Ισορροπώντας στην Πράσινη Γραμμή

Kοινοποίηση

Αν περπατήσει κανείς στο κέντρο της Λευκωσίας θα διαπιστώσει ότι πέφτει μπροστά σε κανονικά οδοφράγματα, πολεμίστρες, σάκκους άμμου, αγκαθωτά συρματοπλέγματα και στρατιώτες που μόλις δουν κάμερα ή κινητό να σηκώνεται λένε επιβλητικά «no photos please». H Λευκωσία είναι η μόνη πρωτεύουσα κράτους, πολλώ δε μάλλον ευρωπαϊκού, που είναι διαιρεμένη στα δύο. Τα δύο κομμάτια χωρίζει η περιβόητη «πράσινη γραμμή».

Η Κύπρος διαθέτει αρκετό στρατό -ίσως την μεγαλύτερη αναλογία στρατού/απλών πολιτών. Έχει επίσης μπόλικο -και κατά συνέπεια κοστοβόρο- αμυντικό εξοπλισμό. Η ιστορία της Μεγαλονήσου είναι πολύπαθη -αποικία του βρετανικού στέμματος από το 1914, γεωπολιτικά σημαντικότατη λόγω τοποθεσίας αλλά και φυσικού πλούτου, πιο κοντά στην Τουρκία από ότι στην Ελλάδα, αποτελεί  μετά την τουρκική επέμβαση το 1974 πρόβλημα διεθνές και δυσεπίλυτο.

Videos by VICE

Το Κυπριακό πήγε να λυθεί το 2004 με το περιβόητο σχέδιο Ανάν το οποίο όμως απέρριψαν σε δημοψήφισμα οι Ελληνοκύπριοι. Ένας βασικός λόγος είναι ότι το σχέδιο ήταν δυσλειτουργικό και προσβλητικό για  Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους υπό την έννοια ότι προέβλεπε ένα κράτος με σημαία σχεδιασμένη από έναν γραφίστα πάνω στο χρωματολόγιο της pantone και τρεις ξένους δικαστές σε ρόλο τελικού επιδιαιτητή ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Οι Ελληνοκύπριοι συντάχθηκαν με την δημόσια τοποθέτηση του Προέδρου, Τάσσου Παπαδόπουλου «Παρέλαβα Κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω μια κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα».

Στην πραγματικότητα, το σχέδιο Ανάν απορρίφθηκε καθώς η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία στην Κύπρο δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ένας πόλεμος που χάθηκε στο πεδίο της μάχης δεν κερδίζεται στα χαρτιά 40 χρόνια μετά. «Τα σύνορα μας είναι στην Κερύνειαν» λένε με την χαρακτηριστική προφορά τους οι Ελληνοκύπριοι θυμίζοντας της τραγικές ημέρες του Ιουλίου του 1974. 

Στις 15 Ιουλίου του 1974, η Χούντα της Αθήνας του Ιωαννίδη -αρχιβασανιστή της ΕΣΑ- που ήλεγχε την κυπριακή Εθνική Φρουρά δηλαδή τον ελληνοκυπριακό στρατό της Κύπρου, έκανε πραξικόπημα εναντίον του προέδρου της Κύπρου, του αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Τανκς και καταδρομείς επιτέθηκαν στο Προεδρικό Μέγαρο, το βομβάρδισαν, ο δε Μακάριος διέφυγε την τελευταία στιγμή. Τέσσερις μέρες μετά, η Τουρκία κάνοντας χρήση του δικαιώματος της ως εγγυήτρια δύναμη (όπως η Ελλάδα και η Μεγάλη Βρετανία) εισέβαλε στην Κύπρο προκειμένου όπως είπε να προστατεύσει τους Τουρκοκύπριους από τους χουντικούς πραξικοπηματίες οι οποίοι είχαν στόχο να κηρύξουν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Όπως όλες οι χούντες έτσι και η Χούντα του Ιωαννίδη προσπάθησε να κρατηθεί στην εξουσία κάνοντας κάπου έναν πόλεμο ελπίζοντας πως θα είναι νικηφόρος.

Ο Τουρκικός στρατός αποβιβάστηκε ανενόχλητος στην Κερύνεια καθώς οι πραξικοπηματίες αντί να φυλάνε τις ακτές της Κύπρου κυνηγούσαν τους «Μακαριακούς» στην Λευκωσία. Στις δύο φάσεις της τουρκικής εισβολής, Ιούλιο και Αύγουστο, ο τουρκικός στρατός κατέλαβε σχεδόν το 40% της Κύπρου και έκτοτε εγκαταστάθηκε. Περίπου 170.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν, ενώ 1.500 Ελληνοκύπριοι και 500 Τουρκοκύπριοι αγνοούνται έκτοτε. 

