UPDATE (7/9/2020): O Έλληνας ζωγράφος Βασίλης Δημητρίου πέθανε σε ηλικία 85 ετών.
Το καλλιτεχνικό στούντιο της Βιργινίας Αξιώτη καταλαμβάνει μια γωνία στο σαλόνι του σπιτιού της στην Αθήνα. Είναι βολικό, εκτός κι αν ζωγραφίζει μια αφίσα για κάποιο θρίλερ ή μια ταινία τρόμου. «Με την ταινία “It” δεν ήταν εύκολο. Η αφίσα ήταν σχεδόν δύο μέτρα και με κοίταζε από ψηλά. Τα κίτρινα μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν κοιμάμαι στον καναπέ».
Videos by VICE
Η 42χρονη Βιργινία είναι η τελευταία Ελληνίδα που ασχολείται με μια μορφή τέχνης που χάνεται: κινηματογραφικές αφίσες ζωγραφισμένες στο χέρι. Τα τελευταία πέντε χρόνια είναι η βασική καλλιτέχνις του κινηματογράφου Αθήναιον, που άνοιξε στην Αθήνα το 1960 και παραμένει ένα από τα πιο παλιά σινεμά της πόλης, στους Αμπελόκηπους. Ο κινηματογράφος των 830 θέσεων δημιουργήθηκε από τον παππού και τον θείο της Αξιώτη και εξακολουθεί να αποτελεί οικογενειακή επιχείρηση. Μέχρι και πριν την καραντίνα, κάθε Τετάρτη, μετά την τελευταία προβολή, το προσωπικό τοποθετεί τις ζωγραφιστές γιγαντοαφίσες στη μαρκίζα, που διαφημίζουν ελληνικές και χολιγουντιανές ταινίες όπως οι “Avengers: Endgame”, “A Star Is Born” και “Little Women”.
Πέρυσι η Αξιώτη ανέλαβε επίσημα στη θέση του Βασίλη Δημητρίου, πλέον 84 ετών, πρώην πυγμάχου, ο οποίος έζησε κατοχή, χούντα και εμφύλιο. Υπήρξε εξαιρετικά ενεργός καλλιτέχνης, καθώς μέσα σε 40 χρόνια ζωγράφισε χιλιάδες κινηματογραφικές αφίσες για το σινεμά. Καθώς η υγεία του άρχισε να κλονίζεται πριν από μερικά χρόνια, η Αξιώτη άρχισε να αναλαμβάνει σιγά-σιγά, ζωγραφίζοντας εναλλάξ ανά βδομάδα. Η Αξιώτη δεν μαθήτευσε στον Δημητρίου. Ήταν ήδη καθιερωμένη καλλιτέχνιδα. Μεγάλωσε στον κόσμο του κινηματογράφου και φοίτησε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου ασχολήθηκε με το ελεύθερο σχέδιο και τη ζωγραφική. Το να εφαρμόσει τις γνώσεις της στις αφίσες ήταν φυσική εξέλιξη.
Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τους celebrity σε υψηλή ανάλυση, αψεγάδιαστους και ψηφιοποιημένους. Αλλά η ζωγραφική του Δημητρίου και -τώρα- της Αξιώτη, μας γυρίζει σε μια πιο «ήπια» εποχή, όταν τα πρόσωπα ερμηνεύονταν με το πινέλο του καλλιτέχνη. Τα χρώματα είναι πιο ζεστά και παρά τη σχολαστική τεχνική, υπάρχει ένας παράγοντας ανθρώπινου λάθους που δίνει μια απτή αίσθηση στους χαρακτήρες. Οι υπερήρωες της Marvel, που συνήθως παρουσιάζονται σκληροί και αδιαπέραστοι, εμφανίζονται λίγο πιο μαλακωμένοι χάρη στο επιδέξιο χέρι της Αξιώτη. Ξαφνικά, μπορεί κανείς να ταυτιστεί με τον Iron Man.
«Είναι πιο οικείο, πιο προσωπικό, καθένας θα το δει διαφορετικά. Δεν είναι το ίδιο με μια τυπωμένη αφίσα. Η ζωγραφική είναι το χέρι, το πινέλο, η κίνηση», λέει η Αξιώτη. Αυτή είναι η διαφορά με μια φωτογραφία.
Η ζωγραφική αφίσας είναι χρονοβόρα διαδικασία. Η Αξιώτη δεν προλαβαίνει να δει όλες τις ταινίες τις οποίες πρέπει να διαφημίσει, έτσι αρχικά παρακολουθεί τα τρέιλερ για να έχει μια αίσθηση της διάθεσης ταινίας. Παίρνει κάποιες καλλιτεχνικές ελευθερίες στα σχέδιά της, αλλά συνήθως βασίζεται πολύ στην επίσημη αφίσα. Έπειτα, χρησιμοποιώντας ένα επισκόπιο, προβάλει το σχέδιό της σε δύο τεράστια κομμάτια χαρτί και αρχίζει να αναμειγνύει τα χρώματά της.
