Μουσική

Η Εξαντλητική Απόγνωση του Notorious B.I.G. στο «Ready to Die»

notorious big ready to die anniversary
Kοινοποίηση

Υπάρχει μια στιγμή στα μισά του Ready to Die, όπου ο Notorious B.I.G. αρχίζει να ακούγεται σαν εμψυχωτής. Ο πρώτος στίχος του «Everyday Struggle» είναι «I know how it feel to wake up fucked up». Μπορείς να φανταστείς το μικρόφωνο που φοράει, να ακούσεις τους μαθητές να χασκογελάνε, τις βλασφημίες. Ο Big συμπάσχει με το κοινό. Καταλαβαίνει γιατί είναι τόσο στρεσαρισμένοι, ξέρει το βάρος του να ξυπνάς, νιώθει τον φόβο των λογαριασμών. «Θυμάμαι ότι ήμουν σαν εσάς» ραπάρει. Δεν ήθελε απολυτήριο, ήθελε να τον πληρώνουν. Κι αυτό έκανε. Η ιστορία είναι γνώριμη: εξιλέωση και σοφία.

Μόνο που ο Big δεν καταλήγει εκεί. Η δεύτερη στροφή του κομματιού καταλήγει με τους φίλους του δολοφονημένους ή στη φυλακή, η τρίτη με τον ίδιο τρομοκρατημένο, παραδομένο σε έναν πόλεμο με τους μπάτσους που τον ξέρουν με το μικρό του όνομα. Η μόνη φορά που βγάζει κάτι σαν χαρά είναι όταν ραπάρει για το ότι το γλίτωσε από μια κατηγορία για επίθεση. Το ρεφρέν είναι στον πάτο αυτού του καθοδικού σπιράλ: «Δεν θέλω να ζω πια».

Videos by VICE

Ο θάνατος για τον οποίο μιλάει ο Big στο πρώτο του άλμπουμ -αυτός στον οποίο υποκύπτει στο τέλος- δεν είναι ο μυθικός θάνατος με τον οποίο φλέρταρε ο Tupac στους δίσκους του. Ο Big θα έφτανε εκεί αργότερα: το τελευταίο τραγούδι στο Life After Death λέγεται«You’re Nobody (‘Til Somebody Kills You)». Αλλά στο Ready to Die, ο φαταλισμός δεν είναι μεγάλος, περιφρονητικός ή μυθικός. Είναι μικρός, άσχημος και αναπόφευκτος. Στο τελευταίο κομμάτι, πριν τραβήξει τελικά τη σκανδάλη, λέει ότι δεν θέλει να πάει στον παράδεισο γιατί μάλλον ο Θεός δεν θα τον αφήνει να μένει στο κρεβάτι όλη μέρα.

Το Ready to Die ηχογραφήθηκε σε δύο διαφορετικές περιόδους. Στην πρώτη περίοδο, ο Big ήταν ένα πεινασμένο παιδί που είχε υπογράψει στην Uptown Records χάρη σε έναν πρόθυμο νεαρό της A&R που λεγόταν Sean Combs. Από τα πρώτα ντέμο του, ο Big είχε μια υπερφυσική αίσθηση του timing, ένα χάρισμα που έβγαινε στο μικρόφωνο, μια αίσθηση του πώς να κάνει μια λέξη ή μια φράση να ακούγεται στιβαρή, απειλητική ή σαν φράση από κάποιο high-comic ραδιοφωνικό έργο. Αλλά το 1993 πια ράπαρε σε ένα ελαφρώς ανώτερο επίπεδο απ’ ό,τι στο Hypnotize και φαινόταν σαν να αναζητούσε τις σπασμένες άκρες της φωνής του. Αναμφίβολα είχε τον έλεγχο απλώς ήταν διαφορετικός έλεγχος. Τότε έγραψε κομμάτια όπως το «Gimme the Loot» – ένα σύνθετο αριστούργημα που ακούγεται, φωνητικά, σαν ντουέτο με μια πιο μανιακή εκδοχή του εαυτού του.

