Ο Γιάννης Σταματούδης σπούδασε φυσική, όμως δεν ενθουσιάστηκε ποτέ με την προοπτική να κάνει επάγγελμα τους κανόνες της φύσης που μας περιβάλλουν. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ως υπάλληλος σε διάφορες εταιρείες και τελικά στέριωσε σε μια επιχείρηση, όπου έγινε ανώτατο στέλεχος διαχείρισης δεδομένων και τελικά business development manager. Απέκτησε έναν καλό μισθό, ένα καλό σπίτι, ένα καλό αυτοκίνητο. «Όλα πήγαιναν καλά, ωστόσο με το πέρασμα των χρόνων ξεκίνησα να νιώθω μια έλλειψη ικανοποίησης», λέει ο ίδιος στο VICE. «Το αποτέλεσμα ήταν μετά από 11 χρόνια να παραιτηθώ από τη δουλειά μου και να αφήσω πίσω μου μια μεγάλη αποζημίωση, για να κάνω κάτι δικό μου, κάτι που θα μου αρέσει πραγματικά και θα με βοηθήσει να προχωρήσω στη ζωή μου».
«Από τον πρώτο χρόνο, όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να προπληρώσουν και το 29% των κερδών τους για τον δεύτερο χρόνο, άρα πληρώνουν δύο φορές φόρο για τα κέρδη τους μέσα στην πρώτη χρονιά»
Videos by VICE
Ο Γιάννης ήθελε πάντα να ασχοληθεί με το Ίντερνετ και σύντομα πήρε την απόφαση να ιδρύσει, με μερικές χιλιάδες ευρώ που είχε στην άκρη, τη Lalista, μία Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (ΙΚΕ) που δραστηριοποιείται στην παροχή digital υπηρεσιών σε επιχειρήσεις. Η εταιρική μορφή της ΙΚΕ θεσμοθετήθηκε στα χρόνια της κρίσης, ακριβώς για να δώσει σε νέους μικρομεσαίους επιχειρηματίες την ευκαιρία να φτιάξουν γρήγορα μια εταιρεία, ακόμη και με μηδενικό κεφάλαιο. «Η διαδικασία είναι πράγματι πολύ εύκολη και σήμερα μπορείς να φτιάξεις μία επιχείρηση μέσα σε μία μέρα και χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες», λέει ο ίδιος. «Παρότι ξεκινήσαμε στα τέλη του 2015, την εποχή των capital control και της γενικότερης ανασφάλειας, μέσα σε δυόμιση χρόνια καταφέραμε να γίνουμε συνεργάτες της Google και σήμερα πέντε άνθρωποι εργαζόμαστε και ζούμε από αυτή την επιχείρηση».
Παρότι η εταιρεία τα έχει πάει καλά στα πρώτα χρόνια της, ο Γιάννης, όπως και πολλοί άλλοι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, λέει ότι ο μεγαλύτερος φόβος του είναι η αυξημένη φορολογία, η οποία ουσιαστικά χωρίζεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: τη φορολόγηση των κερδών, τις ασφαλιστικές εισφορές και το τέλος επιτηδεύματος: «Σήμερα, μια μικρομεσαία επιχείρηση πρέπει να ξεκινήσει πληρώνοντας πολλούς και υψηλούς φόρους. Από την έναρξη της λειτουργίας μας, δίνουμε το 29% των κερδών μας στο κράτος, ενώ από τον πρώτο χρόνο όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να προπληρώσουν και το 29% των κερδών τους για τον δεύτερο χρόνο, άρα πληρώνουν δύο φορές φόρο για τα κέρδη τους μέσα στην πρώτη χρονιά, όταν θα χρειάζονταν λιγότερους φόρους και περισσότερα κίνητρα από το κράτος, για να επιβιώσουν. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές, το τέλος επιτηδεύματος και η φορολογία επί των μερισμάτων, δηλαδή των ποσών που μοιράζονται ως κέρδη μεταξύ των εταίρων. Υπολογίζοντας όλες αυτές τις εισφορές, σήμερα δίνουμε στο κράτος πάνω από το 50% των κερδών μας», λέει ο Γιάννης. Αξίζει να πούμε ότι σε επιχειρήσεις με μεγαλύτερα έσοδα -όπως αυτές των γιατρών ή των δικηγόρων- οι παραπάνω εισφορές μπορούν να φτάσουν συνολικά έως και το 70% των κερδών τους.
Το κράτος θεωρεί δεδομένο ότι οι πολίτες του θα το κλέψουν μέσω της φοροδιαφυγής και έτσι αποφασίζει να τους κλέψει και αυτό, παίρνοντάς τους το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους.
