Η Υπόθεση Θανάτου Ενός Δημοσιογράφου στη Θεσσαλονίκη που Παραμένει Ακόμα Άλυτη

Τζορτζ Πολκ
Kοινοποίηση

Τον Μάιο του 1948 ο εμφυλιακός ζόφος και ο πυρετός της πρώιμης περιόδου του Ψυχρού Πολέμου είχαν σκεπάσει τόσο βαριά τη Θεσσαλονίκη, ώστε φαινόταν ότι τίποτα δεν μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Την Κυριακή 16 Μαΐου του 1948 όλα χειροτέρεψαν.

Στις 9 το πρωί ένας βαρκάρης αντίκρισε στη θάλασσα, περίπου 500 μέτρα από τον Λευκό Πύργο, ένα αποτρόπαιο θέαμα: Το πτώμα ενός άνδρα σε αποσύνθεση, δεμένο χειροπόδαρα και με τα μάτια φαγωμένα από τα ψάρια, να επιπλέει στο νερό. Το πόρισμα του ιατροδικαστή, που δημοσίευσε η «Μακεδονία», ανέφερε ότι «το ατυχές θύμα έφερεν τραύμα εις το οπίσθιον μέρος της κεφαλής επενεχθέντος δια πυροβόλου όπλου». Νεκρός ήταν ο Αμερικανός δημοσιογράφος, Τζορτζ Πολκ, 35 ετών, ανταποκριτής στην Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή του ραδιοφωνικού ειδησεογραφικού δικτύου CBS. Ο Πολκ ήταν παντρεμένος με Ελληνίδα, είχε φθάσει στη Θεσσαλονίκη στις 7 Μαΐου και διέμενε στο ξενοδοχείο της πόλης «Αστόρια», στο δωμάτιο 25, μέχρι και μία βδομάδα πριν την ανεύρεση της σορού του. Στο πέρασμα των χρόνων τα ερωτηματικά πληθαίνουν αντί να ξεδιαλύνονται – μια μελανή κηλίδα στο χρονολόγιο των πολιτικών δολοφονιών στη Θεσσαλονίκη.

Videos by VICE

1493970658794-polk-2

Ο ανταποκριτής του CBS για την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή, Τζορτζ Πολκ.

Στον Τύπο της εποχής διαβάζουμε ότι μια μέρα μετά την άφιξή του στη Θεσσαλονίκη, ο Πολκ είχε στείλει επιστολή προς τον συνάδερφό του σχολιαστή στο CBS, Έντουαρτ Μάροου, με την οποία τον ενημέρωνε ότι θα επέστρεφε στις Ηνωμένες Πολιτείας μετά το καλοκαίρι. Μέχρι τότε, καθώς ο ελληνικός εμφύλιος μαινόταν, ο Πολκ σχεδίαζε να αποκτήσει επαφές «στο βουνό, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα», όπως έγραφε, ώστε να πάρει συνέντευξη από τον Μάρκο Βαφειάδη, διοικητή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού. Ο δεξιός Τύπος βιάστηκε να εκδώσει την ετυμηγορία: η δολοφονία Πολκ ήταν έργο των κομμουνιστών με στόχο να πλήξουν την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Διοικητής της Χωροφυλακής εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Νικόλαος Μουσχουντής, διαβόητος αντικομμουνιστής και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ρεμπετολάγνος και κουμπάρος του Βασίλη Τσιτσάνη.

Από τη νεκροτομή προέκυψε ότι το βράδυ πριν εξαφανιστεί ο Πολκ είχε δειπνήσει με αστακό και μπιζέλια – λεπτομέρεια που θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως στοιχείο κατηγορίας. Στο μεταξύ, πέντε μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος είχε αποσταλεί στο Γ΄ Αστυνομικό Τμήμα Θεσσαλονίκης ένας φάκελος με ανώνυμο αποστολέα, ο οποίος περιείχε την ταυτότητα του Αμερικανού δημοσιογράφου κι ένα διαφημιστικό φυλλάδιο της Panamerican Airways. Στη Θεσσαλονίκη, εκτός από τη χήρα Πολκ, κατέφθασαν δημοσιογράφοι ξένων μέσων, καθώς και ειδικοί ερευνητές των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών. Η ανάκριση για την υπόθεση της δολοφονίας σοβούσε για τρεις μήνες, δηλητηριάζοντας ακόμη περισσότερο το εμφυλιακό φόντο.

Μέχρι σήμερα, έχουν γραφτεί για αυτήν τη σκοτεινή σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της Θεσσαλονίκης δεκάδες βιβλία και έρευνες.

