Ο Abu Waheeb, ηγέτης των δυνάμεων του ISIS στο Ανμπάρ, μέσα σε ένα κυβερνητικό κτίριο στο Ραμάντι, στο Ιράκ.
Στα τέλη του περασμένου μήνα, οι ιρακινές πόλεις Ραμάντι και Φαλούτζα έπεσαν στα χέρια ντόπιων μαχητών, που συνδέονται με το ισλαμικό κράτος του Ιράκ και της Συρίας (ISIS), ένα ντόπιο παρακλάδι της Αλ Κάιντα.
Videos by VICE
Μετά την κατάληψη των πόλεων, οι αγωνιστές – οι οποίοι πιστεύεται ότι είναι κάτοικοι της Ανμπάρ, της σουνιτικής επαρχίας όπου βρίσκονται η Ραμάντι και η Φαλούτζα – ύψωσαν μαύρες σημαίες της Αλ Κάιντα σε κυβερνητικά κτίρια και αστυνομικά τμήματα. Η επίθεσή τους ακολούθησε την αδιάφορη στάση της σιιτικής κυβερνητικής ηγεσίας προς τις διαμαρτυρίες των σουνιτών για τις μεταρρυθμίσεις που θα τους τοποθετούσαν στο ίδιο επίπεδο με τους σιίτες συμπατριώτες τους. Μάλιστα, συνέβη λίγες μόλις μέρες αφού ο πρωθυπουργός, Nouri al-Maliki, διέταξε τις δυνάμεις ασφαλείας να καθαρίσουν ένα σουνιτικό στρατόπεδο διαμαρτυρίας λόγω ισχυρισμών ότι είχε γίνει έδρα του ISIS.
Σε απάντηση προς την κατάληψη της Φαλούτζα και τον μερικό έλεγχο της πόλης Ραμάντι [από τους μαχητές], ο Maliki σφυρηλάτησε μια συμφωνία με κάποιους από τους πλέον εξέχοντες ηγέτες φυλών και σεΐχηδες της Ανμπάρ, πείθοντάς τους να συνεργαστούν με τον ιρακινό στρατό για να εξασφαλίσει τις δύο πόλεις. Ο Ahmed Abu Reesha, ένας σουνίτης αρχηγός που τάσσεται υπέρ του Maliki, υποστήριξε το Σάββατο ότι οι φιλοκυβερνητικές φυλές έχουν ανακτήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της Ραμάντι και είπε ότι η «επόμενη μάχη θα είναι στη Φαλούτζα».
«Η Ραμάντι από πολλές απόψεις ήταν πολύ λιγότερο σημαντική, σε ό, τι αφορά την πραγματική παρουσία του ISIS», δήλωσε ο Charles Lister, επισκέπτης ερευνητής στο Κέντρο Brookings της Ντόχα. «Αλλά στη Φαλούτζα η κατάσταση είναι πολύ πιο περίπλοκη, γιατί οι φυλές φαίνονται διχασμένες. Ορισμένες συνδέονται με τον ISIS και οι άλλες μισές έχουν αποφασίσει να συνταχθούν με τις δυνάμεις ασφαλείας.»
Humvees του Ιρακινού στρατού πυρπολούνται από δυνάμεις του ISIS στην Ανμπάρ.
Για να κάνουν τα πράγματα χειρότερα, οι ισλαμιστές μαχητές στη Φαλούτζα έχουν καταλάβει σπίτια στη γειτονιά Hay al – Αskari της πόλης, αναγκάζοντας τους ιδιοκτήτες να φύγουν ώστε να μην εμπλακούν στα διασταυρούμενα πυρά. Σύμφωνα με δηλώσεις της Ιρακινής Ερυθράς Ημισελήνου, πάνω από 13.000 οικογένειες έχουν εγκαταλείψει τη Φαλούτζα από την αρχή της κρίσης πριν από δύο εβδομάδες, με τις περισσότερες να αναζητούν καταφύγιο σε σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια ή στα σπίτια συγγενών στα γειτονικά χωριά.
Την Κυριακή, ο ιρακινός στρατός δέχτηκε επίθεση κοντά στο Hay al – Αskari. Το αποτέλεσμα ήταν μια σύγκρουση με τρεις μαχητές νεκρούς, με την περιοχή να είναι ακόμα υπό στρατιωτικό έλεγχο, και με τους ντόπιους να γνωρίζουν ότι επίκειται μια δεύτερη επίθεση στη Φαλούτζα από τον φιλοκυβερνητικό συνασπισμό του Abu Reesha. Έτσι, η πόλη δεν αποτελεί το ιδανικό μέρος για να βρίσκεται κανείς αυτή τη στιγμή, αλλά κάποιοι κάτοικοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν έτσι κι αλλιώς, μιας και δεν έχουν άλλη επιλογή.
