Life

Η Άνοδος και η Πτώση του Hipster, 20 Χρόνια Μετά

A man on a fixie riding off a finger with a moustache tattoo
Kοινοποίηση

Το 2003 έμοιαζε σαν μια ενδιάμεση χρονιά. Εκ των υστέρων, όμως, η νεανική κουλτούρα βρέθηκε στη μέση μιας σημαντικής αλλαγής. Το τηλέφωνο με κάμερα μόλις είχε γίνει ευρέως διαθέσιμο εκτός Ιαπωνίας. Το Myspace ένας ιστότοπος κοινωνικής δικτύωσης, ξεκίνησε το καλοκαίρι. Και η λέξη “hipster” –ένας όρος που τώρα είναι τόσο νεκρός που ανήκει στα βιβλία της ιστορίας– είχε μόλις αρχίσει να εξαπλώνεται σε σε όλο τον κόσμο.

Σήμερα, η λέξη “hipster” μπορεί να φέρνει στον νου τις αρχαίες μιλένιαλ καρικατούρες με άντρες με μούσια που ασχολούνται με micro brews ή τέτοια πράγματα. Αλλά τότε, ο όρος ήταν λίγο πιο περιεκτικός και δύσκολο να προσδιοριστεί. Στο The Hipster Handbook, που εκδόθηκε το 2003, ο συγγραφέας από το Williamsburg Robert Lanham περιγράφει τους hipster ως νέους ανθρώπους με «επιμελώς ατημέλητα κουρέματα, ρετρό σημειωματάρια, κινητά τηλέφωνα, ευρωπαϊκά τσιγάρα». Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο hipster έγινε διάσημη παρωδία το 2005 στη κωμική σειρά Nathan Barley, η οποία παρακολουθούσε ένα σωρό ανίδεους «φασαίους» που εργάζονταν στα νέα μέσα (ένα περιοδικό που ονομάζεται SugarApe), φορώντας ηλίθια καπέλα και πηγαίνοντας στο γραφείο με μικροσκοπικά τρίκυκλα.

Videos by VICE

Ο ορισμός μπορεί να διέφερε ανάλογα με την τοποθεσία, αλλά ουσιαστικά συνοψιζόταν στο ίδιο πράγμα: νέοι με «επιτηδευμένα» στυλ και ενδιαφέροντα –μοντέλα, DJs, απόφοιτοι καλών τεχνών ή σχολής μόδας– που ζουν σε μέρη της πόλης που βρίσκονταν στα όρια του gentrification. Αν τριγυρνούσατε στο Shoreditch στις αρχές της δεκαετίας του 2000 θα συναντούσατε αγόρια και κορίτσια με πετροπλυμένα τζιν, γυαλιά ηλίου με χοντρό σκελετό σε φλούο χρώματα, περίεργο ποδήλατα με μεγάλα χερούλια. Σε ό,τι αφορά το vibe, ο χιπστερισμός βρισκόταν κάπου μεταξύ μη σοβαρότητας και κυνισμού (ως παιδί που μεγάλωσε στο ανατολικό Λονδίνο, θυμάμαι το τοπικό μου καφέ να γράφει τη λευκή ζάχαρη «κοκαΐνη» και τη μαύρη «ηρωίνη»). Το VICE ήταν το αποκορύφωμα του χιπστερισμού. Όπως και η American Apparel, ή ακόμη και η Apple. Ακούμε τον όρο “indie sleaze” τώρα, αλλά όλα αυτά θα είχαν μπει κάτω από την ομπρέλα χίπστερ.

Ενώ στο άκουσμα της λέξης πολλοί χαμογελούσαν ειρωνικά ή γύριζαν τα μάτια προς τα πάνω, δεν συνέβαινε πάντα. Η λέξη “hipster” χρησιμοποιήθηκε μερικές φορές ουδέτερα για να περιγράψει οποιονδήποτε απορρίπτει την mainstream κατανάλωση – αν και υπήρχε πάντα μια χροιά του “είσαι ποζέρι”, ανάλογα σε ποιον μιλούσες. Η καλλιτέχνις και παραγωγός Bishi Bhattacharya, που ζούσε και έβγαινε στο ανατολικό Λονδίνο κατά τη διάρκεια της εφηβείας και των 20 της, θυμάται ότι η λέξη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του ’90, προτού διαδοθεί. “Hipster” σήμαινε ανθρώπους που ψαχνόταν για underground αντικουλτούρα, εναλλακτικό τύπο και εναλλακτικές σκηνές», λέει. «Η χιπστεροσύνη είχε να κάνει με την απομάκρυνση από τη λάμψη του mainstream, των ριάλιτι και των ταινιών του Richard Curtis».

