Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Henry Getson, από το Τσέρι Χιλ του Νιου Τζέρσεϊ, είχε γράψει ένα γράμμα στο αγαπημένο του περιοδικό υπολογιστών, το Softalk. Σε αυτό, περιέγραφε τον εαυτό του ως χρήστη με μέτριες γνώσεις και εξέφραζε την εκτίμησή του για τα ευανάγνωστα και κατανοητά άρθρα του περιοδικού. Όπως τόνιζε τον βοηθούσαν πολύ, καθώς είχε αγοράσει πρόσφατα έναν προσωπικό υπολογιστή και είχε αρχίσει να ασχολείται με τον προγραμματισμό. Το γράμμα του έκλεινε με τη σύντομη ερώτηση «Υ.Γ: Έχετε κάποια πρόταση για την κούραση των ματιών;».
Οι συντάκτες του Softalk γνώριζαν ακριβώς τι εννοούσε ο Getson και του απάντησαν με ένα εκτενές άρθρο σχετικά με το συγκεκριμένο «πρόβλημα που απασχολεί πολλούς χρήστες υπολογιστή».
Videos by VICE
«Για να ανακουφιστείτε, μπορείτε να διπλώσετε μια πετσέτα, να τη μουσκέψετε σε ζεστό νερό και να την τοποθετήσετε στα μάτια σας για αρκετά λεπτά», ανέφεραν. Στα επόμενα τεύχη, πολλοί αναγνώστες έδωσαν τις δικές τους συμβουλές για την αντιμετώπιση της κούρασης των ματιών. Ένας αναγνώστης από το Τέξας πρότεινε στον Getson να τοποθετήσει μπροστά στην οθόνη του ένα κομμάτι πλεξιγκλάς, καλυμμένο με μια «αντηλιακή μεμβράνη που πωλείται σε καταστήματα με είδη αυτοκινήτων». Ένας άλλος αναγνώστης από το Μαλιμπού της Καλιφόρνια ανέφερε ότι οι διαφανείς πράσινες μεμβράνες, που χρησιμοποιούνται για να δίνουν χρώμα στα φώτα του θεάτρου, μπορούν να βοηθήσουν αν τοποθετηθούν μπροστά στην οθόνη. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουμε πώς τελικά αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της κούρασης στα μάτια του, όμως σίγουρα είχε να επιλέξει ανάμεσα σε πολλές διαφορετικές προτάσεις χρηστών που μάλλον αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα.
Τόσο ο Getson όσο και όλοι οι χρήστες προσωπικών υπολογιστών, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, είχαν καταλάβει πόσο κουραστική ήταν η συγκεκριμένη ενασχόληση. Όπως αποδείχθηκε, η χρήση υπολογιστών καταπονούσε πολύ τα μάτια. Ή, για να το θέσουμε αλλιώς, τα κουρασμένα μάτια ήταν καθημερινότητα για όσους χρησιμοποιούσαν υπολογιστές. Τα προβλήματα όρασης ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της αλληλεπίδρασης με το φως, το γυαλί και τα χρώματα.
Όταν τα φώτα του δωματίου ή το φως του ήλιου που έμπαινε από κάποιο παράθυρο αντανακλούσαν στην επιφάνεια μιας οθόνης καθοδικού σωλήνα (CRT), τα πράγματα δυσκόλευαν ακόμη περισσότερο: αντανακλάσεις, θολή εικόνα και έντονες σκιές. Ο δυνατός φωτισμός στους κλειστούς χώρους είχε ήδη καθιερωθεί από τον 20ό αιώνα, καθώς ήταν ιδανικός για τη γραφή, την ανάγνωση και όλα τα παραδοσιακά καθήκοντα μιας δουλειάς γραφείου. Ωστόσο, δυσκόλευε πολύ τη χρήση ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και προκαλούσε αρκετά προβλήματα σε όποιον καθόταν μπροστά στο σκοτεινό γυαλί της οθόνης του.
Μερικές δεκαετίες πριν το “Zoom Fatigue” μας εξαντλήσει πνευματικά, η ψηφιακή επανάσταση έφερε μαζί της ένα είδος σωματικού πόνου που μέχρι τότε μας ήταν άγνωστος. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει ποια θα ήταν τα αποτελέσματα της πολύωρης χρήσης μιας καρέκλας γραφείου και μιας οθόνης στον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς δεν υπήρχε προηγούμενο. Σε αντίθεση με την τηλεόραση, η οποία βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση και δεν απαιτεί σπουδαία αλληλεπίδραση, η χρήση ενός υπολογιστή προϋποθέτει επαναλαμβανόμενες κινήσεις των ματιών, τα οποία εστιάζουν σε μια οθόνη που βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση. Και ενώ η τηλεόραση μάς επιτρέπει να επιλέξουμε τον τρόπο που θα καθίσουμε και την απόσταση από αυτή, η χρήση ενός προσωπικού υπολογιστή συνήθως απαιτεί απόσταση μικρότερη του ενός μέτρου από την οθόνη, με τα χέρια να εκτείνονται σε συγκεκριμένη θέση για τη χρήση του πληκτρολογίου ή του ποντικιού. Ο πόνος που βίωσε ο Getson ήταν πρωτόγνωρος, αλλά κατέληξε να γίνει συνώνυμο της χρήσης υπολογιστών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν οι υπολογιστές άρχισαν να μπαίνουν όλο και περισσότερο σε σπίτια.