Ελληνικός Τουρισμός σε Παύση
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.
Κάθε αφίσα είναι 6.1 x 2.1. και της παίρνει περίπου τρεις έως πέντε μέρες να ολοκληρωθεί (για να συγκρίνεις, μια κλασική κινηματογραφική αφίσα είναι 0.60 x 0.90). Λόγω του μεγέθους, στέκεται διαρκώς πίσω, εξετάζοντας τη δουλειά της για να βεβαιωθεί ότι όλα είναι στη σωστή κλίμακα και κάνει τις όποιες απαραίτητες προσαρμογές στην πορεία. Είναι μια διαδικασία παρόμοια με το πώς φτιάχνονται οι αφίσες στα μισά του 20ού αιώνα, είτε μέσω προβολής είτε μέσω πλέγματος μεγάλης κλίμακας.
«Δεν νομίζω ότι θα σκεφτόταν κανείς μας να εγκαταλειφθεί αυτή η τέχνη, διότι μ’ αυτή μεγαλώσαμε», λέει ο Κώστας Γιαννόπουλος, ξάδελφος της Αξιώτη και συνιδιοκτήτης του σινεμά. «Αν έβλεπες την πρόσοψη του Αθήναιον χωρίς τις ζωγραφιστές αφίσες, δεν θα έβλεπες το Αθήναιον αλλά κάτι άλλο».
Τη δεκαετία του 1870, ο Παριζιάνος καλλιτέχνης και λιθογράφος Jules Chéret χρησιμοποίησε μια καινούργια τεχνική εκτύπωσης για να δημιουργήσει αφίσες με πλούσια χρώματα και υφή. Καθώς οι ταινίες έγιναν πιο συνηθισμένες στο τέλος του 19ου αιώνα, τα σινεμά άρχισαν να χρησιμοποιούν αφίσες για να προωθήσουν τις ταινίες και οι δρόμοι του Παρισιού γέμισαν με χρώμα. Πιστεύεται ότι η πρώτη αφίσα που διαφήμιζε συγκεκριμένη ταινία, το “L’Arroseur arrosé” (1895) των αδελφών Lumière, ζωγραφίστηκε από τον Marcellin Auzolle. Η αφίσα παρουσίαζε ένα πολύχρωμο πλήθος στο σινεμά να γελάει με την ασπρόμαυρη εικόνα ενός κηπουρού που έριχνε νερό στο πρόσωπό του (οι αδελφοί Lumière υπήρξαν από τους πρώτους κινηματογραφιστές στον κόσμο και ίσως είναι πιο διάσημοι για την ταινία τους “L’Arrivée d’un train en gare de La Ciotat_”_, η οποία τάραξε τόσο τους θεατές που βγήκαν τρέχοντας από το σινεμά, πιστεύοντας ότι το τρένο θα βγει από την οθόνη).
Οι κινηματογραφικές αφίσες απογειώθηκαν τη δεκαετία του 1910, όταν οι βωβές ταινίες έγιναν κομμάτι της καθημερινής διασκέδασης και οι εταιρείες παραγωγής προσέλαβαν graphic designers για να αποτυπώσουν τη λάμψη της οθόνης στο χαρτί. Ήταν πανέμορφες διαφημίσεις που εκτίθενταν στις μαρκίζες των κινηματογράφων και στους δρόμους,, που σκοπό είχαν να δελεάσουν τους θεατές.. Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, οι ζωγραφισμένες στο χέρι αφίσες ήταν η νόρμα. Στην Ελλάδα, οι ζωγράφοι δούλευαν μόνοι τους ή σε μικρές ομάδες, υπό την καθοδήγηση ενός βασικού ζωγράφου και πουλούσαν τις αφίσες τους σε διάφορα σινεμά στην πόλη.
Αλλά η εν λόγω τέχνη δεν υπήρχε μόνο στην Ευρώπη ή τις ΗΠΑ. Ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στυλ προέρχεται από τη Γκάνα, όπου οι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν χολιγουντιανές αφίσες για τοπικές προβολές σε κινητές κινηματογραφικές λέσχες παίρνοντας τεράστιες καλλιτεχνικές ελευθερίες με, πχ, το πρόσωπο του Arnold Schwarzenegger. Για να δελεάσουν το κοινό, οι καλλιτέχνες υπερτόνιζαν το δράμα και τη δράση της ταινίας: σε μια αφίσα του “Jurassic Park”, ένας δεινόσαυρος απεικονίζεται να καταβροχθίζει έναν άνθρωπο ενώ δυο ματωμένα πόδια κρέμονται από το στόμα του. Αυτές οι αφίσες που ήταν στις δόξες τους τη δεκαετία του ‘80 και το ‘90 είναι πια συλλεκτικές.