Αλλά ο χιπστερισμός έτεινε επίσης να κλίνει προς τη λευκή και τη μεσαία τάξη – τα λευκά παιδιά που φεύγουν από τα σπίτια των γονιών τους, κόβοντας φράντζες μόνοι τους και κατέκλυζαν τις γειτονιές των έγχρωμων. Το στερεότυπο των hipster – αδύνατα λευκά κορίτσια στις διαφημίσεις American Apparel, αγόρια με ασύμμετρα κουρέματα ή τσιγκελωτά μουστάκια, ήταν συχνά λευκά, αν και όχι πάντα. «Ήταν μια ξεκάθαρα λευκοκεντρική έννοια της ελκυστικότητας στην οποία ήμουν αόρατη ως έφηβη από τη Βεγγάλη», λέει η Bishi. «Το σώμα μου έμοιαζε περισσότερο με τα σώματα στα βίντεο των Destiny’s Child και, παρόλο που αυτό φετιχοποιήθηκε έντονα, δεν θεωρούνταν τόσο ελκυστικό. Μου άρεσε ο ενθουσιασμός και ο καλλιτεχνικός ηδονισμός του Shoreditch στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Απλώς δεν ήμουν το πρότυπο».

Ως προς τον όρο, κανείς δεν θα αυτοπροσδιοριζόταν ποτέ ως hipster. Αφορούσε περισσότερο αυτό που δεν ήσουν. Μπορεί εύλογα να με είχαν χαρακτηρίσει ως hipster κάποια στιγμή –εργάστηκα σε ένα vintage κατάστημα του East End πριν σπουδάσω στο Goldsmiths και δουλέψω στο VICE– αλλά θεωρούσα τη λέξη cringe, μια λέξη που πέταγαν βαρετοί άνθρωποι για να περιγράψουν οποιονδήποτε «ασχολιόταν με πράγματα».

«Ο όρος hipster μου φαινόταν πάντα αρκετά γενικός», θυμάται η Hanna Hanra, δημοσιογράφος πολιτιστικών, DJ και συντάκτρια του περιοδικού BEAT. «Κάποιος φιλοδοξούσε να γίνει hipster. Αλλά οι πραγματικοί  hipster ήταν λίγο πιο διακριτικοί σε αυτό που έκαναν και δημιουργούσαν. Ίσως αυτό να είναι… έπρεπε να προσπαθήσεις να γίνεις hipster, αλλά αν ήσουν κουλ, ερχόταν λίγο πιο φυσικά».

Πράγματι, η χιπστεροσύνη ήταν κατά κάποιο τρόπο και στρεβλά φιλόδοξη και ευρέως κακολογημένη. Η καθηγήτρια Heike Steinhoff, συγγραφέας του Hipster Culture: Transnational and Intersectional Perspectives, συνοψίζει αυτό το περίεργο παράδοξο: «Από τη μια πλευρά, η ταμπέλα hipster χρησιμοποιούνταν συχνά με κριτικό τρόπο ως συντομογραφία για τον ψεύτικο ατομικισμό, το gentrification και πολλά που θεωροούνταν λάθος για τη νεοφιλελεύθερη καταναλωτική κουλτούρα», λέει. «Από την άλλη, η αισθητική και τα στιλ των hipster έμοιαζαν να λατρεύονται καθώς γίνονταν ολοένα και περισσότερο mainstream μέσω διαφόρων διαδικασιών εμπορευματοποίησης και μίμησης».

