Η Γιαγιά μου η Δολοφόνος

Kοινοποίηση

Εικονογραφήσεις από τον Matt Rota

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο VICE US.

Όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών, μερικές φορές έμπαινα στην κρεβατοκάμαρα της γιαγιά μου και την έβρισκα να κλαίει. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και τέλειωνε το ένα κουτί με χαρτομάντιλα μετά το άλλο. Δεν πιστεύω ότι αυτή την πλευρά του εαυτού της τη μοιραζόταν με άλλους. Ίσως ένιωθε ότι είχαμε έναν κοσμικό δεσμό γιατί το μεσαίο όνομά μου ήταν εκείνο του πατέρα. Έκλαιγε για την Martha, την κόρη της, που πέθανε από μελάνωμα σε ηλικία 28 ετών. Δέκα χρόνια αργότερα, αφού πέθανε ο Norman –το νεότερο παιδί της, ο θείος μου- επίσης στα 28, θα έκλαιγε και για εκείνον.

Videos by VICE

Οι άνθρωποι γύρω από τη γιαγιά -τα παιδιά της, οι σύζυγοί της, ο φίλος της- πέθαιναν, οπότε ήταν κατανοητή η συνεχής θλίψη της. Το να την βλέπω βυθισμένη μέσα στο ψηλό και μαλακό κρεβάτι της, καλυμμένη από το σκοτάδι της σοφίτας, σε μια ατμόσφαιρα που μύριζε σαν το δέρμα των ηλικιωμένων, με έκανε να σκέφτομαι ότι οι μητέρες δεν παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Σήμερα, όταν το ξανασκέφτομαι, δεν αναρωτιέμαι εάν η γιαγιά πήρε αυτό που της άξιζε σαν μητέρα, αλλά αναρωτιέμαι εάν πήρε αυτό που της άξιζε σαν δολοφόνος.

Πριν από μερικούς μήνες, έβαλα τη σύζυγο και τα παιδιά στο αυτοκίνητο και πήγαμε να επισκεφθούμε τη γιαγιά. Δεν την είχα δει για περισσότερο από ενάμιση χρόνο και σε αυτό το διάστημα είχε μετακομίσει από το σπίτι της σε έναν οίκο ευγηρίας και από εκεί σε έναν άλλον. Δεν είχα καμία καλή δικαιολογία για την απουσία μου-υποθέτω ότι δεν μπορούσα να διαχειριστώ τον τρόπο με τον οποίο φύγαμε από το σπίτι της. Ήταν καταστροφή. Γεμάτο πράγματα. Οι αγοραστές είπαν ότι θα το φρόντιζαν και το έκαναν: το κατέστρεψαν κανονικά.

Θέλεις και άλλο έγκλημα; Τότε δες τους πιο επικίνδυνους κλέφτες της Ευρώπης

Εκείνο το σπίτι, όπου πέρασα μεγάλο μέρος της παιδικής μου ηλικίας επισκεπτόμενος της γιαγιά ήταν αηδιαστικό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90, ο αδερφός μου και εγώ αφιερώσαμε τρεις μέρες για να το καθαρίσουμε. Ο Joe, ο τελευταίος φίλος της γιαγιάς μου είχε πεθάνει και τα πράγματά του ήταν εκεί. Ήταν ένας από τους πέντε νεκρούς ανθρώπους των οποίων τα πράγματα ήταν εκεί, ήταν παντού. Τα πράγματα της θείας μου, του θείου μου, του παππού μου και του δεύτερου συζύγου της γιαγιάς, εκτιμώ ότι αποτελούσαν περίπου τον μισό όγκο του σπιτιού. Οι άδειες οδήγησης, σημαντικά έγγραφα, μισοτελειωμένα πρότζεκτ και αναμνηστικά όπως τα σκουριασμένα μπουλόνια που είχε ανασύρει από ναυάγια ο θείος Norman. Στη βιβλιοθήκη του υπογείου, ανακαλύψαμε ένα φιαλίδιο κόκκινο παχύρευστο υγρό. Το φιαλίδιο, σφραγισμένο με σκληρό κερί ή πλαστικό, ήταν από φυσητό κρύσταλλο και πολύ όμορφο και το κουτί ήταν φτιαγμένο από ωραίο ξύλο. Σκεφτήκαμε ότι το πράγμα μπορούσε να είναι πολύτιμο. Μπορεί να ήταν παλιό, δεν ήμασταν σίγουροι. Έτσι προσπαθήσαμε να το πουλήσουμε σε ένα κατάστημα με περίεργα αντικείμενα στο East Village, από όπου μας συμβούλευσαν να το πετάξουμε μέσω του Κέντρου Ελέγχου Δηλητηριάσεων.

