Στις τουαλέτες του αεροδρομίου Γκουαράλος, στο Σάο Παόλο, η Μόνικα ποζάρει μπροστά στον καθρέφτη. Φοράει ένα κομψό γκρι σακάκι και μία κόκκινη μπλούζα. Γύρω από τον λαιμό της είναι τυλιγμένο ένα μαύρο κασκόλ και από το χέρι της κρέμεται μία μαύρη γυναικεία τσάντα. Στο στομάχι της κολυμπάνε ναρκωτικά αξίας 50.000-70.000 ευρώ. Στη φωτογραφία η Μόνικα χαμογελάει, σκεπτόμενη ότι τα επόμενα 24ωρα θα είναι η αρχή της ελευθερίας της.
H Μόνικα γεννήθηκε ως αγοράκι το 1986 στο Καστανιάου, μια μικρή πόλη στο βορειοανατολικό τμήμα της Βραζιλίας. Η οικογένειά της ήταν μονογονεϊκή, με ινδιάνικη καταγωγή. Είχε έξι αδέρφια, όλα από διαφορετικό πατέρα. Έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της με τη μητέρα της, η οποία έβγαζε χρήματα κάνοντας σεξ με παντρεμένους άντρες. «Ήταν όμορφη, αλλά φτωχή», λέει η Μόνικα. «Ζούσε ελεύθερα».
Videos by VICE
Έτσι ξεκινά η ιστορία μιας τρανς γυναίκας από τη Βραζιλία, που εκδιώχθηκε από το σπίτι της, έζησε την εφηβεία της σε κατάσταση αιχμαλωσίας από διακινητές ανθρώπων κι έπειτα αναγκάστηκε να καταπιεί και να μεταφέρει στην Ελλάδα 47 κάψουλες κοκαΐνης. Συνελήφθη στο αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος, βρέθηκε στον Κορυδαλλό κι έμαθε ελληνικά από τον Σάββα Ξηρό.
Η Μόνικα είναι ψηλή, έχει μακριά μαύρα μαλλιά και ζεστό βλέμμα. Το σπίτι της, όπου τη συναντήσαμε, αποτελείται από δύο μεγάλους χώρους: ένα υπνοδωμάτιο και μια κουζίνα. Τα δύο δωμάτια χωρίζονται με μία γκρι κουρτίνα. Στο τραπέζι της κουζίνας, για να μας υποδεχτεί, είχε τοποθετήσει τέσσερα λευκά σουβέρ και ένα γλαστράκι με πλαστικά λουλούδια.
Το VICE διάβασε τον δικαστικό φάκελο κι επίσης τα πρακτικά της συνέντευξης στην Υπηρεσία Ασύλου. Από τα επίσημα έγγραφα, προκύπτει μια ζωή οριακή, σαν μυθιστόρημα.
Όταν ήταν τεσσάρων ετών, η Μόνικα μετακόμισε στο σπίτι της γιαγιάς της. Το πρωινό της ήταν ψωμί και καφές. Κάθε μέρα, μαζί με τον αδερφό της, ακολουθούσε τη γιαγιά της στη δουλειά – πουλούσαν γλυκά στην αγορά. Γυρνούσε σπίτι το μεσημέρι, έτρωγε κάτι και έφευγε πάλι για να παρακολουθήσει μαθήματα σε απογευματινό σχολείο. «Η γιαγιά μου ήταν πολύ σκληρή με το θέμα του σχολείου», θυμάται. Χαρακτηριστικά, συνήθιζε να λέει ότι «τα παιδιά θα μεγαλώσουν, θα πάνε σχολείο και θα γίνουν σπουδαία. Αν μείνουν με τη μάνα τους, θα γίνουν χαμένα». Το βράδυ επέστρεφε σπίτι εξαντλημένη. Στο σπίτι δεν είχαν τηλεόραση και περνούσαν τον χρόνο «με κουβέντες».
