«Μαμά, Γιατί τα Δέντρα Έπεσαν να Κοιμηθούν;»

skini cover
Kοινοποίηση

Το κείμενο υπογράφει η Μίνα Μαρούγκα, σύμβουλος ψυχικής υγείας/ψυχοθεραπεύτρια, κοινωνική ανθρωπολόγος Msc.


Σκηνή 1: «Ο Visconti στις φλόγες»

Στην ξύλινη προβλήτα των Λουτρών Αιδηψού, στο «Κύμα», το πρωί της 9ης Αυγούστου 2021, αν κανείς κλείσει τη μύτη και τα αυτιά του, και αντικρίζει μόνο τη θάλασσα, τίποτα άλλο δεν μαρτυρά την ολοσχερή καταστροφή που βρίσκεται ακόμα σε πλήρη εξέλιξη σε έναν από τους πιο όμορφους πνεύμονες της χώρας. Έναν ανάμεσα στους πολλούς.

Videos by VICE

Επαγγελματίες ψυχικής υγείας από την Ομοσπονδία Φορέων Ψυχικής Υγείας «Αργώ» (Π.Ε.Ψ.Α.Ε.Ε, Π.Ε.ΨΥ.Κκ.Α, Εταιρεία Κοινωνικής Ψυχιατρικής Π. Σακελλαρόπουλος, Κ.Σ.Δ.Ε.Ο. «ΕΔΡΑ», EKKA, πιο πρόσφατα Ε.Π.Α.Ψ.Υ. και την πολυμελή Ίασις ΑμΚΕ ) μπαινοβγαίνουν πολυάσχολοι και κουρδισμένοι σε άψογη ροή, σαν εργατικά μυρμήγκια, υπό τον ψύχραιμο, ισορροπημένο και απολύτως αποτελεσματικό συντονισμό του Νίκου Μπαλτά της Ίασις, που τηρεί αυστηρά όλα τα πρωτόκολλα ασφαλείας για εργαζόμενους και ωφελούμενους. Ανακαλώ τα λόγια μιας φίλης, για τις τύψεις που ένιωθε για χρόνια, επειδή σκότωνε τα μυρμήγκια.

Τα μέλη του 25μελούς κλιμακίου πρώτων βοηθειών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης έχουν φτάσει από την πρώτη στιγμή και εξαπλωθεί με χαρακτηριστική ταχύτητα σε όλη τη Β. Εύβοια, σκαρφαλώνοντας στην κυριολεξία σε δύσβατα και δυσπρόσιτα χωριά, που ακόμα καπνίζουν. Άλλοι στο βουνό, σε καφενεία και νοικοκυριά, άλλοι πόρτα-πόρτα στα ξενοδοχεία που φιλοξενούν πυρόπληκτους, κάποιοι μεταφέρουν σακούλες με είδη ξηράς τροφής και φαρμακευτικό υλικό, λίγα μέτρα πιο δίπλα, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο της περιοχής. Άλλοι τακτοποιούν με σπουδή και ατόφια φροντίδα τόνους καθαρών ρούχων και φάρμακα που φτάνουν συσκευασμένα από Αθήνα από τους -πολύτιμους και στοχευμένους στην πράξη- λειτουργούς της Fabric Republic που εισφέρει τα μέγιστα από την πρωτεύουσα, με διασύνδεση και αποστολή μεγάλων χορηγιών πολυεπίπεδα. Σακούλες ετοιμάζονται σε χρόνο αστραπή. Αντίδοτο στη θλίψη του τοπίου η εικόνα τους.

Ο Μενέλαος Θεοδωρουλάκης, Πρόεδρος της ΑΡΓΩ, «ψυχή» της Τηλεφωνικής Γραμμής Ψυχοκοινωνικής Στήριξης 10306, που σε συνεργασία με την Α’ Ψυχιατρική Κλινική/Αιγινήτειο Νοσοκομείο έθεσε σε λειτουργία από την αρχή της πανδημίας, συντονίζει τις ενέργειες του κλιμακίου, δουλεύοντας ασταμάτητα, από τα κεντρικά. «Μίνα, πες μου, να έρθω εκεί;». Όχι ακούραστε Μενέλαε, σε χρειαζόμαστε για αυτό που κάνεις ήδη από την Αθήνα (και) για την Αθήνα, που είναι ανεκτίμητο.