Στις 14 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς η Αστυνομία συλλαμβάνει ως βασικό ύποπτο τον Γρηγόρη Στακτόπουλο, δημοσιογράφο της «Μακεδονίας» και ανταποκριτή του πρακτορείου Reuters. Ο Στακτόπουλος είχε σπουδάσει στο Αμερικάνικο Κολέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης, ωστόσο θεωρούταν φακελωμένος για το «κομμουνιστικό παρελθόν του». Μετά από παραμονή έξι εβδομάδων στην απομόνωση της Ασφάλειας και υπό το βάρος πίεσης και βασανιστηρίων, ο Στακτόπουλος ομολογεί την εμπλοκή του στη δολοφονία Πολκ. Δύο μέρες αργότερα συλλαμβάνεται ως συνεργός στο έγκλημα και η μητέρα του Έλληνα δημοσιογράφου. Στα μέσα Οκτωβρίου, σε επίσημη συνέντευξη Τύπου, ανακοινώνεται πανηγυρικά ότι τη δολοφονία Πολκ είχε οργανώσει η Κομινφόρμ (σσ: το Γραφείο Πληροφοριών του ΚΚ) με στόχο «να πλήξει τις ελληνο-αμερικάνικες σχέσεις». Επιπλέον, δημοσιεύονται περισσότερες «λεπτομέρειες» για την υπόθεση. Πιο ειδικά, λέγεται ότι ο Στακτόπουλος είχε εντολή να προσεγγίσει τον Πολκ – κάτι σαν «φίξερ» της εποχής. Το βράδυ της δολοφονίας οι δύο δημοσιογράφοι υποτίθεται ότι συνέφαγαν στο εστιατόριο «Λουξεμβούργο» και αμέσως μετά επιβιβάστηκαν σε βάρκα στον Θερμαϊκό, στην οποία επέβαιναν επίσης τα μέλη του ΚΚΕ, Αδάμ Μουζενίδης και Βαγγέλης Βασβανάς. Αυτοί, σύμφωνα πάντα με το αφήγημα των διωκτικών αρχών, θα τον μετέφεραν δια θαλάσσης απέναντι στην Πιερία και ακολούθως στον Όλυμπο, ώστε να έρθει σε επαφή με την ηγεσία των ανταρτών, ωστόσο μέσα στη βάρκα «ο Μουζενίδης τον πυροβόλησε εξ επαφής στο κεφάλι και τον έριξε στη θάλασσα».

1493969738717-staktopoulos

Ο Γρηγόρης Στακτόπουλος καταθέτει στη δίκη του στη Θεσσαλονίκη, το 1949.

Ο φάκελος της υπόθεσης ήταν φανερό εξ αρχής ότι είχε πολλά κενά. Υπήρχαν ασάφειας και λογικά άλματα, ενώ στις συμπληρωματικές καταθέσεις που έδωσε ο Στακτόπουλος, περιέγραψε διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων και επικαλέστηκε άγνωστα ή μη υπαρκτά ονόματα προσώπων που φέρονται να είχαν εμπλακεί στην υπόθεση. Περαιτέρω, από την δημοσιογραφικά έρευνα τα επόμενα χρόνια, αποδείχθηκε ότι ο μεν Μουζενίδης είχε σκοτωθεί λίγες μέρες προτού φθάσει ο Πολκ στη Θεσσαλονίκη, ο δε Βασβανάς βρισκόταν για τουλάχιστον δύο χρόνια στον Γράμμο. Για το δείπνο στο «Λουξεμβούργο»– με μενού αστακό και μπιζέλια– δεν υπήρξε επίσης κανένας μάρτυρας. Παρ’ όλα αυτά, ο Στακτόπουλος καταδικάστηκε τον Απρίλιο του 1949 σε ισόβια κάθειρξη για συνέργεια σε ανθρωποκτονία. Οι Μουζενίδης και Βασβανάς καταδικάστηκαν ερήμην σε θανατική ποινή. Ο Στακτόπουλος αποφυλακίστηκε το 1960 με χάρη από την κυβέρνηση Καραμανλή και μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1998, δεν σταμάτησε να υποστηρίζει ότι είχε ομολογήσει έπειτα από σκληρά βασανιστήρια και απειλές.


Δείτε τη συνέντευξη του Θεσσαλονικιού ράπερ, 12ου Πίθηκου, στο ντοκιμαντέρ «Η Βιομηχανία της Ραπ στην Ελλάδα»


Μέχρι σήμερα έχουν γραφτεί για αυτήν τη σκοτεινή σελίδα της σύγχρονης ιστορίας της Θεσσαλονίκης δεκάδες βιβλία και έρευνες –δημοσιογραφικές και πανεπιστημιακές–, ενώ η υπόθεση Πολκ είναι το θέμα τουλάχιστον δύο ταινιών. Για την ταυτότητα των αληθινών δραστών, που σχεδίασαν και εκτέλεσαν τη δολοφονία του Αμερικανού ανταποκριτή, έχει επίσης διατυπωθεί αντίστοιχος αριθμός σεναρίων. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι επρόκειτο για πολιτική σκευωρία, την οποία έπλεξαν με τη βοήθεια των τότε ελληνικών αρχών οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, που επεδίωκαν τη συκοφάντηση και δίωξη των κομμουνιστών στην Ελλάδα, στο ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου. Η υπόθεση παραμένει ως σήμερα άλυτη.

Ο Στακτόπουλος δικαιώθηκε στη συνείδηση του δημοσιογραφικού κόσμου και της κοινής γνώμης. Ο ίδιος –και, μετά τον θάνατό του, η χήρα του– κατέθεσαν τέσσερις φορές στον Άρειο Πάγο αίτηση αναψηλάφησης της δίκης, προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Όλες οι αιτήσεις απορρίφθηκαν.

Περισσότερα από το VICE

Ένας Άνδρας, ο Αλέκος Παναγούλης – Η Ιστορία του Μεγαλύτερου Έλληνα Αγωνιστή

Τα Όργανα Γυμναστικής που Καταλήγουν Κρεμάστρες θα μας Στοιχειώσουν και Αυτό το Καλοκαίρι

Σε Αυτά τα Δεντρόσπιτα θα Ήθελες Σίγουρα να Μείνεις

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.