Διασχίζω τη λεωφόρο Εθνικής Αντιστάσεως -στην άκρη του δρόμου μια ντουζίνα μελαψοί μπόμπιρες, μια «συμμορία» ελκυστικής αταξίας κυλιέται στο χώμα με την ανυποχώρητη λαχτάρα των παιδιών της επαρχίας. Σαστίζω στιγμιαία –δεν είναι εικόνα πόλης αυτή. Έπειτα θυμάμαι ότι βρίσκομαι στο Ζεφύρι –την περιοχή όπου οι αντιθέσεις πάλλονται και η πολυπλοκότητα της κοινότητας εκπέμπει μια πρωτόγνωρη αλλά αυθεντική ένταση. Στο Ζεφύρι οι πόρτες ανοίγουν προς όλες τις κατευθύνσεις -είναι στο χέρι του επισκέπτη που θα επιλέξει να μπει.
Στρίβω στην οδό Παναγίας Γρηγορούσας –η οσμή της τσίκνας με οδηγεί, ενώ ο καλαίσθητος αμανές στο στέρεο, σαν ουρλιαχτό στη νύχτα, με καλοσωρίζει. Αυτό ήταν -έφτασα στον προορισμό μου. Στην φωτεινή αίθουσα παρατηρώ κόσμο να χορεύει σε ανελαστικούς ρυθμούς –το γλέντι έχει ανάψει για τα καλά.
Videos by VICE
Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που βρίσκομαι καλεσμένος σε έναν τσιγγάνικο αρραβώνα. Ο Αντώνης με υποδέχεται στην είσοδο –είναι κομματάκι θολωμένος από το πότο. Τα μάτια του, όμως, ακτινοβολούν μια πυρετώδη ζωντάνια. «Είμαι όρθιος από τις 8.00. Το γλέντι ξεκίνησε γύρω στις 10.00 το πρωί και κατά πως βλέπω θα πάρει μέχρι αργά». Πίσω του στέκει ο Τσαμπίκος -ο 18χρονος γιος του. Αρραβωνιάζεται σήμερα. Το όνομά του «κουρδίζει» την περιέργειά μου. Τον ρωτώ πως προέκυψε. «Είναι ροδίτικο…», απαντά και μου εξηγεί ότι «… πριν έρθουμε στην Αθήνα ζούσαμε για χρόνια στη Ρόδο. Εγώ γεννήθηκα στο νησί οπότε πήρα ντόπιο όνομα». «Έλα αφήστε τις κουβέντες, πάμε να γλεντήσουμε», παρεμβαίνει ο Αντώνης.
Μπαίνοντας στην αίθουσα παίρνει το μάτι μου μια νεαρή τσιγγάνα με ένα κατακκόκινο φόρεμα να περιπαίζει το συνοδό της με ένα σκανδαλιάρικο λίκνισμα, ενώ εκείνος ακολουθεί κάθε της κίνηση υποταγμένος στη δύναμη του κορμιού της. «Κάτσε εδώ…», μου λέει ο Αντώνης με ένα καθησυχαστικό κλείσιμο του ματιού, δείχνοντάς μου τις μεγάλες πιατέλες με το κρέας. Μπριζόλες, κοτόπουλα, χωριάτικες σαλάτες, φρέσκο χωμί –κανονικό τσιμπούσι.
Αίφνης η μουσική διακόπτεται, μια άγνωστη εκστατική μελωδία, ένας συναισθηματικά πρωτόγονος έθνικ ήχος, ξεσηκώνει ολόκληρη την αίθουσα –οι γυναίκες ορμάνε στην αυτοσχέδια πίστα σαν ζιζάνια. Κινήσεις σπασμωδικές, ερωτικές, ταραγμένες –χορεύουν όλες θαρρείς και θέλουν να γίνουν ένα. Οι άντρες τις συνοδεύουν με ντελιριακά παλαμάκια και επιβλητικές κραυγές. Με θαμπώνει η επίγνωση της ζωντάνιας τους, ο ερωτισμός που δεν κρύβεται πίσω από εκλεπτυσμένες λέξεις –εδώ άντρες και γυναίκες είναι συνένοχοι της δική τους καταστροφής. Καταλαβαίνω -για πρώτη φορά- γιατί οι τσιγγάνοι θεωρούνται η πιο εξωστρεφής φυλή του πλανήτη.