Στον κεντρικό δρόμο της 28ης Οκτωβρίου παραπίσω, Ουκρανοί και Σέρβοι πυροσβέστες αποκαμωμένοι, λίγοι διασώστες του ΕΚΑΒ. Άλλοι, Έλληνες, Ρώσοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, ηλικιωμένοι και νεότεροι τουρίστες, έχουν έρθει για τα θερμά μπάνια στις πηγές της λουτρόπολης, κάποιοι προσπαθούν να φύγουν με το επόμενο φέρι, αρκετοί ωστόσο παραμένουν: «Κάθε καλοκαίρι έρχομαι για τα μπάνια με τη γυναίκα μου, μας κάνει καλό. Γιατί να φύγω;» μου λέει ένας κύριος που ψαρεύει ανεμπόδιστος και ήρεμος ανάμεσα σε ένα εφιαλτικό καμίνι πυκνών καπνών, στάχτης και αφόρητου καύσωνα. Zωή πραγματική, τραγουδισμένη από τη Βίκυ: «Ένας πηγαίνει σε γιορτή, άλλος την πίκρα πάει να βρει και οι τουρίστες στη γραμμή με τις κιθάρες».

Πιο δίπλα, δεκάδες οι λουόμενοι απολαμβάνουν (;) το θαλασσινό μπάνιο της ημέρας, μέσα σε ένα κράμα βροχής από στάχτες που δεν είμαι σίγουρη ότι το αλάτι μπορεί να ξεπλύνει. Πατάει play η ταινιoθήκη του μυαλού: «Ομίχλη τον Αύγουστο» (Kai Wessel).

«Μα πώς μπορούν;» σκέφτομαι, για να μου απαντήσω ότι η ζωή πρέπει να συνεχίζεται, ότι πάντα βρίσκει τρόπους για να ξεγλιστράει, έστω και «κάτω από μια πόρτα χαμηλή, από μια σκοτεινή αυλή». Τις σκέψεις μου για τις σουρεαλιστικές σκηνές που εκτυλίσσονται διακόπτει σαν να τις διαβάζει, το σχόλιο της γλυκιάς ψυχολόγου κ. Δέσποινας που βρίσκεται εκεί παρέχοντας τις υπηρεσίες της, ότι «το σημείο θυμίζει λουτρόπολη των ταινιών του Visconti», μόνο που στην περίπτωσή μας πρόκειται για μια καθημαγμένη λουτρόπολη.

skini2.jpg

Σκηνή 2: «Μαμά, γιατί τα δέντρα έπεσαν να κοιμηθούν;»

Εδώ, φτάνουν δειλά και σαστισμένες οι πρώτες οικογένειες, ένας-δύο αγρότες ή γεωργοί πατεράδες που έχασαν τα πάντα, κάποιοι από αυτούς, οι περισσότεροι, έμειναν πίσω για να σώσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, να σώσουν «οτιδήποτε αν σώζεται». Μερικοί καταφέρνουν να κρατήσουν στην κυριολεξία τελευταία στιγμή το σπίτι και τα παιδιά τους, οι περισσότεροι έχουν χάσει τα ζωντανά που τους εξασφάλιζαν το μεροκάματο ή τις ελιές, ή τα πεύκα που τους έδιναν το ρετσίνι. Κάποιοι άλλοι, δεν κατάφεραν ούτε αυτό. Θα τους συναντήσω σε λίγο, στις οροσειρές.

Αμήχανα πολύ -και επιφυλακτικά ακόμα περισσότερο- φτάνουν και οι πρώτες μητέρες με τα μικρά παιδιά τους, που μπήκαν στα σκάφη του λιμενικού, αφήνοντας πίσω τους πατεράδες και κάποιους ηλικιωμένους να σώσουν τις περιουσίες. Η μικρή, ιδιότυπη «Μικρασιατική» καταστροφή τους. Ένας πόλεμος σε εξέλιξη. Μια μαμά λέει για τη μικρή της κόρη με τις χρυσές πλεξούδες ότι είναι καλά, απλώς τη ρώτησε «γιατί  τα δέντρα έπεσαν να κοιμηθούν;».

