Κείμενο: Μαρία Λούκα, Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής
Ένα χλωμό πρωινό του Φλεβάρη, μπαίνοντας σ’ έναν από τους αποθηκευτικούς χώρους της κατάληψης φιλοξενίας προσφύγων στο 5ο Λύκειο Αθηνών, ανάμεσα σε κούτες με ρούχα και τρόφιμα, μυρωδιές μπαχαρικών και απομεινάρια ομοιωμάτων από ένα ξεχασμένο μάθημα βιολογίας, ξεχώρισα δίπλα στις παιδικές ζωγραφιές των παιδιών τέσσερις πινάκες μιας ξεκάθαρα ενήλικης ποιητικότητας.
Videos by VICE
Είχαν όλοι την ίδια τεχνοτροπία, απεικονίζοντας απόκοσμες ανθρώπινες μορφές, σχεδόν άφυλες, με μια έκφραση ατάραχης τραγικότητας στα πρόσωπα τους. Ήμουν σίγουρη ότι είχα αντικρύσει ξανά τέτοια σχέδια, ότι αν έψαχνα το καταχωνιασμένο αρχείο των φοιτητικών μου χρόνων, κάπου θα τα ξέθαβα. Μετά από λίγη ώρα, μπήκε στην αίθουσα με μια κούπα ματέ στο χέρι και έναν χορό από πιτσιρίκια να τον ακολουθεί φωνάζοντας, «Κάστρο, Κάστρο».
Είναι ο Κάστρο της Κρήτης, των Εξαρχείων, ένας από τους «επτά της Θεσσαλονίκης», που συνελήφθησαν και κρατήθηκαν χωρίς αποδεικτικά στοιχεία και αφέθηκαν ελεύθεροι μετά από 67 μέρες απεργίας πείνας. Εχει λίγο πιο μακριά μαλλιά, λίγο πιο γκρίζα γένια και περισσότερες γραμμές στο πρόσωπο. Τα σχέδια του μέσα από τη φυλακή, το 2003 -για μια από τις μεγαλύτερες αστυνομικές παρωδίες της σύγχρονης ιστορίας- είχαν γίνει φέιγ βολάν σ’ όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Σύμβολα ενός αγώνα για δικαίωση που έδωσαν οι επτά κρατούμενοι, υποθηκεύοντας το κορμί τους. Ανάμεσα τους και ο Simon Chapman, που «έφυγε» πρόσφατα σε ηλικία 43 ετών, έχοντας υποστεί ανεπανόρθωτες βλάβες από την πολυήμερη απεργία πείνας του 2003. Εκείνη η φυλάκιση ήταν μια πτυχή μόνο της πολυτάραχης ζωής του Κάστρο, από τα παράλια της Συρίας, στον πόλεμο του Λιβάνου, τα βασανιστήρια του Άσαντ, την οργάνωση των μεταναστών στην Ελλάδα των 90s, τα εγχώρια κρατητήρια, τα χιλιόμετρα στον δρόμο, τους μεγάλους έρωτες και τους δύσκολους χωρισμούς, μέχρι το σύγχρονο κίνημα καταλήψεων φιλοξενίας προσφύγων. Μια ζωή σχεδόν μυθιστορηματική, όχι σαν best seller με γυαλιστερό εξώφυλλο , αλλά βγαλμένη από τις ιστορίες των αμαρτωλών αγίων του Bukowski.
Παιδεύτηκα πολύ να κάνω αυτή τη συνέντευξη. Δώσαμε πολλά ραντεβού. Κάποια τα ξέχασε, κάποια ακυρώθηκαν. Ένα ιδανικό χάος που προκαλεί ίλιγγο σε όποιον το παρακολουθεί από μια μιντιακή κλειδαρότρυπα, αλλά που ο ίδιος με κάποιον ανεξιχνίαστο τρόπο το ισορροπεί και μπορεί παράλληλα να αγοράζει φρούτα για την κόρη του, να κανονίζει μια έκθεση στην Ισπανία και να φροντίζει να κάνει εξετάσεις μια έγκυος πρόσφυγας. Αποφασίσαμε τελικά να πάμε μια μικρή εκδρομή σ’ ένα χωριό έξω από την Αθήνα, όπου είχε κάτι δουλειές, για να μιλήσουμε στο αμάξι. Σημείωσε το ραντεβού με στυλό στο χέρι του: «Κυριακή 11 π.μ. συνέντευξη». Ξεκινήσαμε, όχι ακριβώς στις 11, αλλά ξεκινήσαμε. Μιλούσε με μια σίγουρη ηρεμία, διανθισμένη με θραύσματα γέλιου και χωρίς συναισθηματικές εξάρσεις. Όχι σαν να μη τα ‘ζησε ο ίδιος, αλλά σαν να σου λέει: «Τι τα θες τώρα αυτά, ρε παιδί μου; Δεν πάμε καλύτερα για ψάρεμα;». «Τώρα θα κοιμηθώ 10 λεπτά», μου είπε στον δρόμο της επιστροφής.