Αυτά τα κομμάτια του 1993 είναι γεμάτα έγκλημα – μικροέγκλημα, βίαιο έγκλημα, έγκλημα που δεν αποτελεί καταλύτη προσωπικής ανάπτυξης ή αφηγηματικής κίνησης. Το έγκλημα που υπάρχει επειδή πεινασμένοι νεαροί πρέπει να φάνε. Μπορεί να είναι σκληρό (όπως στο «Gimme The Loot») και αμήχανο ακόμα (στην εισαγωγή του άλμπουμ, υποδύεται τον έφηβο εαυτό του, που ληστεύει ένα τρένο επειδή η μαμά του δεν του δίνει λεφτά). Ραπάρει γι’ αυτά ενθουσιωδώς. Είναι ζωντανός, γλαφυρός, μπορεί να είναι πονηρά ή ξεκαρδιστικά αστείος. Σου λέει ακριβώς πού έχει το Mac-10 στο Land Rover. Συνολικά, οι στίχοι αυτοί περιγράφουν τη ζωή του ως επικίνδυνη και δύσκολη από υλικής άποψης. Επίσης δείχνουν τι τρομερό χάρισμα έχει στην αφήγηση: καμιά ιστορία δεν έχει την ίδια εισαγωγή ή τέλος με άλλη, τον ίδιο μηχανισμό για τη λειτουργία των πρωταγωνιστών του, την ίδια ενέργεια. Στο «Loot» έχει έναν φίλο που καυχιέται ότι ληστεύει μαλάκες από την εποχή της σκλαβιάς ενώ στο «Warning» παραθέτει μερικές φήμες, φιλτραρισμένες μέσα από παραμορφωμένες κλήσεις σε παγιδευμένα τηλέφωνα.

Η πρώτη περίοδος τελείωσε όταν ο Combs απολύθηκε από την Uptown. Ο Big τότε έπεσε σε ένα καθαρτήριο όπου πολλοί νέοι μουσική μένουν για πάντα. Τότε πήγε και πάλι στη Βόρεια Καρολίνα, εκεί που οι φίλοι του τον ήξεραν απλώς ως Fat Chris. Αλλά φυσικά, ο Combs έκανε συμφωνία με την Arista, να κάνει το δικό του label, τη Bad Boy, και να αρχίσει να μεταμορφώνεται σε ένα όραμα που αποκαλούσε Puff Daddy. To ‘94 παρακάλεσε τον Big να γυρίσει στον βορρά και να μπει στο στούντιο για να τελειώσει το άλμπουμ. Τότε η φωνή του Big έπεσε πιο «χαμηλά», έγινε πιο βραχνή, η εκφορά του πιο αβίαστη και συγκρατημένη, με τη φιλοδοξία του Combs/Puff να καλπάζει. Μια φιλοδοξία που έστειλε τον Big στα pop charts.

Πολλοί λένε ότι η περίοδος αυτή δεν άρεσε στον Big επειδή ο Combs/Puff τον έσπρωχνε προς αυτή την κατεύθυνση αλλά στους δίσκους φαίνεται πλήρως αφοσιωμένος. Το «Juicy» είναι από τα κομμάτια όπου ακούγεται τόσο χαρούμενος, από την παιδιάστικη χαρά επειδή μπορεί να πληρώσει λογαριασμό τηλεφώνου 2000 δολάρια μέχρι τα τεράστια σκουλαρίκια για την κόρη του και τον τρόπο που λέει ότι η μαμά του χαμογελάει κάθε φορά που βλέπει το πρόσωπό του στο The Source. Υπάρχουν πολλά ποπ κομμάτια που στριμώχνονται σε rap άλμπουμ και φαίνονται φορετά. Αυτό μοιάζει να βγήκε κατευθείαν από τις φλέβες του Big.