Στο υπόγειο βρήκαμε μισολυωμένα κουταλάκια ηρωίνης (η γιαγιά προφανώς είχε πολλούς αντικρουόμενους χαρακτήρες) και στην πίσω αυλή βρήκαμε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών γεμάτη νεκρά ζώα. Μπορούσες να καταλάβεις ότι ήταν ζώα έξω από τη σακούλα. Μπορούσες να δεις τα σχήματα των πτωμάτων. Κοιτάξαμε μέσα και οι δυο αλλά το κάναμε τόσο γρήγορα που το μόνο το οποίο ήταν σίγουρο ήταν πως υπήρχαν νεκρά σώματα. Ο αδερφός μου λέει ότι είδε χελώνες, που φαίνεται πιθανό, μια και η μητέρα μου είχε καμιά 6άδα χελώνες οι οποίες χάθηκαν μονομιάς στη διάρκεια ενός ξαφνικού, ανεξήγητου κατακλυσμού. Είδα μια κουκουβάγια, που είναι λιγότερο πιθανό αλλά επίσης δυνατό, μια και υπάρχουν κουκουβάγιες στην περιοχή. Καταλήξαμε ότι μάλλον είναι γάτες και ρακούν που πάντα έμπαιναν στης γιαγιάς τα σκουπίδια. Τους φώναζε από την πίσω αυλή. Την τελευταία φορά που είδα τη σακούλα ήταν ενώ βρισκόταν στο γρασίδι και περιμέναμε το σκουπιδιάρικο να περάσει να τη μαζέψει.

Σε εκείνο το σπίτι, ακόμα και τα πράγματα που άξιζε να κρατήσουμε ήταν καταθλιπτικά. Κάτι ωραίες δρύινες κουνιστές πολυθρόνες και κάτι σεκρετέρ από κερασιά ήταν καλυμμένα από λευκό χρώμα που ήταν για το βάψιμο της βεράντας. Τα ράφια της βιβλιοθήκης ήταν ψιλοφαγωμένα από τα ποντίκια. Τα χαλιά ήταν η χαρά της μούχλας. Τα πιάτα ήταν λεκιασμένα και πασπαλισμένα με ξεραμένη τροφή. Οι τουαλέτες ήταν γεμάτες, το καζανάκι δεν ήταν τραβηγμένο και πασπαλισμένες με ταλκ. Η γιαγιά θα έλεγε ότι το να μην τραβάς καζανάκι αντιστοιχούσε με εξοικονόμηση χρημάτων, αλλά πραγματικά ήθελε να σου θυμίσει ότι όλα είχαν να κάνουν με την αποταμίευση χρημάτων.

Δεν έχω αμφιβολία ότι είχε δίκιο. Ακόμα και στα γεράματα, ήταν διορατική και ενημερωμένη. Θα πήγαινε από το ένα δωμάτιο στο άλλο με το ραδιόφωνο να είναι στη διαπασών. Γνώριζε τα πάντα. Για παράδειγμα ότι ο χυμός δαμάσκηνων μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως βαφή μαλλιών (μέχρι σήμερα τα μαλλιά της είναι καφέ δαμασκηνί). Είχε ακούσει έναν οδοντίατρο στο NPR να λέει ότι είναι πολύ σημαντικό να ξεπλένεις το στόμα σου με νερό και να κάνεις νήμα, ακόμα κι αν δεν έχεις τη δυνατότητα να βουρτσίσεις τα δόντια σου, και σήμερα που το γράφω αυτό, είναι 94 και ακόμα έχει τα δόντια της στη θέση τους.

Όταν πήγαμε να την επισκεφτούμε στον οίκο ευγηρίας, επισκεύασα τα ακουστικά βαρηκοΐας και η σύζυγός μου πήγε να πάρει μερικές πάνες ενηλίκων. Η γιαγιά μόλις που γνωρίζει ποιος είμαι και όταν την ρώτησα για τα παιδιά της, δεν θυμόταν την Martha καθόλου. Δεν μου είχε λείψει όλο αυτό το διάστημα που δεν την είχα επισκεφθεί, οπότε δεν περίμενα ότι η επίσκεψη θα με αναστάτωνε. Αλλά το ότι η γιαγιά δεν ήξερε το όνομά της Martha, το ότι ήταν στο κρεβάτι με τα δόντια της έτοιμα να πέσουν, σχεδόν μου΄στριψε. Τα παιδιά κάθονταν εκεί, χωρίς καν να ανοιγοκλείνουν τα μάτια τους, με τα στόματα τους να χάσκουν από αμηχανία λόγω φόβου. Για εκείνα η προηγούμενη χρονιά ήταν μια περιοδεία σε νεκροκρέβατα. Η γιαγιά ήταν προφανώς η επόμενη.

