«Απ’ όταν ήρθε η κόρη μου εδώ, δεν κλαίω. Συγγνώμη που κλαίω πάλι, αλλά τα ξαναθυμάμαι και δεν μπορώ», λέει η Λιούμπα για τις εφιαλτικές στιγμές που έζησε η κόρη της μέχρι να καταφέρει να έρθει στην Ελλάδα από την Ιβάνο Φρανκίβσκ της Δυτικής Ουκρανίας, αλλά και την αδιανόητη αγωνία που έζησε η ίδια περιμένοντάς την.Η Λιούμπα ζει στην Ελλάδα τα τελευταία 22 χρόνια. Μέχρι αυτήν τη στιγμή, κάνει δύο δουλειές. Τα πρωινά εργάζεται ως οικιακή βοηθός σε σπίτια και τα απογεύματα διδάσκει ουκρανικά και ρωσικά στους μαθητές της. Φέτος, ήταν η χρονιά που θα επέστρεφε στην Ουκρανία για να βοηθήσει την κόρη της, Λιάνα, με το μωρό. «Η κόρη μου, μου έλεγε χρόνια να γυρίσω αλλά εγώ αγαπάω πάρα πολύ την Ελλάδα», λέει η Λιούμπα στο VICE.
Τελικά, δυστυχώς χωρίς να το θέλει, η 30χρονη Λιάνα αναγκάστηκε να έρθει εκείνη στην Ελλάδα με το μόλις 6μιση μηνών μωρό της. Οι πολίτες της Ουκρανίας είδαν τις ζωές τους να συντρίβονται από τη μια μέρα στην άλλη και ξέχασαν ό,τι ήξεραν ως καθημερινότητα. Το ατομικό πεπρωμένο χιλιάδων ανθρώπων, όπως η Λιάνα, συναντήθηκε με μια τραγική στιγμή του 21ου αιώνα. Και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για αυτό.
Η ΛΙΑΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΓΕΜΑΤΟ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ.
«Μου έλεγαν ότι θα μας γυρίσουν πίσω, ότι δεν θα αφήσουν το μωρό μου να περάσει τα σύνορα χωρίς διαβατήριο»
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
»Τριάντα-έξι ώρες ταξίδευα. Τριάντα-έξι ώρες έκλαιγα», διηγείται η Λιάνα και η μητέρα της θυμάται ότι επί 36 ώρες ήταν συνεχώς στα τηλέφωνα. «Τις μέρες που προσπαθούσα να της βρω εισιτήριο και όσο ταξίδευε δεν είχα κλείσει μάτι. Είχα να κοιμηθώ μια βδομάδα», λέει η Λιούμπα. Ο σύζυγος της Λιάνας, Ρομάν, δεν μπορούσε να φύγει. Έπρεπε να μείνει να στηρίξει την πατρίδα του, όπως λένε μητέρα και κόρη.Η Λιάνα δεν ήξερε αν θα καταφέρει να φτάσει στην Ελλάδα με το μωρό της, τον 6μιση μηνών Ομελγιάν - ή Αιμίλιο στα ελληνικά. Το μωρό δεν είχε διαβατήριο και ο οδηγός του λεωφορείου ήθελε να κατεβάσει εκείνη και άλλες πέντε μητέρες που επιβιβάστηκαν. «Δεν παίρνω την ευθύνη. Δεν θα αφήσουν τα μωρά να περάσουν τα σύνορα, χωρίς διαβατήριο», τους έλεγε και τους ξανάλεγε. Η αγωνία γινόταν αβάσταχτη.Ο μοναδικός δρόμος διαφυγής από τον πόλεμο, ίσως ήταν κλειστός. Ο οδηγός πείστηκε να αφήσει τις μητέρες με τα μωρά να επιβιβαστούν, αλλά συνέχιζε να τους λέει ότι δεν θα τα καταφέρουν να περάσουν στη Ρουμανία. Σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής μέχρι την Ελλάδα γινόταν έλεγχος, κινδύνευαν να τους κατεβάσουν. «Στο λεωφορείο, εκτός από τα έξι μωρά, υπήρχαν και δέκα παιδιά. Όλα έκλαιγαν», θυμάται η Λιάνα. «Σκεφτόμουν ότι θα μας σταματήσουν στα σύνορα και θα αναγκαστώ να γυρίσω μόνη μου με το μωρό μου στην πόλη μου. Πώς; Με τα πόδια»;Η Λιάνα σε όλη τη διαδρομή δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Αναρωτιόταν μήπως έκανε λάθος και έπρεπε να παραμείνει στην Ουκρανία. Η Λιούμπα στην Αθήνα, χιλιόμετρα μακριά, από την άλλη άκρη μιας τηλεφωνικής γραμμής που κοβόταν διαρκώς, προσπαθούσε να την καθησυχάσει. «“Δεν είσαι μόνη σου”, της έλεγα. “Δεν ταξιδεύεις μόνο εσύ”». Η Λιάνα από την αγωνία ότι θα συμβεί κάτι στο μωρό άρχισε να σκέφτεται ότι έπρεπε να είχε μείνει στην πατρίδα της και να είχε αρχίσει κι εκείνη να φτιάχνει κοκτέιλ μολότοφ, όπως λέει.