Πρόθυμοι και διακριτικοί οι επαγγελματίες διαβάζουν τα θολά, κόκκινα και άγρυπνα μάτια τους, τους ακούνε προσεκτικά, συμπάσχουν μαζί τους, ρωτούν τι άλλο, τι πραγματικά χρειάζονται. Μια μητέρα, σαν και τη δική μου, έρχεται με τις σχεδόν αμίλητες,  ανήλικες κόρες της. Άνθρωποι αξιοπρεπείς με τα νοικοκυριά τους, το καταφύγιο του σπιτιού τους που χάθηκε, δε ζητούν τίποτα. Έφυγαν από τα Βασιλικά για τη Δαμιά και καθώς η φωτιά έφτασε και εκεί τις μετέφεραν πάλι στην Αιδηψό. Σκέφτομαι, εκτός από τους Αφγανούς, τους κλιματικούς πρόσφυγες που έχουν ήδη φτάσει και στην Ευρώπη, ενώ πλησιάζω προσεκτικά την 12χρονη. «Τι τάξη θα πας;» ρωτώ. «Πρώτη Γυμνασίου» μου απαντά, για να προσθέσει κοιτώντας τη θάλασσα και τον ουρανό: «Εδώ, το χρώμα του ήλιου είναι πολύ όμορφο».­_ Βέλος: «Βάστα το νου να μη γκρινιάξει του καιρού που ’φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται τη γλύκα». Τραγούδια-τραγούδια πολλά στον νου, μαζί με την ανατριχίλα στους πόρους: «Βάλε στη σκιά σου τούτο το παιδί που δεν έχει απόψε πού να πάει».

Κοιτάζω μαζί της τον κόκκινο ήλιο της δύσης, που –σαν σε πείσμα- το νέφος των καπνών δεν έχει καταφέρει να θολώσει, δίπλα στον ήλιο τρία καναντέρ επιχειρούν ετοιμάζοντας την επόμενη ρίψη τους. «Όπου και να βρίσκεσαι, ο ήλιος θα έχει πάντα αυτό το υπέροχο χρώμα» τη διαβεβαιώνω και αισθάνομαι μικρή, πολύ μικρή, προφέροντας τη «ζαχαρωτή μου τουφεκιά».

Η χρονικότητα, το σωστό timing που λέμε και στην Ελευσίνα, με βρίσκει στο τηλέφωνο: Μήνυμα από την Ιωάννα του We Need Books (πρώτη πολυγλωσσική βιβλιοθήκη της Ελλάδας, στην Κυψέλη), φίλη από τα παλιά, που ενώ κρατά στα χέρια της το δικό της μικρό μωρό, βρίσκει χρόνο να ανησυχήσει και για τα παιδιά των άλλων – «Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε;». Μόλις το κάνατε Ιωάννα μου, πήρε τον δρόμο του.

skini3.jpg

Σκηνή 3: «Κι όλα τ’ άλλα, τρόποι για να πεθαίνουν ανώδυνα τα ημερολόγια»

Στα ορεινά χωριά της Β. Έυβοιας τα δέντρα ατμίζουν ακόμα. Κορμοί πεσμένοι στη μέση του δρόμου και άγριοι, δύσβατοι χωματόδρομοι εμποδίζουν τη διέλευση των λιγοστών οχημάτων που περιδιαβαίνουν στα καμένα. Τα περισσότερα είναι των ντόπιων, ελάχιστα πυροσβεστικά πηγαίνουν κι έρχονται, πολύ πιο λίγα περιπολικά. Η ομάδα της ΑΡΓΩ είναι η πρώτη που βρέθηκε στο πεδίο, όπως θα ανακαλύψω στη συνέχεια. Στις διαδρομές θα συναντήσουμε ρεπόρτερ από όλες τις άκρες του κόσμου. Μαζί θα συναντήσουμε και πλήθος από γκαζάκια μέσα στα βουνά. Ομάδες χωρισμένες σε συνολικά εννέα υποκλιμάκια σε όλη τη Β. Εύβοια, χτυπάνε πόρτα-πόρτα τα κουδούνια ή τις ξύλινες πόρτες, κάποιες καμένες, άλλες όχι, δίπλα αποθήκες που καταστράφηκαν, φύση νεκρή.