Κατάφεραν να αντιδράσουν όταν η γιαγιά τους ζήτησε να τραγουδήσουν. Ήξεραν μερικά γερμανικά τραγούδια από το σχολείο και έτσι τα τραγούδησε μαζί τους. Είπε ότι όταν τραγουδάει επιστρέφει στην παιδική της ηλικίας. Ζει σε αυτή, είπε, σα να είναι το παρόν. Και ίσως στο μυαλό της, όταν τραγουδάει, η παιδική της ηλικία είναι εκεί – αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχει τίποτα άλλο εκεί. Μερικές φορές δείχνει το κεφάλι της και αστειεύεται που είναι «ξεχασιάρα».

Είναι περίεργο να βλέπεις μια γονεϊκή φιγούρα να γίνεται έτσι. Ως παιδί έμενα στο σπίτι της γιαγιάς, έτσι ώστε οι δυο νέοι γονείς μου να κάνουν ένα διάλειμμα, να ξεκουραστούν. Κάποιες φορές για εβδομάδες. Μου έλεγε ότι οι Εβραίοι εφευρίσκουν πράγματα, ότι δεν πίνουν, ότι είναι έξυπνοι γιατί η φιλοσοφία των Εβραίων δίνει αξία στη σκέψη και πως δεν πρέπει να τους αποκαλώ Εβραίους.

Όταν ανακοίνωσα τον αρραβώνα μου με την Gentile, η γιαγιά έπεσε στα γόνατα και με παρακάλεσε να μην παντρευτώ σε εκκλησία. Ο γάμος έγινε σε γήπεδο τένις και η γιαγιά ήταν η ωραία του χορού που φλέρταρε με όλους τους θείους της γυναίκας μου, οι οποίοι ήταν 20 χρόνια νεότεροι από εκείνη.

Η τεχνογνωσία της γιαγιάς σε θέματα διατροφής χρονολογείται από τη δεκαετία του ’60. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχε γράψει και εκδώσει αρκετά βιβλία σε πολύγραφο που αφορούσαν τη διατροφή. Περίπου τότε ή πιθανώς νωρίτερα, νομίζω, άρχισε να δηλητηριάζει ανθρώπους.

Δεν μπορώ να πω με ακρίβεια τι έκανε και με ποια συστατικά. Δεν μπορώ ούτε να είμαι σίγουρος πως έκανε τα πράγματα που νομίζω ότι έκανε. Το μόνο που πραγματικά έχω είναι κομμάτια από έμμεσες αποδείξεις και εικασίες που συνδυάστηκαν με το πέρασμα των χρόνων. Κατ’εμέ, υποπτεύομαι ότι προτιμούσε να χρησιμοποιεί βιταμίνη Α (που μπορεί να προκαλέσει υπνηλία, θολή όραση, ναυτία, μεταξύ άλλων πραγμάτων), έπειτα χρησιμοποιούσε καθαρτικά και όταν μεγάλωσε και έγινε πιο τεμπέλα, προχώρησε στα συνταγογραφούμενα φάρμακα.

Η γιαγιά ποτέ δεν μαγείρευε το ίδιο πράγμα δυο φορές. Και οι δημιουργίες της ήταν λιπαρές πέρα από κάθε φαντασία και συνήθως πραγματικά περίεργες. Για παράδειγμα: κοτόπουλο στο φούρνο με βερίκοκα και κονσερβοποιημένες ντομάτες ή ανακατεμένα αλεσμένα κρέατα με δαμάσκηνα ή τουρσιά. Ήταν διαβόητη στο τοπικό μπακάλικο. Φύλαγαν τα συκώτια καρχαριών για εκείνη.