Σαράντα χρόνια αργότερα, αυτό που ξεκίνησε ως μια απλή ενόχληση στα μάτια, έχει γίνει η καθημερινότητα όσων εργάζονται μπροστά σε μια οθόνη. Οι σωματικοί πόνοι και η κόπωση από τη χρήση του υπολογιστή επηρεάζουν σημαντικά τη σωματική και την ψυχική υγεία, τη στιγμή μάλιστα που η τηλεργασία καθιερώνεται όλο και περισσότερο. Τεντώνουμε διαρκώς τα χέρια μας και μετακινούμε τις οθόνες μας για να ξεπιαστούμε, ενώ παράλληλα ξοδεύουμε πολλά χρήματα σε ειδικές βάσεις, εργονομικές καρέκλες και κάθε λογής εξοπλισμό που θα μας βοηθήσει να καθίσουμε λίγο πιο αναπαυτικά μπροστά στον υπολογιστή μας. Βιομηχανίες ολόκληρες χτίστηκαν πάνω στις καμπουριασμένες πλάτες μας, τη στιγμή που οι φυσιοθεραπευτές και οι χειροπράκτες κάνουν ό,τι μπορούν για να διορθώσουν τη ζημιά. Όλα αυτά, όμως, είναι απλώς προσωρινές λύσεις.
Εκείνοι που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις συνεχείς επισκέψεις στον γιατρό ή δεν έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν σε ακριβά έπιπλα, παραμένουν σκυφτοί πάνω από τα μικρά τους γραφεία, προσπαθώντας να ανακουφιστούν με αυτοσχέδιες λύσεις. Τα σώματά μας δεν προορίζονταν για κάτι τέτοιο.
Πρέπει να εστιάσουμε στους ίδιους τους χρήστες και όχι στο λογισμικό και τους εφευρέτες
Φυσικά, η εν λόγω σωματική καταπόνηση υπήρχε και πριν την άφιξη των πρώτων προσωπικών υπολογιστών, στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Οι κεντρικοί υπολογιστές (mainframes) και οι μικροϋπολογιστές που ξεκίνησαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα μέσα του 20ού αιώνα, απαιτούσαν πολλή ενέργεια και ισχυρά συστήματα ψύξης για να λειτουργήσουν. Αυτά, σε συνδυασμό με την εκτεταμένη χρήση του τηλέτυπου, ήταν γνωστό ότι επιβάρυναν σημαντικά το ακουστικό σύστημα. Δεδομένου ότι ο αριθμός των ανθρώπων που εργάστηκαν σε τέτοιες εγκαταστάσεις πριν από τη δεκαετία του 1970 είναι μικρός, δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τις πραγματικές επιπτώσεις που είχαν στον οργανισμό. Ωστόσο, σε ένα άρθρο των New York Times που δημοσιεύτηκε στις 23 Νοεμβρίου του 1969, με τίτλο «Ο Θόρυβος Είναι Πράκτορας του Θανάτου», οι υπολογιστές και οι γραφομηχανές συμπεριλαμβάνονταν στα εκατομμύρια μηχανήματα που ευθύνονταν για την ηχορύπανση της Νέας Υόρκης. Το καλοκαίρι του 1970 το περιοδικό υπολογιστών Datamation ανέφερε ότι το Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας των ΗΠΑ δημοσίευσε μια έκθεση σχετικά με τον κίνδυνο απώλειας ακοής λόγω της χρήσης των υπολογιστών.
Τα επόμενα χρόνια, όπως φάνηκε και από το γράμμα του Getson, τα πράγματα άλλαξαν και οι επιπτώσεις των υπολογιστών στην υγεία των ανθρώπων περιορίζονταν κυρίως στα μάτια, λόγω των CRT οθονών. Μάλιστα, επειδή οι εκτυπώσεις άρχισαν να περιορίζονται, καθώς έκαναν την εμφάνισή τους οι «γυάλινοι τηλέτυποι» και τα τερματικά, τα προβλήματα υγείας που έφεραν μαζί τους επιδεινώθηκαν.
Με την έλευση των μικροεπεξεργαστών, οι πρώτοι σχεδιαστές μικροϋπολογιστών ξεκίνησαν να πειραματίζονται με μηχανήματα που απαρτίζονταν από μια κεντρική μονάδα επεξεργασίας, μια οθόνη και ένα πληκτρολόγιο. Το 1976, ο Apple I του Steve Wozniak ήταν ένας από τους πρώτους μικροϋπολογιστές που διέθετε κάρτα γραφικών, όπως και ο SOL-20 της Processor Technology, που κυκλοφόρησε το ίδιο έτος.
Παρότι στον βασικό εξοπλισμό του Apple I δεν συμπεριλαμβανόταν η οθόνη και το πληκτρολόγιο, το γεγονός ότι οι αντάπτορες για τα συγκεκριμένα περιφερειακά ήταν ενσωματωμένοι στο ίδιο το μηχάνημα αποτελούσε σπουδαία τεχνολογική καινοτομία, ειδικά σε σύγκριση με τους προκατόχους τους, όπως το Altair 8800.
Σε ό,τι αφορά τον SOL-20, το πληκτρολόγιο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος του, καθώς ολόκληρο το μηχάνημα είχε χτιστεί μέσα σε μια θήκη από ξύλο και μέταλλο. Αυτού του είδους τα μηχανήματα ήταν γνωστά ως «τερματικοί υπολογιστές».
