Από το 1997 έως τα τέλη της δεκαετίας του 2000, ο Jason Manning ταξίδευε στον κόσμο φωτογραφίζοντας ηδονιστικές συγκεντρώσεις και απολαυστικά πάρτι. «Είναι ενδιαφέρον, γιατί δεν μπορείς να ακούσεις ή να μυρίσεις τις εικόνες», εξηγεί.
Τραβηγμένες σε μεγάλο βαθμό για το νεανικό έντυπο Sleazenation, οι φωτογραφίες είναι από superclub και καταλήψεις σε Λονδίνο, Μόσχα, Μπέρμιγχαμ και αλλού, και τώρα έχουν συγκεντρωθεί για τη νέα έκθεση Night by Night, στη Gallery46 του Λονδίνου (μέχρι τις 16 Απριλίου, μετά ταξιδεύει στο Παρίσι). «Περιμένω κράξιμο», συνεχίζει ο γεννημένος στο Σάφολκ φωτογράφος που μεγάλωσε με τη δουλειά των φωτογράφων δρόμου του Magnum. «Το ηθικό και δεοντολογικό τοπίο έχει αλλάξει στα χρόνια που μεσολάβησαν, οι άνθρωποι ενοχλούνται περισσότερο με τις προκλητικές εικόνες».
Videos by VICE
Με την τολμηρή ευαισθησία τους, οι φωτογραφίες του Manning απηχούν τις τολμηρές αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε το Sleazenation –δηλαδή διασκέδαση με λίγο χάος– και την ευρύτερη πολιτισμική στάση των νέων εκείνη την εποχή, που δεν επηρεάζονταν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ενοχοποιητική ικανότητα των smartphone που θα ακολουθούσαν. «Δεν είμαι σίγουρος πώς νιώθω για το πρότζεκτ», σκέφτεται. «Μάλλον δεν έχει σημασία, αρκεί οι άλλοι να πάρουν κάτι από αυτό. Είμαι σαν φύλακας ή κάτι τέτοιο». Παρακάτω, συζητάμε γι’ αυτό και για τις διάφορες όψεις της δεκαετίας.
VICE: Υπάρχει μια αίσθηση ακολασίας στις φωτογραφίες σου. Γνώριζες αυτούς τους χώρους πριν ξεκινήσεις να τους φωτογραφίζεις;
Jason Manning: Δεν πήγαινα τόσο συχνά σε nightclub. Έμενα σπίτι και έπαιρνα αντικοινωνικά ναρκωτικά. Σπούδασα φωτογραφία στο πανεπιστήμιο και μετά πήγα στην Ινδία για να βγάλω φωτογραφίες. Όταν επέστρεψα μετακόμισα στο Λονδίνο και δούλεψα ως κούριερ.Πήγαινα σε event που πίστευα ότι θα έβγαζα καλές φωτογραφίες – Gay Pride στο Clapham Common, τέτοια πράγματα. Αρκετά χαοτικό και χαλαρό. Φίλοι φίλων ξεκίνησαν το Sleazenation και μου έδωσαν μερικά ρολά φιλμ και μου είπαν να πάω στο Renaissance, ένα club night στο Λονδίνο. Ήμουν αρκετά αγχωμένος, αλλά το πρώτο φιλμ δεν ήταν και τόσο κακό. Ποτέ όμως δεν ήμουν ταγμένος σε αυτό, δεν σχεδίαζα ποτέ να δουλέψω σε clubs. Μου αρέσει απλώς να βγάζω φωτογραφίες κοινωνικών καταστάσεων και ανθρώπων, και αυτά τα νυχτερινά στέκια το πρόσφεραν σε αφθονία.
Ασχολιόσουν με υποκουλτούρες όταν ήσουν μικρός;
Όχι ιδιαίτερα. Όταν ήμουν 17 προσπάθησα να γίνω goth, αλλά ήταν τραγικό. Δεν είμαι σίγουρος γιατί, υποθέτω ότι όλοι θέλαμε να είμαστε ροκ εντ ρολ με κάποιο τρόπο, για να είμαστε κατά του κατεστημένου. Άκουγα τον John Peel, ο οποίος έπαιζε τρομερή φασαρία τη μια στιγμή και techno του Ντιτρόιτ την επόμενη. Πάντα πίστευα ότι ήσουν κουλ αν ασχολιόμουν με τα πάντα και μπορούσες να δεις ένα κοινό παρονομαστή.
Και το μετάφρασες σε φωτογραφία.
Ναι, μου αρέσει πολύ να βρίσκομαι έξω από το θέμα και η φωτογραφική μηχανή μού έδωσε μια μικρή απόσταση από αυτό που συνέβαινε στα κλαμπ. Φαινόταν να ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου.
