Όταν είμαστε μικροί, η επιβράβευση μπορεί να έρθει με διάφορους τρόπους. Μπορεί να είναι το αυτοκόλλητο που θα γίνει παιχνίδι, που θα γίνει καραμέλα, που θα αγγίξει τον ώμο για να πει με δυνατή φωνή «μπράβο». Ή μπορεί και να προσπεράσει κάποια στάδια και να περιοριστεί απλώς στη λεξούλα. Σε εκείνη τη μικρή σημαντική λεξούλα που είναι ίσως η σημαντικότερη της ζωής μας, ειδικά όταν την ακούμε από εξέχοντα -για τα δεδομένα μας- πρόσωπα, όπως αυτό της μαμάς ή του μπαμπά, του δασκάλου ή του γιατρού μας.
Όταν είμαστε μεγάλοι, τα πράγματα δεν αλλάζουν και πάρα πολύ. Σχεδόν καθόλου. Ο γονιός και οι επιλογές του θα στριφογυρνούν ως θέσφατα στο όμορφό μας υποσυνείδητο, ενώ ταυτόχρονα δάσκαλοι και γιατροί που μας κουράρουν θα έχουν ως μονοπώλιο μια αυθεντία που εμείς δύσκολα θα αμφισβητήσουμε. Από τον φόβο μήπως σταματήσουν να μας επιβραβεύουν δίνοντάς μας τις -όχι πάντα- πολύτιμες συμβουλές τους. Τις συνταγές, τις συνεδρίες, την επαφή τους.
Videos by VICE
Πριν από λίγες ημέρες, συνάντησα τη συμβουλευτική ψυχολόγο και ψυχοεκπαιδευτική σύμβουλο Τζίνα Θανοπούλου, σε ένα παράθυρο του Zoom. Το εντυπωσιακό βιογραφικό της (Ed.M., M.A., Harvard University) αλλά και η επιθυμία της να βρούμε και να διασαφηνίσουμε μαζί τις λεπτές γραμμές μεταξύ ενός γιατρού, δασκάλου ή συγγενικού προσώπου-αυθεντία και μεταξύ ενός γιατρού, δασκάλου ή συγγενικού προσώπου που μας προκαλεί οποιουδήποτε είδους παρενόχληση. Ενώ εμείς τους εμπιστευόμαστε τυφλά. Διότι το ελληνικό #metoo δεν είναι μόνο στα θέατρα ή τον αθλητισμό. Το ελληνικό όπως και όλα τα #metoo ξεκινούν από χώρους πάσης υποψίας και δυστυχώς από ηλικίες που εκπαιδεύονται να αδυνατούν να εκφράσουν με λέξεις αυτό που τους συμβαίνει.
Ο λόγος στην Δρ. Τζίνα Θανοπούλου.
Το παιδί μέσα από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ουσιαστικά εκπαιδεύεται να μη νιώθει αρκετά καλό. Το γεγονός αυτό συνδέεται άμεσα με την κατάσταση στην οποία μπορεί να βρεθεί το ίδιο όταν κακοποιείται είτε σεξουαλικά είτε λεκτικά διότι όταν «δεν νιώθω αρκετά καλός έχω ορισμένες πρωταρχικές ανάγκες». Οι ανθρώπινες πρωταρχικές ανάγκες είναι 16, αλλά τέσσερις είναι οι πιο βασικές. Μέσα σε αυτές είναι η ανάγκη της αξίας. Όλα τα ανθρώπινα όντα έχουμε ανάγκη να αξίζουμε.
Οι πρώτοι που θα σου πουν ότι αξίζεις είναι οι γονείς σου, ο δάσκαλός σου, ένας συγγενής. Τώρα όταν κάποιος από αυτούς σε ακυρώσει, σε πληγώσει, σε βιάσει καταλαβαίνουμε πόσο σημαντική μπορεί να είναι μια τέτοια εξέλιξη για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς σου.
