Όσοι ήμασταν έφηβοι από τα τέλη των ’90s μέχρι και τα μέσα των ’00s, τους ξέρουμε καλά. Προσωπικά, μπορώ να υπερηφανεύομαι πως τους έζησα στο απόγειο της δόξας τους. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα γυμνάσιο, τα περισσότερα αγόρια –για καμιά βδομάδα κι εγώ– είχαν πωρωθεί με το τζελ μαλλιών. Τα «καρφάκια» και το –επικότερο κι από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών– κούρεμα «φράχτης» αποτελούσαν τις βασικότερες επιλογές της εποχής. Το όλο στιλ συμπληρωνόταν από μπλε τζιν, τεράστια παπούτσια –τύπου Reef–, μια αδιάφορη μπλούζα με κάποιο καρτούν που καπνίζει χόρτο και, παραδοσιακά, θρυλικό μπουφάν «fly». Οι πιο μοδάτοι έβαφαν και τα μαλλιά τους ξανθά. Μιλάμε για ένα είδος ντυσίματος, συμπεριφοράς και τρόπου ζωής που είχε ξεκάθαρα επηρεαστεί από την ακριβώς προηγούμενη γενιά. Ουσιαστικά, τα μεγαλύτερά τους αδέρφια, που έλιωναν στα trance πάρτι, προκαλώντας φρενίτιδα σε γονείς, κανάλια κι εκπαιδευτικούς φορείς.
Πιο συχνή αιτία ξύλου ήταν το γεγονός ότι κάποιος από τους δύο έτυχε να κοιτάξει τον άλλο για περισσότερα από δύο δευτερόλεπτα.
Videos by VICE
Αυτή η γενιά, όμως, έδειχνε να αγαπά περισσότερο τις αλητείες και την ταχύτητα παρά τη μουσική. Οι κάγκουρες ήταν συνήθως οι τύποι που θα «κράσαραν» στο πάρτι σου και αν δεν τους άφηνες να μπουν με την καλή θα έκαναν φασαρία, η οποία θα τελείωνε με μπουκέτα και τηλεφωνήματα –από Nokia 3210– για να σκάσουν ενισχύσεις με παπάκια και να τα κάνουν όλα λίμπα. Στο σχολείο «πέταγαν χαρταετό» και θα μπορούσαν να πουλήσουν τσαμπουκά μέχρι και σε καθηγητή. Τους μεγαλύτερους θα τους έβρισκες τα βράδια να συμμετέχουν σε αυτοσχέδιους αγώνες φτιαγμένων αυτοκινήτων ή μηχανών στα Λιμανάκια, στη «βούτα» και σε όλα τα υπόλοιπα γνωστά-άγνωστα spots. Με το που έκανε την εμφάνισή της η αστυνομία γίνονταν όλοι καπνός και συνέχιζαν τη βραδιά τους προσπαθώντας να μπουν σε κάποιο κυριλέ κλαμπ της εποχής. Τις περισσότερες φορές, βέβαια, έτρωγαν πόρτα και κατέληγαν να παίζουν μπουνιές με τους μπράβους του μαγαζιού. Στην τελική, κι αυτό σαν διασκέδαση το έβλεπαν. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, τα περισσότερα άτομα που ακολουθούσαν αυτό τον τρόπο ζωής δεν τρελαίνονταν με τη μουσική, όμως έδειχναν μια ιδιαίτερη προτίμηση στην κακή trance, αλλά και στα χιτάκια της εποχής.
Η τελευταία φορά που έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνική ποπ κουλτούρα ήταν την εποχή που έβγαιναν στους δρόμους με σκοπό να δείρουν τους emo.
