Ο χώρος αυτός έχει πάντα μια μελαγχολική αμφισημία, κουβαλάει ανατριχίλα και ιερότητα μαζί, κραυγές και σιωπές. Είναι μια τοπογραφία πόνου. «Εδώ μέσα θάφτηκε η ανθρωπιά και η αξιοπρέπεια. Κρανίου τόπος ήταν. Πολλοί κρατούμενοι πέρασαν από το ειδικό ανακριτικό τμήμα. Βασανίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν, κινδύνεψε η ζωή τους. Να σ’ έχουν όρθιο, νηστικό, χωρίς νερό και τροφή, να σε δέρνουν, να λιποθυμάς, να σε σηκώνουν και να σε δέρνουν ξανά. Αυτό γινόταν. Χώρια οι προσβολές και οι βρισιές. Ό,τι θέλανε έλεγα, για να σου σπάσουν το ηθικό. Υπήρχε μια στρατηγική ταπείνωσης σε όλο αυτό, να βλέπεις τον ΕΣΑτζή να νομίζει ότι έχει απόλυτο δικαίωμα πάνω σου. Αξιωματικοί κακοποιούσαν συναδέλφους τους αξιωματικούς. Φανταστείτε τι κτήνη ήταν αυτά», μου είπε με τρεμάμενη φωνή. Ζήτησε πολλές φορές συγνώμη για την ταραχή που της προκαλούσε η ανάκληση της μνήμης.«Πολλοί κρατούμενοι πέρασαν από εδώ. Βασανίστηκαν, ταλαιπωρήθηκαν. Να σ’ έχουν όρθιο, νηστικό, χωρίς νερό και τροφή, να σε δέρνουν, να λιποθυμάς, να σε σηκώνουν και να σε δέρνουν ξανά. Αυτό γινόταν»
Ο Σπύρος Μουστακλής και ο Αλέκος Παναγούλης.
Ο Σπύρος Μουστακλής γεννήθηκε στο Μεσολόγγι και αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Συμμετείχε στην Αντίσταση κατά των Ιταλών και των Γερμανών στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τραυματίστηκε και νοσηλεύτηκε στο Συμμαχικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στο Μπάρι της Ιταλίας. Συμμετείχε στον Εμφύλιο και μετά στον πόλεμο της Κορέας. Ήταν ένας άνθρωπος δημοκρατικών φρονημάτων. Αυτό τον έβαλε σε μπελάδες από νωρίς. Ήταν από τους πρώτους που αποτάχθηκαν από τον Στρατό με την επιβολή της χούντας. Τον Ιούλιο του 1967, παντρεύτηκε τη Χριστίνα. Το 1969, τον συνέλαβαν για πρώτη φορά.Η ατάκα «θα πάθεις ό,τι έπαθε ο Μουστακλής» αντηχούσε στ’ αφτιά των κρατουμένων του ΕΑΤ–ΕΣΑ. Τον παράτησαν, μόνο όταν βεβαιώθηκαν ότι του είχαν προξενήσει μεγάλη και μη αναστρέψιμη ζημιά.
[VICE Video] Αυτό δεν Ήταν Ένα Συνηθισμένο Πραξικόπημα

Κατά τη διάρκεια της Χούντας, μια ομάδα αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού ανέπτυξε αντιστασιακή δράση με σκοπό την ανατροπή της δικτατορίας. Το Κίνημα του Ναυτικού -όπως κωδικοποιήθηκε ιστορικά– θα εκδηλωνόταν στις 23 Μαΐου του 1973 και στις τάξεις του βρισκόταν και λίγοι αξιωματικοί της Αεροπορίας και του Στρατού, μεταξύ των οποίων και ο Σπύρος Μουστακλής. Ήδη από το βράδυ της 21ης Μαΐου, είχε διαφανεί ότι το Κίνημα είχε προδοθεί. Ξεκίνησαν μαζικές συλλήψεις και η ΕΣΑ εισέβαλε στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. «Εκείνη την ημέρα, η κόρη μου είχε πάθει ένα έγκαυμα, την πήγα στον γιατρό και γύρισα αργά το βράδυ στο σπίτι. Δεν ήταν εκεί. Πήρα τηλέφωνο τ’ αδέρφια και τους φίλους του. Δεν ήξερε κανείς τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί, η Ασφάλεια χτύπησε την πόρτα μας. Μπήκαν μέσα, τα έκαναν όλα φύλλο και φτερό. Τότε κατάλαβα, αλλά δεν ήξερα πού τον έχουν. Στην αρχή, πήγαινα στη Γενική Ασφάλεια. Με έδιωξαν. Μου είπαν να πάω στο ΕΑΤ–ΕΣΑ. Πήγαινα κάθε μέρα με την κόρη μου μαζί, που δεν ήταν ούτε 15 μηνών. Η πύλη ήταν τότε από την οδό Κόκκαλη. Ρωτούσα, άφηνα ρούχα και κουβέρτες, κανείς δεν μου απαντούσε. Έκανα ανακοινώσεις στην Deutsche Welle και στο BBC. Είχα απελπιστεί. Επί 47 ολόκληρες μέρες έψαχνα τον άνδρα μου», θυμάται η Χριστίνα. Ταράζεται, κομπιάζει, θολώνει λίγο το βλέμμα της, το στρέφει αλλού, σε κάποιο κενό σημείο του χώρου, σταματάει, ζητάει συγγνώμη και μετά από λίγο συνεχίζει.