Μέχρι το 1977, το πληκτρολόγιο και η οθόνη αποτελούσαν αναπόσπαστα περιφερειακά του προσωπικού υπολογιστή, κάτι που οδήγησε στην κυκλοφορία του πρώτου κύματος πραγματικά mainstream μικροϋπολογιστών, του Apple II, του TRS-80 και του Commodore PET.
Τότε ήταν που οι επιτραπέζιοι υπολογιστές άρχισαν να παίρνουν τη μορφή που έχουν σήμερα. Η χρήση τους προϋπέθετε μια συγκεκριμένη στάση σώματος, καθώς πλέον ο χρήστης καλούνταν να κάθεται μπροστά σε μια οθόνη, έχοντας τα χέρια του σε συγκεκριμένη θέση για να έχει πρόσβαση στο πληκτρολόγιο (και λίγο αργότερα στο ποντίκι). Τη δεκαετία του 1980, οι επιτραπέζιοι υπολογιστές και τα τερματικά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους σε γραφεία, σχολεία και σπίτια και μαζί τους ήρθε και η καταπόνηση του σώματος: Οι ενοχλήσεις στον καρπό, τα προβλήματα στην όραση και οι πόνοι στην πλάτη αυξήθηκαν εκθετικά. Παράλληλα, η χρήση τους απαιτούσε σημαντικές προσαρμογές, από αλλαγές στον οικιακό και επαγγελματικό φωτισμό, μέχρι αποδοχή των χρόνιων πόνων και της έντονης δυσφορίας.
Παρότι λοιπόν η ερώτηση του Getson μπορεί εύκολα να χαθεί ανάμεσα στα εκατοντάδες γράμματα και άρθρα που κυκλοφόρησαν στα περιοδικά υπολογιστών της δεκαετίας του 1980, το ζήτημα των «κουρασμένων ματιών» αποτελεί μια καλή αρχή για να μελετήσει κανείς τις δυσκολίες που έφερε η χρήση υπολογιστών στον δυτικό κόσμο στα τέλη του 20ού αιώνα. Για να εξετάσουμε όμως την ιστορία των υπολογιστών υπό το πρίσμα του σωματικού πόνου που προκαλούν, πρέπει να εστιάσουμε στους ίδιους τους χρήστες και όχι στο υλικό, το λογισμικό και τους εφευρέτες. Να ασχοληθούμε με έναν κόσμο πέρα από τα ίδια τα μηχανήματα, που σχετίζεται με τον σχεδιασμό, την εθνογραφία και την αναψυχή. Διότι για όλους εκείνους τους ανθρώπους με τα «κουρασμένα μάτια», δεν έχει καμία σημασία τι συμβαίνει μέσα στο κουτί ή πίσω από την οθόνη. Έχει σημασία τι συμβαίνει οπουδήποτε αλλού: Γύρω από τα πληκτρολόγια, τις τηλεοράσεις, τα χειριστήρια, τα γραφεία, τις κουζίνες, τα τραπέζια, τα κρεβάτια, τα χέρια, τα γυαλιά, τις λάμπες, τα παράθυρα, τα στηρίγματα πλάτης, τα διάφορα προστατευτικά και ούτω καθ’ εξής.
Φυσικά δεν θέλουμε να αφήσουμε στην άκρη όλα εκείνα τα πρόσωπα που συνέβαλαν καθοριστικά στην ψηφιακή επανάσταση, όμως θέλουμε να διευρύνουμε τις γνώσεις μας αναφορικά με τη σχέση που έχει το ίδιο μας το σώμα με τα διάφορα κατασκευασμένα εργαλεία και περιβάλλοντα, στα οποία καλείται να ανταποκριθεί υπομονετικά, θέλοντας ή μη.
Και όπως συμβαίνει συνήθως, εκείνες που έκαναν την περισσότερη υπομονή ήταν οι γυναίκες και συγκεκριμένα, οι μη λευκές γυναίκες. Παρά το γεγονός ότι η ενασχόληση με τους υπολογιστές παρουσιάστηκε ως μια δραστηριότητα που αφορούσε κυρίως τους λευκούς άνδρες, οι γυναίκες ήταν εκεί, παντού, όπως και τα σώματά τους, τα οποία βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή, αντιμέτωπα με τις δραματικές αλλαγές που ξεκίνησαν με τα τερματικά τη δεκαετία του ‘70 και συνεχίστηκαν με τους προσωπικούς υπολογιστές τη δεκαετία του ‘80. Και σε αντίθεση με εκείνους που τους προμηθεύτηκαν για λόγους αναψυχής, όπως ο Henry Getson, τόσο οι λευκές όσο και οι έγχρωμες γυναίκες τούς χρησιμοποιούσαν μόνο εν ώρα εργασίας, καθώς καταλάμβαναν κυρίως γραμματειακές θέσεις που αφορούσαν στην εισαγωγή δεδομένων, την επεξεργασία κειμένων και την τήρηση βιβλίων.