Το πρόβλημα πολλών επιχειρήσεων δεν είναι γενικά η υψηλή φορολογία, αλλά πιο συγκεκριμένα η υψηλή φορολογία από την πρώτη μέρα. «Καλείσαι να πληρώσεις τους παραπάνω φόρους από την πρώτη μέρα λειτουργίας, χωρίς το κράτος να υπολογίζει αν έχεις ζημιές, έλλειψη ρευστότητας ή δυσκολίες στα πρώτα βήματα της επιχείρησής σου. Ουσιαστικά, σου λέει “απλώς δωσ’ τα από την πρώτη μέρα”, χωρίς να υπολογίζει πού θα τα βρεις. Ο κίνδυνος σε αυτήν την αντίληψη είναι οι μικρές επιχειρήσεις να μην αντέξουν τον δυσβάσταχτο ανταγωνισμό με τις μεγαλύτερες, που έχουν ροή χρήματος και έτσι να οδηγηθούν σε κλείσιμο, αυξάνοντας την ανεργία. Οι μικρομεσαίοι σήμερα πιεζόμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό», λέει ο Γιάννης.
Μιλώντας με λογιστές, κατάλαβα ότι η φορολογία στην Ελλάδα πράγματι έχει αυξηθεί ιδιαίτερα στα χρόνια των μνημονίων, όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λογική του ελληνικού κράτους, που ουσιαστικά αυξάνει τους φορολογικούς συντελεστές, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιμετωπίσει τη φοροδιαφυγή. Με άλλα λόγια, το κράτος θεωρεί δεδομένο ότι οι πολίτες του θα το κλέψουν μέσω της φοροδιαφυγής και έτσι αποφασίζει να τους κλέψει και αυτό, παίρνοντάς τους το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους. Κλασικό παράδειγμα ο ΦΠΑ, που συνεχώς αυξάνεται, αφού λόγω της φοροδιαφυγής, τα ταμεία δεν πιάνουν ποτέ τους στόχους των εσόδων. Αντί λοιπόν να χτυπήσει τη φοροδιαφυγή εκεί όπου δεν κόβονται αποδείξεις και δεν πληρώνεται ο ΦΠΑ, το κράτος κάνει το εύκολο και απλώς τον αυξάνει, επιβαρύνοντας τους καταναλωτές.
Παρότι το κράτος έχει επιχειρήσει να χτυπήσει τη φοροδιαφυγή με διάφορα μέτρα -όπως τα POS-, αρκετοί πολίτες και επιχειρηματίες προσπαθούν να αποφύγουν τους φόρους […] κάτι που μειώνει τα έσοδα του κράτους, το οποίο με τη σειρά του αυξάνει ξανά τους φόρους.
Όταν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν τους αυξημένους φόρους, μετέρχονται διάφορων απίθανων νομικών ακροβατισμών, ώστε να περιορίσουν τη φορολογία που θα πληρώσουν. «Στην εταιρεία μας έχουμε έναν μέτοχο με το 5%. Τον έχουμε κάνει διαχειριστή, επειδή σύμφωνα με τη νομοθεσία, ο διαχειριστής της εκάστοτε ΙΚΕ πρέπει να πληρώσει ασφαλιστικές εισφορές, ενώ οι υπόλοιποι απαλλασσόμαστε. Ωστόσο, αν ένας διαχειριστής πληρώνει ασφαλιστικές εισφορές σε άλλη εταιρεία που έχει, δεν χρειάζεται να πληρώσει και σε δεύτερη. Αυτό συμβαίνει στη δική μας περίπτωση, όπου ένας από εμάς πλήρωνε ασφαλιστικές εισφορές σε μια εταιρεία που διατηρεί, οπότε τον κάναμε διαχειριστή, για να γλιτώσουμε νόμιμα αυτά τα χρήματα», λέει ο Γιάννης.
Εκτός από τις δυνατότητες που δίνει ο νόμος, πολλοί μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και λογιστές λένε ότι η υψηλή φορολογία δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο με το μαύρο χρήμα. Παρότι το κράτος έχει επιχειρήσει να χτυπήσει τη φοροδιαφυγή με διάφορα μέτρα -όπως τα POS-, αρκετοί πολίτες και επιχειρηματίες προσπαθούν να αποφύγουν τους φόρους πληρώνοντας μαύρα, με την αιτιολογία ή δικαιολογία ότι «διαφορετικά, δεν βγαίνουμε», κάτι που μειώνει τα έσοδα του κράτους, το οποίο με τη σειρά του αυξάνει ξανά τους φόρους, συνεχίζοντας αυτό το ατέρμονο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι.