Κοιμάται κυρίως στα μικρά κενά διαστήματα της μέρας, τα νεφρά του πονάνε, όταν ξαπλώνει για πολλή ώρα και υποφέρει από υπνική άπνοια – κουσούρι από ένα χτύπημα με κλομπ στη μύτη. Είναι σαν ένα περίεργο ξωτικό που τριγυρνάει ανάμεσα μας μ’ ένα σημαδεμένο, αλλά αεικίνητο σώμα και πολλαπλούς κατοπτρισμούς. Μπορεί να μιλάει για τον Εγγονόπουλο και να μαζεύει χόρτα στην εξοχή, όπως σ’ όλη του τη ζωή ελίχθηκε ανάμεσα στα σίδερα της οικοδομής και το πινέλο της ζωγραφικής. Μαγνητική φυσιογνωμία στον χώρο, δημιουργεί εντάσεις και πάθη, βαθιές φιλίες και όψιμες αντιπάθειες, αλλά μάλλον κανείς δε μπορεί να παραγνωρίσει τη συμβολή του στο ελληνικό αντιρατσιστικό κίνημα.
Αυτή είναι η ιστορία του, όπως τη διηγήθηκε στο VICE:
Όλοι με φωνάζουν Κάστρο
Με λένε Suleiman Dakdouk, αλλά όλοι με φωνάζουν Κάστρο. Στη γειτονιά μου, στη Συρία, υπήρχε ένας αριστερός που βάφτισε τον έναν το γιο Γκεβάρα και τον άλλον Κάστρο. Ο Κάστρο ήταν θεόμουρλος. Όποτε, λοιπόν, έκανα μαλακίες, ο πατέρας μου εκνευριζόταν και με αποκαλούσε «Κάστρο». Δεν ήταν για καλό, δηλαδή. Εμένα, όμως, μου άρεσε και το κράτησα. Γεννήθηκα το 1969 στην Ταρτούς, απέναντι σχεδόν από την Κύπρο, στη μεσογειακή πλευρά της Συρίας με τους ήπιους χειμώνες και τα πολύ ζεστά καλοκαίρια. Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, μετά τη Λαττάκεια. Είχε μια φοβερή παραλία με γυάλινα νερά, όπου ενώνονταν δύο ποτάμια. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια μου, πολύ κοντά στον ναό των Φοινίκων. Είχε μεγάλο αρχαιολογικό ενδιαφέρον η περιοχή, οι αγρότες, θυμάμαι, έσκαβαν τα χωράφια τους και έβγαζαν αρχαία ευρήματα. Τα περισσότερα, βέβαια, τα είχαν πήραν οι Γάλλοι μαζί τους. Πολύ κοντά στην Ταρτούς βρισκόταν το χωριό Χαμιντιέ. Στο μεγαλύτερο του μέρος ήταν ελληνόφωνο, καθώς αποτελούνταν από μουσουλμάνους Κρητικούς που μετανάστευσαν εκεί μετά το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 και διατήρησαν τα γλωσσικά και πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά.
Η ζωή ήταν άνετη, αρκεί να μην ανακατευόσουν με τα πολιτικά. Εκεί ξεκινούσαν τα δύσκολα και εγώ τα ‘μαθα από μικρός.
Έχω εννέα αδέρφια. Η μάνα μου έκανε συνολικά 13 γέννες. Έτσι συνήθιζαν τότε οι γυναίκες, κάθε ένα με δύο χρόνια γεννούσαν. Ο πατέρας μου ασχολιόταν με την κεραμική, μετά έφτιαξε μια δική του φάρμα με ζώα και έγινε χασάπης. Δεν ήταν μουσουλμάνος. Ανήκε σε μια αίρεση, τους Πυθαγορικούς, οι οποίοι θαύμαζαν τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους και πίστευαν στο φως, ότι το φως είναι γνώση. Το θρησκευτικό στοιχειό δεν ήταν καθόλου έντονο. Φαντάσου, ότι τα θρησκευτικά στο σχολείο ήταν προαιρετικά, δε μετρούσαν καν για τη βαθμολογία. Είναι ζήτημα, αν το 5% των γυναικών φορούσε μαντήλα. Ήταν πολυθρησκευτική κοινότητα η Ταρτούς. Γενικά, η ζωή ήταν άνετη, αρκεί να μην ανακατευόσουν με τα πολιτικά. Εκεί ξεκινούσαν τα δύσκολα και εγώ τα ‘μαθα από μικρός.
Σε ηλικία 13 ετών γνώρισα το μαρξισμό και μπήκα σε μια αριστερή οργάνωση που θεωρούσε χούντα το καθεστώς Άσαντ (σ.σ. τότε στη διακυβέρνηση της χώρας βρισκόταν ο πατέρας Άσαντ). Οι δικοί μου δε συμφωνούσαν, ήταν κοντά στο καθεστώς. Εγώ δε χαμπάριαζα. Στην Α΄ Λυκείου, με αφορμή έναν θυελλώδη καβγά, με διώξανε από όλα τα σχολεία της Συρίας. Είχαμε μάθημα στρατολογίας. Προτού μπούμε στο μάθημα, μας έβαζαν να κάνουμε παραγγέλματα. Μια μέρα, ένας συμμαθητής μου κορόιδεψε λίγο τη φάση. Ο δάσκαλος, λοιπόν, αποφάσισε να βάλει τιμωρία όλη την τάξη και μας διέταξε να μείνουμε έξω όλη μέρα, για να κάνουμε στρατιωτικές ασκήσεις. Αντέδρασα. Με έβαλε σ’ ένα δωμάτιο και πήγε να με χτυπήσει. Εγώ τότε ήμουν γάμα τα, νέος , ωραίος, γυμνασμένος. Δεν κατάλαβα ακριβώς τι έγινε. Όταν συνήλθα πάντως, είχε παντού αίματα. Εξαφανίστηκα, πήγα και κρύφτηκα ένα μήνα. Αυτός μπήκε στο νοσοκομείο. Εμένα με διαγράψανε από το σχολείο.