Όταν εστιάζουμε λοιπόν την προσοχή μας στο σώμα, βλέπουμε ότι δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη ιστορία, όπως συμβαίνει με τους ίδιους τους υπολογιστές, παρά μόνο μικρά θραύσματα και αναφορές. Αν τα βάλουμε όμως σε μια σειρά, μπορούμε να ανακαλύψουμε πώς φτάσαμε στο σημείο να μάθουμε να ζούμε με τους υπολογιστές στη ζωή μας. Δεν πρόκειται φυσικά για μια ιστορία με φοβερές εφαρμογές, άγριους χάκερ και ευφυείς προγραμματιστές, αλλά για κάτι πιο ήσυχο, για προσωπικές εμπειρίες και αφηγήσεις που είναι δυσκολότερο να μπουν σε μια σειρά, ιστορίες συνήθειας, χρήσης και δημιουργίας. Αυτός ο πόνος στον λαιμό σας και αυτό το μούδιασμα στα δάχτυλά σας κρύβουν πίσω τους μια ιστορία πολύ πιο ουσιαστική από οποιονδήποτε καινοτόμο υπολογιστή. Κανένας υπολογιστής δεν άλλαξε μόνος του τον κόσμο, όμως ο πόνος λόγω του υπολογιστή μας έχει αλλάξει όλους.
Καταγράφοντας τον πόνο λόγω του υπολογιστή
Το 1981, μόλις 16 μήνες πριν το περιοδικό Time ανακηρύξει τον προσωπικό υπολογιστή του 1982 «Μηχάνημα της Χρονιάς», το περιοδικό Human Factors δημοσίευσε ένα ολόκληρο τεύχος αφιερωμένο στο ζήτημα των υπολογιστών στον χώρο εργασίας, σημειώνοντας ότι «ο αριθμός των εργαζομένων που χρησιμοποιούν τερματικά είναι μεγάλος και αυξάνεται ραγδαία» (σε όλο το τεύχος, ο όρος «τερματικό» ή «VDT» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο αυτού που σήμερα αποκαλούμε οθόνη υπολογιστή). Πριν από τη δεκαετία του 1980, τα τερματικά δεν κυκλοφορούσαν ευρέως και έτσι δεν είχαν καταγραφεί παράπονα από τους εργαζόμενους. Αυτή η έρευνα, όμως, αποτελεί ένα όχημα που μας ταξιδεύει πίσω στον χρόνο, στην εποχή που οι εργαζόμενοι άρχισαν για πρώτη φορά να εκφράζουν παράπονα για την άφιξη υπολογιστών στα γραφεία τους.
Μια πρώτη εικόνα μάς δίνει το άρθρο “An Investigation of Health Complaints and Job Stress in Video Display Operations”, το οποίο επικεντρώθηκε στις καταγγελίες σχετικά με την υγεία και τη χρήση τερματικών στους χώρους εργασίας.
Για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης ανάλυσης, οι ερευνητές πραγματοποίησαν συνεντεύξεις και μοίρασαν ερωτηματολόγια σε εργαζόμενους σε υψηλές αλλά και σε χαμηλότερες θέσεις, που χρησιμοποιούσαν τερματικά. Παράλληλα, για να δημιουργήσουν μια ομάδα ελέγχου, πραγματοποίησαν συνεντεύξεις και μοίρασαν το ίδιο ερωτηματολόγιο σε εργαζόμενους που έκαναν την ίδια δουλειά, αλλά με παλαιότερης τεχνολογίας εργαλεία. Εκτός από τη συλλογή βασικών δημογραφικών δεδομένων και την υποβολή μιας σειράς ερωτήσεων που σχετίζονταν με το εργασιακό άγχος, οι συμμετέχοντες καλούνταν να καταγράψουν ό,τι παράπονο είχαν σχετικά με τη σωματική και την ψυχική τους υγεία. Από τους συμμετέχοντες που κατέγραψαν το φύλο τους, το 47% ήταν γυναίκες (το ποσοστό των γυναικών στις χαμηλές θέσεις ανήλθε στο 67%). Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των έγχρωμων γυναικών σε χαμηλές θέσεις ήταν εξαιρετικά υψηλό, καθώς άγγιζε το 46% (αφορά όσους ανέφεραν δημογραφικά δεδομένα). Η διάκριση μεταξύ των εργαζομένων βάσει της θέσης τους είναι σημαντική, καθώς οι υπάλληλοι που κατείχαν χαμηλότερες θέσεις είχαν λιγότερο έλεγχο σχετικά με το είδος της εργασίας που έκαναν ή τη διαχείριση του χρόνου τους στο τερματικό.
Κατά την ανάλυση των δεδομένων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι «οι χρήστες τερματικών σε χαμηλόβαθμες θέσεις κατέγραψαν περισσότερα παράπονα για ενοχλήσεις στα μάτια, μυοσκελετικούς πόνους και ψυχολογική πίεση, καθώς και υψηλότερα επίπεδα εργασιακού στρες, σε σχέση με τους χρήστες τερματικών σε υψηλότερες θέσεις». Μάλιστα, το ποσοστό των παραπόνων που εξέφρασαν για προβλήματα υγείας (από λιποθυμίες και πόνο στο στομάχι μέχρι πίεση του αυχένα και κράμπες στο χέρι) ήταν έως και τέσσερις φορές υψηλότερο.
Η θολή όραση και ο πόνος στα μάτια ήταν δύο προβλήματα που αναφέρθηκαν από το 70-90% των συμμετεχόντων. Ήταν σαφές ότι οι διαφορές που καταγράφηκαν ανάμεσα στους υπαλλήλους σε χαμηλές θέσεις και στην ομάδα ελέγχου (όπως οι αλλαγές στην αντίληψη του χρώματος ή ο πόνος στους καρπούς) οφείλονταν στην ασταμάτητη χρήση των τερματικών. Οι γυναίκες είχαν τη λιγότερη αυτονομία στην εργασία τους και έτσι τα σώματά τους επηρεάζονταν περισσότερο από τη χρήση των υπολογιστών.