Στα 12, η Μόνικα συνειδητοποίησε ότι της αρέσουν τα αγόρια. Η πόλη στην οποία έμενε ήταν μικρή και ο καθολικισμός ήταν πολύ ισχυρός. Η μητέρα της ήταν ήδη στιγματισμένη λόγω της δουλειάς της και η Μόνικα βίωνε τώρα, με τη σειρά της, αποκλεισμό για τον σεξουαλικό προσανατολισμό της. «Όταν ξεκίνησα να ζητάω γυναικεία πράγματα, ο σύζυγος της γιαγιάς μου τρελάθηκε. Έλεγε, “εσύ είσαι άντρας, πρέπει να βρεις ένα κορίτσι. Και άμα δεν αλλάξεις, θα πρέπει να φύγεις από εδώ”», ανακαλεί.
Γύρισε στο πατρικό της. Η μητέρα της ζούσε ακόμη πιο φτωχά από τη γιαγιά της, οπότε το πρωινό της πλέον περιοριζόταν σε σκέτο καφέ. Την ομοφυλοφιλία της Μόνικα δεν μπορούσε να την αποδεχτεί ούτε η μητέρα της. Μάλωναν καθημερινά, γιατί η μητέρα της θεωρούσε ότι η Μόνικα έπασχε από κάποια ασθένεια από την οποία έπρεπε να θεραπευτεί. Μερικές φορές, πάνω στους καυγάδες, η μαμά της προσπαθούσε να τη χτυπήσει. Στον τελευταίο τους τσακωμό, η Μόνικα θυμάται να λέει στη μητέρα της: «Μαμά μου, όπως δεν σηκώνω τα χέρια μου πάνω σου, δεν θα σηκώνεις ούτε εσύ τα χέρια σου πάνω μου. Θα κάνουμε κάτι πολύ καλό και για τους δυο μας. Εγώ θα φύγω από εδώ, αλλά να το ξέρεις πολύ καλά αυτό: είμαι 13 χρονών και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που θα φύγω από το σπίτι σου. Και μην περιμένεις να γυρίσω πίσω σε αυτήν την πόλη ξανά. Μου γυρίσατε την πλάτη σας, την ώρα που σας είχα περισσότερο ανάγκη». Έβαλε την τσάντα στην πλάτη της και έφυγε.
Έπιασε δουλειά στη λαϊκή αγορά της πόλης Μπελέμ, πρωτεύουσα της πολιτείας Παρά. Τα βράδια περπατούσε στο κέντρο για να γνωρίσει την πόλη. Εκεί συνάντησε κάποια τρανς άτομα. «Κάποιοι με έδιωξαν, αλλά κάποιοι με πήραν σπίτι τους. Με έφτιαξαν, με έκαναν γυναίκα. Ήμουν πολύ χαρούμενη γιατί πλέον ήμουν θηλυκή, ήμουν αυτό που ήθελα. Βγήκα στον δρόμο σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβω. Δούλευα σε αμάξια, έκανα και κάποιες επισκέψεις. Έβγαλα κάποια χρήματα και σκεφτόμουν “Τι ωραία που είναι! Βγάζω λεφτά, κάνω αυτό που θέλω, είμαι αυτή που θέλω”», θυμάται. Τότε, δεν είχε κλείσει ακόμα τα 14.
