Τις πρωινές ώρες θα τον βρει κανείς στο εργαστήρι του, στο χωριό Μεσαριά της Σαντορίνης, να σκαλίζει τα μάρμαρά του με τα γλωσσάκια και να τα χτυπά με τον ματρακά. Περιστοιχίζεται από μαρμάρινους όγκους που φτάνουν εδώ από την Έδεσσα, τον Διόνυσο, την Πάρο και την Τήνο, ακόμη και από τον βυθό της θάλασσας.
Τέταρτη γενιά μαρμαρογλύπτης, με καταγωγή από την Τήνο, ο Γρηγόρης Κουσκούρης δημιουργεί μικρά και μεγάλα έργα από το αγαπημένο του υλικό, όπως και λίγα διακοσμητικά ή χρηστικά αντικείμενα. Τελευταία του έκπληξη αποτελούν τα ευφυή «παγάκια»: μικρογλυπτά που αντικαθιστούν τα παγάκια στα ποτά μας, προκειμένου να μην αλλοιώνεται η γεύση τους. Ωστόσο, καλλιτεχνικές του δουλειές όπως οι «Υδρόβιες Πτήσεις», στην οποία τα γλυπτά αψηφούν τη βαρύτητα και πλέουν στον αέρα, ή η πρόσφατη σειρά του «Tiles», ένα σχόλιο για τον «τετράγωνο» ανθρώπινο εγκέφαλο, κερδίζουν τις εντυπώσεις με την αφαιρετικότητα και την αισθητική προσέγγιση του Γρηγόρη.
Videos by VICE
Από τη νέα σεζόν το εργαστήρι του θα ανοίξει στο κοινό, ενώ θα γίνονται επίσης και τρίωρα σεμινάρια μαρμαρογλυπτικής, στα οποία το κοινό θα μαθαίνει τα εργαλεία, κάποιες βασικές αρχές της τέχνης και θα κάνει τις πρώτες του απόπειρες να τιθασεύσει το μάρμαρο. Όποιος έχει αποπειραθεί, ξέρει τι σημαίνει αυτό.
VICE: Πώς σκέφτηκες την ιδέα για τα παγάκια από μάρμαρο; Πώς λειτουργούν;
Γρηγόρης Κουσκούρης: H ιδέα ήταν της Φατίμα, της γυναίκας μου. Στο παρελθόν είχα κάνει ήδη μια σειρά αντικειμένων και εργαλείων για την κουζίνα και τώρα θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι πρωτότυπο, πάντα χειροποίητο, για τον χώρο του ποτού. Η χρήση είναι πολύ απλή: τοποθετούμε τα μαρμάρινα παγάκια στην κατάψυξη για μερικές ώρες κι έπειτα τα μεταφέρουμε στο ποτήρι για να δώσουν ιδανική θερμοκρασία στο ουίσκι, τη βότκα ή όποιο άλλο ποτό. Το σημαντικό είναι πως δεν αλλοιώνουν τη γεύση των ποτών, ενώ ο πάγος αναπόφευκτα θα λιώσει. Φτιάχνω αυτά τα μικρά γλυπτά από πέντε διαφορετικά είδη μάρμαρου, τέσσερα ελληνικά (Διόνυσος, Εδέσσης, Χρυσή Αράχνη και Χρυσή Αράχνη λευκή – πολύ σπάνιο υλικό το τελευταίο) και ένα εισαγωγής, που λέγεται Καλιφόρνια.
Είχες σχεδιάσει επίσης μια ολόκληρη σειρά ειδικά για την κουζίνα. Τι κομμάτια περιλάμβανε;
Η αγάπη μου για την κουζίνα με οδήγησε πριν από τρία χρόνια να φτιάξω μια σειρά 200 τεμαχίων. Η αδυναμία μου για τον χώρο της εστίασης υπήρχε ανέκαθεν. Η αφορμή δόθηκε το 2013 – Έτος Γαστρονομίας για τη Σαντορίνη. Μου ζητήθηκε λοιπόν να σχεδιάσω μια ειδική σειρά, η οποία παρουσιάστηκε σε έκθεση στο χωριό του Πύργου. Πιάτα από λευκά-μπεζ και μαύρα μάρμαρα, επιφάνειες κοπής από μαύρα μάρμαρα τα οποία επεξεργάστηκα με μια τεχνική οξείδωσης, φρουτιέρες και κάποια ακόμη αντικείμενα.
Κάποιος μπορεί να πιστεύει πως είναι πολυτέλεια να έχει, για παράδειγμα, έναν πλάστη από μάρμαρο για το εργαστήρι του. Τι διαφορά έχει από έναν κοινό ξύλινο;
Δεν θα έλεγα ότι είναι πολυτέλεια. Για παράδειγμα, τον πρώτο πλάστη που έφτιαξα τον διεκδίκησε η γιαγιά μου, διότι τη βοηθάει να ανοίγει με ευκολία τις πίτες της. Σε σχέση με τους πλάστες από άλλα υλικά, ο μαρμάρινος είναι πιο βαρύς, που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πολλή πίεση και προσπάθεια στο άνοιγμα του φύλλου. Αν τον παγώσεις μάλιστα στο ψυγείο, ανοίγεις ακόμα πιο εύκολα το φύλλο, που γίνεται πολύ αφράτο. Είναι επίσης ιδανικός για άνοιγμα ζυμαρικών, ακόμα και για να δουλέψεις σοκολάτα. Επιπλέον, δεν πιάνει μικρόβια και καθαρίζεται πανεύκολα.
Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μαρμαρογλυπτική; Είναι κάπως περίεργη επιλογή για τη γενιά σου.