Από τη συγκεκριμένη έρευνα προέκυψε ακόμα ένα στοιχείο, το οποίο όμως οι ειδικοί δεν ήξεραν πώς να αξιολογήσουν: Κατά την εκτίμηση των επιπέδων άγχους και ικανοποίησης από την εργασία, οι υπάλληλοι στις χαμηλότερες θέσεις που χρησιμοποιούσαν τερματικά εξέφρασαν μεγαλύτερη ενόχληση λόγω της μονοτονίας, περισσότερη κόπωση και δυσαρέσκεια, σε σχέση με τα άτομα της ομάδας ελέγχου που εκτελούσαν τις εργασίες τους με το χέρι. Όπως τονίζεται, «τα προβλήματα άγχους που αναφέρθηκαν από τους χρήστες τερματικών δεν σχετίζονται αποκλειστικά με τα ίδια τα μηχανήματα, αλλά με ολόκληρο το σύστημα εργασίας γύρω από αυτά». Οι αρμοδιότητες των χρηστών τερματικών ήταν βαρετές και επαναλαμβανόμενες. Όπως είπαν, είχαν ελάχιστη εμπλοκή στις σημαντικές εργασίες, ενώ ένιωθαν ότι δεν είχαν αρκετή αυτονομία και έλεγχο. Για τις γυναίκες που ασχολούνταν μόνο με τις συγκεκριμένες εργασίες το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ο υπολογιστής, αλλά ο τρόπος με τον οποίο η λεγόμενη παραγωγικότητα του υπολογιστή μείωνε την ικανοποίηση που έπαιρναν από τη δουλειά τους.
Τι ήταν αυτό που έκανε τους υπολογιστές τόσο βασανιστικούς, όμως; Η ποσοτική ανάλυση δεν μπορούσε να δώσει μια σαφή απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Οι ερευνητές έπρεπε να περιμένουν μέχρι το 1988, χρονιά κατά την οποία κυκλοφόρησε το βιβλίο της Shoshana Zuboff “In the Age of the Smart Machine: The Future of Work and Power”. Πρόκειται για έναν εθνογραφικό απολογισμό του αντίκτυπου που είχε η χρήση υπολογιστών σε περιβάλλοντα εργασίας στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Αυτό που αποκάλυψε η έρευνα της Zuboff ήταν το ψυχο-σωματικό κόστος που είχε η προσθήκη του υπολογιστή στον χώρο εργασίας. Στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο “Office Technology as Exile and Integration”, η Zuboff καταγράφει τα δεδομένα που συνέλεξε παρατηρώντας τον τρόπο εργασίας των χαμηλόβαθμων υπαλλήλων σε δύο διαφορετικά γραφεία, στα οποία οι υπολογιστές είχαν μόλις κάνει την εμφάνισή τους (η Zuboff δεν δίνει ακριβή στατιστικά στοιχεία για τους υπαλλήλους, ωστόσο σημειώνει ότι ήταν κυρίως γυναίκες). Πριν από την άφιξη των τερματικών, η εργασία των γυναικών αυτών ήταν κυρίως χειρωνακτική, υπό την έννοια ότι συμπλήρωναν έγγραφα, αρχειοθετούσαν φακέλους, ενημέρωσαν τα αρχεία χειρόγραφα, κρατούσαν σημειώσεις και χειρίζονταν τις περίπλοκες εργασίες βασιζόμενες στις προσωπικές σχέσεις που είχαν με τους πελάτες, την τεχνογνωσία τους και τις συσκέψεις που πραγματοποιούσαν με τους συναδέλφους και τους διευθυντές τους. Η άφιξη των τερματικών στα γραφεία τους έγινε με σκοπό τον εξορθολογισμό και την επιτάχυνση των εργασιών τους, όμως εξάλειψε όλες τις μικρές συνήθειες που είχαν μέχρι τότε, όπως το περπάτημα, οι συνομιλίες, τα χαρτιά και οι χειρόγραφες σημειώσεις, το ξεφύλλισμα και άλλα.
Σύμφωνα με τη Zuboff, αυτή η προσπάθεια «απλοποίησης» των εν λόγω εργασιών μέσω των υπολογιστών και ο περιορισμός της χρήσης χαρτιού κατήργησε ουσιαστικά τις αρμοδιότητες στις οποίες οι συγκεκριμένες γυναίκες ήταν εξειδικευμένες. Ξαφνικά, οι αλλαγές στον λογαριασμό ενός πελάτη προϋπέθεταν απλώς την εισαγωγή δεδομένων σε μια σειρά που καθόριζε ο ίδιος ο υπολογιστής. Η άλλοτε πολύπλοκη εργασία μετατράπηκε σε μια διαδικασία συμπλήρωσης κενών και πλέον οι υπάλληλοι δεν συμμετείχαν ενεργά στη λήψη αποφάσεων. Αυτό που παρατήρησε η Zuboff ήταν πως όσο η πνευματική εμπλοκή σε κάθε εργασία μειωνόταν, τόσο αυξανόταν η ανάγκη συγκέντρωσης και προσοχής. Ο υπολογιστής έκανε τη δουλειά τόσο συνηθισμένη, τόσο βαρετή, που οι εργαζόμενοι έπρεπε να πιεστούν για να μπορέσουν να συγκεντρωθούν σε αυτό που έκαναν. Η δουλειά έπαψε πια να βασίζεται στις γνώσεις, άρχισε να βασίζεται στη συγκέντρωση και αυτό αποδείχθηκε ότι είχε βαθιές σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις στους ίδιους τους υπαλλήλους.