Χτυπώ μία από τις πόρτες, πριν κατηφορίσω για τους τόπους συνάντησης, τα καφενεία του χωριού και τα δυσπρόσιτα σπίτια. Σιωπή. Δίπλα από την πόρτα, ένα κλουβί, απανθρακωμένο το σπουργίτι, σιώπησε το σπουργίτι. «Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα κι όλα τ’ άλλα τρόποι για να πεθαίνουν ανώδυνα τα ημερολόγια» ανακαλώ συνειρμικά το στίχο της Δημουλά. Σιώπησαν τα τραγούδια σκέφτομαι, κοιμήθηκαν τα γάργαρα τιτιβίσματα, σφάλισαν τα παράθυρα, δεν πέθαναν ανώδυνα τα ημερολόγια, Κική μας. Α, να γιατί με χτυπά αλύπητα το juke box του μυαλού. Δεν έχουμε ακούσει κελάηδισμα πουλιών τόσες μέρες, μου υπενθυμίζει η Αθηνά, κοινωνική λειτουργός που επιχειρεί στο πεδίο.

Σκέφτομαι το ζήτημα της αντιπροσώπευσης σε τοπικό επίπεδο. Ότι πρέπει να γίνει προτεραιότητα μαζί με όλα τα άλλα. Ότι όσοι δεν έχουν «φωνή» είτε επειδή βρίσκονται μακριά από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, είτε επειδή δεν έχουν τις γνώσεις για να το κάνουν, είτε επειδή η επιβίωση –αυτή και μόνη- είναι η σκληρή πραγματικότητα που ξεπερνά κάθε άλλη Αλήθεια, τους οφείλουμε, τους οφείλεται να ακουστούν, μακριά από χρώματα, μικροκομματισμούς και άλλα χρόνια δαιμόνια. Στην πορεία, επισκεπτόμενη καφενεία, σπίτια και γειτονιές θα θυμηθώ το σπουδαίο Καθηγητή Βασίλη Καραποστόλη.

«Παύει να έχει ιδιαίτερη σημασία αν αντιπαθιούνταν ή συμπαθιούνταν τα άτομα, οι οικογένειες, οι γείτονες. Τώρα οι άνθρωποι καλούνται να βγουν έξω από τα αισθήματα και τον υποκειμενισμό τους και είτε να σταθούν σαν αντίπαλοι ο ένας απέναντι στον άλλο, είτε να συνδεθούν με δεσμούς αλληλεγγύης επειδή αυτό ορίζει η θέση τους στον καταμερισμό εργασίας. Υπάρχει κάτι το μοιραίο, το ανεξάληπτο σ’ αυτή την προοπτική» (Διχασμός και Εξιλέωση, Εκδόσεις Πατάκη, 2010).

skini4.jpg

Σκηνή 4: «Πήραμε τη ζωή μας λάθος(;)»

Στο χωριό Πέτρα, των 150 κατοίκων, το σοκ, ο θυμός και η απελπισία ξεχειλίζουν. Οι κάτοικοι μάς υποδέχονται με γλύκα και παράπονο, τους μιλάμε και μας μιλούν με τις ώρες. Τραγούδι στο juke box του μυαλού μου. «Φτώχεια, καλή καρδιά μα και γκρίνια». Καμία γκρίνια εκεί. Είναι οι πρώτες ώρες μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς, όλοι προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, οι άνδρες έχουν ριχτεί με τα μούτρα στη δουλειά, οι γυναίκες, κάποτε με υγρά μάτια, ανασκουμπώνονται αποτελώντας πυρήνα εθελοντισμού για όλο το χωριό, τα παιδιά… «τα παιδιά πέρασαν την καραντίνα και το σκληρό χιονιά μέσα στο δάσος, που τώρα δεν υπάρχει». Οι πατεράδες σκέφτονται ήδη τον επόμενο χειμώνα, φεύγουν να μαζέψουν ο,τι ξύλα απέμειναν για το τζάκι.