Attendees throw graffiti during the annual Hipster Olympics in 2012 in Berlin
ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΙ ΚΑΝΟΥΝ ΓΚΡΑΦΙΤΙ ΣΤΟΥΣ ΕΤΗΣΙΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΧΙΠΣΤΕΡ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΤΟ 2012. PHOTO: ADAM BERRY/GETTY IMAGES

Η Steinhoff δεν έχει άδικο. Από τις αρχές έως τα μέσα της δεκαετίας του 2010, η κλασική χίπστερ αισθητική είχε διαποτίσει το mainstream σε τέτοιο βαθμό που ο όρος έμοιαζε σύντομα ξεπερασμένος. Τότε πια, στο Urban Outfitters πουλούσαν vintage ρούχα identikit. Τα εστιατόρια και οι καφετέριες σε όλο τον κόσμο είχαν γίνει όλα «ιδιαίτερα» (το φαγητό σταμάτησε να σερβίρεται σε κανονικά πιάτα και τα κοκτέιλ, για κάποιο λόγο έπρεπε να σερβίρονται σε βάζα μαρμελάδας). Η αναβίωση του βινυλίου δεν περιοριζόταν πλέον σε nerds της μουσικής και DJ – καθένας μπορούσε να αγοράσει δίσκους από το Urban Outfitters ή to Amazon, με τις πωλήσεις βινυλίου να αυξάνονται μετά το 2010. Η Depop, που ιδρύθηκε το 2011, έγινε γρήγορα η πιο δημοφιλής εφαρμογή για ρούχα δεύτερο χέρι.

Από εκεί, η χιπστερούσνη εξαπλώθηκε, σαν ιός μόνο που κρατούσε boob art τσάντα και έτρωγε vegan Bratwurst. Η Steinhoff λέει «Airbnb στιλ, μινιμαλισμός, σκανδιναβικό ντιζάιν, βιομηχανικό στυλ, αστική κηπουρική, DIY, upcycling, οι πλέον corporate συνεργατικοί χώροι εργασίας, μπαρ και ξενοδοχεία με design στα προαναφερθέντα στιλ» ως παραδείγματα του πώς ο χιπστερισμός έγινε αυτό που αναγνωρίζουμε πλέον ως mainstream κουλτούρα. Μπείτε σε οποιοδήποτε Lidl, ακόμη και σε Poundland σήμερα, και μπορείτε να αγοράσετε ένα πλαστικό κλουβί τύπου HAY και απομιμήσεις κροκ. Αυτή είναι η αόρατη επιρροή –και τελικά η στασιμότητα– του χιπστερισμού όπως τον ξέραμε.

Σε ένα κείμενο του 2015 για το VICE, ο δημοσιογράφος πολιτιστικών Drew Millard περιέγραψε αυτή την εξέλιξη: «Οι αληθινοί hipster έχουν γίνει πολύ mainstream για να παραμείνουν χοπ, και το ίδιο το mainstream αντέδρασε επιλέγοντας αυτό που κάποτε ήταν εναλλακτικό. Η λογική του hipster έχει εξαπλωθεί σε όλη την κουλτούρα, σε σημείο που ο hipster δεν υπάρχει πια».

Δεν είναι τυχαίο ότι ο χιπστερισμός επίσης μειώθηκε παράλληλα με την άνοδο της τεχνολογίας smartphone. Ο χιπστερισμός από τη φύση του τοπικοποιήθηκε και ορίστηκε από την underground κατανάλωση, που και τα δύο αναδιαμορφώθηκαν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να ψάξεις τόσο πολύ για πράγματα που ήταν σπάνια ή εναλλακτικά», εξηγεί η Bishi. Τα λεγόμενα “cool kids” δεν ήταν πλέον απλώς λευκά αγόρια με νέον snapback ή κορίτσια που έμοιαζαν με την Agyness Deyn: «Η άνοδος του φεμινισμού στο Twitter και η έλευση του κινήματος Black Lives Matter γύρω στο 2013 σήμαινε ότι διαφορετικές φωνές μπορούσαν πλέον να έχουν χώρο. Η αισθητική και το στυλ δεν μπορούσαν να φιλτραριστούν αποκλειστικά μέσα από έναν λευκό πρίσμα. Και αυτό έχει δημιουργήσει μια πολύ πιο πλούσια κουλτούρα».