Μεγάλο μέρος αυτής της κουλτούρας αποτελούσαν οι τσαμπουκάδες. Στα νότια προάστια, τουλάχιστον, είχαν παίξει κάποιοι καβγάδες που έχουν γράψει ιστορία. Συνήθως η όλη φάση ξεκινούσε καμιά εβδομάδα νωρίτερα, όταν σε κάποιο μπιλιαρδάδικο θα αρπάζονταν δυο τύποι. Πιο συχνή αιτία ξύλου ήταν το γεγονός ότι κάποιος από τους δύο έτυχε να κοιτάξει τον άλλο για περισσότερα από δύο δευτερόλεπτα. Αυτός που τις έτρωγε αναζητούσε εκδίκηση κι έτσι, λίγες μέρες μετά, επέστρεφε με έναν στρατό από μηχανάκια και αμάξια, με σκοπό να βρει τον τύπο που τον έδειρε και να τον κάνει «ασήκωτο» παρέα με τα φιλαράκια του. Η συνέχεια, λίγο-πολύ γνωστή. Μόλις έβγαινε ο άλλος από το νοσοκομείο, επιστράτευε τα δικά του αμάξια και μηχανάκια και η βεντέτα κρατούσε για μήνες, μέχρι να βαρεθούν τα πέρα-δώθε και να συμφιλιωθούν, με σκοπό την εξοικονόμηση βενζίνης.
Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει και στον θρυλικό «Μπόμπο». Επρόκειτο για ένα πολύ μικρό, αστείο σχεδόν μηχανάκι που συνήθως αγόραζαν μεταχειρισμένο οι ανήλικοι αλιτήριοι της εποχής για να μετακινούνται από το σπίτι στο σχολείο και να το παίζουν μούρη. Μόλις έκαναν την πολυπόθητη μετάβαση στο μηχανάκι των ονείρων τους –το οποίο οι περισσότεροι κατέστρεφαν μέσα σε δύο εβδομάδες– πουλούσαν τον Μπόμπο στον επόμενο εκλεκτό.
Η μεγάλη απορία που είχα μέσα στα χρόνια, πάντως, είχε να κάνει με την προέλευση της λέξης «κάγκουρας». Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς στο καλό είχε βγει το εν λόγω παρατσούκλι, ενώ τις πρώτες φορές που το άκουσα από φίλο μου νόμιζα πως είχε πει «κάβουρας», αναφερόμενος σε κάποιον αλήτη που έμενε στο Καβούρι. Σιγουρεύτηκα μόνο ύστερα από δυο-τρεις επαναλήψεις. Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο για πιθανές εξηγήσεις, έπεσα πάνω στην πιο λογική από αυτές, που λέει ότι η ονομασία προέκυψε από τη στάση που έπαιρναν όσοι παρακολουθούσαν κόντρες τον χειμώνα. Όταν, δηλαδή, έβαζαν τα χέρια τους στις τσέπες του μπουφάν και καμπούριαζαν ελαφρά για να ζεσταθούν. Αυτή η στάση παρέπεμπε στα αγαπημένα μας καγκουρό κι έτσι γεννήθηκε αυτός ο όρος που τόσο πολύ αγαπήσαμε –που λέει ο λόγος– στο παρελθόν. Μια λιγότερο δημοφιλής άποψη θέλει την ονομασία να βγαίνει από τον τρόπο με τον οποίο κάθονται πάνω στα μηχανάκια οι οδηγοί, αλλά νομίζω πως δεν είναι τόσο έξυπνη όσο η πρώτη.
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
Όπως και να ‘χει, τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία πια. Οι αυθεντικοί κάγκουρες είναι πλέον ελάχιστοι και μαζεμένοι σε πολύ συγκεκριμένα μέρη της πόλης, ενώ η τελευταία φορά που έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνική ποπ κουλτούρα ήταν την εποχή που έβγαιναν στους δρόμους με σκοπό να δείρουν τους emo. Βέβαια, όσο σχέση είχαν με το emo κίνημα οι μεν, άλλο τόση είχαν με τους κάγκουρες οι δε. Δηλαδή καθόλου. Σε αντίθεση με κάθε άλλη υποκουλτούρα που έχει κατά καιρούς κάνει την εμφάνισή της στη χώρα μας, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη είναι η μόνη που δεν θα επιστρέψει ποτέ ξανά, κι αυτή είναι η μαγεία της. Αντίο για πάντα, αγαπητά καγκούρια, δεν θα σας ξεχάσω ποτέ. Θα μαρσάρετε για πάντα στην καρδιά μου.
Περισσότερα από το VICE:
Η Απεξάρτηση Ενός Έλληνα Δημοσιογράφου από τον Τζόγο μια Δευτέρα Απόγευμα
Ο Μένιος Φουρθιώτης και η Παρέα του σε ένα Ρεσιτάλ Απανθρωπιάς
Όλα τα Παράξενα Πράγματα που Πιθανώς δεν Ήξερες για τον Fidel Castro