Στα σχεδόν 40 χρόνια που μεσολάβησαν, το ελληνικό κομμάτι της Κύπρου γνώρισε μία ταχεία οικονομική ανάπτυξη ενώ το τουρκοκυπριακό και κατεχόμενο μέρος παρέμεινε σε στασιμότητα. Οι διάφορες προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού δεν ευοδώθηκαν ποτέ.

Σήμερα, δέκα χρόνια μετά το σχέδιο Ανάν έρχεται ένα νέο σχέδιο -κατά πολλούς παρεμφερές με το προηγούμενο- στο προσκήνιο. Το περιβάλλον όμως αυτή τη φορά είναι ριζικά διαφορετικό. Η Κύπρος από οικονομικός «παράδεισος» βρίσκεται σε Μνημόνιο, έχει όμως ανακαλύψει την ύπαρξη σημαντικών πηγών κοιτασμάτων υδρογονανανθράκων στην ΑΟΖ της. Το περίγραμμα συμφωνίας στο οποίο είχαν καταλήξει οι προηγούμενες αριστερές κυβερνήσεις των δύο πλευρών (του ΑΚΕΛ υπό τον Δ. Χριστόφια και του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος CTP υπό τον Μ. Ταλάτ) δεν προχώρησε και σήμερα υπό το βάρος του Μνημονίου και του πετρελαίου η πίεση για την άμεση εξεύρεση λύσης τείνει να γίνει ασφυκτική. Οι ΗΠΑ -ακόμη και με προσωπική παρέμβαση του προέδρου Ομπάμα την Τρίτη- πιέζουν για άμεση λύση επανένωσης του νησιού η οποία θα υιοθετηθεί με δύο δημοψηφίσματα από τις δύο κοινότητες.

Η αρχή αυτής της διαδικασίας ήταν το κοινό ανακοινωθέν 7 σημείων το οποίο συμφωνήθηκε από τους δύο ηγέτες, Νίκο Αναστασιάδη και Ντερβίς Έρογλου επί ουδετέρου εδάφους την περασμένη Τρίτη (11/2) και εκφωνήθηκε από την εκπρόσωπο του ΓΓ του ΟΗΕ στην Κύπρο, Λίζα Μπάτενχαϊμ. Η γενική λογική του σχεδίου είναι ότι οι Τουρκοκύπριοι επιστρέφουν μέρος των εδαφών που κατέλαβε ο τουρκικός στρατός -το «τυράκι» είναι η Αμμόχωστος- και σε αντάλλαγμα κατοχυρώνουν ένα ισότιμο στάτους στο πλαίσιο μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Είναι προφανές ότι το μοίρασμα της εξουσίας ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή πλειοψηφία και την τουρκοκυπριακή μειοψηφία με δεδομένη την αμοιβαία καχυποψία και τους ανοιχτούς λογαριασμούς δεκαετιών δεν είναι εύκολη υπόθεση και η μορφή διακυβέρνησης είναι ένα πολυσύνθετο και «μπερδεμένο» σχήμα που χρειάζεται μεγάλες δόσεις καλής θέλησης για να λειτουργήσει και να μην καταρρεύσει όπως έγινε με το Σύνταγμα των συμφωνιών του ’60 (Ζυρίχης – Λονδίνου) με τις οποίες ιδρύθηκε η κυπριακή Δημοκρατία. Περιττό να πούμε ότι τόσο το ’60 όσο και στο σχέδιο Ανάν, όπως και σήμερα προβλέπεται η διατήρηση μεγάλου μέρους της κυπριακής δημοκρατίας «υπό κατοχήν», όχι από την Τουρκία αλλά από την Βρετανία η οποία διατηρεί -από την αποικιακή της παρουσία στην Κύπρο- δύο Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων του Ακρωτηρίου και της Δεκέλιας έκτασης 254 km2 που τελούν υπό Βρετανική διαχείριση (ως Βρετανικό Υπερπόντιο Έδαφος, διοικούμενες ως Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου).

Ελλάδα και Τουρκία στηρίζουν τις αποφάσεις των δύο κοινοτήτων με την δεύτερη να έχει βάλει το χέρι της στον βίαιο εποικισμό  και την δημογραφική αλλοίωση του κατεχόμενου τμήματος του νησιού.  Η Ελλάδα ακολουθώντας το δόγμα «η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται» θα τα βρει λίγο μπαστούνια καθώς ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς ίσως αναγκαστεί να «καταπιεί» μια λύση παρεμφερή με το σχέδιο Ανάν για το οποίο ήταν στα κάγκελα προ δεκαετίας. Για πολλά χρόνια, το κυρίαρχο δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής -και αυτό το είδαμε και στο Κυπριακό και στο Μακεδονικό- ήταν ότι «η μη-λύση είναι προτιμότερη από μία κακή λύση». Η παραδοχή αυτή όμως δεν φαίνεται να δικαιώνεται από τις εξελίξεις.