Ένα παιδάκι επτά ή οκτώ χρονών δεν μπορεί να καταλάβει την διαφορά του «σε παίρνω αγκαλιά» και «σου βάζω χέρι». Ένα κοριτσάκι που είναι επτά ή οκτώ χρονών και κάποιος του βάλει χέρι στα οπίσθιά του, προφανώς και θα το ενοχλήσει. Ταυτόχρονα όμως μπορεί να σκεφτεί ότι «αχ μωρέ είναι ο προπονητής μου, ο δάσκαλός μου, ο φίλος του μπαμπά μου».
Το 75% με 80% των παρενοχλήσεων σε παιδιά γίνεται μέσα στο φιλικό περιβάλλον των γονιών του παιδιού. Είναι τραγικό. Και είναι τραγικό διότι δεν μπορείς εύκολα να το προλάβεις. Το εύκολο είναι να πεις στο παιδί σου «μη μιλάς σε αγνώστους» – ναι, οκ. Αλλά όταν το πρόβλημα θα είναι ο φίλος σου; Η κολλητή σου; Πώς θα πεις στο παιδί να μη μιλά στον νονό του, για παράδειγμα, ή τον θείο του;
Η θεωρία του εσώρουχου λέει ότι κανένας δεν θα προχωρήσει πέρα από το εσώρουχό σου. Αυτός ο κανόνας δεν είναι τόσο σωστός βλέποντας τώρα την κατάσταση. Οι αυνανιστές για παράδειγμα κάνουν ό,τι είναι να κάνουν χωρίς να ασχοληθούν με το εσώρουχο.
Η συναισθηματική νοημοσύνη έρχεται να εξηγήσει στο παιδί δια στόματος του γονέα του πως οτιδήποτε το ταράζει, το ενοχλεί, ακόμη και αν δεν μπορεί να το εξηγήσει με λογική πρέπει να το πει. Τα παιδιά έχουν το ένστικτο του «κάτι δεν μου πάει». Γι’ αυτό και παρατηρούμε ότι παιδιά που τώρα είναι μεγάλοι πια, να βγαίνουν και να μιλούν μετά από τόσα χρόνια.
Ο προπονητής της Σοφίας Μπεκατώρου, για παράδειγμα, την είχε από 11 ετών. Μπορεί σωματικά να μην τη βίασε σε εκείνη την ηλικία, όμως ξεκίνησε από τότε να της κάνει προτάσεις. Το παιδάκι δεν μπορεί να ξέρει σε εκείνη την ηλικία. «Με αγαπάει πολύ» θα έλεγε στον μπαμπά του, διότι μέχρι εκεί θα έφτανε.
Όταν ο κόσμος απορεί γιατί ένα θύμα μιλάει μετά από τόσα χρόνια θα πρέπει να ξέρει ότι μιλάμε για ένα ταμπού. Και ότι το πρώτο πράγμα που θα επιδιώξει ο άνθρωπος που θα επιδιώξει να σε παρενοχλήσει είναι να εξασφαλίσει την σιωπή σου. Θα σου μάθει να «μη μιλάς».
Να εμπιστεύεσαι την εσωτερική σου φωνή και αν κάτι δεν σου πάει.
Ο γιατρός είναι ένα άλλο σενάριο. Είναι ακόμη πιο δύσκολο να τον εντοπίσεις διότι πρώτον τον εμπιστεύεσαι και δεύτερον κουβαλά μία «αυθεντία». Είναι ένα σεβαστό πρόσωπο. Ο γονιός θαυμάζει τον γιατρό και άρα και το παιδί θα τον θαυμάσει.
Έχουμε περιστατικό παιδιάτρου που έλεγε στους γονείς ότι θα εξετάσει το παιδί τους που μπορεί να ήταν τεσσάρων ή πέντε ετών, μόνος του. Αυτός δεν βίαζε αλλά έβαζε χέρι στα παιδάκια. Μετά από πολλά χρόνια τον ανακάλυψαν από τη γραμματέα του που τον κατάλαβε.
