Η Μαρίτα Αλημίση είναι στιχουργός και δημοσιογράφος κι αυτό είναι το πρώτο της διήγημα σε μικρή φόρμα. Γράφτηκε το 2017, δηλαδή το τελευταίο καλοκαίρι που πήγε στην “βεράντα της γιαγιάς” στο χωριό Άνω Πετάλι της Σίφνου. Μέχρι και σήμερα κάθε καλοκαίρι, μα περισσότερο κάθε φθινόπωρο, την λησμονεί.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιμονή από εκείνη της αδέσποτης βουκαμβίλιας που προσπαθεί να μπει χορεύοντας απ’ τον άνεμο στα κυκλαδίτικα σπίτια. Σαν να μην παραδέχεται πως ήρθε η ώρα να σταματήσει πια να στολίζει τις ασπρισμένες αυλές. Σα να πασχίζει να αποδείξει με σθένος πως έχει την ίδια ακριβώς χάρη όπως τότε που θρόιζε στα φουντωμένα κλαδιά της μάνας της. Πόσο δίκιο έχει, αλήθεια. Το εκτυφλωτικό φούξια -πιο έντονο ακόμα πάνω στο ασβεστωμένο λευκό απ’ ότι στο γαλάζιο φόντο του ουρανού – επιβεβαιώνει περίτρανα την σκανταλιάρα ομορφιά της κάθε που την μαλώνεις με την σκούπα να μην περάσει το σύνορο της πόρτας.
Videos by VICE
Τα καλοκαίρια θυμάμαι τη γιαγιά να προσπαθεί να τις μαζέψει απ’ την πίσω βεράντα. Να σκουπίζει στρατηγικά όλα τα πεσμένα άνθη προς ένα σημείο –δίπλα στην πεζούλα που χώριζε την αυλή απ’ τον κήπο- και να τα σφιχτοδένει σε διάφανες σακούλες, συνήθως απ’ τα ψώνια του μίνι-μάρκετ. Με την σειρά τους εκείνες, αφράτες-αφράτες, περίμεναν υπομονετικά τον πρώτο που θα κατέβει τα εκατό πλατύσκαλα απ’ το Πάνω Πετάλι, θα διασχίσει το δρομάκι μέχρι το ρέμα για να καταλήξει στο γιοφύρι και να τις ρίξει από μακρυά στον κάδο κάτω στον δρόμο που περνά το λεωφορείο. Διαδρομή-επιτραπέζιο φιδάκι. Την επόμενη μέρα άντε ξανά τα ίδια καθώς ο αέρας στη Σίφνο δεν άφηνε πότε τη βουκαμβίλια -και τη γιαγιά- σε ησυχία.
Αφού οι αρμοί άστραφταν και συμπληρωνόταν πάλι το παζλ με τις πέτρινες πλάκες, η γιαγιά έψηνε ελληνικό καφέ και ακουμπούσε το φλιτζάνι στο σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι. Μου έψηνε και ‘μένα μια σταλιά να ρουφήξω, δήθεν πως είμαι μεγάλη. Θείες, ξαδέρφες και γειτόνισσες πέρασαν όλες με αμυγδαλωτά ανά χείρας από εκείνη την υπέροχη βεράντα. Που κάθε στιγμή της ημέρας είχε άλλη χάρη μα πάντα το βράδυ έφτανε για ‘μένα η πιο μεγάλη της ώρα. Δεν έβλεπα τα κόκκινα χρώματα της δύσης πάνω απ’ τον ντροπαλό Αρτεμώνα, δεν ξεχώριζα καλά μες το σκοτάδι εκείνο το πελώριο μπονζάι – έτσι έχω πάντα στο μυαλό μου το μεγάλο δέντρο λίγο πιο κάτω απ’ τον Άη Γιάννη στο Πετάλι- ούτε μπορούσα να μετρήσω όπως συνήθιζα κάθε πρωί τα ζωηρά προβατάκια στην αυστηρή ευθεία της θάλασσας. Έβλεπα όμως το φεγγάρι μπροστά μου και πάνω μου ταυτόχρονα και μέσα στην ησυχία και τη θέα εκείνης της βεράντας, η γιαγιά μου τραγουδούσε Χατζιδάκι. Χάρτινο το φεγγαράκι/ψεύτικη η ακρογιαλιά/ Αν με πίστευες λιγάκι/ θα ‘ταν όλα αληθινά. Ξάφνου το φεγγάρι μεγάλωνε στα μάτια μου και στο μυαλό μου και γινόταν λες ολοστρόγγυλο και φωτεινό σαν ήλιος -ασχέτως αν είχαμε πανσέληνο ή όχι εκείνο το βράδυ- με χρώμα πορτοκαλί και κίτρινο εναλλάξ όπως τα κεχριμπάρια στον λαιμό της γιαγιάς. Έτσι τεράστιο όπως ήταν, κατάπινε ένα-ένα τα σπίτια που κατέβαιναν σαν ασπρισμένα σκαλοπάτια στην θάλασσα, μετά τους μπλε τρούλους με τους σταυρούς από τις εκκλησίες και στο τέλος την ίδια την θάλασσα μαζί με τα προβατάκια. Αυτή είναι η πιο έντονη εικόνα που έχω απ’ το σπίτι στη Σίφνο.