Αργότερα, τα γεύματά της αποτελούνταν από έτοιμα ή μισο-έτοιμα φαγητά και τελικά αυτό έγινε η αγαπημένη μεθοδολογία της. Είχε αυτή την αποτελεσματική στρατηγική να βρίσκει το φαγητό που σου άρεσε περισσότερο, να το αγοράζει σε τεράστιες ποσότητες και να σε ταϊζει με αυτό αδυσώπητα. Βέβαια όσο περισσότερο έμενες με τη γιαγιά, τόσο περισσότερο ήταν πιθανό να σου συμβούν πράγματα. Εάν την επισκεπτόσουν για μια εβδομάδα θα πάθαινες διάρροια, θα ήσουν εξαντλημένος και η όρασή σου θα άρχιζε να θολώνει.

Στην αρχή, η μητέρα μου ήταν η μόνη που αρνούνταν να φάει το φαγητό της γιαγιάς και σκέφτηκα ότι ήταν παρανοϊκή. Έπειτα άρχισα να παρατηρώ ότι κάθε φορά που πήγαινα στη γιαγιά, λιποθυμούσα στον καναπέ ή στο τρένο κατά την επιστροφή μου στην πόλη. Όταν σταμάτησα να τρώω το φαγητό της γιαγιάς, ο αδερφός μου σκέφτηκε ότι ήμουν παρανοϊκός. Αλλά σταμάτησα να λιποθυμάω και πολύ σύντομα σταμάτησε κι αυτός να τρώει το φαγητό της γιαγιάς.

Ωστόσο συμβαίνει το εξής: δεν θέλεις να πιστέψεις ότι η γιαγιά σου σε δηλητηριάζει. Ξέρεις ότι σε αγαπάει -δεν υπάρχει αμφιβολία επί τούτου- και είναι τόσο θαυμάσια γιαγιαδίστικη η συμπεριφορά της και γοητευτική. Και ξέρεις ότι ποτέ δεν θα ήθελε να σε δηλητηριάσει. Έτσι συνεχίζεις να τρως το φαγητό της μέχρι που λιποθυμάς τόσες πολλές φορές που δεν μπορείς να συνεχίσεις να αμφιβάλεις για τον εαυτό σου. Τελικά πηγαίναμε στη γιαγιά για διακοπές και κουβαλούσαμε τα φαγητά μας και δεν την αφήναμε να ακουμπήσει τα πιάτα μας. Μέχρι τότε, είχε αρχίσει να χάνει την όρασή της, οπότε δεν θα πρόσεχε την λευκή κρυσταλλική σκόνη που ήταν πάνω σε εκείνο τον εντυπωσιακό σολωμό που σου έδινε.

Και το ερώτημα ήταν: Πώς θα εξηγούσαμε σε καλεσμένους, ξένους ότι δεν θα έπρεπε να φάνε το φαγητό της γιαγιάς; Μια φορά, ίσως ήταν Πάσχα, ο αδερφός μου έφερε τη νέα κοπέλα του, μια ηθοποιό. Η γιαγιά είχε υποσχεθεί να μην ετοιμάσει τίποτα και φαινόταν ότι είχε κρατήσει το λόγο της, οπότε δεν αναφέραμε τα περί δηλητηρίασης στο κορίτσι. Όμως αφού φάγαμε το μεσημεριανό, η γιαγιά πήγε στην κουζίνα και βγήκε με εκείνα τα μπισκότα από βρώμη και σταφίδες που φαίνονταν χάλια. Η κοπέλα του αδερφού μου έφαγε δύο από αυτά, ίσως από ευγένεια. Κοιτούσαμε κατάπληκτοι. Είχε πρόβα στην πόλη, αλλά λιποθύμησε στον καναπέ και την έχασε.

Όμως γιατί η γιαγιά να μας δηλητηρίαζε; Λοιπόν, για κάποιο διάστημα, η μητέρα μου είχε διατυπώσει την άποψη ότι η γιαγιά έπασχε από σύνδρομο Μινχάουζεν δια αντιπροσώπου, μια κατάσταση που ωθεί τους φροντιστές να δηλητηριάζουν ή να τραυματίζουν αυτούς που έχουν υπ’ευθύνη τους. Εγώ; Είμαι σίγουρος ότι η γιαγιά δεν προσπαθούσε να κάνει κακό σε κανέναν. Εάν σου έδινε κάτι, το έκανε επειδή δεν ήθελε να φύγεις, της άρεσε να κάνει τους ανθρώπους να χάνουν το τρένο τους. «Μείνε το βράδυ, μείνει το βράδυ» θα σιγομουρμούριζε.