«Έχω ξεμείνει από χρήματα», δήλωσε ο Muzher Abd Al Hameed, ένας 38χρονος πατέρας τριών παιδιών και παλιός κάτοικος της Φαλούτζα. «Δεν έχω την πολυτέλεια να μην δουλεύω για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, άκουσα μια καλή είδηση – ότι υπήρχε ηρεμία και όχι συγκρούσεις, κάτι που με ενθάρρυνε. Όμως, είχα αποφασίσει να επιστρέψω ανεξάρτητα από το αν η κατάσταση είναι καλή ή κακή, γιατί πραγματικά δεν είχα άλλη επιλογή.»
Από την άλλη, βέβαια, υπάρχουν και εκείνοι που φυσικά δεν μπορούν να επιστρέψουν, επειδή δεν έχουν πια κάπου να πάνε. «Οι οικογένειες που προσπάθησαν να επιστρέψουν στο [Hay al-Αskari] βρήκαν τα σπίτια τους κατειλημμένα από τους μαχητές», δήλωσε η Umm Nour, η οποία φιλοξενεί έξι οικογένειες από τη γειτονιά στο σπίτι της, στο Amreeyat al Fallujah, ένα χωριό 20 μίλια μακριά από την Φαλούτζα. «Οι οικογένειες αυτές τους είπαν απλά να προσέχουν τα σπίτια τους. Δεν θα μπορούσαν να τους πετάξουν έξω. Οι μαχητές υποσχέθηκαν να χρησιμοποιούν μόνο το σαλόνι, το υπνοδωμάτιο και το μπάνιο και ότι δεν θα αγγίξουν τίποτα άλλο στο σπίτι».
Τα συντρίμμια ενός στρατιωτικού οχήματος στη Φαλούτζα.
Η ένταση στη Ραμάντι και τη Φαλούτζα είναι εν μέρει μια απάντηση στη διαδικασία απαλλαγής του Ιράκ από το κόμμα Ba’ath, μετά το ξεκαθάρισμα υψηλόβαθμων σουνιτών από την κυβέρνηση του 2003, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του Σαντάμ Χουσεΐν. Σύμφωνα με την κυβέρνηση Maliki, ο νόμος για την απαλλαγή από το κόμμα Ba’ath (de-Ba’athification) έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για τον αποκλεισμό σουνιτών υποψηφίων, των οποίων τη συμμετοχή στην πολιτική διαδικασία δεν εγκρίνει, καθώς και για τη φυλάκιση ατόμων για ελάχιστους ή ανύπαρκτους λόγους.
Ακριβώς πριν από την πτώση της Φαλούτζα, ο Maliki διέταξε τη σύλληψη του Ahmed Al Alwani, ενός σουνίτη μέλους του Κοινοβουλίου από την Ανμπάρ, ο οποίος εξέφραζε πολύ ανοιχτά την αντικυβερνητική στάση του. Οι συγκρούσεις κατά τη σύλληψή του οδήγησαν στο θάνατο του αδελφού του και αρκετών σωματοφυλάκων, εξοργίζοντας τις φυλές των σουνιτών.
Και η σύλληψη του Alwani ήταν μόνο η τελευταία σε μια σειρά από πρόσφατες αντι-σουνιτικές ενέργειες από την κυβέρνηση του Ιράκ. Λίγο μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον σουνίτη αντιπρόεδρο Tareq al Hashemi, με την κατηγορία της διαχείρισης ταγμάτων θανάτου. Τώρα πουζει στην Τουρκία, έχει καταδικαστεί ερήμην του σε θάνατο. Τον Μάρτιο του περασμένου έτους, ενώ οι διαδηλώσεις για τις μεταρρυθμίσεις άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά, ο σουνίτης υπουργός Οικονομικών Rafi al Issawi παραιτήθηκε από τη θέση του, όταν οι δυνάμεις ασφαλείας συνέλαβαν έναν από τους φρουρούς του, με την υποψία ότι συνδέεται με τρομοκρατικές ενέργειες. Και λίγο μετά, ο σουνίτης υπουργός γεωργίας Ιzz al Din Dawla παραιτήθηκε, όταν δυνάμεις SWAT πυροβόλησαν σουνίτες διαδηλωτές στην Hawija, ένα χωριό κοντά στο Κirkuk.