Την άλλη μέρα το πρωί ο παππούς διάβαζε με τα χοντρά του γυαλιά εφημερίδα ακριβώς στο ίδιο σημείο, βυθισμένος πάντα στην πράσινη ξύλινη σεσλόνγκ. Όχι όλα τα νέα, μόνο όσα χρειάζονταν για να πάρει μια ιδέα πριν κατέβει στο καφενείο του Λάκη στο Σταυρί. Εκεί, αφού πρώτα τα συζητούσε με τους συγχωριανούς -ανασύροντας πάντα κάτι απ’ τον παλιό ρόλο του δασκάλου του νησιού- θα συνέχισε να διαβάζει με την ησυχία του και τα υπόλοιπα.
Που και που ξέμενα μόνη μου στη βεράντα. Συνήθως τα μεσημέρια όταν όλοι κοιμόντουσαν μετά το μπάνιο ή τις Κυριακές που η μαμά κι η γιαγιά ετοίμαζαν το τραπέζι. Τότε έλειπε κι ο μπαμπάς που πήγαινε να φέρει τα ρεβύθια απ’ τον φούρνο. Ποτέ μου δεν πήγα εγώ τη ρεβυθάδα στον φούρνο. Μάλλον επειδή λαχταρούσε να ξαναζεί μόνος του την αίγλη της ιδιαίτερης αυτής ιεροτελεστίας. Πήγαινε από το προηγούμενο απόγευμα το μαυρισμένο πήλινο τσικάλι -με χαραγμένο το αρχικό Α της οικογένειας- στον ξυλόφουρνο της γειτονιάς και το έπαιρνε το μεσημέρι γεμάτο καυτή και μελωμένη ρεβυθάδα. Ακριβώς όπως έκανε όταν ήταν παιδί. Είχε κατέβει μαθητής ακόμα απ’ το νησί στην Αθήνα και πάντα όταν τον έβλεπα να με το τσικάλι στα χέρια, τον φανταζόμουν με κοντά παντελόνια και κούρεμα κατσαρολάκι, ξεκλέβοντας την εικόνα απ’ τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μου ‘χε δείξει. Όταν πάλι μεγάλωσα και μπήκα στην εφηβεία, τις Κυριακές κοιμόμουν του καλού καιρού και δεν έχω να σας ‘πω καμιά ιστορία για την βεράντα και την ρεβυθάδα- παρά μόνο για τα Σαββατόβραδα στο Αλώνι και τον Αράπη. Αλλά αυτό υποθέτω είναι μια ξεχωριστή ιστορία.`
Πίσω σ’ εκείνα τα μεσημέρια, λοιπόν, έβρισκα την ευκαιρία να τρυπώσω κι εγώ στην πράσινη σεζλόνγκ του παππού και να διαβάσω αλμανάκ ή να ακούσω γουόκμαν. Συνήθως μασούλαγα και κανένα κουλουράκι γλυκάνισου το οποίο αφού το άφηνα ώρα κάτω απ’ τη γλώσσα και μούσκευε καλά, μόνο τότε το κατάπινα λες και μας τέλειωσαν τα κουλουράκια και καθυστερούσα την χαρά γιατί δεν είχα δεύτερο να φάω. Κάτι άλλες φορές πάλι, πότιζα με το μεγάλο κίτρινο ποτιστήρι τη λεμονιά και το γιασεμί για να μου ‘πει μπράβο ο παππούς όταν ξυπνήσει που τον απάλλαξα από την απογευματινή του αγγαρεία. Που να ήξερε ότι έπνιγα τα μυρμήγκια για παιχνίδι.