Μιλώ με όλους, αλλά τα παιδιά πάντα θα με στοιχειώνουν. Η δεκάχρονη φίλη μου, εξαιρετική ζωγράφος σχεδόν αμίλητη -κλέβω τις λέξεις της, όταν μου λέει ότι «έκλαψε λίγο στο σκάφος του λιμενικού» που βρέθηκε με την αδερφή της από την παραλία του χωριού- αλλά κλέβει την καρδιά μου όταν μου εκμυστηρεύεται ότι δεν ανοίγει την κουρτίνα του δωματίου της, διότι «παλιά έβλεπα δέντρα, τώρα βλέπω τα καμμένα». Της ζητώ να μου ζωγραφίσει πώς θα γίνει το παράθυρο της όταν θα φυτρώσουν και πάλι τα δέντρα. Περιμένω τη ζωγραφιά της.

Τα νέα παιδιά, η παραγωγική δύναμη του τόπου, σε σοκ ακόμα, βρίσκονται ταυτόχρονα σε αναβρασμό. Έχουν σηκώσει τα μανίκια και προσπαθούν να καταλάβουν τι πρέπει να κάνουν για την επόμενη μέρα, την ώρα που στηρίζουν τους γηραιότερους και ανασκουμπώνονται σε πολλές χειρωνακτικές εργασίες. Ποιον να συντρέξεις πρώτα; Τον γείτονα ή τον εαυτό σου; Εκείνοι, ανάμεσα στα αποκαΐδια, είναι εκεί για όλους.

Οι αφηγήσεις, σκληρές, οι εικόνες ακόμη περισσότερες, διαδέχονται η μια την άλλη. Μας μιλούν για τη ματαίωση που νιώθουν, «να τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή για να καούν πάλι σε 20 χρόνια;» λέει ο 30χρονος ξεναγός μας, δίπλα του η κοπελιά του δεν αφήνει κανέναν από τα μάτια και την αγκαλιά της, μικρούς-μεγάλους. Τραγούδι στο juke box του μυαλού, αλύπητα χτυπά «Πήραμε τη ζωή μας λάθος κι αλλάξαμε (;) ζωή». Θλίψη.


VICE Video: Πυρκαγιές 2021, Η Καταστροφή


Σκηνή 5: «Η λάμπα που σώθηκε, το laptop που κάηκε»

Στο γραφικό χωριό Μουριές του μεγάλου υψομέτρου, οι κάτοικοι έχουν φροντίσει να κάνουν το κουμάντο τους ο ένας με τον άλλον, όμως μας καλοδέχονται, μας εξηγούν τις ανάγκες και ανάμεσα σε λόγια θυμού και καλή φιλοξενία, μας μεταφέρουν ακόμα και με την καρότσα τους, όπου επιβιβάζονται τα τσακάλια της Ίασις, στα δυσπρόσιτα, αγροτικά σπίτια. Το καζάνι της ρακής κάηκε κι αυτό, προμήθευε όλη την περιοχή και κρατούσε και τους ίδιους ζεστούς για τα καλαμπούρια και τους καημούς τους μέσα στο χειμώνα. «Δεν έχετε ξαναπιεί τέτοια ρακή, πιείτε τώρα είναι η τελευταία, πάει τελείωσε κι αυτό» μας λένε οι οικοδεσπότες μας. «Ήτανε όμορφο θαρρώ εκείνο τον παλιό καιρό το καπηλειό μου»…

Πιο δίπλα, ο ιδιοκτήτης του καφενείου-καπηλειού, εξυπηρετεί με χαμόγελο κατοίκους και εθελοντές, και μας λέει ιστορίες για τα χρόνια του εκεί. Μ. Λοΐζος, Λ. Παπαδόπουλος στο αλύπητο juke box του μυαλού. «Έχω έναν καφενέ, ένα παλιό ρημάδι…γι’ αυτούς που μένουνε και περιμένουνε». Τι περιμένουνε; Τι περιμένουνε;

Μέσα σε στοίβες ρούχων, συνομιλίες, συσπείρωση των κατοίκων και ερωτήσεις τους για την επόμενη μέρα, ο κ. Τάσος με παίρνει λίγο παράμερα και αναπολώντας παλιές και νέες ιστορίες του καπηλειού του, ξεθάβει από το σωρό μια λάμπα υγραερίου. Σχεδόν ιερή η πρόσδεση με το αντικείμενο. Μου την παρουσιάζει, σαν να παρουσιάζει διαμάντια εκατό καρατίων. «Με αυτήν τη λάμπα έβγαλα όλο το Δημοτικό, με αυτήν έγινα ό,τι άνθρωπος είμαι», μου εξηγεί με δέος, «ευτυχώς την έσωσα». Η λάμπα σκέφτομαι, να σωθεί η λάμπα.

