν τη δουλειά τους προσπαθώντας να σώσουν τη ζωή του άνδρα, οπότε είναι η στιγμή να κάνει τη δική του. Καθώς οι πυροσβέστες αρχίζουν να κόβουν το όχημα για να σώσουν τους επιβάτες, ο Alex γυρίζει και τρέχει στο αυτοκίνητό του και επιστρέφει μετά από λίγο με την κάμερα στο χέρι.