Άλλες φορές οι ανησυχίες της γιαγιάς φαίνονταν πιο πρακτικές. Η μητέρα μου, όταν μετακόμισε ξανά στο σπίτι της γιαγιάς για λίγο διάστημα, είχε πολλά ζώα -χελώνες, σκύλους, χάμστερ, γάτες- που σταδιακά αρρώσταιναν και πέθαιναν. Και υπήρχε και ο Joe, ένας πρώην αλεξιπτωτιστής ο οποίος ήταν το τελευταίο αγόρι της γιαγιάς. Απέκτησε τη συνήθεια να εξανεμίζει τη σύνταξή του στο Ατλάντικ Σίτι και να κάνει τράκα στη γιαγιά μέχρι να ξαναπληρωθεί. Έπειτα έσπασε το πόδι του. Τότε ήταν που αρχίσαμε να δεχόμαστε υστερικά τηλεφωνήματα από τη γιαγιά που έλεγε ότι ήταν αναγκασμένη να του τα δίνει όλα στο χέρι. Έπειτα πέθανε.

Και τι θα έλεγε η γιαγιά; Λοιπόν, ακόμα κι αν ήθελε να μου πει γιατί έκανε ότι έκανε, δεν νομίζω ότι θα ήταν σε θέση. Πάντα ήταν μυστηριώδης, ακόμα και προς τον εαυτό της. Έλεγε μια ιστορία: όταν ήταν πολύ μικρό κορίτσι, ένα αγόρι προσπάθησε να τη φιλήσει μέσα σε μια ντουλάπα, οπότε τον έσπρωξε μακριά και έτρεξε σπίτι όπου και έκλαψε. «Γιατί γιαγιά;» την ρωτούσαμε. «Γιατί» έλεγε «ήμουν ερωτευμένη μαζί του!».

Ο πατέρας της γιαγιάς ήταν ένας ηλικιωμένος, ψηλός και ωραίος άνδρας, χήρος που ήταν στο ιππικό όταν βρισκόταν στη Ρωσία. Η μητέρα της ήταν 17 ετών όταν τον παντρεύτηκε. Το ζευγάρι είχε τέσσερις κόρες και έναν γιο, που πέθανε πολύ νέος. Όταν προέκυψε η Ύφεση, ο πατέρας κλήθηκε στο γραφείο της διοίκησης του εργοστασίου όπου δούλευε ως εργοδηγός: δεν είχαν επιλογή, έπρεπε να τον απολύσουν. Παρακάλεσε για μια δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά, για να βοηθήσει την οικογένειά του. Κάπως έτσι έγινε «φροντιστής φωτιάς», έριχνε κάρβουνο σε ένα φούρνο. Τραυματίστηκε άσχημα σε μια έκρηξη και δεν επέστρεψε σπίτι. Εξαφανίστηκε. Τρεις εβδομάδες μετά το δυστύχημα, η γιαγιά μου πήγε να μιλήσει σε έναν άνθρωπο που καθόταν σε σκαλία απέναντι από το σπίτι τους. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με επιδέσμους. Τον ρώτησε γιατί δεν είχε επιστρέψει σπιτι και είπε «φοβήθηκα ότι δεν θα με αγαπούσες πια». Φοβόταν για το υπόλοιπο της ζωής του. Ποτέ δεν συνάντησα τον προπάππου μου, τον Benjamin, τον συνονόματό μου.

Ο πρώτος σύζυγος της γιαγιάς, ο Irving -τον παντρεύτηκε κάποια στιγμή μεταξύ της δεκαετίας του ΄50 και του ’60- τον λάτρευαν όλοι, όπως ακριβώς και τον πατέρα της. Έκανε δουλειές με κάτι Ιταλούς. Μετά από 20 χρόνια γάμου τον χώρισε. Δεν υποπτεύθηκα παρά αργότερα ότι μπορεί να το έκανε γιατί ο Irving ίσως είχε κάποια τρομακτική πλευρά.

Το 1982, όταν ήταν 70 ετών, ο Irving είχε ένα αυτοκινητιστικό. Έβγαλε την Cadillac του εκτός πορείας. Μπορεί να είχε αποκοιμηθεί ή μπορεί να είχε πειραχτεί κάτι με το κατσαβίδι που βρέθηκε στο τιμόνι. Το κεφάλι του έσπασε στο τρακάρισμα, αλλά ήταν σκληρός Εβραίος και έτσι μετά από 4 χρόνια ξύπνησε και έζησε ακόμα 10 χρόνια πολεμώντας την παράλυση, πριν να πεθάνει κοντά στα 90.