Πιο μετά, στο τετραθέσιο σχολείο κάποιου δήμου, μια οικογένεια αγροτών που έχει χάσει τα πάντα, σπίτι και ζώα, δεν ζητά σχεδόν τίποτα, αλλά η επιτροπή των γειτόνων που έχει συσταθεί την προμηθεύει με καθαρά ρούχα, σε σημείο όπου επιχειρεί επικουρικά και το κλιμάκιο της ΑΡΓΩ. Ο πατέρας, με υγρά και κουρασμένα μάτια «στο πόστο του σκυφτός ξεχνάει τη μιλιά του», η μητέρα βοσκός –παραδίπλα- ανέκφραστη, αλλά με σπινθηροβόλα μάτια. Το juke box του μυαλού δεν με λυπάται καθόλου: «Δεν (;) έτυχε στα χρόνια αυτά τίποτα να πετύχω». Πλησιάζω χαμογελώντας την ψιλόλιγνη ντροπαλή 17χρονη κόρη τους, που βρίσκεται αμίλητη μέσα στο αγροτικό της οικογένειας και την ρωτώ πώς είναι. «Καλά, είμαι καλά, κάηκε το laptop μου μόνο».

Η λάμπα σκέφτομαι, να σωθεί η λάμπα «στης ανάγκης τα θρανία». To laptop που κάηκε, η λάμπα που γλίτωσε. Η λάμπα, οπωσδήποτε να μην καεί η λάμπα, «γιατί αν γλιτώσει το παιδί υπάρχει ελπίδα».

skini6.jpg

Σκηνή 6: «Άνω Παναγία – Κάτω Παναγιά»

Ανηφορίζω για τα σπίτια. Στον δρόμο ένας ντόπιος πυροσβέστης. Μόνος, μαζί με την οικογένεια και το χωριό (;) την ώρα της πυρκαγιάς. Χωρίς εξοπλισμό, χωρίς νερό, με ό,τι μέσα έχει στη διάθεσή του σβήνει άρον-άρον, σκαρφαλωμένος στα κεραμίδια, ό,τι μπορεί μαζί με νέους και μεγαλύτερους κατοίκους και απεγκλωβίζει όσους μπορούν να μετακινηθούν. Στη συνέχεια παίρνει την πενταμελή του οικογένεια, με το δύο μηνών βρέφος τους και κατεβαίνει στα Στύρα, όπου ένας παλιός γνωστός τους φιλοξενεί. Επιστρέφοντας στο χωριό, θα τα ακούσει για τα καλά, «Εσύ έφυγες» θα του πουν κάποιοι κουνώντας το δάχτυλο «δικάζοντάς τον πάλι με μαρτύρια». Παπαγιαννόπουλος ευθύς στις ταινίες του μυαλού. «Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Δώθε Παναγιά, Πέρα Παναγιά», -αμάν- δεν είναι ώρα για πολλές Παναγιές, δεν είναι ώρα για διχασμό, πώς να πεις σε έναν άνθρωπο τι να σώσει και τι να αφήσει. Ποιος είναι αυτός που τολμά να το πει;

Πιο κάτω, βροχή οι αφηγήσεις «Γίναμε η Ιφιγένεια της Ελλάδας για να σωθεί η Αθήνα» θα μου πει ένας κάτοικος. Δεν σώθηκε ούτε η Αθήνα- ανεβαίνουν οι λέξεις στο στόμα μου- αλλά τις κρατώ, ακούγοντας με κατανόηση τα «παραπονεμένα λόγια», καθώς ταυτόχρονα ρίχνω κλεφτές ματιές και στο μαύρο χώμα. Γκαζάκια, γκαζάκια παντού.