Αλλά στο πλαίσιο του άλμπουμ, και τα δύο τραγούδια μοιάζουν να βγήκαν από κάποια κατάσταση φυγής, διαφορετική από τη φρίκη του Die. (Το «It was all a dream» μπορεί να ακουστεί πιο σκοτεινό). Ενώ τα πρώτα τραγούδια ισορροπούνται από το πονηρά σεξουαλικά ραπαρίσματα του Big, τα «Poppa» και «Juicy» ακούγονται σαν να προέρχονται από έναν άντρα από την άλλη πλευρά κάποιου αγεφύρωτου χάσματος. Ο Biggie του «Gimmie the Loot» ούτε κατά διάνοια δεν θα βρισκόταν σε ένα μπαρ που σερβίρει κρασιά. Και ας δούμε και τη σειρά. Το «Big Poppa» ακολουθείται από το «Respect» όπου μαθαίνουμε ότι ο Big γεννήθηκε με τον ομφάλιο λώρο τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του, και το «Juicy» από το «Everyday Struggle». Δεν υπάρχει ψευδαίσθηση διαφυγής.

Παρόλα αυτά το Ready to Die ολοκληρώθηκε με παραπλανητικό τρόπο: O DJ Premier έδωσε στον Big το beat του «Unbelievable» μόνο με $5,000, εφόσον το budget είχε τελειώσει και ήταν το τελευταίο κομμάτι που προσθέσανε πριν το μάστερινγκ. Ο Method Man -ένας από τους μεγαλύτερους ράπερ της χώρας εκείνη την εποχή- πληρώθηκε μόνο τα μισά για τη συνεισφορά του στο «The What?,» και κυνηγούσε τον Puff. Υπάρχει και η διάσημη ιστορία για το flip του «Juicy Fruit», που ο Pete Rock ισχυρίζεται ότι ο Puff άκουσε στο σπίτι του κι ύστερα έβαλε τους δικούς του να το φτιάξουν φτηνά. Όμως τα λεφτά θα έρχονταν σύντομα και τελικά όλοι θα πληρώνονταν. Ο Puff είχε δίκιο που είχε προβλέψει ένα πλούσιο μέλλον για εκείνον και τον σταρ του.

Αλλά το σημαντικό και ιδιαίτερο στο ντεμπούτο άλμπουμ του είναι ότι με εξαίρεση τα δύο σινγκλάκια που αναφέραμε πριν δεν φαίνεται να ονειρεύεται βίλες και BMW. Στην πραγματικότητα οδηγεί τους ακροατές μακριά από αυτά. Στο διάσημο τελευταίο κομμάτι «Suicidal Thoughts» φοβάται ότι η μητέρα του, που χαμογελάει όταν ανοίγει το The Source ίσως να μην τον αγαπάει πια, και να εύχεται να είχε κάνει έκτρωση. Αλλού κλέβει από το πορτοφόλι της, αγνοώντας τις ικεσίες της να μείνει μακριά από τις παρανομίες. Κάποια στιγμή μάλιστα φωνάζει: «Fuck the world / Fuck my moms and my girl». Το «Suicidal Thoughts» δείχνει ότι το Ready to Die είναι προϊόν φόβου και απόγνωσης που σε συντρίβουν αλλά σε κρατάνε και ζωντανό – τόσο δυνατά που ακόμα και κάποιος που καταφέρνει καλύτερα απ’ όλους να τα αποτυπώσει δεν θα μπορούσε να πει ότι τα δάμασε.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας

Περισσότερα από το VICE

Γιατί Αδειάζουν τα Σχολεία στα Εξάρχεια

«Εμπόριο Ψυχών»: Κύκλωμα στη Θεσσαλονίκη Πωλούσε Βρέφη και Ωάρια για Χιλιάδες Ευρώ

Η «Μεγαλύτερη Φυτεία Κάνναβης» Κινδυνεύει να Στοιχίσει 500.000 Ευρώ στην ΕΛ.ΑΣ.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.