«Βλέποντας την υπερφορολόγηση, συχνά αναρωτιέμαι αν έκανα καλά που άνοιξα τη δική μου επιχείρηση», λέει ο Γιάννης, «αφού βλέπεις ότι το κράτος ουσιαστικά δεν σε αφήνει να κάνεις τη δουλειά σου. Μάλιστα, όσο αναπτύσσεσαι, τόσο σε γονατίζει στους φόρους. Είναι σαν να σου λέει να μην μεγαλώσεις την επιχείρησή σου, να μην δημιουργήσεις θέσεις εργασίας, αλλά να μείνεις με το εισοδηματάκι σου, απλώς για να γεμίζεις το ψυγείο σου. Όμως έτσι δεν αναπτύσσεται η οικονομία, ούτε μειώνεται η ανεργία. Εμείς που παράγουμε υπηρεσίες και όχι προϊόντα συχνά σκεφτόμαστε τη λύση του εξωτερικού, μιας που είναι εύκολο να προσφέρουμε τις ίδιες υπηρεσίες από άλλες χώρες με χαμηλότερη φορολογία. Ωστόσο, δεν θέλουμε να μπούμε σε αυτήν τη λογική, όχι τόσο για ηθικούς λόγους, όσο για το ότι θέλουμε να προσφέρουμε στον τόπο όπου ζούμε και δουλεύουμε».
Συχνά λέγεται ότι η φορολογία έχει αυξηθεί πολύ την τελευταία τριετία κατά τη διάρκεια του τρίτου μνημονίου. Αυτό μάλλον δεν ανταποκρίνεται στη μεγάλη εικόνα της υπερφορολόγησης στην Ελλάδα, όπου οι φόροι αυξήθηκαν ραγδαία συνολικά τα χρόνια των μνημονίων, από όλες τις κυβερνήσεις. Μάλιστα, όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, κάποιες κατηγορίες μικρών εταιρειών επωφελήθηκαν από τις αλλαγές κατά τη διάρκεια του τρίτου μνημονίου. Ωστόσο, αυτό που είναι ιδιαίτερα προβληματικό σήμερα, είναι ότι οι ασφαλιστικές εισφορές δεν είναι σταθερές, αλλά αυξάνονται στη βάση των κερδών μιας επιχείρησης, κάτι που ουσιαστικά αποτελεί μια εκ πλαγίου αύξηση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών, που σήμερα είναι ιδιαίτερα υψηλός, στο 29%.
VICE Video: Το Μπλοκάκι
Παρακολουθήστε όλα τα βίντεo του VICE, μέσω της νέας σελίδας VICE Video Greece στο Facebook.
Εκτός από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια οι ασφαλιστικές εισφορές και για τους μισθωτούς, που ως γνωστόν είναι αδύνατον να κρύψουν τα έσοδά τους, κάτι που μπορεί να γίνει εντονότερο το 2019, όταν και υπολογίζεται ότι το αφορολόγητο θα περιοριστεί στις 5.000 και άρα πολλοί χαμηλόμισθοι θα κληθούν να πληρώσουν φόρο.
Φαίνεται ότι για πολλά χρόνια στην Ελλάδα είχαμε ένα κράτος καθαρά βαλκανικής κοπής, το οποίο είχε σχετικά χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και κακούς μηχανισμούς για να μαζεύει τους φόρους και να περιορίζει τη φοροδιαφυγή. Αν συγκρίνουμε το ύψος της φορολογίας μεταξύ της Ελλάδας και άλλων ευρωπαϊκών κρατών, θα δούμε ότι ξαφνικά αποκτήσαμε φορολογικούς συντελεστές ανάλογους με εκείνους χωρών της βόρειας Ευρώπης, περισσότερο από ανάγκη για να πληρώνουμε το δημόσιο χρέος. Ελπίζουμε κάποια στιγμή να αποκτήσουμε και τις αντίστοιχες παροχές.
Για τα καλύτερα θέματα του VICE Greece, γραφτείτε στο εβδομαδιαίο Newsletter μας.
Περισσότερα από το VICE
«Να Πάρετε τους Πρόσφυγες στα Σπίτια σας» – Μια Οικογένεια Ανέργων τούς Πήρε
Ο Φλοριάν Μάρκου Eίναι ο Αλβανός Βασιλιάς των Ρινγκ από τη Θεσσαλονίκη
Αυτή Είναι η Σχέση που Έχεις με την Κάνναβη Ανάλογα με το Ζώδιό σου