Ξέρεις πότε έβαλα τα κλάματα μόνο; Όταν με οδηγούσαν στην απομόνωση, με πέρασαν από έναν διάδρομο που είχε καθρέφτη και ανακάλυψα ότι με είχαν κουρέψει. Εκείνη τη στιγμή, μόνο, λύγισα.
Γενικά, εμείς πιτσιρίκια ήμασταν πολύ ατίθασοι, ειδικά με τους ασφαλίτες. Όπου τους πετυχαίναμε, τους ταράζαμε, τους κλέβαμε τα όπλα, τους παίρναμε τα ρούχα, τους αφήναμε στο δάσος να γυρίσουν με τα πόδια. Κάναμε πολλά τέτοια. Μια φορά, όμως, μας πιάσανε και πέρασα τα πρώτα μου -ίσως και τα χειρότερα- βασανιστήρια, σε ηλικία 16 ετών. Μου βγάλανε δύο νύχια μ’ ένα κέρμα, ένα από το πόδι κι ένα από το δάχτυλο του χεριού. Μετά, πέρασα φάλαγγα. Με χτυπούσαν στα πόδια, μου έριχναν νερό και μετά με χτυπούσαν ξανά. Με κούρεψαν γουλί. Θα σου φανεί παράξενο, αλλά δεν αισθάνθηκα αδύναμος. Είναι θέμα να μην υποκύψεις απέναντι στο βασανιστή σου, να νιώθεις πιο δυνατός από αυτόν το δειλό που σε χτυπάει και σε βασανίζει, ενώ εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Δεν το αντέχουν αυτό. Ξέρεις πότε έβαλα τα κλάματα μόνο; Όταν με οδηγούσαν στην απομόνωση, με πέρασαν από έναν διάδρομο που είχε καθρέφτη και ανακάλυψα ότι με είχαν κουρέψει. Εκείνη τη στιγμή, μόνο, λύγισα.
Το 1986 πήγα να πολεμήσω στον Λίβανο, δίπλα στους Παλαιστίνιους. Ήμουν υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Παλαιστινίων, όπως οι περισσότεροι στη Συρία. Είχε εθελοντές μαχητές από όλο τον πλανήτη, από Έλληνες μέχρι Γιαπωνέζους συνάντησα. Έμεινα έναν χρόνο, για ένα εξάμηνο συμμετείχα κανονικά σε μάχες. Εμείς στη Συρία ήδη από την Α΄ Γυμνασίου μαθαίναμε στο σχολείο να λύνουμε το Καλάσνικοφ και να πετάμε χειροβομβίδες. Κοίτα, ο πόλεμος είναι σαν το αίμα, σε τρομάζει την πρώτη φορά, όπως παθαίνουν οι γιατροί. Σταδιακά, τον συνηθίζεις, γίνεσαι κομμάτι του πολέμου. Αυτός ο πόλεμος, όμως, ήταν εμφύλιος και για μένα αυτό ήταν κάπως απογοητευτικό. Εγώ ήθελα να πολεμήσω για την Παλαιστίνη.
Η τρέλα της ελευθερίας
Γύρισα στη Δαμασκό και πήγα να σπουδάσω στη Σχολή Καλών Τεχνών. Ζωγραφίζω από πολύ μικρός. Στην αρχή, έκανα πιο ρεαλιστικά σχέδια και πολλή καρικατούρα, οι φιγούρες ξεκίνησαν να μου βγαίνουν στην εφηβεία. Υπήρχε μια σχολή ζωγραφικής φοίτησης δύο χρόνων στην Ταρτούς, που είχες δικαίωμα να την παρακολουθήσεις άσχετα με το σχολείο. Εγώ την ολοκλήρωσα και έτσι κατάφερα να μπω στην Καλών Τεχνών. Η κυβέρνηση, όμως, κυνηγούσε όλους τους αντιφρονούντες. Όλη η αριστερά -πλην ενός τμήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος- ήταν υπό δίωξη. Δεν απειλούσαν μόνο εμάς, αλλά και όλο τον περίγυρό μας, όποιον μας μιλούσε ή μας χαιρετούσε στον δρόμο. Με κάλεσαν να υπηρετήσω στον Εθνικό Στρατό, αυτό σήμαινε να υπηρετήσεις το καθεστώς, όχι τη χώρα. Εγώ δεν ήθελα για κανέναν λόγο να το κάνω. Με χαρακτήρισαν προδότη τότε, ακόμη και οι γονείς μου. Νομίζω ότι πλέον έχω δικαιωθεί γι’ αυτήν την επιλογή. Είχα πάρει ήδη μια αναβολή, δε διακαιόμουν άλλη. Παράτησα τη Σχολή και κρύφτηκα για ένα χρόνο στον καταυλισμό των Παλαιστινίων στη Δαμασκό. Η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη. Αποφάσισα να φύγω. Πήρα το καράβι από τη Λαττάκεια, πέρασα Κύπρο, Ρόδο και από κει Πειραιά. Να σου πω την αλήθεια, δε στεναχωρήθηκα που έφυγα. Ήθελα από μικρός να το κάνω. Στα 14 μου, μαζί με άλλους εφτά, είχαμε βάλει στο μάτι ένα καράβι που είχε αράξει στο λιμάνι της Ταρτούς και θα πήγαινε στη Γαλλία. Αποφασίσαμε να το κλέψουμε, για να δραπετεύσουμε από τη Συρία. Όλη η επιχείρηση εξελίχθηκε σε μια κωμικοτραγική υπόθεση. Καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο, κινδυνέψαμε και όταν φτάσαμε στο λιμάνι, το καράβι είχε σαλπάρει. Καταβαίνεις, είχα την τρέλα της ελευθερίας.