Ένα παιδί που υφίσταται στην ηλικία των οκτώ και των 11 ετών οποιαδήποτε μορφή παρενόχλησης δεν μπορεί να την καταλάβει, επειδή δεν έχει αναπτύξει ακόμα τη σεξουαλικότητα των οργάνων του. Αυτοί οι άνθρωποι που ερεθίζονται με παιδιά δυστυχώς, θα βρουν τρόπους να έρθουν κοντά σε αυτά ακολουθώντας τους «κανόνες» ώστε αυτά να μην πονηρευτούν.
Οι παιδεραστές έχουν μια ολόκληρη φιλοσοφία για να μην αποκαλύπτονται. Νούμερο ένα είναι το να λένε στο παιδί ότι είναι το αγαπημένο τους και ότι μαζί του θέλουν να έχουν ένα κοινό μυστικό που δεν θα το ξέρει κανείς άλλος, «ούτε η μαμά τους». Το παιδί εκείνη τη στιγμή παίρνει αξία. Νιώθει ότι το εμπιστεύεται ο «κύριος γιατρός». Η αυτοαξία είναι πάρα πολύ σημαντική στη συναισθηματική νοημοσύνη.
Πολλές φορές οι γονείς νομίζουν ότι καταλαβαίνουν πώς νιώθει το παιδί. Αλλά κάνουν λάθος. Το ανθρώπινο μικρό ον που έχουν δημιουργήσει είναι ένα διαφορετικό, ξεχωριστό πλάσμα από σένα. Ενσυναίσθηση σημαίνει συναισθάνομαι μαζί σου αλλά όχι για σένα.
Τα παιδιά πρέπει να εμπιστεύονται το συναίσθημά τους. Να μοιραστούν με τη μαμά τους ή τον μπαμπά τους αυτό που τους ενόχλησε.
Πασίγνωστος ωτορινολαρυγγολόγος εξέταζε τα παιδιά για τις αμυγδαλές τους και τα καλούσε να γδυθούν τελείως. Τα άφηνε μόνο με το εσωρουχάκι τους. Πολλές φορές ήταν και οι γονείς μπροστά. Και το άφηναν να συμβαίνει διότι «δεν μπορούν να ανακατευθούν στις δουλειές του γιατρού». Όχι δεν είναι έτσι.
Η γυναικολογική εξέταση είναι μια εξέταση που μέχρι πρότινος γινόταν με απαράδεκτο τρόπο. Τώρα πια σου δίνουν χαρτί να καλύψεις την περιοχή, υπάρχει μια μεγαλύτερη προσοχή. Οι παλιοί γυναικολόγοι άφηναν τις ασθενείς τους τελείως εκτεθειμένες, με τις τελευταίες να μην μπορούν να πουν και ότι νιώθουν άσχημα. Υπάρχουν περιπτώσεις που είχαν την ασθενή σε αυτήν την τελείως άβολη θέση της γυναικολογικής εξέτασης και άφηναν την πόρτα ανοιχτή με άλλο κόσμο να περνάει, να μιλάει με τον γιατρό, να ρίχνει μια ματιά και στην ασθενή του, να την «κόβει». Εκεί ψυχολογικά, μια γυναίκα νιώθει εξαιρετικά εκτεθειμένη.
Νομικά, οι γιατροί (ακόμη και οι οδοντίατροι) απαγορεύεται να κάνουν οποιαδήποτε εξέταση εάν μπροστά δεν υπάρχει νοσηλεύτρια. Ρώτησα έναν φίλο μου οδοντίατρο, διότι μου έκανε εντύπωση ότι ισχύει μέχρι και στο δικό του επάγγελμα και μου εξήγησε ότι κατά τη διάρκεια της οδοντιατρικής εξέτασης θα μπορούσε ο γιατρός επειδή πονάει για παράδειγμα ο/η ασθενής να τον ακουμπήσει σε σημεία που δεν θα έπρεπε στη λογική της συμπαράστασης και του «μην ανησυχείς, τελειώνουμε».
