Υπάρχει «Χώρος» για την Πυρηνική Ενέργεια στην Ελλάδα;

Kοινοποίηση

Η φράση «πυρηνική ενέργεια στην Ελλάδα» φαντάζει από μόνη της ως ένα πολύ σύντομο αστείο. Εν έτει 2014, στην Ελλάδα της κρίσης, στον ενεργειακό τομέα κυριαρχούν άλλα θέματα συζήτησης, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Ακόμα και πριν τη Φουκουσίμα και το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, στην Ελλάδα η πυρηνική ενέργεια αποτελούσε ανέκαθεν ένα είδος «ταμπού», ειδικά μετά το 1986 και τον εφιάλτη του Τσέρνομπιλ. Επίσης, η απειλή του Κοζλοντούι στη Βουλγαρία εξακολουθεί να υφίσταται – και πιθανότατα θα συνεχίσει, για αρκετά χρόνια ακόμα.

Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν φωνές που τάσσονται υπέρ της εξέτασης του ενδεχομένου της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας. Το ζήτημα είχε τεθεί το 2010 σε κοινοβουλευτικό επίπεδο σε επίκαιρη ερώτηση του Γ. Καρατζαφέρη (στην οποία είχε απαντήσει ο Θ. Πάγκαλος). Η Ακαδημία Αθηνών έχει ζητήσει να εξεταστεί σοβαρά το θέμα, ενώ μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη, στην οποία παρέθετε τα πλεονεκτήματα της «πυρηνικής επιλογής» για την χώρα είχε παραχωρήσει το 2010 ο Λ.Τσουκαλάς, καθηγητής Ευφυών Συστημάτων Ενέργειας στο Purdue Universityκαι στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας, που έχει ασχοληθεί με την πυρηνική τεχνολογία ισχύος και τα συστήματα ελέγχου και ασφάλειας πυρηνικών συστημάτων, με τον οποίο και επικοινώνησα.

Videos by VICE

Ο κ. Τσουκαλάς, αν και αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα είναι παγιωμένη η άποψη πως η πυρηνική ενέργεια είναι κάτι επικίνδυνο, επισημαίνει ότι πρόκειται για ένα θέμα πολύ μυθοποιημένο. «Όπως σε όλα τα στερεότυπα, υπάρχει και μια δόση αλήθειας, αλλά και μια μεγάλη δόση υπερβολής. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι μια πολύ σοβαρή τεχνολογία, που για να λειτουργήσει πρέπει να τη σεβαστούμε».

Σύμφωνα με τον κ. Τσουκαλά, το κύριο επιχείρημα υπέρ της πυρηνικής ενέργειας είναι οικονομικό: «Οι αναπτυγμένες χώρες, δεν μπορούν να γίνουν πιο ανταγωνιστικές με φθηνή εργασία και μισθούς εξαθλίωσης, αλλά με φθηνότερη ενέργεια. Ο καθοριστικός συντελεστής ανάπτυξης είναι το κόστος ενέργειας, όχι το κόστος εργασίας».

«Η Ελλάδα με τα δεδομένα που έχουμε, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ανταγωνιστική με μισθούς εξαθλίωσης και ανεργία. Η ενέργειά μας είναι ακριβή για πολλούς λόγους. Το συνολικό μείγμα της ενέργειας έχει πρωταγωνιστές το πετρέλαιο και το αέριο, που είναι ακριβά καύσιμα πλέον και θα είναι ακριβά στο μέλλον. Άλλωστε οι τιμές των υδρογονανθράκων δεκαπλασιάστηκαν την προηγούμενη δεκαετία και δεν φαίνεται να μπορούν να επιστρέψουν στα προηγούμενα επίπεδα» προσθέτει.

Ο κ. Τσουκαλάς τονίζει επανειλημμένα τη σημασία του κόστους ενέργειας όσον αφορά στην ανάπτυξη της χώρας: «έχουμε από τις υψηλότερες τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, αυτό πρέπει να αλλάξει» σημειώνει. «Θα έπρεπε να είναι εθνικός στόχος να μην κοστίζει η μέση ελληνική μεγαβατώρα περισσότερο από 40 ευρώ. Ανταγωνιστικοί θα γίνουμε με φθηνή ενέργεια».