Η ζωή στην Κρήτη
Η Ελλάδα μ’ άρεσε. Όπως σου είπα, είχα αναπαραστάσεις από την αίρεση του πατέρα μου, από τους Κρητικούς στη Χαμιντέ, διάβαζα Καζαντζάκη και άκουγα Θεοδωράκη. Μου φαινόταν οικεία και όμορφη. Ήρθα πρώτα στον Πειραιά. Πήγα στην Κρήτη για μια βόλτα και έμεινα 17 χρόνια. Η Κρήτη έμοιαζε με την Ταρτούς, είχε θάλασσα, λιμάνι, βουνά. Τότε, στην Κρήτη είχε περίπου 10. 000 μετανάστες, κυρίως Σύριους, Αιγύπτιους, Ρουμάνους και Πολωνούς. Μετά ήρθαν και οι Αλβανοί. Δούλευαν στα χωριά. Δώσαμε έναν μεγάλο και μνημειώδη αγώνα, για να μπουν οι μετανάστες στα σωματεία μαζί με τους ντόπιους. Ήταν υλικό και ιδεολογικό ζήτημα, επειδή όταν ένας μετανάστης είναι χωρίς χαρτιά και μόνος του, τον εκμεταλλεύονται. Κάποιοι εργοδότες τους αφήνανε απλήρωτους και μετά τους καρφώνανε στην Αστυνομία, για να τους απελάσουν και να γλιτώσουν και τα λεφτά. Θέλαμε να ακυρώσουμε στην πράξη την ακροδεξιά προπαγάνδα ότι οι μετανάστες παίρνουν τις δουλείες, επειδή πληρώνονται λιγότερα. Διεκδικούσαμε ίσα δικαιώματα για όλους.
Γράφτηκαν πολλοί μετανάστες τότε στα σωματεία. Βγάλαμε βιβλιάρια ΙΚΑ και καταφέραμε να κερδίσουμε το οικοδομικό επίδομα. Κάποια στιγμή, κατέβαιναν μετανάστες και από άλλες πόλεις στα Χανιά και το Ρέθυμνο, για να γραφτούν στο σωματείο και φτάσαμε τα 60.000 μέλη. Ήμουν ο πρώτος μετανάστης συνδικαλιστής στον νομό Χανίων που εξελέγη μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Οικοδόμων, το 1998. Κάναμε πολλές δράσεις ενάντια στο ρατσισμό στα Χανιά και το Ρέθυμνο. Φτιάξαμε το Φεστιβάλ Εθνοτήτων Χανίων, τον ανεξάρτητο σύλλογο Σύριων Μεταναστών, το Στέκι Μεταναστών στο Ρέθυμνο και μετά το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Μεταναστών. Κάπως έτσι υφάναμε μια ασπίδα προστασίας για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες και μπολιάσαμε την τοπική κοινωνία με μια κουλτούρα συνύπαρξης.
Πάντα βεβαία είχα μπελάδες με τους εργοδότες, επειδή δεν χάριζα ούτε ένα μεροκάματο ένσημα.
Εγώ δούλευα στα σίδερα, οικοδομή. Πάντα βεβαία είχα μπελάδες με τους εργοδότες, επειδή δεν χάριζα ούτε ένα μεροκάματο ένσημα. Όχι εγωιστικά. Ήταν θέμα αρχής. Έχω κάνει καταγγελία και για τρεις μέρες που μ’ άφησαν χωρίς ένσημα. Είχα και απειλές από ακροδεξιούς κύκλους και συνέχεια τραβήγματα με την Αστυνομία, εννοείται. Θα σου πω για την πρώτη φορά που έκανα απεργία πείνας, εντελώς απροετοίμαστος. Ήταν το 1992, τότε δήλωνα Παλαιστίνιος, για να μη με γυρίσουν πίσω. Πήγα στο αεροδρόμιο, στο Ελληνικό, για να δώσω ένα πακέτο σ’ ένα φίλο που έφευγε για τη Συρία. Αργούσε, βγήκα λίγο έξω να δω τι γίνεται, άφησα τη βαλίτσα κάτω από ένα κάθισμα. Γυρνάω μετά από 10 λεπτά και βλέπω αστυνομικούς, σκυλιά, χαμός. Τους λέω ότι είναι δικιά μου η τσάντα. Μου λένε να την ανοίξω σιγά-σιγά. Εγώ έκανα μια και την άνοιξα απότομα. Πετάγονται όλοι μακριά, σαν κωμωδία, άλλος έφυγε 10 μέτρα, άλλος μου έβαλε το όπλο στο κεφάλι. Τους δείχνω παπούτσια, βιβλία, οδοντόκρεμες κτλ. Με συλλάβανε, επειδή δεν είχα χαρτιά. Έκανα απεργία πείνας για δυο εβδομάδες. Με το που μ’ άφησαν, πήγα σαν βλάκας σ’ ένα περίπτερο και ξεκίνησα να τρώω ό,τι βρήκα. Ήταν σαν να με μαχαίρωσαν στο στομάχι.
Στη Συρία, με το που σε συλλάβουν, πρώτα θα σε περάσουν όλοι ένα χέρι ξύλο και μετά θα σε ρωτήσουν το όνομά σου.