Ορισμένοι γιατροί δεν έχουν καν νοσηλεύτρια στο γραφείο τους. Θα πρέπει να επισημάνουμε σε αυτό το σημείο ότι η νοσηλεύτρια δεν μπορεί να εκτελεί και χρέη γραμματέως.
Ο σύζυγός μου είναι πλαστικός και έχει πάντοτε δύο νοσηλεύτριες κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Στην Αμερική που έχει δουλέψει, ακόμα και παρεξήγηση να συμβεί, να ακουμπήσει για παράδειγμα τον ώμο της ασθενούς, θα μπορούσε να πληρώσει εκατομμύρια για παρενόχληση του προσωπικού της χώρου.
Στην Ελλάδα έχουμε το ακριβώς αντίθετο. Βλέπουμε γιατρούς που στο πνεύμα του φιλικού κλίματος μπορεί να πάνε ακόμα και σε μια ηλικιωμένη γυναίκα και να την ταρακουνήσουν «για πλάκα» πιάνοντας τους ώμους της και λέγοντας «τι κάνεις γιαγιά; Βράχος είσαι γιαγιά» κτλ. Απαράδεκτο. Ακόμη χειρότερο όταν αυτό συμβαίνει σε νέες κοπέλες. «Αχ τι όμορφη είσαι σήμερα Μαιρούλα μου, τι ωραία μπλούζα, για κατέβασε λίγο να δω».
Να πεις όχι. Είτε είσαι μικρός είτε μεγάλος, όταν ο γιατρός θα σου ζητήσει κάτι που θα σε ενοχλήσει πρέπει να ξέρεις ότι έχεις το δικαίωμα στο όχι. «Όχι δεν θα κατεβάσω το παντελόνι μου για να δεις τις αμυγδαλές μου». «Με ενοχλεί γιατρέ να με έχεις με πόδια ανοιχτά και να μιλάς με τον φίλο σου τον άλλο γιατρό για το τι θα κάνετε το βράδυ». Είχα ασθενή που της συνέβη αυτό και ο φίλος του γιατρού γύρισε ενώ ήταν με τα πόδια ανοιχτά και είπε με νόημα στον γιατρό κοιτάζοντάς την, «α, νοστιμούλα». Της κόπηκαν τα πόδια. Αυτό μπορεί να μην ήταν σωματικός βιασμός αλλά συναισθηματικός.
Πρέπει με κάποιον τρόπο να το πεις στο παιδί αλλά με ερωτήσεις. «Τι κάνετε ακριβώς στο μάθημα;», «Είσαι ευχαριστημένος;», «Α και τι ζωγραφίσατε». Το παιδί θα απαντήσει ότι περάσαμε πολύ καλά και ενώ έπαιζα ο καθηγητής ήρθε πίσω μου και κάτι έκανε που δεν το κατάλαβα. Ο γονιός όμως θα το καταλάβει. Τι θέμα είναι να μην τρομάξουμε το παιδί αλλά να το πονηρέψουμε. Υπάρχουν παιδιά φοβισμένα από τους γονείς τους που τους έχουν φτιάξει σενάρια.
Ο γονιός πρέπει προσεκτικά πάντα να πονηρεύει το παιδί. Για παράδειγμα, όταν θα πάει στον γιατρό για να δει τα μάτια του, δεν έχει καμία δουλειά να κατεβάσει το παντελόνι του. Τα παιδιά είναι απονήρευτα.