Ως εκ τούτου, χαρακτηρίζει απολύτως αναγκαία για τη χώρα την κατασκευή πυρηνικών σταθμών: «Η Ελλάδα χρειάζεται περίπου 60.000 γιγαβατώρες το χρόνο όσον αφορά την ηλεκτρική ενέργεια. Μια πυρηνική γιγαβατώρα θα μας κόστιζε εδώ περίπου 10.000 ευρώ. Σήμερα στη ΔΕΗ, με τα καύσιμα που χρησιμοποιεί, μία γιγαβατώρα κοστίζει περίπου γύρω στις 80- 100.000 ευρώ. Το κοστολόγιο για τους καταναλωτές είναι περίπου 160.000 ευρώ για τη βιομηχανική γιγαβατώρα, 170.000 ευρώ για την αστική γιγαβατώρα, και 180.000 για τη εμπορική γιγαβατώρα».

Το κύριο ερώτημα, όπως αναφέρει, είναι το αν η χώρα έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει την τεχνολογία, καθώς πρόκειται για μια περίπτωση «ειδικής» τεχνολογίας, εφόσον η πρόσβαση μιας χώρας σε αυτήν εξαρτάται από τη θέση της στη διεθνή κοινότητα. «Η Ελλάδα είναι στο κλαμπ των ανεπτυγμένων χωρών, έχει δυνατότητες πρόσβασης, αλλά είναι κάτι που πρέπει να προκύψει από πρωτοβουλίες εθνικές, κρατικές».

Όσον αφορά στα ζητήματα που προκύπτουν γύρω από την πυρηνική ενέργεια, επισημαίνει ότι κάθε χώρα πρέπει να τα λύσει ξεχωριστά. «Έχουμε κάποιες δυνατότητες να τα λύσουμε μέσα από συμφωνίες, καθώς είμαστε στο κλαμπ της Ε.Ε. Δεν χρειάζεται να λύσουμε από μόνοι μας το πρόβλημα των αποβλήτων, θα το εντάξουμε σε ευρωπαϊκό σύστημα λύσεων» αναφέρει, τονίζοντας ότι η χώρα πρέπει να βάλει λίγο «φρένο» στους εισαγόμενους υδρογονάνθρακες, κάνοντας λελογισμένη χρήση.

Όλες οι πηγές ενέργειας χρειάζονται, υποστηρίζει ο κ. Τσουκαλάς, αλλά το κέντρο βάρους πρέπει να δοθεί σε αυτές που παράγουν φθηνή, ασφαλή και περιβαλλοντικά φιλική ενέργεια. Όσον αφορά στις ΑΠΕ, δηλώνει ότι έχουν κάποιο ρόλο, αλλά σε ένα λελογισμένο ποσοστό: «το ηλεκτρικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει με διαλειπτόμενη ενέργεια. Οι ΑΠΕ είναι ειδικών εφαρμογών, περιορισμένης απόδοσης. Δεν υποκαθιστούν το καύσιμο, αν και όντως συνεισφέρουν στην ικανοποίηση της αιχμιακής ζήτησης». Ωστόσο, ως σημαντικό όφελος από τη χρήση τους θεωρεί το ότι «υποχρεώνουν» σε εκσυγχρονισμό του δικτύου ηλεκτροδότησης.

Σχετικά με το θέμα της αυξημένης σεισμικότητας της χώρας μας, εκτιμά ότι «δεν είναι πρόβλημα οι σεισμοί για την Ελλάδα, με την αντίληψη ότι θα πάμε σε περιοχές χαμηλής σεισμικότητας σχετικά, και οι αντιδραστήρες θα σχεδιαστούν με μεθοδολογία για την αντιμετώπιση τέτοιου φαινομένου. Αλλά η χώρα έχει πολύ σοβαρή κατασκευαστική εμπειρία. Τα αναπτυξιακά οφέλη επίσης θα είναι τεράστια».

Σχετικά με την αρνητικότητα του ελληνικού λαού, ο κ. Τσουκαλάς εκφράζει την άποψη ότι η Ελλάδα είναι συντηρητική ως κοινωνία: «τίποτα δεν γίνεται με απότομες κινήσεις, αλλά έτσι και οι Έλληνες μπουν στο νόημα για κάτι που χρειάζεται η χώρα, όλοι το αγκαλιάζουν. Η Ελλάδα πρέπει να πάει μπροστά με φθηνή ενέργεια».