Η Zuboff μπόρεσε να εντοπίσει την έκταση αυτού του προβλήματος ζητώντας από τους υπαλλήλους να σχεδιάσουν τους εαυτούς τους πριν και μετά τους υπολογιστές. Οι ζωγραφιές μιλάνε από μόνες τους. Πίσω από τις απλές γραμμές και τις έντονες αντιθέσεις διακρίνεται ξεκάθαρα ένα είδος τρόμου κατά τη χρήση του υπολογιστή. Αντιθέτως στις ζωγραφιές που απεικονίζεται η εποχή πριν την έλευση των υπολογιστών, οι υπάλληλοι φαίνονται χαρούμενοι και μάλιστα συχνά απολαμβάνουν τη συντροφιά των συναδέλφων τους.
Ο υπολογιστής, τελικά, τους προκαλούσε βαθιά θλίψη. Ένιωθαν ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κεφάλια πίσω από γραφεία, ένιωθαν ολομόναχοι. Ένα από τα σκίτσα μάλιστα συνοδεύεται από την εξής λεζάντα: «Δεν μιλάω, δεν κοιτάω, δεν περπατάω. Το στόμα μου είναι σφραγισμένο, τα μάτια μου είναι καλυμμένα και τα χέρια μου δεμένα με αλυσίδες. Η ακτινοβολία με έχει κάνει να χάσω τα μαλλιά μου. Ο μόνος τρόπος να πιάσεις τους στόχους σου είναι να εγκαταλείψεις την ελευθερία σου». Στο πλάι του γραφείου υπάρχει ένα διάγραμμα που παρουσιάζει την αύξηση της παραγωγικότητας. Σε μια άλλη ζωγραφιά, ο εργαζόμενος φοράει τη ριγέ στολή που φορούν οι φυλακισμένοι. Το τηλέφωνο χτυπά, ενώ στο γραφείο υπάρχει ένα βάζο με ένα μαραμένο λουλούδι, δίπλα στον υπολογιστή. Το ημερολόγιο είναι κενό και ο προϊστάμενος παρακολουθεί από ψηλά. Και ένα σημείωμα που δίνει έμπνευση «Συνεχίστε την καλή δουλειά με τους υπολογιστές» και συμβολίζει την έμφαση που είχε αρχίσει να δίνεται στην ταχύτητα.
Αυτές οι ζωγραφιές δείχνουν τι πραγματικά σήμαινε η άφιξη του υπολογιστή στον εργασιακό χώρο: Αύξηση της αποδοτικότητας και της παραγωγικότητας λόγω του αυτοματισμού. Ο υπολογιστές επέτρεπαν στους εργαζόμενους να επεξεργάζονται περισσότερα δεδομένα και το ανθρώπινο σώμα έπαψε να περιορίζει την κερδοφορία λόγω των ενοχλητικών ορίων του.
Οι πρώτες προσπάθειες για την καταπολέμηση του πόνου
Η διατήρηση των πολλών κερδών που έφερε η χρήση του υπολογιστή προϋπέθετε την εύρεση λύσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ασταμάτητα παράπονα των χρηστών λόγω του σωματικού πόνου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, οι ειδικοί άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους στη σωματική υγεία όσων χρησιμοποιούσαν επιτραπέζιους υπολογιστές. Το συγκεκριμένο ζήτημα θίγεται και από βιβλία όπως το “Zap!: How Your Computer Can Hurt You and What You Can Do About It”, το οποίο παρουσιάζει το γραφείο ή το σπίτι ως ένα «οικοσύστημα» όπου οι οθόνες, τα πληκτρολόγια, ο φωτισμός, οι καρέκλες και η ποιότητα του αέρα είναι μεταβλητές που πρέπει να εξετάζονται διαρκώς προκειμένου να δημιουργείται ένα «τέλειο περιβάλλον εργασίας». Ακόμη και οι ειδικοί του fitness έβγαζαν χρήματα αξιοποιώντας την προσοχή της Αμερικής που είχε εστιαστεί στα καταπονημένα σώματα των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το “Tone Up at the Terminals: An Exercise Guide for High-Tech Automated Office Workers” της Denise Austin, που κυκλοφόρησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η γνωστή παρουσιάστρια του ESPN ετοίμασε ένα ολόκληρο πρόγραμμα γυμναστικής για τους εργαζόμενους, το οποίο κυκλοφόρησε δωρεάν και εκδόθηκε σε συνεργασία με την Κρατική Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης.
Στόχος του ενθουσιώδη αυτού οδηγού της Austin ήταν να προτείνει στους «υπαλλήλους που χειρίζονται τους υπολογιστές», τρόπους για να μειώσουν την ένταση και την κόπωση. Η ίδια, μέσα από μια σειρά παράλογων στάσεων και ασκήσεων, παρουσιάζει λύσεις ώστε να ανακουφιστούν οι ώμοι, οι βραχίονες, οι καρποί, τα χέρια, η μέση, η πλάτη, τα πόδια, οι αστράγαλοι και γενικά όλο το σώμα. Φυσικά δεν στέκεται ποτέ όρθια. Αντιθέτως, παραμένει καθιστή, φορώντας μια tweed φούστα μέχρι το γόνατο. Είναι σαν να ξέρει ότι κανένας εργοδότης δεν θα ήθελε να δει τον υπάλληλό του να ξεκουράζεται πηγαίνοντας ας πούμε να πιει ένα ποτήρι νερό. Οι πόζες της Austin μάς θυμίζουν τις γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη της Zuboff: Διακριτικές παρουσίες μέσα στον εργασιακό χώρο που δουλεύουν ασταμάτητα. Και φυσικά, ολοκληρώνεις το πρόγραμμα με μια αγκαλιά, γιατί «ΤΟ ΑΞΙΖΕΙΣ».