Άλλη φορά, μ’ είχαν στο κρατητήριο στην Κρήτη και προσπαθούσαν να μεθοδεύσουν την απέλασή μου. Πληροφορήθηκαν ότι το βράδυ θα γινόταν πορεία συμπαράστασης σε μένα και μου είπαν να φύγω, ότι είμαι ελεύθερος. «Όχι», τους έλεγα, «θα περιμένω την πορεία». Με διώξανε με το ζόρι, τελικά. Εμένα μ’ άρεσε να κάνω χαβαλέ, όταν με έπιαναν στην Ελλάδα. Το διασκέδαζα, επειδή είχε μεγάλη διαφορά με τη Συρία. Στη Συρία, με το που σε συλλάβουν, πρώτα θα σε περάσουν όλοι ένα χέρι ξύλο και μετά θα σε ρωτήσουν το όνομά σου. Συνήθως, με έπιαναν επειδή δεν είχα χαρτιά. Βλέπεις, παρότι ζούσα τόσα χρόνια στην Ελλάδα, δούλευα ακατάπαυστα, παντρεύτηκα εδώ, σπανίως είχα άδεια παραμονής. Για την ιθαγένεια και την άδεια παραμονής πρέπει ο φάκελος σου να έχει διαβεβαιώσεις καλής διαγωγής. «Καλό παιδί» για τις Αρχές είναι αυτός που δουλεύει, τρώει και κοιμάται. Εγώ δεν ήμουν έτσι.
Η ιστορία της Θεσσαλονίκης
Το 2003 συμμετείχα στις κινητοποιήσεις για την Αντι-Σύνοδο στη Θεσσαλονίκη. Στη μεγάλη πορεία που έγινε μέσα στην πόλη, κάποια στιγμή ρίξανε δακρυγόνα και η πορεία χωρίστηκε. Εμάς μας παρέσυρε μια ομάδα ασφαλίτες που ήταν μεταμφιεσμένοι σε διαδηλωτές. Τους ακολουθήσαμε, για να μας οδηγήσουν, υποτίθεται, μακριά από τα χημικά. Αυτοί μας απομόνωσαν, μας χτύπησαν και μας συνέλαβαν. Στο Τμήμα προσπάθησαν να μας ξεφτιλίσουν, μας έβγαλαν τα ρούχα και μας χλεύαζαν. Εμένα με κούρεψαν για δεύτερη φορά, μετά τη Συρία. Μας απήγγειλαν κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα, όλες στημένες, με μοναδικούς μάρτυρες αστυνομικούς και μας προφυλάκισαν – εμένα και άλλους έξι διαδηλωτές. Αυτό ήταν ένα σοκ. Δεν περίμενα να μας φυλακίσουν, πίστευα ότι θα μας άφηναν. Με οδήγησαν στο κελί. Είχε ένα παράθυρο που έβλεπα το τρένο που περνούσε. Ήταν μια στιγμή χαράς, ένα διαφορετικό πράγμα στο μουντό κόσμο της φυλακής. Με έβαλαν μέσα τον Ιούνιο και μέχρι το Σεπτέμβρη απέρριψαν όλες τις αιτήσεις αποφυλάκισης που έκανα.
Στην απεργία πείνας ξεκίνησα να ζωγραφίζω. Μπορώ να σου πω, ότι αυτή ήταν η καλύτερη φάση της φυλακής.
Δεν πήγαινε άλλο. Ξεκίνησα απεργία πείνας. Σκεφτόμουν ότι αυτό ήταν το μοναδικό όπλο που είχα για να παλέψω, το σώμα μου. Προετοιμάστηκα αυτή τη φορά. Έκοψα σταδιακά κάποια φαγητά προτού ξεκινήσω και τις πρώτες μέρες έπαιρνα ζάχαρη και μέλι. Είναι σημαντικό αυτό για τη λειτουργία του εγκεφάλου. Σταδιακά, μπήκαν στην απεργία πείνας και οι άλλοι διαδηλωτές. Με πήγαν στην απομόνωση. Οι πρώτες μέρες ήταν δύσκολες. Μετά σταματάς να πεινάς και ο οργανισμός τρέφεται από το σώμα. Γίνεσαι πανάλαφρος, δεν πατάς στη γη, δεν έχεις ανάγκη από πολύ ύπνο, επειδή δεν μεταβολίζεις, είσαι συνέχεια σαν μαστουρωμένος. Ξεκίνησα να ζωγραφίζω. Μπορώ να σου πω, ότι αυτή ήταν η καλύτερη φάση της φυλακής. Έφτιαχνα χρώματα από καφέ, στάχτες τσιγάρων και καμένα χαρτιά. Ήταν και αυτός ένας τρόπος να μείνω προσηλωμένος. Στην απεργία πείνας, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι το mind game που κάνεις με τον εαυτό σου. Αν φοβηθείς, δεν θα τα καταφέρεις. Είναι θέμα πίστης, πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου, να είσαι αφοσιωμένος σ’ έναν σκοπό.
Δεν ξέρω πώς ξεφύτρωσε το ISIS, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλες αυτές οι υπερδυνάμεις, όπως η Αμερική, η Ρωσία, η Γαλλία, η Τουρκία, δεν μπορούν να το εξολοθρεύσουν.