Δεν είναι ιθαγενείς οι κάτοικοι της περιφέρειας σκέφτομαι, είναι αυτοί που κρατούν τους τόπους ατόφιους, τις παραδόσεις ζωντανές, αυτοί στους οποίους ζητάμε να συνεχίσουν την αποκέντρωση γιατί η Αθήνα δε μας χωράει πια, αυτοί που συναντάμε στις διακοπές μας από άκρη σε άκρη της χώρας και περιμένουμε να έχουν φροντισμένα καταλύματα, να μυρίσουμε τους κήπους και να γευτούμε τις νόστιμες κουζίνες τους, αυτοί που καλούμε συνέχεια να φυλάττουν Θερμοπύλες, μόνο που αυτές μετατράπηκαν τώρα σε «Πύλες της Κολάσεως» για εκείνους και τώρα τρίζουν πολύ.

Αναλογίζομαι το μετατραυματικό στρες όλων, πώς πρόκειται να διαμορφωθεί ανάλογα με το φύλο και την ηλικία, ανάλογα με το προηγούμενο βίωμα, την ύπαρξη ή μη σταθερών και λειτουργικών οικογενειακών και κοινωνικών δικτύων, τον παράγοντα της απόστασης ή της δυσχερούς πρόσβασης στα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως την  έλλειψη συμπαγών δομών ψυχικής υγείας, ή την ελλειμματική τους στελέχωση σε απομακρυσμένα τοπία της περιφέρειας.

Διαβάζω πίσω από τις λέξεις, τις εικόνες και τους ανθρώπους. Αντιλαμβάνομαι το σπουδαίο έργο που γίνεται αυτές τις ώρες, ότι είναι επιτακτική ανάγκη να συνεχιστεί, ότι η ανακούφιση είναι η πρώτη φάση του έργου, ότι σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι επιστήμονες της ΑΡΓΩ που ακροβολίζονται στα χωριά, επιτελούν κάτι πολύ σημαντικότερο στην ουσία, που ακόμη και οι ίδιοι ίσως να μην έχουν προλάβει να «χωνέψουν» αυτές τις πρώτες ώρες που ρίχνονται με όλες τους τις δυνάμεις στη δουλειά: εξοικειώνουν ανθρώπους που δυσκολεύονται να εκφράσουν το συναίσθημά τους με τους λαβύρινθους του νου και της ψυχής, τους λένε ότι είναι εντάξει να πενθείς, να πονάς, να θλίβεσαι, να απελπίζεσαι και να θυμώνεις. Τους ψυχοεκπαιδεύουν με τα ανείπωτα που πρέπει να μιληθούν, μιλώντας τους πόρτα-πόρτα, σπίτι-σπίτι «σε αυλές και σε μπαλκόνια και σε χαμένους κήπους του Θεού».

Σκηνή 7: «Μια βροχή μού ξεπλένει τα μάτια»

Το βράδυ ξεκινά η βροχή. Κάθαρση. Γύρω-γύρω, οι διερχόμενοι της 28ης Οκτωβρίου λένε το ίδιο. “Upon us, upon as all, a little rain must fall”. Κανείς δεν ενοχλείται. Τραγούδι χτυπά ξανά και αλύπητα στο ταλαιπωρημένο juke box του μυαλού, μιας και τα κελαηδητά σιωπούν: «Μια βροχή μού ξεπλένει τα μάτια, πέφτουν σταγόνες σαν να’ ναι γυαλιά». Θέλω να περπατήσω στη βροχή για ώρες, αν γίνεται. Δεν το κάνω, είμαστε 13 ώρες στους δρόμους, ξεκινά νωρίς η αυριανή. Σκέφτομαι τις πλημμύρες του φθινοπώρου.

Στην άλλη άκρη της γραμμής, η δική μου μαμά, η δική μου Παναγιά, μουρμουρίζει κάτι για τη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου. Προσπαθώ να κάνω εικόνα τον εορτασμό στα υπέροχα πέτρινα ξωκλήσια των χωριών που επισκεφθήκαμε. «Άνω Παναγιά, Κάτω Παναγιά, Δώθε Παναγιά, Πέρα Παναγιά», μου θυμίζει ο αξέχαστος Παπαγιαννόπουλος.