Στη μέση της χορευτικής τελετουργίας, μια ξανθιά κοπέλα με λευκό φόρεμα και πολλά χρυσά κοσμήματα, υποκύπτει στο σεξουαλικό παλμό της μουσικής, τινάζοντας τη μέση της πότε δεξιά και πότε αριστερά. Είναι η νύφη –μόλις 14 ετών από την Καλαμάτα. Ρωτάω τον Αντώνη πως γνωρίστηκαν τα παιδιά. «Εγώ του τη βρήκα –μίλησα με τον συμπέθερο, τα κανονίσαμε, κατεβήκαμε στην Καλαμάτα με τον Τσαμπίκο να τη γνωρίσει, του άρεσε και ήρθαν σήμερα για τον αρραβώνα». Για τους τσιγγάνους ο αρραβώνας αποτελεί τη δοκιμαστική περίοδο της bori -της νύφης. Για λίγο καιρό θα βοηθά την οικογένεια του γαμπρού στις οικιακές δουλειές και θα προσπαθεί να θεμελιώσει τη νέα θέση της. Καθώς μιλάμε με τον Αντώνη, μαθαίνω ότι ο Τσαμπίκος πριν από λίγες εβδομάδες ήταν και πάλι αρραβωνιασμένος. «Τι έγινε;», ρωτώ. «Δεν έκανε αυτό το κορίτσι για τον Τσαμπίκο», μου λέει ο Αντώνης. «Ήταν χαλασμένη». Προς στιγμήν, προσπαθώ να καταλάβω τι εννοεί «χαλασμένη» -όμως ο Τσαμπίκος επεμβαίνει: «Θέλει να πει ότι δεν ήταν παρθένα». Για τους τσιγγάνους η παρθενιά θεωρείται βασική προϋπόθεση για ένα γάμο, αλλά και τίτλος τιμής για την οικογένεια της νύφης.
Καθώς επιστρέφουμε στο τραπέζι, παρατηρώ ότι η νύφη φορά τώρα ένα νέο φόρεμα –είναι μαύρο και αφήνει ακάλυπτα τα λεπτά πόδια της. Συνολικά θα αλλάξει τέσσερα φορέματα –ξεχνώ να ρωτήσω αν πρόκειται για κάποιο έθιμο ή απλώς έχει να κάνει με την εκκεντρικότητα της νύφης. Τι σημασία έχει; Τα φορέματά της λειτουργούν σαν φερομόνες για τον Τσαμπίκο που κάθε τόσο την πλησιάζει ξαναμμένος. «Τώρα που αρραβωνιάστηκαν μπορούν να κοιμούνται μαζί;», ρωτώ τον Αντώνη. «Όχι, όχι δεν γίνεται. Μόνο μετά το γάμο. Εκτός κι αν κλέψεις τη νύφη», μου λέει. «Θα την κλέψετε;». «Μάλλον ναι –κοίτα θα φύγει για Καλαμάτα αλλά λέμε να κατέβουμε και να την κλέψουμε για να μπορούν να κοιμούνται μαζί», λέει με φυσικότητα. Ετοιμάζομαι να τον ρωτήσω αν μπορώ να συμμετάσχω στην «επιχείρηση», αλλά καταλήγω ότι η συμμετοχή στην απαγωγή μιας 14χρονης Καλαματιανής τσιγγάνας -έστω και με τη θέλησή της-, υπερβαίνει κάθε έννοια ασυνείδητης ρεπορταζιακής παρόρμησης. Όσο συνεχίζουμε την κουβέντα και το έθιμο της «κλοπής της νύφης» ξετυλίγεται μπροστά μου σαν action film, πιάνω τον εαυτό μου να αναρωτιέται πόσο παράδοξο και αντιφατικό είναι το γεγονός ότι ακόμα και σε μια φυλή με τόσο ελευθεριακή κουλτούρα, όσο η τσιγγάνικη, ευδοκιμούν συντηρητικές αντιλήψεις. Όπως η απαγόρευση του έρωτα πριν από το γάμο, η παρθενιά –πράγματα που παραπέμπουν περισσότερο στην ελληνορθόδοξη πίστη.
Στο γλέντι η χορευτική κάθαρση συνεχίζεται -η ρετσίνα εξαγνίζει τους συγγενείς του ζευγαριού. Στην αίθουσα βρίσκονται περίπου 100 άτομα -«οι πιο στενοί συγγενείς και λίγοι φίλοι» μου λέει ο Τσαμπίκος. «Στο γάμο όμως θα γίνει μεγάλος χαμός -θα φέρουμε τραγουδιστάδες, θα καεί το Ζεφύρι. Θα ‘ρθεις έτσι;». Πίσω του μια άγρια τσιγγάνα με μπόλκα στριφογυρίζει σαν δερβίσης και ζαχαρώνει τη ζωή, γαλήνια απαλλαγμένη απ’ όλα –ο Τσαμπίκος χύνει ρετσίνα στα ποτήρια και εγώ παραδίνομαι ολοκληρωτικά στο απελευθερωτικό σοκ του τσιγγάνικου αρραβώνα.