Ξέρουμε πολύ καλά σε ποια σώματα απευθύνεται το συγκεκριμένο φυλλάδιο. Όπως αναφέρει η Zuboff στην εθνογραφική της μελέτη, η άφιξη των υπολογιστών στα γραφεία είχε ως στόχο την αυτοματοποίηση της δουλειάς γραφείου και συγκεκριμένα των αρμοδιοτήτων των γυναικών, την εισαγωγή δηλαδή δεδομένων και την επεξεργασία κειμένου. Επιπλέον, η γρήγορη πληκτρολόγηση, που αποτελούσε απαραίτητη δεξιότητα για τη χρήση υπολογιστή, ήταν βασικό κομμάτι αυτών των θέσεων καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ήταν μια δεξιότητα που διδάσκονταν στο σχολείο οι γυναίκες, και όχι οι άνδρες (οι οποίοι συνήθως πληκτρολογούσαν πάρα πολύ αργά. Η πληκτρολόγηση θεωρούνταν γραμματειακή αρμοδιότητα και σίγουρα δεν ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει ένας άντρας σε μια διευθυντική θέση. Όπως σημειώνουν και ορισμένοι από τους ιστορικούς που ασχολήθηκαν με το εν λόγω ζήτημα, όπως ο Paul Atkinson και η Jesse Adams Stein, ακόμα και οι διαφημίσεις της δεκαετίας του ’80 προέβαλαν έντονα αυτόν τον διαχωρισμό: Οι γυναίκες απεικονίζονταν να πληκτρολογούν σε υπολογιστές, ενώ οι άνδρες έδειχναν απλώς τις οθόνες, ήλεγχαν τη δουλειά των γυναικών ή απλώς πόζαραν με τον υπολογιστή στο γραφείο τους. Αυτά τα στερεότυπα άρχισαν να εξαλείφονται στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 με την έλευση του ποντικιού. Χάρη στο ποντίκι, ένας διευθυντής μπορούσε να χειριστεί τον υπολογιστή χωρίς να υιοθετήσει την «υποτονική» στάση σώματος της γραμματέας του.
Όλο αυτό εξελίχθηκε σε έναν αγώνα δεκαετιών, μεταξύ του σώματος και της μηχανής, ο οποίος τελικά επεκτάθηκε σε όλα τα φύλα. Πρόκειται για κάτι που ξεκίνησε πριν ακόμα και από την έλευση του αυτοκινήτου, το οποίο άλλαξε τη στάση του σώματος στην καθημερινότητά μας και οδήγησε και αυτό με τη σειρά του σε μια ασταμάτητη πορεία προς αυτή την κατεύθυνση. Δεδομένου ότι τα άτομα που διαβάζουν αυτό το άρθρο ανήκουν στην πρώτη γενιά που μεγάλωσε με τους υπολογιστές, για εκείνους οι χρόνιοι πόνοι και η κούραση στα μάτια είναι πια καθημερινότητα.
Το multitasking και η διαχείριση του πόνου σήμερα
Όπως φάνηκε και από το πρόγραμμα γυμναστικής της Denise Austin, πολλές από τις αλλαγές που αναγκαστήκαμε να υιοθετήσουμε μας έκαναν να αφήσουμε στην άκρη τη σωματική μας ευεξία για να μην γίνουμε «βάρος» στον χώρο εργασίας και να μην μειωθεί η παραγωγικότητά μας. Ο πόνος μας τροφοδοτεί τις νέες βιομηχανίες που ανθίζουν πουλώντας ειδικά γραφεία, ρυθμιζόμενα πληκτρολόγια και εργονομικά ποντίκια κάθε λογής. Tα κουρασμένα μας σώματα ήταν βούτυρο στο ψωμί των προγραμμάτων για μετατροπή ομιλίας σε κείμενο (έτσι γράφτηκε και το συγκεκριμένο άρθρο), ενώ στην πορεία αναζητήσαμε κι άλλες λύσεις, πέρα απ’ τα εργονομικά έπιπλα. Μία από τις πιο δημοφιλείς προπονήτριες γιόγκα στο YouTube, η Adriene Mishler, έχει δημιουργήσει πολλά συναρπαστικά βίντεο, ακολουθώντας το παράδειγμα της Austin, όπως το “Yoga at Your Desk”, το “Office Break Yoga” και το “Yoga for Text Neck”. Οι συγκεκριμένες θεματικές είναι πολύ δημοφιλείς και θίγονται σε πολλά κανάλια του YouTube, τόσο από ανθρώπους που ασχολούνται με την υγεία και την ευεξία, όπως οι AskDoctorJo και το ModernHealthMonk, όσο και από γνωστά ιδρύματα όπως το Mayo Clinic. Μάλιστα, το γεγονός ότι πολλά από αυτά τα βίντεο δημιουργήθηκαν πριν από την πανδημία αποδεικνύει ότι δεν ευθύνεται η τηλεργασία και η πολύωρη χρήση του Zoom για την έντονη καταπόνηση του σώματός μας. Αντιθέτως, φαίνεται να οφείλεται στον τρόπο που έχουμε μάθει να εργαζόμαστε εδώ και αρκετά χρόνια, τόσο κατά τις ώρες γραφείου, όσο και πέρα από αυτές.