Σ’ αυτό το μετερίζι γνώρισα το Simon. Για τη δική του περίπτωση υπήρχε μέχρι και βίντεο που έδειχνε να τον χτυπούν οι αστυνομικοί, να του αφαιρούν την μπλε τσάντα που κουβαλούσε και να του φορτώνουν ένα μαύρο σακίδιο γεμάτο με μολότοφ. Το κατηγορητήριό τους έμπαζε από παντού. Εμένα μου λέγανε ότι έβαλα την άδεια παραμονής -που δεν είχα- σε μια τσάντα γεμάτη βενζίνες. Ο αστυνομικός που ήταν μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη δε μπορούσε ούτε στα μάτια να με κοιτάξει, ίδρωνε συνέχεια. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένοι να βάλουν κάποιους φυλακή για τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης και δεν τους ένοιαζε τίποτα. Κατά τη διάρκεια της απεργίας πείνας, θα σου φανεί παράδοξο, αλλά με τον Simon και τους άλλους κάναμε σχέδια για φαγητό, ψάχναμε καινούργιες συνταγές και διοργανώναμε νοερά τραπέζια. Μια μέρα, ζωγράφισα το χέρι του. Μετά από 67 μέρες απεργίας και εκατοντάδες δράσεις αλληλεγγύης στην Ελλάδα και την Ευρώπη, μας άφησαν επιτέλους ελευθέρους. Θυμάμαι την πρώτη φορά που φάγαμε, ήταν μια σούπα, για να μη μας πειράξει. Απίστευτη ανακούφιση. Βέβαια, είχε κόστος όλο αυτό. Εμένα από τότε το έντερο μου και τα μάτια μου πάθανε μόνιμη βλάβη και ο Simon δεν ήταν καλά. Τράβηξε μεγάλο λούκι.
Όταν επέστρεψα στο Ρέθυμνο, είχα συνέχεια ενοχλήσεις από την Αστυνομία. Μετακόμισα στην Αθήνα. Δούλεψα ξανά οικοδομή και μετά έφτιαχνα σκηνικά για το θέατρο. Την οικοδομή επί της ουσίας δεν τη σταμάτησα ποτέ. Με τα χρόνια έγινε κάτι σαν χόμπι. Βλακεία, βέβαια, επειδή μ’ έχει τσακίσει σωματικά. Με την οικογένεια μου δεν είχα ιδιαίτερη επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Από τη μία δεν ήταν εύκολο – μια φορά πήγε ένας αδερφός μου να μου βγάλει διαβατήριο και έκατσε έξι μήνες φυλακή. Από την άλλη, δεν είχα με όλους καλές σχέσεις, αφού δυο αδέρφια μου υπηρετούν κανονικά το καθεστώς και δεν μιλάμε ποτέ. Πάντα πίστευα ότι κάποιος που βολεύεται με το καθεστώς, βολεύεται με τα πάντα και μπορεί να σε πουλήσει ανά πάσα στιγμή. Αν ανεξαρτητοποιηθείς νωρίς από την οικογένεια, επιλέγεις μετά ποιοι άνθρωποι θα ‘ναι «δικοί σου». Με τα υπόλοιπα αδέρφια μου έχω καλές σχέσεις. Ένας αδερφός μου πέθανε πριν από δύο μήνες περίπου. Τον πήραν για ανάκριση 42 μέρες και μετά είπαν ότι αυτοκτόνησε. Μετά από μια εβδομάδα πέθανε και η μάνα μου, δεν ξέρω αν έχει σχέση, αλλά επιβαρύνθηκε από τη στεναχώρια της. Η Ταρτούς, γενικά, αν εξαιρέσεις κάποιες βομβιστικές επιθέσεις, δεν έχει επηρεαστεί από τον πόλεμο. Είναι ελεγχόμενη από τις κυβερνητικές δυνάμεις. Εγώ δεν είμαι ούτε με τον Άσαντ, ούτε με το ISIS. Δεν ξέρω πώς ξεφύτρωσε το ISIS, αλλά δε μπορώ να πιστέψω ότι όλες αυτές οι υπερδυνάμεις, όπως η Αμερική, η Ρωσία, η Γαλλία, η Τουρκία, δεν μπορούν να το εξολοθρεύσουν.
Η αλλεγγύη στην πράξη
Στη Συρία πήγα μόνο μια φορά, πριν από ενάμιση χρόνο. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, βοηθήσαμε μαζί με άλλους Σύριους Ευρωπαίους να φτιαχτεί ένας καταυλισμός εντός συνόρων. Θεωρούσαμε ότι αυτή η κατάσταση ήταν προσωρινή και ότι ο κόσμος γρήγορα θα γυρνούσε στον τόπο του. Αποφάσισα να πάω να δω τι γίνεται. Όπως γύριζα, οι Τούρκοι μου σκίσανε το διαβατήριο και δεν μπορούσα να επιστρέψω κανονικά στην Ελλάδα. Γύρισα παράνομα από τη θάλασσα, από μια παραλία απέναντι από τη Χίο. Πήρα ένα τζετ σκι και έφτασα στη Χίο. Είδα τις ακτές γεμάτες πρόσφυγες και απόγνωση, μου καρφώθηκε η ιδέα να πάω σ’ ένα νησί να βοηθήσω. Το εξήγησα στην κόρη μου. Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είμαι κομμάτι του προβλήματος. Δε γινόταν να με ρωτάει η μικρή, τι γίνεται με τα μωρά που κλαίνε στη θάλασσα και εγώ να τα βλέπω από την τηλεόραση. Πήγα στη Μυτιλήνη. Στην αρχή στη Σκάλα. Έβγαινε ο κόσμος από τη θάλασσα παγωμένος, τους δίναμε τσάι και ρούχα. Μετά κάναμε την κατάληψη στο Εργατικό Κέντρο Μυτιλήνης. Φτιάξαμε το Syria Solidarity House και φιλοξενούσαμε κάποιες ιδιαίτερα ευάλωτες περιπτώσεις, που είχαν πιο επείγουσες ανάγκες. Στη Μυτιλήνη ήταν ζόρικα τα πράγματα. Εμείς είχαμε αναλάβει και ένα μέρος της δουλειάς για τις ταφές των προσφύγων που δε κατάφεραν να φτάσουν στη στεριά. Έχουμε μαζέψει κομμάτια γυναίκας που την ξέβρασε η θάλασσα δύο μήνες μετά, έχουμε θάψει μικρά παιδιά, είδαμε άνδρες να έρχονται από τη Γερμανία, για να θάψουν τις γυναίκες ή τα παιδιά τους, ένα μωρό που πνίγηκε στα πόδια της μάνας του, όταν η βάρκα έβαλε νερά. Φρίκη. Προσπαθούσα να κοιμηθώ και πεταγόμουν συνέχεια. Πήγα σε ψυχολόγο, για να διαχειριστώ αυτά που βιώναμε. Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος ότι το πέτυχα.