Παγκοσμίως, η πρακτική αυτή είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 καθώς οι εταιρείες παραγωγής άρχισαν να πουλάνε εκτυπωμένες πλαστικές αφίσες στα σινεμά (αν και στην Ελλάδα, λέει ο Γιαννόπουλος, οι ζωγραφιστές αφίσες ήταν διαδεδομένες μέχρι τις αρχές του 2000). Και καθώς οι κινηματογράφοι είχαν νέους ανταγωνιστές –βιντεοκλάμπ, πειρατεία, υπηρεσίες streaming– πολλοί αναγκάστηκαν να κλείσουν ή να βρουν τρόπους να κάνουν περικοπές. Από οικονομικής άποψης, οι ζωγραφιστές αφίσες ήταν μεγάλο κόστος για τα περισσότερα σινεμά.
«Δεν νομίζω ότι το Αθήναιον θα χρησιμοποιήσει ποτέ πλαστικές γιγαντοαφίσες», είπε η Αξιώτη. Ο Γιαννόπουλος εξηγεί ότι η αγάπη της οικογένειας για την τέχνη του παραδοσιακού σινεμά είναι πολύ βαθιά. «Κοστίζει λίγο παραπάνω, αλλά αισθανόμαστε ότι είναι κάτι που αποτελεί κομμάτι της ταυτότητάς μας», λέει.
Σε έναν κόσμο όπου η αποτελεσματικότητα και το χρήμα λατρεύονται στον βωμό του καπιταλισμού, υπάρχει κάτι εξαιρετικά ευχάριστο στην επιμονή του Αθήναιον στις ακριβές αφίσες που απαιτούν ανθρώπινο κόπο. «Η αφίσα είναι εργαλείο πώλησης», είχε πει ο Tomasz Opasinski, σχεδιαστής αφισών, που έχει σχεδιάσει ανάμεσα σε άλλες τις αφίσες για τα “I Am Legend” και “Oblivion”, κατά τη διάρκεια ενός σεμιναρίου πάνω στο θέμα, το 2016. «Είναι κάτι καλλιτεχνικό αλλά δεν είναι έργο τέχνης. Η αφηρημένη σου αφίσα μπορεί να είναι πανέμορφη αλλά αν δεν την καταλάβει κανείς, δεν οδηγεί κάπου».
Ωστόσο οι ζωγραφιστές αφίσες στη μαρκίζα του Αθήναιον είναι ακριβώς αυτό: ένα έργο τέχνης, που δεν οδηγεί κάπου. Δεν εξυπηρετεί κάποιο σκοπό, με την καπιταλιστική έννοια, εκτός από το να ομορφαίνει τον κόσμο. «Στο αστικό τοπίο, δίνονται τόσο λίγες ευκαιρία στο χέρι του καλλιτέχνη, στον ανθρώπινο παράγοντα», λέει ο Γιαννόπουλος. «Όλοι σήμερα ζουν με εικόνες, στο κινητό, στο λάπτοπ ή στην τηλεόραση. Είναι μοναδική ευκαιρία κάποιος να περάσει με το αμάξι του από τη Βασιλίσσης Σοφίας και να δει κάτι διαφορετικό. Είναι ένα μικρό διάλειμμα στην καθημερινότητα, κάτι που θα σου γεννήσει σκέψεις για την ταινία – σκέψεις που προκύπτουν με το χέρι». Πράγματι, αυτές οι αφίσες είναι σαν βάλσαμο για τα μάτια – επιτέλους κάποιος κάνει κάτι χωρίς υπολογιστή.
Η Αξιώτη έχει πιο καλλιτεχνική οπτική. «Αυτές οι αφίσες είναι σαν τα δέντρα στον δρόμο», λέει. «Είναι ζωογόνες».
Για έναν χώρο που ήδη δυσκολεύεται, ο κορονοϊός είναι άλλο ένα χτύπημα. Την ώρα που γραφόταν το παραπάνω άρθρο, οι πόρτες του Αθήναιον ήταν κλειστές. Τον Μάρτιο, είπε ο Γιαννόπουλος στο VICE, «Οι αφίσες δεν πρόκειται να φύγουν… αλλά για να είμαι ειλικρινής ανησυχώ ότι το Αθήναιον θα ξανανοίξει το συντομότερο το φθινόπωρο». Επισημαίνει βέβαια ένα θετικό στοιχείο της καλοκαιρινής σεζόν: τα θερινά σινεμά, που αφθονούν στην Ελλάδα.
Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.
Περισσότερα από το VICE
Τα Πρώτα Τατουάζ Μετά την Καραντίνα Ξεκίνησαν και Φωτογραφίσαμε Μερικά
Κατασκοπία Πριν Από το Στόουνγουολ: Το FBI Παρακολουθούσε Κρυφά Γκέι Ακτιβιστές στα 60s
«Μας Έκλεισαν Πρώτους και μας Ανοίγουν Τελευταίους»