Η χρήση των υπολογιστών είναι τόσο δελεαστική που μας παρασύρει διαρκώς σε νέα επικίνδυνα μονοπάτια, όπως το “text neck”, μια νέα πάθηση που είναι πλέον της μόδας. Αν κάνετε μια γρήγορη αναζήτηση στο Google θα βρείτε μια σειρά από συνδέσμους προς ιστοσελίδες που ασχολούνται με συμβουλές ιατρικής φύσεως, όπως το physio-pedia.org, το healthline.com και το spine-health.com. Το Text Neck Institute (το οποίο φαίνεται ότι είναι το γραφείο ενός γιατρού στο Plantation της Φλόριντα) χαρακτηρίζει το text neck ως «παγκόσμια επιδημία» ήδη από το 2015 (http://www.text-neck.com). Το http://www.textneck.com/ σας ανακατευθύνει στο http://www.teknekk.com/, την «απόλυτη εφαρμογή για γονικό έλεγχο» που επιτρέπει στους γονείς να διαχειρίζονται τον χρόνο που τα παιδιά βρίσκονται μπροστά στην οθόνη και τα βοηθά να βελτιώσουν τη στάση του σώματος όταν ασχολούνται με το smartphone τους.
Τα smartphones αποτελούν την τελευταία προσθήκη σε αυτή την μακροχρόνια μάχη ανάμεσα στους υπολογιστές και την υγεία μας. Η λανθασμένη κλίση του κεφαλιού αποδεικνύει πόσο επιβαρυντικό είναι τελικά το multitasking, ένας όρος που είναι πλέον συνώνυμος με τη χρήση του υπολογιστή. Αυτές οι φαινομενικά απρόσκοπτες εναλλαγές μεταξύ πολλών διαφορετικών εργασιών βάσει προτεραιοτήτων θυμίζουν πολύ τον τρόπο που η προσοχή μας εναλλάσσεται μεταξύ της προσωπικής και της επαγγελματικής μας ζωής. Το multitasking ήταν κάποτε κάτι που αφορούσε αποκλειστικά τον ίδιο τον υπολογιστή. Ήταν ένας τεχνικός όρος που περιέγραφε την ικανότητα των υπολογιστικών συστημάτων να υποστηρίζουν την ταυτόχρονη εισαγωγή και επεξεργασία δεδομένων από πολλούς διαφορετικούς χρήστες, χάρη στη γρήγορη εναλλαγή μεταξύ των εργασιών. Μέχρι φυσικά τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν το γραφικό περιβάλλον χρήστη (GUI) σε συνδυασμό με τις νέες συνήθειες του εργατικού δυναμικού άλλαξαν τα έως τότε δεδομένα. Ο όρος multitasking αφορούσε πια τους ανθρώπους και τη δυνατότητά τους να ασχολούνται με πολλές διαφορετικές εργασίες ταυτόχρονα. Η μελαγχολία που είχε καταγράψει στην έρευνά της η Zuboff μετατράπηκε σε έναν ασταμάτητο θόρυβο λόγω της χρήσης του υπολογιστή.
Την επόμενη φορά λοιπόν που θα νιώσετε ότι τα μάτια σας είναι κουρασμένα, οι καρποί σας είναι μουδιασμένοι και ο αυχένας σας πονάει, να θυμάστε ότι η τεχνολογία δεν ήρθε για να κάνει τη ζωή μας πιο εύκολη, αλλά για να την περιπλέξει με τρόπους που δεν είχαμε καν φανταστεί. Ο πόνος που σχετίζεται με τη χρήση του υπολογιστή και οι προσπάθειες που κατέβαλαν και συνεχίζουν να καταβάλουν όλοι για να τον αντιμετωπίσουν και να τον διαχειριστούν είναι εδώ για να μας θυμίζουν πώς ο υπολογιστής κατέληξε να είναι προσωπικός. Η ένταξη των υπολογιστών στην καθημερινότητά μας, τόσο στην εργασία όσο και στο σπίτι, είναι ένα πεδίο μελέτης του οποίου η ουσία έγκειται στον τρόπο που επηρέασε το ίδιο το σώμα. Για να μελετήσουμε λοιπόν την ιστορία των υπολογιστών από μια διαφορετική οπτική, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν εκείνο το γράμμα του Getson και να αναλογιστούμε όλες αυτές τις ιστορίες που εκτυλίσσονται γύρω από τον υπολογιστή, και όχι μέσα σε αυτόν.
Μια εκτενέστερη εκδοχή του συγκεκριμένου άρθρου θα συμπεριληφθεί στο “Abstractions and Embodiments: New Histories of Computing and Society”, υπό την επιμέλεια των Janet Abate και Stephanie Dick, που θα δημοσιευτεί από το τμήμα εκδόσεων του Πανεπιστημίου Johns Hopkins το 2022.
Περισσότερα από το VICE
Η «Εθνική» Προσφύγων στις Πολεμικές Τέχνες Προπονείται στο Πεδίο του Άρεως
Ένας Χρόνος Χωρίς Σεξ, Έρωτα ή Γνωριμίες
Η Marseaux θα Ήθελε να Δει Περισσότερους Συνομήλικούς της να Ψηφίζουν