Έχουν έρθει κατά καιρούς πολίτες να κάνουν δωρεές σε χρήματα, αλλά τους λέμε όχι. Αν θέλουν, ας φέρουν ψωμί ή φρούτα.
Όταν σφραγίστηκαν τα σύνορα και εγκλωβίστηκε ο κόσμος στην Ειδομένη και το λιμάνι του Πειραιά, κάτι έπρεπε να γίνει. Επέστρεψα στην Αθήνα και ασχολήθηκα με τις καταλήψεις, το κάνω μέχρι και σήμερα. Φοβάμαι πάντα ότι ενδέχεται να γίνει επέμβαση της Αστυνομίας, αλλά προς το παρόν το κράτος δεν έχει κάποια σοβαρή εναλλακτική πρόταση για αυτόν τον κόσμο. Εμείς τα κάνουμε όλα εδώ μόνοι μας, χωρίς υπαλλήλους, χωρίς καμία συνδρομή από κυβερνητικά ή ευρωπαϊκά κονδύλια. Έχουμε οικοδομήσει μια κοινότητα αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης με εθελοντές από όλο τον κόσμο, αλλά και την ενεργή εμπλοκή των ίδιων των προσφύγων. Δεν παίρνουμε λεφτά. Έχουν έρθει κατά καιρούς πολίτες να κάνουν δωρεές σε χρήματα, αλλά τους λέμε όχι. Αν θέλουν, ας φέρουν ψωμί ή φρούτα. Έχουμε δεθεί μεταξύ μας, ειδικά με τους πιο παλιούς έχουμε γίνει φίλοι, καθόμαστε τα βράδια και τρώμε μαζί, κάνουμε γιορτές, όταν κάποιος έχει γενέθλια.
Έχουμε ζήσει άσχημες, τρυφερές και αστείες ιστορίες. Θυμάμαι, μια φορά ένα αγόρι ερωτεύτηκε μια κοπέλα στην κατάληψη. Επειδή δεν είχε πατέρα, μου είπε να πάω εγώ να τη ζητήσω εκ μέρους του. Εγώ δεν κατάλαβα σωστά. Πήγα και ζήτησα λάθος κοπέλα. Χάρηκε και αυτή και η μάνα της. Του λέω, «όλα καλά», τον φωνάζω να ‘ρθει πάνω και μόλις τις είδε, κοκάλωσε. Ντράπηκε να πει μπροστά τους ότι δεν ήταν αυτή. Κάπως τα μπάλωσα μετά. Είπα ότι είναι πολύ νέοι ακόμη και να το αφήσουμε προς το παρόν.
«Κανονική» ζωή ποτέ δεν είχα. Δεν ξέρω, κιόλας, αν ήθελα να έχω.
Για μένα ο στόχος δεν είναι να μείνουν στις καταλήψεις αυτοί οι άνθρωποι. Ο στόχος είναι να ανεξαρτητοποιηθούν, να ζήσουν μέσα στην κοινωνία, να μην είναι γκέτο και να διατηρήσουν -αν θέλουν- την κουλτούρα τους. Τους βοηθάμε προς αυτή την κατεύθυνση, να μάθουν, για παράδειγμα, τη γλώσσα. Το σημαντικό είναι να αποφύγουν τις κακοτοπιές. Το πρώτο πράγμα που τους λέμε είναι μακριά από διακινητές. Σήμερα, αποτρέψαμε πάλι δύο οικογένειες να φύγουν στη Γερμανία με διακινητές, δίνοντας 7.000 ευρώ το άτομο. Δεν χρειάζεται να ρισκάρουν και να φύγουν. Εξάλλου, η ελληνική κοινωνία μπορεί να απορροφήσει αυτόν τον κόσμο και να βοηθηθεί, ειδικά στα χωριά και στην επαρχία, αυτοί οι άνθρωποι θα φέρουν ζωή. Το ξέρω ότι είναι δύσκολα λόγω της κρίσης, αλλά θα βρουν την άκρη τους, αν τους στηρίξουμε.