Στο μεταξύ, τα λεφτά του έγιναν αντικείμενο περίπλοκης δίκης που έληξε με τους συνεταίρους του Irving και τη δεύτερη σύζυγο του (η οποία τον νοιαζόταν) να πάρουν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Στη διάρκεια της υπόθεσης, η γιαγιά θρηνούσε για το γεγονός ότι τον είχε αφήσει. Έλεγε «με τα πράγματα που έκανε όλη μέρα, δεν μπορείς να έρχεσαι σπίτι και είσαι ο κ. Σούπερ Τύπος, με τίποτα».

Η Martha, το μεγαλύτερο από τα παιδιά της γιαγιάς και θεία μου νόσησε με καρκίνο όταν ήταν 20 ετών. Η γιαγιά την φρόντιζε. Μπορεί η ασθένειά της να την σκότωσε αλλά και πάλι δεν ξέρω. Ο Aaron, ο δεύτερος σύζυγος της γιαγιάς, πέθανε επίσης από καρκίνο τη δεκαετία του 1970. Ήταν κουφός και μισούσε την τηλεόραση και φώναζε στα παιδιά- η γιαγιά είπε ότι τον παντρεύτηκε επειδή «ήταν ο μόνος που θα με είχε». Κάπνιζε πίπα. Μετά την πρώτη εγχείρησή του, για καρκίνο του λάρυγγα, έπαιξε πινγκ πονγκ μαζί μου. Φαινόταν ευτυχισμένος και είχε λιγότερο τερατώδη συμπεριφορά. Άρχισε να κάνει κηπουρική. Αλλά ανεξάρτητα από το πόσο έτρωγε, συνέχισε να χάνει βάρος και να μαραζώνει. Ή… ξανά μπορεί να έφταιγε ο καρκίνος.

Ο επόμενος στην ταφική πομπή ήταν ο Norman, το νεότερο παιδί της γιαγιάς και ο μόνος γιος. Ας μιλήσουμε για αυτόν. Ο Norman ήταν μαλάκας. Ήταν μόνο οκτώ χρόνια μεγαλύτερος από μένα και με βασάνιζε όταν ήμουν παιδί. Είχε το πιο ειδεχθές γέλιο σαν σφύριγμα γουρουνιού. Όχι ενός ευτυχισμένου γουρουνιού. Σαν γουρουνιού που πονάει. Με είχε απειλήσει με μαχαίρια, έκλεβε και έσπαγε τα πράγματά μου. Προσπαθούσε να με πείσει ότι θα με απήγαγε μέσα στη νύχτα και πως θα με πουλούσε στους «Άραβες». Ίσως όλα αυτά γίνονταν γιατί με ζήλευε. Ήταν χοντρούλης και εβραιόφατσα, έτσι η γιαγιά με τα μπλε μάτια και τα ξανθά μαλλιά της τον έβρισκε απωθητικό. Εγώ αντιθέτως είχα αθλητικό σωματότυπο με ευγενικά χαρακτηρισιτκά και για αυτό ήμουν ο αγαπημένος της. Όταν είδα τη γιαγιά να τιμωρεί τον Norman βάζοντας τον να σταθεί μπροστά από έναν ανοιχτό φούρνο, η φωτιά στον οποίο δυνάμωνε συνεχώς και απειλούσε να κάψει το πουλί του. Τότε ήταν περίπου 12 ετών. Επίσης μαγείρευε και του έδινα φαγητό μέσα σε μεγάλα πιάτα. Έλεγε όχι επειδή δεν ήθελε να χοντρύνει κι άλλο, αλλά συνέχιζε να τον πιέζει για να φάει μέχρι που έτρωγε. Στη συνέχεια τον επέπληττε που ήταν τόσο παχύς.

Στον Norman άρεσαν τα όπλα. Μάζευε πράγματα που σκότωναν, όπως τόξα και τσεκούρια, και όλοι τον φοβόντουσαν. Μερικές φορές μπούκαρε μέσα στο σπίτι με ένα μαχαίρι ή μια ματσέτα και εμείς οι υπόλοιποι κρυβόμασταν μέσα στα δωμάτιά μας. Όταν ήμουν περίπου επτά, άλειψε το χέρι μου με μεθάνιο και του έβαλε φωτιά, απλά για να μου δειξει πόσο ισχυρό ήταν το μεθάνιο και πως το να του βάζεις φωτιά δεν θα με έβλαπτε. Είναι αλήθεια ότι δεν ένιωσα τον πόνο, αλλά κάηκαν όλες οι τρίχες στο χέρι μου. Μια άλλη φορά όταν επισκεπτόμουν την περιοχή ως έφηβος, μια ομάδα άλλων παιδιών μου επιτέθηκαν και άρχισαν να με κλωτσάνε ξανά και ξανά. Η μητέρα μου σκέφτηκε πως ο Norman τα είχε στείλει.