Μιλήστε σε οποιονδήποτε κάτω των 23 ετών σήμερα και πιθανότατα δεν θα θυμούνται τον όρο hipster, πόσο μάλλον να τον χρησιμοποιούν. Ακούγεται παλιό, καταγεγραμμένο στην ιστορία ανάμεσα σε λέξεις όπως «grunger» και «chav». «Σε ένα ερευνητικό σεμινάριο για την «κουλτούρα των hipster» τον χειμώνα του 2021, ορισμένοι από τους νεότερους φοιτητές δεν ήταν πλέον εξοικειωμένοι με τον όρο», θυμάται η Steinhoff.

Attendees at the 2012 Hipster Olympics in Berlin, Germany
ΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ‘COOL KIDS’ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΙΑ ΛΕΥΚΑ ΑΓΟΡΙΑ ΜΕ ΝΕΟΝ SNAPBACKS Η ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΑΝ ΜΕ ΤΗΝ AGYNESS DEYN. PHOTO: ADAM BERRY/GETTY IMAGES

Αλλά ο hipster δεν έχει ακυρωθεί τελείως – έχει απλώς εξελιχθεί, κατακερματιστεί. Πηγαίνετε στην παμπ Windmill στο Brixton μια καθημερινή και θα δείτε παιδιά με αθλητικές φόρμες και καουμπόικες μπότες (ναι, έχω δει προσωπικά αυτόν τον συνδυασμό), να παρακολουθούν ένα συγκρότημα DIY που ονομάζεται κάτι τύπου SPITTLE. Μπορείτε να θεωρήστε τα νέα, alt queer παιδιά ως ένα είδος σύγχρονου hipster: φρεσκοξυρισμένα κεφάλια, stick ‘n’ poke τατουάζ, open mic βραδιές ποίησης στον κήπο κάποιου στη Γλασκώβη. Ή ίσως ο χίπστερ να υπάρχει τώρα στο διαδίκτυο: χρήστες του TikTok που κάνουν corecore videos, nerds της μουσικής  που μαζεύονται στο Frost Children Discord, ο πρώην σου που έχει μια μετα-ειρωνική σελίδα meme ενάντια στο κατεστημένο.

Και τι γίνεται με τους αρχικούς hipster; Λοιπόν, αυτός ο τύπος που έκανε κεταμίηνη με ένα μικρό κουτάλι σε πάρτι και κάποτε πέρασε από οντισιόν για τους Klaxons είναι μάλλον ένας 30άρης που προσέχει το ντύσιμό του και εργάζεται σε συμβουλευτικές υπηρεσίες και αγοράζει κεριά CBD από την Goodhood. Αυτό το μοντέλο/ DJ/ “it girl’ από το Silver Lake μάλλον παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και μετακόμισε κάπου πιο καθαρά. «Μοιράζονται το λοφτ τους με δύο παιδιά, χαρούμενοι για το πάρκο και την παιδική χαρά που έχει κοντά», λέει η Steinhoff. Με άλλα λόγια: οι hipster είναι στα 30 και στα 40 τους σήμερα,  και πολλοί έχουν την οικονομική άνεση που θα περίμενε κανείς από το υπόβαθρο της μεσαίας τάξης και μερίδιο στην άνθηση των ψηφιακών μέσων στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Η αλήθεια είναι πως θα υπάρχουν πάντα νέοι που θέλουν να ξεχωρίσουν από την κουλτούρα normie. Και, όπως μας έχει διδάξει η άνοδος και η πτώση του hipster, θα υπάρχουν πάντα εκείνοι που θέλουν απελπιστικά να διαχωρίζουν τον εαυτό τους από την κουλτούρα normie, η οποία είναι, αναμφισβήτητα, το πιο normie πράγμα από όλα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, ο hipster μπορεί να έχει φύγει προ πολλού, ως ιδέα όμως παραμένει πανταχού παρών.

Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.

Περισσότερα από το VICE

Οι Χούλιγκαν της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης

Στα Άδυτα της Jail Time Records: Ένα Μουσικό Label που Ξεκίνησε σε μια Διαβόητη Φυλακή

Η Όλγα Μιλά για τη Ζωή της με Πολλαπλή Σκλήρυνση

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.