Η Μόνικα έμεινε δύο χρόνια σε αυτή την πόλη. Ζούσε μαζί με μία τρανς φίλη της, η οποία ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη από εκείνη. Κάποια στιγμή, της πρότεινε να φύγουν από το Μπελέμ και να πάνε στο Σάο Παόλο για να βγάλουν καλύτερα λεφτά. Τα εισιτήρια για το Σάο Παόλο κόστιζαν 200 ευρώ. Ταξίδεψαν κάνοντας οτοστόπ σε φορτηγά. Τα βράδια έριχναν ένα σεντόνι πάνω τους και κοιμούνταν αγκαλιά στον δρόμο. Μετά από τέσσερις μέρες έφτασαν στην Γκογιάζ, μία πολιτεία στην κεντρική Βραζιλία. Αποφάσισαν να μείνουν εκεί, γιατί ένιωθαν εξαντλημένες από το ταξίδι. Έψαχναν σε κεντρικούς δρόμους για τρανς εκδιδόμενα άτομα, για να ρωτήσουν πού μπορούσαν να βρουν προαγωγό. «Πριν δεν είχαμε νταβατζή, αλλά εκεί έπρεπε να μπούμε σε κάποιο σπίτι, γιατί δεν θα μας άφηναν να δουλεύουμε διαφορετικά στον δρόμο», εξηγεί. Στην πιάτσα εμφανίστηκε λίγο αργότερα ο προαγωγός και τις πήρε μαζί του στο σπίτι.
Μετά από τους δύο πρώτους μήνες άρχισε να φοβάται. Έβλεπε ότι ο προαγωγός έδερνε τα κορίτσια που δεν γυρνούσαν με αρκετά λεφτά στο σπίτι. Σε μία κοπέλα που είχε μπλέξει με ναρκωτικά, ξύρισε τα μαλλιά της και την έβγαλε ολόγυμνη σε κεντρικό δρόμο. Κανένα κορίτσι δεν είχε κλειδιά για το σπίτι. Με συνοδεία μελών του κυκλώματος πήγαιναν και έφευγαν από την πιάτσα. Τους αγόραζαν ρούχα και τους ζητούσαν τα διπλάσια λεφτά από την κανονική τιμή. Τις ενημέρωναν διαρκώς ότι πρέπει να πληρώσουν το χρέος τους και ότι μέχρι να το κάνουν θα πρέπει να συνεχίζουν να δουλεύουν για αυτούς. Τις απειλούσαν διαρκώς για να μην ζητήσουν βοήθεια από κανέναν.
Το κρακ
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Μόνικα ήταν αντικείμενο αγοράς και πώλησης. Μέλη του ίδιου κυκλώματος πλήρωναν τον νταβατζή της για να δουλεύει σε σπίτια διάφορων πόλεων της πολιτείας Γκογιάζ. Το «χρέος» της, εντωμεταξύ, είχε εκτιναχθεί όταν της ζήτησαν να πληρώσει τα διπλάσια για πλαστική επέμβαση που έκανε στο σώμα της.
Στα 22 της έμενε στην πόλη Μπραζίλια. Απεγνωσμένη με την κατάσταση, ξεκίνησε το κρακ. «Γνώρισα το κρακ και εθίστηκα. Για να φύγω από τον νταβατζή, έμεινα στον δρόμο με τους ανθρώπους που έπιναν κρακ. Έπαιρνα για τρία χρόνια, αδυνάτισα πάρα πολύ. Δεν ήθελα τίποτα άλλο. Ο νταβατζής δεν με κυνήγησε, επειδή ήμουν με τους λαθρέμπορους. Μου έλεγαν “μη φοβάσαι, κανείς δεν θα σε πειράξει εδώ. Δεν υπάρχει νταβατζής εδώ”. Τότε ήμουν 22. Παραλίγο να πέθαινα από τα ναρκωτικά».
Μετά από υπερβολική δόση, η Μόνικα συνειδητοποίησε ότι πρέπει να σταματήσει. Βρήκε τον πρώτο της νταβατζή και του είπε, «Δεν θέλω να συνεχίσω τα ναρκωτικά, προτιμώ να είμαι εδώ». Εκείνος την πήρε, αλλά καταβεβλημένη όπως ήταν από τη στέρηση, είχε δυσκολία να βρει πελάτες. Ο νταβατζής της ήταν δυσαρεστημένος και συνέχιζε να της υπενθυμίζει ότι πρέπει να αποπληρώσει το χρέος της. Τότε, της ανακοίνωσε ότι θα την εμπλέξει σε άλλη δραστηριότητα του κυκλώματος. Η δουλειά της ήταν να μεταφέρει ποσότητα ναρκωτικών σε άλλη χώρα και, συγκεκριμένα, στην Ελλάδα.