Δούλεψες για διάφορους τίτλους, αλλά κυρίως για το Sleazenation. Πώς ήταν αυτό;
Ήταν ένα αντίδοτο σε πολλές άλλες εκδόσεις που είχαν ως επίκεντρο το στυλ ή τη νεολαία. Λίγο προκλητικό, ασεβές και αστείο. Υπήρχαν πολλά βασικά πρόσωπα, αλλά όλοι είχαν τον ίδιο τρόπο σκέψης. Ήταν χαλαρό και υπήρχε και μια φάση «τους μισώ όλους εξίσου» – οπότε υπήρχε λίγο βιτριόλι. Εννοώ ότι ήταν μια πρόκληση, αλλά είχε και πολιτισμική σημασία. Θυμάμαι όταν κυκλοφόρησε στο WHSmith, η Daily Mail δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με «τη βρωμιά που υπήρχε στο ράφι». Δεν θα είχαν άλλες ειδήσεις τότε, φαίνεται.
Όταν ξεκίνησα, μου είπαν να μη φωτογραφίζω κανέναν να χορεύει, αλλά να πηγαίνω έξω. Η σκέψη ήταν ότι υπήρχε ένα άλλο θέμα εκεί έξω και θα δημοσιεύαμε αυτό. Οι άλλοι nightclub φωτογράφοι έβγαζαν πολύ κορεσμένο χρώμα και χαμηλές ταχύτητες κλείστρου, κορίτσια με γούνινα σουτιέν που κοίταζαν τον φακό. Εμείς θέλαμε το αντίθετο. Υπήρχε μια άλλη ιστορία που ίσως δεν είχε ειπωθεί και κατέληξα να ψάχνω αυτήν την αφήγηση.
Γύριζες σε όλο τον κόσμο σε φαινομενικά εξωφρενικά πάρτι. Υπήρχε κάποιος χώρος ή clubnight που έδινες προτεραιότητα;
Όχι, δεν είχα ποτέ κάποιο αγαπημένο. Μπορεί να πήγαινες στην παμπ της γειτονίας σου και να παίζει ένας DJ ένα βράδυ και για κάποιο λόγο καταλήγει να είναι φανταστικό και οπτικά πολύ καλό. Μετά πηγαίνεις σε κάποιο σούπερ λαμπερό πάρτι δεν προσφέρει το ίδιο πράγμα. Έπρεπε να έχω ανοιχτό μυαλό, αυτό ήταν το θέμα. Άπαξ και αποκτήσεις αγαπημένα, αρχίζεις να συγκρίνεις τα πάντα με αυτό, και ποτέ δεν με ενδιέφερε αυτή η ιδέα, είτε μιλάμε για nightclubs είτε για οτιδήποτε άλλο. Αλλάζεις κι εσύ, άρα φέρνεις και τον εαυτό σου στο περιβάλλον. Και όντως κουράστηκα αρκετά, εξαντλήθηκα.
Τελευταία επικρατεί πολλή νοσταλγία για τη δεκαετία του ’90, ιδιαίτερα στη φωτογραφία, με ανθρώπους που επιστρέφουν στον φιλμ και να θαυμάζουν το έργο των συγχρόνων σας, όπως οι Ewen Spencer και Liz Johnson Artur. Γιατί πιστεύεις ότι οι άνθρωποι κοιτάζουν στο παρελθόν;
Υπάρχει μια φυσική περιέργεια στους νέους να ανατρέξουν σε άλλες εκδοχές της κατάστασής τους, αν μπορώ να το πω έτσι. Δεν είμαι σίγουρος ότι υπήρχε κάτι εγγενώς σημαντικό στο τι συνέβαινε εκείνη την εποχή σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη δεκαετία, όπως δεν είμαι σίγουρος ότι τα ‘00s ήταν περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντα πολιτιστικά από τα ‘50s. Φαίνονται διαφορετικά και συνέβησαν διαφορετικά πράγματα, αλλά σημαντικά πράγματα συμβαίνουν συνέχεια. Η νοσταλγία είναι πολύ περίεργο πράγμα νομίζω, γιατί βασίζεται στο ότι αυτό που προηγήθηκε είναι καλύτερο από αυτό που έχεις τώρα.
Κάνε subscribe στο YouTube – VICE Greece.
Περισσότερα από το VICE
Ο Αγώνας Δρόμου του Παναγιώτη από την Ηρωίνη στον Μαραθώνιο
«Δούλεψα σε Studio με Μεξικανούς Gangster» – Ο Joza Είναι Νομάς Tattoo Artist
Γιατί Αποκαλούμε «Μαϊμού» τις Απομιμήσεις Γνωστών Προϊόντων;