Πρέπει να αναφέρω ότι ήταν ευφυής; Ήταν. Μπορούσε να κάνει τα πάντα. Όταν ήμουν οκτώ με πήγε στην οδό Canal, μόλις λίγα τετράγωνα από εκεί όπου έμενα στην Tribeca, για να μου δείξει πως μπορούσε να αγοράσει ανταλλακτικά για το κομπιούτερ και να φτιάξει ένα μηχάνημα που θα λειτουργούσε μέσα σε ένα απόγευμα. Και το έκανε.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν ήταν 28 ετών, ο Norman εξακολουθούσε να ζει με τη γιαγιά αλλά είχαν αλλάξει κάποια πράγματα. Είχε χάσει βάρος, είχε κοπέλα και σκεφτόταν κάποιου τύπου καριέρα στους υπολογιστές, «δικτυωμένους υπολογιστές» όπως έλεγαν τότε αυτό που στην πορεία έγινε διαδίκτυο. Έκανε και καταδύσεις επίσης. Κοιμόταν κάτω από το νερό με τον εξοπλισμό του και μερικές φορές νοίκιαζε βάρκα και βούταγε σε ναυάγια και τραβούσε φωτογραφίες.

Την ημέρα του ατυχήματος, είχε προγραμματίσει να πάρει μια νοικιασμένη βάρκα αλλά η γιαγιά δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει -πάντα παραπονιόταν για το πόσο ακριβό ήταν- οπότε κάτι του έδωσε. Νομίζω. Ένιωθε πολύ χάλια εκείνο το πρωί. Σκέφτηκε ότι ίσως είχε αρρωστήσει. Ο συνέταιρός του τον έπεισε να πάνε έτσι κι αλλιώς και στη συνέχεια, όταν ήταν στο νερό, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε πρόβλημα στον εξοπλισμό του. Ίσως ήταν μια δυσλειτουργία ή ήταν δικό του λάθος. Προσάρμοζε όλο τον εξοπλισμό του γιατί ήταν ιδιοφυία. Ο σύντροφός του στις καταδύσεις κολύμπησε έως την επιφάνεια μόνος, αντί να μοιραστεί το οξυγόνο του με τον Norman για να ανέβουν και οι δυο πάνω. Δεν ξέρουμε για ποιον ακριβώς λόγο ο Norman έμεινε εκεί κάτω. Ίσως σκέφτηκε ότι δεν είχε αρκετό οξυγόνο για να προσπαθήσει την «ελεγχόμενη έκτακτης ανάγκης» άνοδο. Ή μπορεί να μπλέχθηκε κάπου στο ναυάγιο που εξερευνούσε με τον συνέταιρό του. Ή απλά μπορεί να ήταν τόσο εκτός για να μπορεί να σώσει τον εαυτό του. Έτσι ο Norman πέθανε εκεί κάτω.

Τότε ήταν που απέβαλε η σύζυγός μου. Αστείο ή όχι και τόσο «αστείο» υποθέτω, είναι πως είχα ξεχάσει ότι συνέβη μέχρι που αποφάσισα να γράψω αυτή την ιστορία και έψαχνα κάτι παλιές σημειώσεις. Όταν ανακοινώσαμε την εγκυμοσύνη της γυναίκας μου, η γιαγιά φρικάρισε ότι μιλάμε για ακόμα ένα στόμα στην οικογένεια και πως δεν μπορούσαμε να το φροντίσουμε. Την επισκεφτήκαμε λίγο πριν να αποβάλλει η σύζυγός μου και παρόλο που η γυναίκα μου ήξερε ότι πρέπει να μένει μακριά από ότι είχε μαγειρέψει η γιαγιά, κάποια στιγμή ξεχάστηκε. Και… ήταν κάπως προχωρημένη εγκυμοσύνη για να αποβάλλει και οι ημερομηνίες ταιριάζουν. Όμως θα μπορούσε να είναι σύμπτωση.