«Νομίζω ότι το χαρτί με τις θρησκευτικές σέχτες παίζεται πολύ συχνά, αν και εξακολουθεί να είναι σημαντικό», είπε ο Lister. « Οι φυλές των σουνιτών έχουν θυμώσει εδώ και καιρό με τον Μaliki, επειδή εγκατέλειψε την Ανμπάρ και απέτρεψε την απόκτηση μεγάλης δύναμης απόσουνιτικές φυλές και σουνίτεςυπουργούς. Ωστόσο, την ίδια στιγμή διακυβεύεται ένα μεγαλύτερο ζήτημα, το οποίο είναι ο έλεγχος της περιοχής τους και μια εξτρεμιστική ομάδα [από μαχητές που συνδέονται με το ISIS] η οποία είχε κατά το παρελθόν συμπεριφερθεί με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο στους πολίτες. Κάποιες φυλές αντιμετωπίζουν τον Μaliki ως ενσάρκωση δύο κακών, ενώ άλλες φυλές τον βλέπουν με εντελώς άλλο μάτι».
Ιρακινές ειδικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν αντάρτες του ISIS στη Φαλούτζα.
Η κρίση στη Φαλούτζα έρχεται πριν από τις επικείμενες εκλογές στο Ιράκ, στις οποίες ο πρωθυπουργός έχει εκφράσει την επιθυμία του να κερδίσει μια τρίτη θητεία. «Με την επίθεσή του αυτή τη στιγμή, ο Μaliki επισημοποιεί την υποστήριξή του προς τους σιίτες αξιωματούχους του Ιράκ», δήλωσε ο Feisal Istrabadi, ο ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του Κέντρου για τη Μελέτη της Μέσης Ανατολής στο Πανεπιστήμιο του Bloomington στην Ιντιάνα. «Προτού ξεκινήσει αυτή την επιχείρηση, ο ίδιος αποτέλεσε αντικείμενο πολλών επικρίσεων από το εσωτερικό του συνασπισμού των σιιτών, για την κακή διαχείριση μίας σειράς ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων των ολοένα και πιο αυταρχικών τάσεων του», συνέχισε ο Istabadi, ο οποίος ήταν αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος του Ιράκ στον ΟΗΕ κατά την περίοδο 2004-2010. «Η επιχείρηση στο Ανμπάρ έχει σιγήσει εξ ολοκλήρου όλες αυτές τις κριτικές. Σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καταστροφικά στραβά κατά τους επόμενους τρεις μήνες, ο Μaliki θα επανεκλεγεί αποφασιστικά».
Έτσι, ενώ η επιχείρηση θα βοηθήσει τις προοπτικές επανεκλογής του Μaliki, μοιάζει απίθανο να αποτελεί κάτι περισσότερο από μια βραχυπρόθεσμη λύση. Η Ανμπάρ, με την τεράστια έκταση ερήμου που διαθέτει, είναι ένα δύσκολα διαχειρίσιμο έδαφος. Γι ‘αυτό, ελλείψει ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων εθνικής συμφιλίωσης και κρατικών δαπανών που θα αποτρέψουν τους ντόπιους από τον εξτρεμισμό, θα παραμείνει ένα ασφαλές καταφύγιο για τους αντάρτες.
Ο Αmar al-Hakim, ένας εξέχων σιίτης πολιτικός, που ηγείται του Ανώτατου Ισλαμικού Συμβουλίου του Ιράκ, πρότεινε να διαθέσει η κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ $4 δισεκατομμύρια σε επενδύσεις για υποδομές, που θα οδηγήσουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Πρότεινε επίσης η κεντρική κυβέρνηση να διαθέσει ένα ξεχωριστό ποσό, που θα διατεθεί προς τους σεΐχηδες και τους ηγέτες των φυλών για την καταπολέμηση των ανταρτών και τη διατήρηση της σταθερότητας και της ασφάλειας.
Όλα αυτά μοιάζουν να είναι καλή ιδέα, αλλά είναι κρίμα που οι προτάσεις αυτές έρχονται ως απάντηση προς μια διένεξη που έχει ήδη ξεκινήσει. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν η σιιτική ηγεσία είχε απλά προσπαθήσει να αποτρέψει από την αρχή τη συνολική σύγκρουση.