Στο πλαίσιο του ρεπορτάζ, επικοινώνησα και με τον Θάνο Στούμπο, διευθυντή του Ινστιτούτου Πυρηνικών και Ραδιολογικών Επιστημών Ενέργειας και Ασφάλειας του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» – όπου, άλλωστε βρίσκεται και ο μοναδικός πυρηνικός αντιδραστήρας (χαμηλής ισχύος, καθώς είχε μόνο ερευνητικούς σκοπούς, και ούτως ή άλλως εκτός λειτουργίας από το 2004) στην Ελλάδα.

Σύμφωνα με τον κ. Στούμπο, τη δεκαετία του 1970 είχε ξεκινήσει μία συζήτηση για την προοπτική δημιουργίας πυρηνικών εγκαταστάσεων παραγωγής ισχύος, η οποία κατέληξε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην απόρριψη της συγκεκριμένης επιλογής. Σημαντικός λόγος για αυτό, όπως επισημαίνει, ήταν η στάση της κοινής γνώμης. «Το 1986 είχαμε και το Τσέρνομπιλ, οπότε όπως καταλαβαίνετε από εκεί και πέρα ούτε καν περνούσε από το μυαλό κανενός να ξεκινήσει και πάλι σε ουσιαστική βάση συζήτηση» προσθέτει.

Εκείνη την εποχή βέβαια, σημειώνει, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά σε μεγάλο βαθμό: «Δεν υπήρχαν τότε οι ίδιες ανησυχίες και όσον αφορά στις κλιματικές αλλαγές. Επομένως οι τότε συζητήσεις δεν περιελάμβαναν, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, τα ζητήματα αυτά». Όπως συμπληρώνει, συζητήσεις έχουν γίνει και γίνονται, αλλά αποτελούν κυρίως πρωτοβουλίες που παραμένουν σε επίπεδο συζητήσεων. «Ακολούθησε και η Φουκουσίμα, οπότε και πάλι δεν νομίζω ότι κανείς αυτή τη στιγμή συζητά τέτοιο ενδεχόμενο».

Όσον αφορά στα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της χρήσης πυρηνικής ενέργειας στην Ελλάδα, ο κ. Στούμπος αναφέρει ότι «είναι τα ίδια παντού, δεν υπάρχει λόγος να το εξειδικεύσουμε στην Ελλάδα. Το θέμα είναι ότι στη χώρα μας θα τεθεί το θέμα της αντικατάστασης του λιγνίτη ως βασικού καυσίμου για την παραγωγή ενέργειας στις επόμενες δεκαετίες. Ήδη η εξάρτηση της χώρας μειώνεται σταδιακά. Αντικαθίσταται βέβαια από το αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες που μπαίνουν στο ισοζύγιο, το θέμα όμως είναι ότι, όταν στις επόμενες δεκαετίες θα χρειαστεί να αντικατασταθεί ο λιγνίτης σχεδόν πλήρως, τότε πώς θα καλυφθούν οι ανάγκες; Αυτό είναι ένα ανοιχτό ζήτημα. Αλλά υπάρχουν και άλλα θέματα, όπως η ύπαρξη ή όχι αποθεμάτων εκμεταλλεύσιμων αποθεμάτων υδρογονανθράκων».

«Δεν βλέπω σοβαρή πιθανότητα να δούμε πυρηνικό σταθμό παραγωγής ισχύος στις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα, βάσει των σημερινών δεδομένων. Σε αυτό μεγάλο ρόλο παίζει η αρνητική στάση της κοινής γνώμης, και κατ’επέκταση των πολιτικών, και η κατάσταση σε διεθνές επίπεδο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να μελετηθεί και αυτή η περίπτωση» συμπληρώνει.

Σύμφωνα με τον κ. Στούμπο, όλες οι προοπτικές πρέπει να εξεταστούν σοβαρά, βάζοντας κάτω όλο το φάσμα των επιλογών που υπάρχουν, μέσα στις οποίες είναι και η πυρηνική ενέργεια. «Δεν υπάρχει σταθερή βάση συζήτησης και προτεραιότητες, τόσο διεθνώς, όσο και σε ελληνικό επίπεδο. Όλοι θέλουμε τη μεγαλύτερη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα. Το θέμα είναι μέχρι πού τεχνικά αυτό είναι εφικτό. Δεν μπορεί να έχει κανείς, με τα σημερινά δεδομένα, διείσδυση των ΑΠΕ πάνω από ένα ποσοστό. Το ζήτημα είναι τι κάνεις με το υπόλοιπο».