Το ταξίδι
Στις 25 Ιουνίου του 2016, ένα τηλεφώνημα κινητοποίησε το Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών Αερολιμένα. Το άτομο που βρισκόταν στην άλλη γραμμή δεν αποκάλυψε τα στοιχεία του, αλλά μοιράστηκε μία μάλλον πολύτιμη πληροφορία με τις αρχές. Δήλωσε ότι την επόμενη μέρα, «επρόκειτο να ταξιδέψει άτομο, υπήκοος Βραζιλίας από το Σάο Πάολο μέσω Ντόχα, μεταφέροντας στην αποσκευή του ή ενδοσωματικά ποσότητα ναρκωτικών».
H Μόνικα έφτασε στο Σάο Πάολο μία εβδομάδα πριν το υπερατλαντικό ταξίδι. Στη στάση του λεωφορείου, την περίμεναν οι διακινητές. Είχαν κλείσει δωμάτιο σε πολυτελές ξενοδοχείο της περιοχής. Της αγόρασαν καλά ρούχα και την πήγαν σε κομμωτήριο για να χτενίσει τα μαλλιά της. Μία επιμελημένη εμφάνιση θα κινούσε λιγότερες υποψίες κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Την ημέρα του ταξιδιού, στο δωμάτιο με το μεγάλο διπλό κρεβάτι, οι λαθρέμποροι τής εξήγησαν πώς θα γίνει η μεταφορά. Της ζήτησαν να καταπιεί 1.200 γραμμάρια κοκαΐνης, τα οποία βρίσκονταν κλεισμένα σε κάψουλες τυλιγμένες αεροστεγώς με νάιλον ταινία. Οι συσκευασίες ήταν σκληρές και έγδερναν το λαιμό της στην κατάποση. Λόγω αυτού, η Μόνικα αρνήθηκε να καταναλώσει όλη την ποσότητα που της ζήτησαν. Τελικά κατάπιε 47 κάψουλες, οι οποίες περιείχαν 829 γραμμάρια καθαρής κοκαΐνης.
Της έδωσαν τα εισιτήριό της. Η Μόνικα θα πετούσε από το Σάο Πάολο στη Ντόχα και από εκεί στην Αθήνα. Δεν ήξερε πού βρισκόταν κανένας από τους δύο προορισμούς στο χάρτη. Στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, στην Αθήνα θα την περίμενε ένα αυτοκίνητο. Θα την μετέφερε σε ξενοδοχείο, όπου η Μόνικα θα απέβαλε τις κάψουλες με τα ναρκωτικά. Τις επόμενες ημέρες, θα πετούσε πάλι πίσω για Βραζιλία. Οι διακινητές θα επικοινωνούσαν μαζί της κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με κινητό που της έδωσαν στο ξενοδοχείο. Στον έλεγχο των διαβατηρίων οι διακινητές τής υπέδειξαν να πει ότι έχει έρθει στην Ελλάδα για διακοπές. Δεν της ανέφεραν τίποτα για τις παρενέργειες που θα προκαλούσε η κατάποση των «αυγών» με την κόκα.
Πριν από τη Μόνικα, είχαν μεταφέρει ουσίες με τον ίδιο τρόπο τουλάχιστον άλλες δύο κοπέλες, θύματα του ίδιου κυκλώματος. Στον τελικό προορισμό, η μία είχε διαφύγει των διακινητών. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ το εισιτήριο της επιστροφής για Βραζιλία. Η Μόνικα είχε μιλήσει κρυφά μαζί της πριν το ταξίδι. Σχεδίαζε να κάνει ακριβώς το ίδιο.