Ήταν οι μέρες που ο αξιωματικός βίωσε όλη τη βαρβαρότητα του καθεστώτος στο κορμί του - οι μέρες της καθόδου του στα πιο άσχημα και σκοτεινά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας. Βασανίστηκε άγρια στο κολαστήριο του ΕΑΤ–ΕΣΑ. Οι δήμιοί του ήθελαν να κλονίσουν τις αντοχές και το σθένος του, ώστε να ομολογήσει στοιχεία για τους συναγωνιστές του και τις λεπτομέρειες της επιχείρησης. Δεν τα κατάφεραν και αυτό γιγάντωσε τον ρεβανσισμό τους. Χτυπούσαν τον Μουστακλή, για να εκφοβίσουν τους υπόλοιπους. Τα βασανιστήρια δεν είναι μόνο ένα εργαλείο επιβολής και πειθάρχησης, είναι και ένα μέσο παραδειγματισμού. Η φωνή του ανθρώπου που βασανίζεται και η εικόνα του παραμορφωμένου σώματος λειτουργούν ως σοκ για τους υπόλοιπους, καθώς ενεργοποιούν μια αποκρουστική μελλοντική αναπαράσταση του εαυτού τους.«Όταν ρώτησα τον βασανιστή Σπανό γιατί το έκαναν αυτό στον άνδρα μου, απάντησε ότι δεν του κάνανε τίποτα, ότι έπεσε μόνος του, διάφορες τέτοιες βλακείες»
Η σύζυγός του αναβιώνει καρέ-καρέ την ένταση των ημερών: «Μια μέρα που πήγα στο ΕΑΤ–ΕΣΑ, με πήρανε μ’ ένα αυτοκίνητο και με πήγανε στο 401. Εκεί είχαν πάει τον Σπύρο. Του έκαναν εισαγωγή με ψεύτικο όνομα -Μιχαηλίδης έλεγαν τα χαρτιά- και με αιτιολογία ότι είχε γίνει ένα τρακάρισμα στον Ιππόδρομο. Για να μη μάθει ο κόσμος τι είχε συμβεί, λέγανε ένα σωρό ψέματα. Όταν ρώτησα τον βασανιστή Σπανό γιατί το έκαναν αυτό στον άνδρα μου, απάντησε ότι δεν του κάνανε τίποτα, ότι έπεσε μόνος του, ότι μάλλον είχε κάποια πάθηση και διάφορες τέτοιες βλακείες. Ήταν υγιέστατος και σκληραγωγημένος. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο λόγος που δεν πέθανε πάνω στα βασανιστήρια. Τον είχαν σ’ έναν θάλαμο με δύο ΕΣΑτζήδες μέσα. Τα πόδια του ήταν μελανιασμένα. Είχε χτυπήματα παντού και σημάδια από καψίματα με τσιγάρα. Της υπολοχαγού Πολίτη, που δούλευε στο 401, της ξέφυγε και μου είπε πως όταν τον έφεραν, δεν μπορούσε να κοιμηθεί για τρεις μέρες, ήταν σαν ένα κομμάτι συκώτι. Ούτε που ξέρω αν τον πρόσεξαν εκεί μέσα, τι είδους νοσηλεία του παρείχαν. Στο ιατρικό συμβούλιο που έκαναν, δεν μ’ άφησαν να μπω μέσα, μου έκλεισαν την πόρτα στα μούτρα. Πήρα τον φάκελό του. Γιατρός ήμουν, κατάλαβα. Ο άνδρας μου είχε μείνει παράλυτος».«Η Πολυκλινική ήταν πολύ κοντά στο Πολυτεχνείο. Άκουγε τι γινόταν, του εξηγούσαμε και εμείς. Καταλάβαινε τα πάντα, αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει»
Η Χριστίνα Μουστακλή, όπως και όλες οι οικογένειες των θυμάτων της Χούντας, σημαδεύτηκε από αυτά τα γεγονότα. Ένα κομμάτι του εαυτού της παραμένει πάντα αγκυλωμένο στο παρελθόν. Αυτό που την εξοργίζει ακόμη είναι ότι το ελληνικό κράτος δεν έκανε μια πραγματική κάθαρση, ώστε να ξεβράσει από το μηχανισμό του όσους τραυμάτισαν την ελληνική κοινωνία. «Η κόρη μου δεν άκουσε ποτέ τη φωνή του πατέρα της. Ήταν 15 μηνών, όταν τον πιάσανε. Μεγάλωσε στα νοσοκομεία. Οι άνθρωποι που άφησαν ανάπηρο τον πατέρα της, όμως τη γλίτωσαν. Συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους, σαν να μην συνέβη τίποτα. Όσοι ισχυρίζονται μέχρι και σήμερα ότι η Χούντα δεν έκανε και τίποτα κακό, ήταν οι συνεργάτες τους, αυτοί που είχαν βολευτεί, που δεν ήξεραν, δεν άκουγαν, δεν έβλεπαν. Λες και αυτό το κτίριο δεν ήταν στο κέντρο της Αθήνας, δίπλα στην Αμερικάνικη Πρεσβεία».«Όσοι ισχυρίζονται ότι η Χούντα δεν έκανε και τίποτα κακό, ήταν οι συνεργάτες τους, αυτοί που είχαν βολευτεί, που δεν ήξεραν, δεν άκουγαν, δεν έβλεπαν. Λες και αυτό το κτίριο δεν ήταν στο κέντρο της Αθήνα»