Όσον αφορά στα σεισμογενή χαρακτηριστικά  της χώρας μας, ο κ. Στούμπος επισημαίνει ότι υπάρχουν αντίστοιχες περιπτώσεις διεθνώς, όπου χρησιμοποιείται η πυρηνική ενέργεια. «Δεν αποτελούμε εξαίρεση για κάποιον λόγο. Δεν υπάρχουν κάποια τόσο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας, που να την ξεχωρίζουν από τις άλλες χώρες όπου χρησιμοποιείται η πυρηνική ενέργεια διεθνώς».

Κατά τον κ. Στούμπο, το θέμα της ενέργειας στην Ελλάδα δεν είναι μονοσήμαντο, καθώς υπάρχει πολλαπλότητα επιλογών: «Πρώτο βήμα είναι να καταγραφεί η πολλαπλότητα των επιλογών μέσα από μια σοβαρή μελέτη σε επιστημονική βάση. Από εκεί και πέρα πρέπει να καταλήξουμε σε επιλογή ως χώρα. Δεν θα είναι προφανής η τελική επιλογή, θα προκύψει μετά από σοβαρές ζυμώσεις και προτεραιότητες που θα πρέπει να τεθούν».

 «Αντιπυρηνικό momentum»

Για το συγκεκριμένο θέμα επικοινώνησα και με τον Τάκη Γρηγορίου, υπεύθυνο για θέματα ενέργειας και κλιματικών αλλαγών στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.

«Στην ερώτηση αν ποτέ συζητήθηκε σοβαρά η πυρηνική ενέργεια στην Ελλάδα, η απάντηση είναι “όχι”. Πολύ διακριτικά έχει τεθεί από κάποιους υπέρμαχους, σε κάθε περίπτωση όμως είναι συντριπτική η στάση των Ελλήνων πολιτών εναντίον της».

 «Αυτό που έγινε σίγουρα είναι ότι μετά το Τσέρνομπιλ η ελληνική κοινωνία τάχθηκε εναντίον της πυρηνικής ενέργειας. Δημιουργήθηκε αντιπυρηνικό momentum. Εκεί οφείλεται το γεγονός ότι ουδέποτε έχει συζητηθεί σοβαρά σε πολιτικό επίπεδο».

Από εκεί και πέρα, προσθέτει, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος για κάτι τέτοιο, γιατί «είναι οικονομικά ασύμφορη τεχνολογία, που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα παρά λύσεις». Επίσης, όπως επισημαίνει, τίθεται θέμα κόστους: «είναι υπερβολικά ακριβή η τεχνολογία και εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί χρηματοδότηση για να κατασκευαστεί πυρηνικός σταθμός οπουδήποτε στον κόσμο. Κατασκευάζονται μόνο μετά από αδρές κρατικές επιδοτήσεις».

Στο ερώτημα εάν θεωρεί πιθανό να δούμε στις ερχόμενες δεκαετίες κατασκευή πυρηνικού σταθμού στην Ελλάδα, απαντά κατηγορηματικά «όχι».

«Δεν είναι μόνο ότι είναι σφόδρα αντίθετη η ελληνική κοινωνία – και καλά κάνει – είναι ότι υπάρχουν και πολλά προβλήματα» τονίζει, αναφέροντας ως παράδειγμα την Ιαπωνία, όπου υπήρχαν και πριν τη Φουκουσίμα περιπτώσεις προβλημάτων με σεισμούς κ.α.

«Η πυρηνική ενέργεια είναι μια τεχνολογία που είναι από τη φύση της επικίνδυνη. Πάντα υπάρχει η πιθανότητα λάθους, είτε ανθρώπινου, είτε αστοχίας υλικού είτε φυσικών καταστροφών» υπογραμμίζει.

Όπως αναφέρει ο κ. Γρηγορίου, επίσης, οι υπέρμαχοι της πυρηνικής ενέργειας δεν πιάνουν το θέμα της ασφάλειας του κόστους ατυχήματος, καθώς το θεσμικό πλαίσιο στις περισσότερες χώρες απαλλάσσει τις εταιρείες από μεγάλο μερίδιο της ευθύνης και του κόστους σε περίπτωση ατυχήματος. «Το πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα θα κοστίσει δεκάδες δισ. στο κράτος, ενώ η Tepcoθα πληρώσει ένα μικρό ποσοστό από αυτά. Αυτό είναι καθεστώς στα περισσότερα κράτη. Αν το κόστος ασφάλειας  έπρεπε να το καλύψουν οι ίδιες οι εταιρείες, αμφιβάλλω αν θα είχαμε πυρηνική ενέργεια εδώ και χρόνια» σημειώνει.