Η πτήση Σάο Πάολο – Ντόχα διαρκεί 14 ώρες και 30 λεπτά. Στο αεροπλάνο για Ντόχα, η Μόνικα άρχισε να αισθάνεται τις πρώτες ενοχλήσεις από την κατάποση των ναρκωτικών. Έκανε εμετό πολλές φορές, βγάζοντας ένα περίεργο μαύρο υγρό. Όταν έφτασε πια στο Κατάρ, νόμιζε ότι θα πεθάνει από τους πόνους. Το πρόσωπό της ήταν ωχρό και στο σώμα της ένιωθε ρίγη. Μάζεψε τις δυνάμεις της και μπήκε στο δεύτερο αεροπλάνο, με προορισμό την Αθήνα.
Στις 11.45 το πρωί της 26ης Ιουνίου, η πτήση με κωδικό QR 209 της αεροπορικής εταιρείας Qatar Airlines, φτάνει χωρίς καθυστέρηση στην Αθήνα. Στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, οι Αρχές ήταν σε επιφυλακή από το πρωί. Στην ουρά για τον έλεγχο των διαβατηρίων, αστυνομικοί πλησίασαν τη Μόνικα και την ρώτησαν πού είναι τα ναρκωτικά. Τους απάντησε στα αγγλικά «εδώ μέσα είναι όλα», δείχνοντας το στομάχι της και στη συνέχεια τούς παρακάλεσε να την μεταφέρουν σε νοσοκομείο, «Σας παρακαλώ, βοηθήστε με, έχω ναρκωτικά μέσα μου, πρέπει να πάω στο νοσοκομείο, διαφορετικά θα πεθάνω».
Τη μετέφεραν στο Νοσομείο «Σωτηρία». Εκεί υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο, όπου επιβεβαιώθηκε η παρουσία ξένου σώματος στο έντερό της. Τελικά το απέβαλε, με φάρμακα που της χορηγήθηκαν από τους γιατρούς. «Δεν σπάνε αυτά τα πακέτα με τίποτα. Με κατσαβίδι τα χτυπάμε και δεν τρυπάνε», είπε στην κατάθεσή του αστυνομικός της Δίωξης Ναρκωτικών Αερολιμένα.
Τους παρακάλεσε να μην τη στείλουν πίσω στη Βραζιλία, γιατί ήξερε ότι οι φυλακές εκεί είναι επικίνδυνος τόπος για τα τρανς άτομα. Διηγήθηκε την ιστορία της στις Αρχές και τους ευχαρίστησε που τη μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εισαγγελέας τη διαβεβαίωσε ότι πλέον είναι ασφαλής, ότι για την ώρα δεν θα εκδοθεί, αλλά ότι θα χρειαστεί να προφυλακιστεί σε ελληνικές φυλακές. Η Μόνικα θυμάται να απαντάει: «Εντάξει δεν έχω πρόβλημα, μία ζωή φυλακισμένη είμαι, δεν με πειράζει να μείνω φυλακισμένη».
Οι ελληνικές φυλακές
Η Μόνικα μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας όπου λειτουργεί πτέρυγα για τρανς άτομα. Εκεί γνώρισε κι άλλη Βραζιλιάνα τρανς κρατούμενη, με την οποία σύντομα άρχισαν να κάνουν παρέα. Έκατσε για ένα χρονικό διάστημα εκεί, αλλά στη συνέχεια, λόγω ιατρικού προβλήματος που προέκυψε, ζήτησε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο κρατουμένων Κορυδαλλού «Άγιος Παύλος». Εκεί δεν ένιωθε το ίδιο ασφαλής, καθώς οι κρατούμενοι στον Κορυδαλλό είναι άντρες. Είχε όμως το δικό της κελί και προαυλιζόταν κάθε μέρα μόνη της, από τη 1 μέχρι τις 2 το μεσημέρι.