Σκέφτομαι, μία είναι η Παναγιά, όπου κι αν κατοικεί, μία είναι η προσευχή, όπου κι αν την στέλνεις. Στα μεγάφωνα των λίγων καφέ της 28ης Οκτωβρίου, πριν πάρουμε το φέρι, Άλκηστις. -«Κι είμαστ’ ακόμα ζωντανοί, στη σκηνή, σαν ροκ συγκρότημα…». -«Sempreviva, να σου θυμίζει συνέχεια τι δεν είσαι» ανταπαντά στους στίχους της η Δημουλά. Δεν γνωρίζω αν θα μας αντέξει το σκοινί. «Η ομοθυμία στη θέση της ανέφικτης ομόνοιας», αναμασάω τα λόγια του σοφού Καραποστόλη. Τότε και μόνο, τότε «θα φανεί στο χειροκρότημα».

Έχω πια ξεχάσει τι μέρα είναι. «Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή μου μέρα». Παίρνω το φέρι της επιστροφής ζαλισμένη, σκεπτική και λίγο πιο πλούσια από τους ανθρώπους που μου άνοιξαν το σπίτι και την καρδιά τους – «πήρα απ’ το χέρι τους νερό, να το ξεχάσω δεν μπορώ»- και από τους σπουδαίους συναδέλφους που συνάντησα στο πεδίο και εξακολουθούν να δρουν εντατικά στην περιοχή, για όσο χρειάζεται.

Μαζί τους, συναντήθηκα στη συγκίνηση, με όλες τις αισθήσεις να συμμετέχουν και να συμπάσχουν. Δεν γνωρίζω αν αλλάζουν τον κόσμο, δεν γνωρίζω αν αυτός ο κόσμος θα αλλάξει ποτέ. Με βεβαιότητα ωστόσο καταθέτω ότι αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι «ξαναβάφουν γαλάζια τη θάλασσα» και το νερό που «ρίχνουν» χρωματίζοντας τον καμβά της, κάθε άλλο παρά «γλυφό» είναι.

«Μαμά, γιατί τα δέντρα έπεσαν να κοιμηθούν;». Απάντησε αν μπορείς.


ΦΩΤΟ 1a.jpg
Η Μίνα Μαρούγκα είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας/ψυχοθεραπεύτρια, κοινωνική ανθρωπολόγος Msc.

– Τα παραπάνω απηχούν προσωπικές απόψεις.
– Τα ονόματα των χωριών και των κατοίκων είναι αλλαγμένα.
– Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Ν. Εύβοια φλέγεται ακόμα.
– Μέχρι στιγμής, στο διάστημα μιας εβδομάδας που επιχειρεί το κλιμάκιο της Ομοσπονδίας Φορέων Ψυχικής Υγείας Αργώ, έχουν προσφερθεί σε δύο δήμους και 25 χωριά ψυχοκοινωνική υποστήριξη σε πάνω από 1.000 οικογένειες και δεκάδες τόνοι αγαθών, που συλλέγονται από την Fabric Republic.
– Όποιος επιθυμεί να βοηθήσει ή να βοηθηθεί μπορεί να καλεί στο 6982863576, καθώς και στην Τηλεφωνική Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης 10306, 24 ώρες τη μέρα, ανώνυμα και δωρεάν.
– Από τις 6/8 μέχρι και αυτές τις ώρες, κλιμάκια επαγγελματιών ψυχικής υγείας αποτελούμενα από ψυχολόγους, ψυχιάτρους, παιδοψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς των φορέων μελών της ΑΡΓΩ παρέχουν ψυχοκοινωνική στήριξη των πληγέντων από τις πυρκαγιές σε όλη τη Β. Εύβοια μέσω κατ’ οίκον παρεμβάσεων (πόρτα-πόρτα), με πρωτοβουλία του Υπουργείου Υγείας, σε συνεργασία με την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας και τους φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
– Μέχρι και τώρα έχουν υποστηριχθεί πάνω από 1500 άτομα και έχουν πραγματοποιηθεί δέκα δράσεις ψυχοεκπαίδευσης/ δημιουργικής απασχόλησης σε παιδιά και γονείς τεσσάρων σχολείων της ευρύτερης περιοχής.

Περισσότερα από το VICE

“Girlhood”: Μέσα στο Κοριτσίστικο Σύμπαν Όπως Είναι Πραγματικά

Ρωτήσαμε Κόσμο που Παρακολουθεί το “Bachelor”: Γιατί;

Την Αστρολογία μου Μέσα

Ακολουθήστε το VICE σε FacebookInstagram και Twitter.