Υπάρχει το θεραπευτικό τρίγωνο. Στο κέντρο είναι το παιδί. Στη μια άκρη είναι ο γονιός και στην άλλη είναι ο δάσκαλος, ο σύμβουλος και γίνεται μια μεταβίβαση ενέργειας από το ένα άκρο στο άλλο. Όλοι αυτοί πρέπει να επικοινωνούν ώστε το τρίγωνο να είναι ευέλικτο.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία πλέον, προέφηβος θεωρείται το παιδί από οκτώμιση έως 12 ετών. Είναι δηλαδή η ηλικία όπου το άτομο ξεκινά να αναπτύσσει την δική του προσωπικότητα, ξεχωρίζει και σταματά να είναι πλέον το «παιδάκι των γονιών».
Το παιδί καταγράφει αυτά που μαθαίνει από τους γονείς του μέχρι εκείνη την ηλικία. Αυτό όπως καταλαβαίνετε μπορεί να είναι πολύ καλό σε περίπτωση που οι γονείς είναι ισορροπημένοι και τρομερά επικίνδυνο όταν οι γονείς βρίσκονται σε αστάθεια όντας για παράδειγμα, πληγωμένοι,περνώντας στο παιδί μηνύματα όπως ότι «η ζωή είναι άδικη» ή ότι «οι γυναίκες είναι κατώτερες», ή «τα αγόρια δεν κλαίνε» κτλ. Το παιδί πρέπει να το αφήσεις να κλάψει. Τι είναι αυτό; Τα παιδιά πρέπει να έχουν το δικαίωμα να βγάζουν τη δική τους φωνή.
Από 12 έως 18 ετών είναι η εφηβεία και από 18 μέχρι 26 ετών είναι μετεφηβεία. Πάρα πολλά παιδιά μπαίνουν σε μια σχολή χωρίς να γνωρίζουν γιατί έχουν μπει εκεί. Να μην έχουν την ωριμότητα να το δουν εκείνη την στιγμή και ταυτόχρονα να έχουν έναν γονιό που τους λέει «γιατί δεν μπαίνεις στο μαθηματικό που είναι καλή σχολή;», ενώ το παιδί μπορεί να μην έχει την έφεση προς τα εκεί.
Οι άνθρωποι που επιβιώνουν, διακρίνονται, εξισορροπούν, πάνε καλά στη ζωή τους είναι αυτοί που έχουν εξελίξει τη συναισθηματική τους νοημοσύνη (σ.σ.: αφού το IQ συμβάλλει μόνο στο 20% όλων αυτών). Οι επιτυχημένοι άνθρωποι σύμφωνα με τον Daniel Goleman δεν είναι εκείνοι που έχουν πολλά χρήματα ή κότερα, αλλά όσοι είναι ισορροπημένοι σύμφωνα με τους δικούς τους προσωπικούς στόχους και όχι με τους στόχους που τους επιβάλλει η κοινωνία. Η συναισθηματική νοημοσύνη βοηθά τον κάθε άνθρωπο σαν οντότητα να εντοπίσει τι είναι αυτό που τον κάνει ευτυχισμένο.
Υ.γ: Είναι πολύ σκληρό ένας άνθρωπος που εμπιστεύεσαι, όπως ο γιατρός σου, στον οποίο ενδεχομένως μπορεί να έχεις μοιραστεί από ένα γυμνό σώμα μέχρι μια γυμνή ψυχή να αποδεικνύεται ότι δεν σε έβλεπε ως ασθενή. Η αποδοχή ωστόσο μιας τέτοιας κατάστασης ως αληθινής είναι το πρώτο βήμα για την απελευθέρωσή σου από την βρώμικη αυθεντία του.
Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.
Περισσότερα από το VICE
Ο Έλληνας που Συμμετέχει σε Δοκιμή Εμβολίου Covid19 στο Βέλγιο
Ένας Χρόνος Χωρίς Σεξ, Έρωτα ή Γνωριμίες
Η Marseaux θα Ήθελε να Δει Περισσότερους Συνομήλικούς της να Ψηφίζουν