Η Μόνικα δεν μιλούσε ακόμα καλά ελληνικά. Μπορούσε να γράψει και να μιλήσει στα ισπανικά και να επικοινωνήσει υποτυπωδώς στα αγγλικά. Είχε μάθει και τις δύο γλώσσες μόνη της στη Βραζιλία. Σύμφωνα με τη διήγηση της ίδιας, μία μέρα την προσέγγισε ένας συγκρατούμενός της. Τη ρώτησε πρώτα αν είναι καλά και στη συνέχεια της είπε, «Είμαι ο Σάββας. Ό,τι χρειαστείς, να μου πεις».
Η Μόνικα υποστηρίζει ότι ο Σάββας Ξηρός της έμαθε πολλά πράγματα για τη ζωή στη φυλακή: «Μου έμαθε να μην κάνω φασαρίες, μου είπε ότι κανείς δεν θα με πειράξει, ότι αν χρειαστώ κάτι θα με βοηθήσει». Τη συμβούλεψε, επίσης, να αξιοποιήσει τον χρόνο στη φυλακή για να μάθει ελληνικά, έτσι ώστε να μπορεί να συνεννοείται με άνεση για τα καθημερινά.
Της έφερε ένα στικάκι και ακουστικά. Στο στικάκι ήταν περασμένη ταινία με διαλόγους που θυμίζουν σαπουνόπερα. Οι ηθοποιοί μιλούσαν στα ισπανικά και στο κάτω μέρος της οθόνης εμφανίζονταν ελληνικοί υπότιτλοι. Η Μόνικα έτσι άρχισε να μαθαίνει ελληνικά. Σε ένα χαρτί μετέφραζε τα ισπανικά σε πορτογαλικά και από κάτω σημείωνε την ελληνική μετάφραση, όπως τη διάβαζε στους υπότιτλους.
Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής της, η Μόνικα διαγνώστηκε με κάποια ψυχική διαταραχή, για την αντιμετώπιση της οποίας άρχισε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Το κελί της ήταν γεμάτο με κοριούς και η ίδια θυμάται ότι τα χέρια της είχαν καλυφθεί από πληγές. Σε μία στιγμή απόγνωσης, έβαλε φωτιά στο κελί της. Νοσηλεύτηκε λίγο αργότερα στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού.
Στις φυλακές έμεινε συνολικά για έναν χρόνο και οκτώ μήνες. Η αποφυλάκισή της στην αρχή, της προκάλεσε φόβο και πανικό. Για ένα διάστημα, βρήκε κατάλυμα σε ξενώνες οργανώσεων. Πλέον μιλούσε καλά ελληνικά, αλλά η αναζήτηση δουλειάς και στέγης ήταν πολύ δύσκολη λόγω της μεταναστευτικής και τρανς ταυτότητας.
Η Μόνικα δεν ξαναμίλησε ποτέ με την οικογένειά της, όπως είχε υποσχεθεί στη μητέρα της πριν από 20 χρόνια. Η Βραζιλιάνα φίλη που έκανε στις φυλακές την αναζήτησε μέσω της πρεσβείας τους, όταν αποφυλακίστηκε. Όταν συναντήθηκαν, η Μόνικα της είπε: «Τώρα θα είμαστε καλά, δεν θα είμαστε τόσο χαμένες. Θα παλεύουμε μαζί και θα είμαστε καλά».
Τον Μάρτιο του 2017, η Μόνικα κρίθηκε ένοχη για την πράξη της εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών ουσιών. Της επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης έξι ετών. Κρίθηκε, επίσης, ότι η έφεση που έχει το δικαίωμα να ασκήσει, μπορεί να έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Την άνοιξη του 2020, η υπόθεσή της θα εξεταστεί σε δεύτερο βαθμό.
Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.
Περισσότερα από το VICE
Μπήκαμε στο Πρώτο Αποτεφρωτήριο της Ελλάδας
Η «Βαριά Βιομηχανία» των Πλαστών Διαβατηρίων στην Ελλάδα
Το Αληθινό Πρόσωπο του Ηλία Κασιδιάρη