Όντως. Δεν είναι εύκολο επάγγελμα και το μάρμαρο δεν είναι το πιο φιλικό υλικό του κόσμου για να δουλέψεις. Η λαϊκή μαρμαρογλυπτική διδάσκεται, αλλά η γλυπτική στο μάρμαρο πρέπει να βγαίνει από μέσα σου, να έχεις κάποια κλίση. Εγώ είμαι τέταρτη γενιά μαρμαρογλύπτης. Κατάγομαι από τον Πύργο της Τήνου, ένα χωριό όπου οι περισσότεροι κάτοικοι είναι καλλιτέχνες: γλύπτες, ζωγράφοι, ποιητές, συγγραφείς. Θυμάμαι τον παππού μου να σκαλίζει, έπειτα τον πατέρα μου. Ο άλλος μου παππούς είχε εργοστάσιο με μάρμαρα. Όπου κι αν βρισκόμουν, η μυρωδιά και ο ήχος από το σκάλισμα των μαρμάρων με συντρόφευαν. Ξεκίνησα να ασχολούμαι λοιπόν όταν ήμουν δέκα ετών και δεν έχω σταματήσει έκτοτε.
Τι σε γοητεύει τόσο πολύ;
Αυτό που με γοήτευε πάντα είναι πως ένα τόσο σκληρό υλικό μπορεί να αποκτήσει πλαστικότητα και να μεταμορφωθεί από άκομψη, άκαμπτη πέτρα σε έργο τέχνης. Όπως και το γεγονός πως παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο, ή –αν υποστεί κάποιες φυσικές αλλοιώσεις– γίνεται ακόμα πιο όμορφο.
Πού βρίσκεται η σχολή;
Πλέον λειτουργεί μόνο στο Σχολείο Καλών Τεχνών στον Πύργο της Τήνου, όσον αφορά τη μαρμαρογλυπτική. Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας δεν υπάρχει ειδικό τμήμα. Δεν είναι εύκολη σχολή αν ξεκινήσει κανείς από το μηδέν, αν δηλαδή δεν είχε καθόλου επαφή με το υλικό και τον χώρο πριν. Θέλει κόπο και αφοσίωση.
Από πού προμηθεύεσαι τα υλικά σου;
Τα περισσότερα τα αγοράζω από μεγάλες εταιρείες στην Αθήνα, αλλά πολλά κομμάτια τα αναζητώ στα βουνά, σε λατομεία ή μερικά τα συλλέγω ακόμα και από τη θάλασσα – τα τελευταία δε έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει τη διάβρωση που έχει υποστεί ένα κομμάτι από τη θάλασσα και το αλάτι ή ακόμα και από τα κοχύλια που κατοικούν πάνω του.
Ποιοι θεωρείς ότι άνοιξαν πραγματικά τον δρόμο για τη μαρμαρογλυπτική στην Ελλάδα;
Προφανώς οι αρχαίοι Έλληνες και οι αρχαίοι πολιτισμοί. Πήραν το μάρμαρο και έκαναν θαύματα, όπως και οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης. Και βέβαια, ο μεγάλος Γιαννούλης Χαλεπάς. Αυτοί διαμόρφωσαν όλους εμάς, τους σύγχρονους μαρμαρογλύπτες.
Από σύγχρονους καλλιτέχνες ποιους θαυμάζεις;
Από το εξωτερικό μού αρέσει ο Michael Kukla και βέβαια κορυφαίοι καλλιτέχνες που άφησαν έργα διαχρονικής αξίας, όπως οι Henry Moore, Constantin Brancusi και ο Jean Hans Arp, ιδίως ο τελευταίος. Στην Ελλάδα έχουμε επίσης πολύ καλούς νέους γλύπτες, όπως τους Οδυσσέα Τοσουνίδη, Μιχάλη Βουζουνεράκη, Ανδρέα Λόλη, Γιώργο Κυπρή και πολλούς άλλους. Πρόκειται για καλλιτέχνες δραστήριους που συμμετέχουν σε συμπόσια και διεθνείς εκθέσεις και διαφημίζουν τον τόπο, τον πολιτισμό μας και πράγματα πολύτιμα που δεν προβάλλονται πια, που τείνουν να χαθούν μέσα σε αυτή την κατάσταση που επικρατεί.
Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece
Και κάτι τελευταίο. Γιατί επέλεξες να ζεις στη Σαντορίνη;
Η Σαντορίνη είναι ο τόπος μου. Το σπίτι μου. Εδώ έχω μεγαλώσει. Επιπλέον, είναι ένα μέρος που κατακλύζεται από ανθρώπους που φτάνουν εδώ από όλο τον κόσμο, γι’ αυτό και είναι ιδανικό μέρος για να διατηρεί κανείς το εργαστήρι και την γκαλερί του. Σου δίνεται η δυνατότητα να έρθεις σε επαφή με άλλες κουλτούρες και παίρνεις πιο πλούσιο feedback για τη δουλειά σου, ενώ επιπλέον γνωρίζεις πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους. Επίσης, παρότι η Σαντορίνη περιβάλλεται από θάλασσα, εδώ δεν νιώθεις εγκλωβισμένος.
Παρακάτω, δείτε φωτογραφίες κι από άλλα έργα του Γρηγόρη Κουσκούρη (Φωτογραφίες: Γιώργος Βεντούρης):
Περισσότερα από το VICE
Φωτογραφίες από το Φεστιβάλ των Άσχημων
«Η Κάνναβη Ήταν μια Παραδοσιακή Καλλιέργεια στη Χώρα μας από την Αρχαιότητα»
Πήγαμε σε ένα Ετήσιο Πάρτι με Όπλα στην Αμερική