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Η ΛΙΟΥΜΠΑ ΜΕ ΤΟΝ ΕΓΓΟΝΟ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.
Η Λιούμπα αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να τηλεφωνήσει σε όποιον ήξερε και δεν ήξερε, με την ελάχιστη ελπίδα ότι κάποιος απ’ όλους θα μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο και να επηρεάσει την απόφαση των συνοριοφυλάκων: έπρεπε πάση θυσία να αφήσουν τα μωρά να περάσουν στη Ρουμανία.Η ουρά των οχημάτων στα σύνορα ήταν τεράστια. Η Λιάνα με το μωρό στην αγκαλιά και οι συνεπιβάτες της αναγκάστηκαν να κάνουν το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής μέχρι τη Ρουμανία με τα πόδια. Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έρχονταν να βοηθήσουν τους πρόσφυγες. Τους έδιναν τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, ακόμα και χρήματα.Στην Ουκρανία δεν δουλεύει καμία τράπεζα. Η Λιούμπα είχε καταφέρει να στείλει, μέσω του πρακτορείου στην Αθήνα, κάποια χρήματα στη Λιάνα. Οι μητέρες με τα μωρά τους φτάνουν επιτέλους στα σύνορα. Ευτυχώς, μετά από επικοινωνία των συνοριοφυλάκων με ανωτέρους τους, τους αφήνουν να περάσουν, λένε στο VICE οι δύο γυναίκες κλαίγοντας.
Η ΛΙΑΝΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΙΔΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ.
Το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής της Λιάνας από τη Ρουμανία στη Βουλγαρία και από εκεί την Ελλάδα είχε ξεκινήσει. Στη Ρουμανία, τους περίμενε άλλο λεωφορείο. Επιβιβάζονται με την αγωνία και την ελπίδα ότι θα φτάσουν ζωγραφισμένες στα πρόσωπά τους. Θα μπορούσαν να τους σταματήσουν στα ρουμανοβουλγαρικά σύνορα. Και μετά τι; Η Λιάνα και η Λιούμπα μιλάνε συνεχώς στο τηλέφωνο αυτές τις 36 ώρες του αγωνιώδους ταξιδιού, μέχρι να περάσει η 30χρονη τα ελληνικά σύνορα. Όταν λυγίζει η μία, η άλλη στέκεται δυνατή.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Ο πόλεμος ο δικός μας είναι για να σώσουμε τα παιδιά μας»
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
«Τώρα τρέχουμε με την κόρη μου όλη μέρα για τα πρακτικά και ξεχνιόμαστε, δεν κλαίμε άλλο. Τις μέρες που χιόνιζε, περιμέναμε για ώρες μαζί με πολύ κόσμο έξω από το ουκρανικό προξενείο για να καταγραφεί το μωρό στο διαβατήριο της κόρης μου».
ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΙΔΑ ΤΗΣ ΛΙΑΝΑΣ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ.
Σε ένα δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι: Η Λιούμπα, η Λιάνα και το μωρό
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