Η αμέσως επόμενη μνήμη που έχω είναι λίγα χρωματιστά μπαλόνια πάνω στην κάτασπρη στέρνα. Γεννημένη τέλος Ιουλίου, η αδερφή μου γιόρταζε συνήθως τα γενέθλιά της στη Σίφνο κι εγώ ως αρκετά μεγαλύτερη βαριόμουν τη διαδικασία αλλά έπρεπε να είμαι στις φωτογραφίες. Έπαιρνα έτσι κάποια φίλη μου μαζί πριν κατεβούμε το βράδυ στο στενό και όλα τα χρόνια ποζάραμε σαν «τρεις αδερφές» ακριβώς στο ίδιο σημείο μπροστά απ’ τη στέρνα- τώρα που το σκέφτομαι όλο η ίδια φίλη μου ήταν. Παιδιά της πρωτεύουσας εμείς, με κλισέ καπελάκια Happy-Birthday κάναμε αντίθεση με τα στάχυα στο πίσω χωράφι.
Φέτος τον Αύγουστο η βεράντα ήταν γεμάτη βουκαμβίλιες. Πρώτη φορά η αναλογία φούξια και σταχτύ λουλουδιών ήταν φανερά υπέρ των δεύτερων. Δεν κατέβηκε κανείς στο νησί όλη τη χρονιά και ξεράθηκε το μισό δέντρο. Έστεκε, όμως, ακόμα κοτσωνάτη και εντυπωσιακή μέσα στην αυλή σαν την γιαγιά που όλη την άνοιξη ήταν στο κρεβάτι στην Αθήνα αλλά στάθηκε πάλι στα πόδια της. Μας πρόλαβαν βλέπεις τα γεγονότα και τα τελευταία χρόνια ο παππούς μαθαίνει τα νέα από πρώτο χέρι εκεί πάνω ενώ τα γόνατα του μπαμπά κουράστηκαν να ανεβοκατεβαίνουν τα σκαλιά τα καλοκαίρια (μαζί με τις βαλίτσες που του φορτώναμε).
Συνήθως είχα αποκούμπι τον θείο, που όλο και ερχόταν καμιά βδομάδα μετά από ‘μένα. Θυμάμαι την τελευταία φορά που συμπέσαμε, είχα κάνει με την παρέα μου μια αυτοσχέδια απλώστρα στην βεράντα –η οποία έκρυβε με θράσος όλη την θέα- γιατί φοβόμαστε να πάμε τις πετσέτες στα σκοτάδια του κήπου που ήταν το σκοινί. Εκείνος, εργένης και μουσικός ήξερε καλά από τέτοια και γέλαγε στα κρυφά με την πατέντα. Φέτος, λοιπόν, μου την έκανε ακόμη κι αυτός. Είπαμε, τα γεγονότα.
Είχα, όμως, μια διαολεμένη επιθυμία να πάω μόνη μου στις ερημιές. Από τον Μάρτη το σκεφτόμουν, τότε που κάθε χρόνο αρχίζουν τα πρώτα σημάδια της στέρησης για το νησί. Να μαζέψω τις αδέσποτες βουκαμβίλιες σε διάφανες αφράτες σακούλες, να ανοίξω την πράσινη σεζλόνγκ του παππού και να πιω ελληνικό καφέ στο σιδερένιο τραπεζάκι. Σε γεμάτο φλιτζάνι αυτή τη φορά αφού μεγάλωσα πλέον στ’ αλήθεια. Και πήγα όντως, παρ’ όλα τα όχι της μάνας μου κι εκείνης της πλευράς του χαρακτήρα μου που της μοιάζει. Μπορεί να φοβήθηκα λίγο παραπάνω τα σκοτάδια στον κήπο, μπορεί τα έντομα του νησιού να με έβαλαν στο μάτι –μάλλον από εκδίκηση για ‘κείνα τα αδικοπνιγμένα μυρμήγκια-, μπορεί να μου έλειπαν όλοι αυτοί που ήταν για χρόνια συνώνυμο του καλοκαιριού στην Πατσάνα. Στο τέλος της ημέρας, όμως, ένα χάρτινο φεγγάρι στο νησί, μπροστά σου και πάνω σου ταυτόχρονα, αρκεί για να την βγάλεις καθαρή ολόκληρο χειμώνα. Και βέβαια -αχ- αυτή η μεγαλειώδης βεράντα.
Άντε και κανένα κουλουράκι με γλυκάνισο κάτω απ’ τη γλώσσα καθώς ξεμακραίνει το πλοίο απ’ την Καμάρα.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Είδα για Πρώτη Φορά το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες»
Άντρες που Παλεύουν με Διατροφικές Διαταραχές