Αργότερα, όταν αποκτήσαμε παιδί, η γιαγιά ήρθε για να το γιορτάσουμε, φέρνοντας ένα δώρο για το μωρό: ένα ζευγάρι χειρουργικών ψαλιδιών, κοφτερών και μυτερών. Σε μια άλλη επίσκεψη, μας έφερε τεύτλα που είχε αγοράσει. Της είπα «γιαγιά γιατί μου δίνεις 15 κονσέρβες τεύτλων;». Είχε συνταγές με τεύτλα και σε πολλές από αυτές περιλαμβάνονταν λιόσποροι. Ήταν μάλιστα περήφανη για μια επινόησή της: παγωτό τεύτλων με λιόσπορους. Ασυναγώνιστο όσο αφορά τη διατροφική αξία του, είπε. Ψάξτο μου είπε και το έκανα. Πληκτρολόγησα στον υπολογιστή «κονσερβοποιημένα τεύτλα και λιόσποροι». «ΕΠΕΙΓΟΝ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΠΡΟΙΟΝΤΟΣ» επέστρεψε η αναζήτηση στο Google.

Μερικές φορές όταν λέω αυτές τις ιστορίες έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι σκέφτονται πως έπρεπε να κάνω κάτι. Λοιπόν, ψυχολογικά ήταν δύσκολο να βάλω όλα αυτά τα κομμάτια μαζί και ως παιδί, δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Πριν η γιαγιά μου να με βάλει στο κρεβάτι, μερικές φορές μου σερβίριζε εκείνη την ζεστή σοκολάτα που φαινόταν λιπαρή και αραιή. Και όταν ξυπνούσα είχαν περάσει 24 ή ακόμα και 72 ώρες. Τρεις ή τέσσερις φορές πήγαμε εσπευσμένα στο νοσοκομείο μέσα στη νύχτα γιατί δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Όμως έπρεπε να φθάσω στα 30 για να τα συνδέσω όλα αυτά και να κατανοήσω ότι το να κοιμάμαι τρεις μέρες δεν είναι φυσιολογικό ή ΟΚ και ότι οι μόνες φορές που ξυπνούσα μέσα στη νύχτα έχοντας δυσκολία στην αναπνοή ήταν όταν βρισκόμουν στης γιαγιάς το σπίτι. Αλλά και όταν το κατάλαβα, τι έγινε; Μετά το θάνατο του τελευταίου αγοριού της γιαγιάς, του Joe, πήγα στους μπάτσους και τους είπα ότι σκεφτόμουν πως η γιαγιά μπορεί να εμπλέκεται. Είπαν «Και τι θέλεις να κάνουμε για αυτό;».

Και τώρα για ακόμα μια φορά, νιώθω ότι υποτίθεται πρέπει να νοιαστώ. Όμως το θέμα πρέπει να κλείσει. Είτε εξαγνίζω το παρελθόν μου, τη συγχωρώ είτε βρίσκω αποδείξεις οσων έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια και τα βγάζω στη φόρα μια και καλή. Πάντα σχεδίαζα να ψάξω το σπίτι της για μια τελευταία φορά, αλλά τώρα το σπιτι δεν υπάρχει πια. Και κανείς δεν ξεθάβει πτώματα. Επίσης η γιαγιά ούτε που ξέρει τι έκανε η… γιαγιά. Και δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά μεγάλη δίκη.

Και καθώς άκουγα τη γιαγιά να τραγουδάει με τα παιδιά μου -όχι ακριβώς κλαίγοντας- συνειδητοποίησα ότι δεν με ενδιέφερε τι είχε συμβεί, ότι δεν ενδιαφέρει κανέναν τι είχε συμβεί, και πως οι μπάτσοι στο CSI, οι γιατροί στην μονάδα εντατικής θεραπείας και οι μπρατσωμένοι πεζοναύτες νοιάζονται μονο στις ταινίες.

Πριν από λίγο καιρό μιλούσα σε ένα φίλο και του είπα για τη γιαγιά. Ο φίλος μου ανέφερε πως η γιαγιά θα μπορούσε κατά λάθος να με είχε σκοτώσει, κάτι που με εξέπληξε. Αυτό δεν ήταν ακριβές, είπα. «Ναι, αλλά δεν είχες προβλήματα αναπνοής; Δεν πήγες στο νοσοκομείο μέσα στη νύχτα; Δεν προσπαθούσε να σου κάνει κακό. Να σε ελέγξει προσπαθούσε, αλλά θα μπορούσε να σου είχε κάνει κακό».

«Υποθέτω ότι έχεις δίκιο» είπα, σημειώνοντας, αργά και με δυσπιστία, γιατί η γιαγιά ποτέ δεν θα μου είχε κάνει κακό. Είχαμε έναν κοσμικό δεσμό.

Ακολουθήστε το VICE στο Twitter, Facebook και Instagram.