«Κανονική» ζωή ποτέ δεν είχα. Δεν ξέρω, κιόλας, αν ήθελα να έχω. Δουλεύω ακόμη, με φωνάζουν να φτιάξω διακοσμητικά σε σπίτια ή γραφεία, μου παραγγέλνουν πίνακες, κάνω εκθέσεις, συνεργάζομαι για εξώφυλλα με τον εκδοτικό οίκο Opportuna, φυτεύω στέβια – και πάντα ζωγραφίζω. Δεν ξέρω γιατί βγαίνουν έτσι οι φιγούρες μου. Αν μπορούσα να μιλήσω για τα έργα μου, θα ήμουν μάλλον συγγραφέας ή ποιητής. Εκφράζομαι μέσα από τις εικόνες και όχι από τις λέξεις. Ο Κοροβέσης, που είχε δει μια φορά τα έργα μου, μου ‘χε πει ότι μοιάζουν με νεκρούς. Παντρεύτηκα τρεις φορές με Ελληνίδες και άλλες τόσες χώρισα. Ακόμη περισσότερες φορές ερωτεύτηκα. Από τον τελευταίο μου γάμο έχω μια κόρη εννέα ετών. Πήρα σκληρές αποφάσεις, επειδή, ξέρεις, το μεγάλο μου ελάττωμα είναι ότι δε μπορώ να συγχωρήσω. Η πρώτη μου γυναίκα στην Κρήτη, η Μαρία, μερικά χρόνια μετά το διαζύγιο νόσησε από καρκίνο. Περάσαμε ένα εξάμηνο μαζί, πρώτα στην Αθήνα και στο τελικό στάδιο στην Κρήτη. Της είχαν ακρωτηριάσει το πόδι, υπέφερε από φριχτούς πόνους σε όλο της το κορμί, είχε γίνει σκιά του εαυτού της, με έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Αυτό το εξάμηνο μπορώ να σου πω ότι ήταν πιο δύσκολο και από το εξάμηνο που έζησα ως μαχητής στο Λίβανο.
Η απομόνωση στη Γαύδο
Όταν μπουχτίζω πολύ, απομονώνομαι στη Γαύδο. Έχω κάτσει πολλούς μήνες τον χειμώνα χωρίς παρέα. Έχω περάσει εβδομάδες ολόκληρες, χωρίς να μιλήσω. Το κάνω καμιά φορά ως πνευματική άσκηση. Αν δε μιλάς, μαθαίνεις να ακούς και καταλαβαίνεις πόσες μαλακίες ή άσκοπους βερμπαλισμούς λες καθημερινά. Χρησιμοποιώ ως καταφύγιο την εκκλησία του Άι Γιάννη και τους τάφους. Υπάρχουν κάτι μεγάλοι τάφοι εκεί, με θόλο. Είχα καθαρίσει έναν και είχα φτιάξει κάτι σα δωμάτιο. Μια χρονιά ζωγράφιζα τους δικούς μου αιρετικούς αγίους. Έκανα τους πίνακες πάνω στον Άι Γιάννη, μόλις το ανακάλυψε ο παπάς τα διέλυσε όλα.
Ολοι μόνοι μας είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο. Σε πληγώνει όμως λίγο, δεν σε πληγώνει;
Δε σκέφτηκα ποτέ να φύγω από την Ελλάδα. Εδώ έζησα τα πιο σοβαρά μου χρόνια. Δημιούργησα έναν κόσμο με φίλους, βιβλία, πίνακες, τοπία. Για μένα η πατρίδα σου είναι εκεί που εργάζεσαι, χαίρεσαι, πονάς, αγωνίζεσαι, ερωτεύεσαι. Αυτό είναι. Στην Ελλάδα νιώθω ότι έχω ένα σπίτι να κοιμηθώ σε άπειρα μέρη, φίλους καλούς, με ανοιχτές πόρτες. Απλά, όταν είσαι μετανάστης, πρόσφυγας, πάντα παθαίνεις μερικές αναλαμπές που νιώθεις ξένος. Εμένα αυτή η αίσθηση μου έσκαγε λίγο στις οικογενειακές γιορτές. Ένιωθα ξένος και μόνος. Θα μου πεις, από μια πιο άποψη -κάπως πιο υπαρξιακά- όλοι μόνοι μας είμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο. Σε πληγώνει όμως λίγο, δεν σε πληγώνει;
Πολύ μικρός πίστευα στον Θεό. Μετά, πίστευα στον μαρξισμό. Τώρα, πιστεύω στην ισότητα. Πιστεύω στην αλληλεγγύη και την κοινωνική απελευθέρωση. Μπορεί να υπάρχει σε μικροκλίμακες, σ’ ένα σπίτι, μια σχέση, μια ομάδα, μια κοινότητα. Σε όλη την κοινωνία μου φαίνεται δύσκολο, επειδή το σύστημα κάνει καλά τη δουλειά του – εμείς δεν κάνουμε καλά τη δική μας. Στη Μέκκα, οι πιστοί φτιάχνουν θεούς με χουρμάδες και μετά τους τρώνε. Έτσι και στο κίνημα, καμιά φορά φτιάχνουμε ήρωες, για να τους γκρεμίσουμε. Δε βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω. Έχω κάνει λάθη, αλλά έχω αισθανθεί και πολύ αδικημένος σε ορισμένες περιπτώσεις. Το κέντρο σε κάθε αγώνα χειραφέτησης πρέπει να είναι ο άνθρωπος και η ελευθερία. Αυτό σημαίνει να μπορούμε να υπάρχουμε και μέσα από τις διαφωνίες μας, χωρίς να εξουδετερώνουμε τον άλλον. Δεν είμαστε ούτε αυτό που λέμε ούτε αυτό που πιστεύουμε. Είμαστε αυτό που κάνουμε.
Περισσότερα από το VICE
Οι Γυναίκες που τα Έβαλαν με τη Χρυσή Αυγή
Φόνοι, Ναρκωτικά, Γυναίκες: Οι Έλληνες Ρεμπέτες Ήταν Πολύ Σκληροί για να Πεθάνουν
Οι Serial Killers που Σόκαραν την Ελλάδα